0
Your Καλαθι
Η λογοτεχνία και οι Θεοί
Μυθολογίες
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Από πάντα οι συγγραφείς έγραφαν για τους θεούς επειδή η κοινότητα τους εμπιστεύτηκε αυτόν το ρόλο. Στη συνέχεια, όμως, συνέχισαν να γράφουν ακόμα κι όταν η κοινότητα άρχισε να αγνοεί ή να πολεμά τους ίδιους εκείνους θεούς που πριν λάτρευε. Ποιοι όμως ήταν αυτοί οι θεοί και γιατί τα ονόματά τους εξακολουθούσαν να ενδιαφέρουν τον κόσμο; Ξεκινώντας από τους αρχαίους Έλληνες θεούς που από την Αναγέννηση και μετά διασχίζουν την ευρωπαϊκή σκέψη σε κύματα ισχυρά και ιδιότροπα, και περνώντας στους θεούς της Ανατολής που με το γερμανικό ρομαντισμό κατέλαβαν την κεντρική Ευρώπη, οι θεϊκές μορφές τους βοήθησαν τη λογοτεχνία να ξεφύγει από τη ρητορική και να οδηγηθεί σε μια γη που δεν περιγράφεται στους χάρτες αλλά στην οποία -από τον Χέλντερλιν στον Μαλαρμέ και από τον Προυστ στο σήμερα- ξαναβρίσκουμε τη λογοτεχνία σε όλες τις μεταμορφώσεις και εκφάνσεις της.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μια φράση τού Νίτσε, κρυμμένη στις τελευταίες σελίδες αυτού του βιβλίου, αποτελεί το κλειδί για να κατανοήσουμε τη δημιουργική σκέψη του Ρομπέρτο Καλάσο: «Τι είναι η αλήθεια; Ενα κινούμενο πλήθος μεταφορών» (σελ. 134). Αυτός είναι και ο τρόπος με τον οποίο «μιλά» ο Καλάσο (άλλωστε, το βιβλίο «Η λογοτεχνία και οι θεοί» περιλαμβάνει ακριβώς μια σειρά από ομιλίες, τις οποίες πραγματοποίησε ο συγγραφέας στην Οξφόρδη, το Μάιο του 2000, στο πλαίσιο των διαλέξεων Weidenfeld). Μέσα από μια δαιδαλώδη διαδρομή ευφυών μεταφορών, ο Καλάσο πραγματεύεται το μοντέρνο και υποστηρίζει ότι τα ουσιώδη επιτεύγματα της νεωτερικότητας (απομάγευση, εξατομίκευση) έγιναν εφικτά (όσο κι αν ετούτο φαντάξει παράδοξο) μέσω μιας θεμελιώδους επιστροφής στη μεταφυσική. Συνθέτοντας μια διαδοχή ποικίλων και απολαυστικών επικλήσεων (λογοτεχνικών, θεολογικών, αρχαιολογικών, μυθολογικών), ο Καλάσο αναζητά το όχημα τούτης της επιστροφής. Το ανακαλύπτει στη λογοτεχνία και το ονομάζει «Απόλυτη λογοτεχνία». Πρόκειται για μια έκφραση της επιδίωξης να προσεγγίσουμε την πρωταρχική, φαινομενολογική, εμπειρία: «Τι εννοούσαν όμως όλοι αυτοί οι συγγραφείς όταν έλεγαν ότι κάτι είναι λογοτεχνία; [...] Ενα είδος δεύτερης πραγματικότητας, που ανοίγεται διάπλατα πίσω από τις σχισμές εκείνης της άλλης, όπου όλοι συμφωνούσαν για τις συμβάσεις οι οποίες κάνουν τον κόσμο να δουλεύει. [...] Σαν η λογοτεχνία να ήταν ένα είδος φυσικής μεταφυσικής» (σελ. 129). Η έννοια που ο Ιταλός συγγραφέας δίνει στη μεταφυσική είναι συνώνυμη με το Θεό και αποτελεί μια μετωνυμία του μυστικού, ά-λογου χώρου, όπου συντελείται η αρχέγονη «επώαση» του νοήματος (σελ. 86). Ο τρόπος να οδηγηθούμε εκεί είναι η Απόλυτη Λογοτεχνία.
Για τον Καλάσο, η εμφάνιση (και ταυτοχρόνως η αναγκαιότητα) του μοντέρνου ξεκίνησε από μια κατ' αρχήν απουσία. Οι θεοί δεν ενοίκησαν ποτέ τον ανθρώπινο λόγο. Απουσίαζαν ακόμα και από τα αρχαία κείμενα. Η λογοτεχνία υπήρξε εξ υπαρχής μια «ιστορία της λογοτεχνίας» (σελ. 11). Ηδη από τον Ομηρο, οι θεοί ήταν μόνον «όροι του ποιητικού λεξικού». Υπήρξε σίγουρα εκείνη η εποχή κατά την οποία οι θεοί ήταν κάτι ουσιαστικότερο, μια ξαφνική φανέρωση, αλλά εκείνη η εποχή ήταν προ-λογοτεχνική. Εκτοτε, σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, το Θείο (με τη μεταφορική έννοια που του δίνει ο συγγραφέας) «υπολάνθανε σε κάθε γωνιά, έτοιμο να εξαπλωθεί» (σελ. 11). Από εδώ ξεκινά και το βασικό ζήτημα για τη σκέψη τού Καλάσο. Τι συνέβη, άραγε, με εκείνη την προ-λογοτεχνική εμπειρία του Θείου; «Τι την έκανε ο χρόνος; Την εξαφάνισε, την έσκισε, την παραμόρφωσε, τη ματαίωσε; 'Η μήπως πρόκειται για κάτι που ανταμώνουμε ακόμα ακέραιο; Και πού;» (σελ. 14).
Για τον Καλάσο, οι θεοί άρχισαν να εμφανίζονται ξανά μόνο το 19ο αιώνα, με τον Χέλντερλιν, τον Νοβάλις και τον Χάινε. Αλλά επέστρεψαν οριστικά με τον Μαλαρμέ, «στα χρόνια ακριβώς που [οι άνθρωποι] επεξεργάζονταν το πλούσιο sottisier (ανοησίες) της Προόδου και του Ορθού Λόγου, που τους κληροδότησε ο Διαφωτισμός» (σελ. 19). Αυτή ήταν μια συνταρακτική επιστροφή, η οποία δεν μπορεί να τεκμηριωθεί μόνο με ιστορικούς και κοινωνικούς όρους. Αποτέλεσε «την πιο ριζική αποστασία από την ιστορία και την κοινωνία» (σελ. 125). Αναζητώντας έναν τρόπο να δείξει τη διαφαινόμενη χαοτική φύση της ανθρώπινης ζωής, ο λόγος της νεωτερικότητας δεν βρήκε καλύτερο μέσο από τη λογοτεχνία και το «φεγγοβόλο μπέρδεμα των αρχαίων θεών» (σελ. 38). Εξ αυτού, δεν προέκυψε βέβαια μια νέα μυθολογία που κατέστησε τη ζωή πιο ενθουσιώδη, ούτε μια ανάκτηση της παλιάς λειτουργικής θρησκευτικότητας, αλλά μια νέα αποδοχή του Ιερού, που στόχευε να ξαναβρεί την αρχέγονη «καθαρότητα της απεικόνισης», νοούμενης ως έξαφνης εποπτείας (σελ. 42). Αποφασιστική σε αυτήν την επιστροφή ήταν η παντελής απουσία προλόγου, η «αστραπιαία είσοδος στην οπτασία» (σελ. 43). Για τον Καλάσο, αυτή η είσοδος στην αρχέγονη, φαινομενολογική, καθαρότητα επιτεύχθηκε με την «εξουσία ενός παλμού» (σελ. 43) που ανταποκρίθηκε στην «υπέρτατη τάξη του χάους» (σελ. 49).
Η Απόλυτη Λογοτεχνία επιτέλεσε το δεσμό με τον πρωταρχικό μύθο (δηλαδή με το ιερό, προτού γεννηθούν οι θεοί ως δογματικά μορφώματα) και γι' αυτό αποτέλεσε μια μεταφυσική έκφραση. Ο άνθρωπος ξαναείδε τον εαυτό του «μπρος στο δικό του βενετσιάνικο καθρέφτη, απαράλλαχτο, όπως τον είχε ξεχάσει» (σελ. 92). Και από εκείνη την κατάσταση απουσίας από τον καθρέφτη το μόνο που απόμεινε ήταν «ο κόσμος, ένα άδειο δωμάτιο, και η αντανάκλαση σε έναν καθρέφτη» (σελ. 92). Στη «θερμή συμφωνία των νέων καιρών» (σελ. 103) ο εξατομικευμένος άνθρωπος κέρδισε ξανά την ατομικότητά του, τη δυνατότητα «να δημιουργεί ένα δικό του όργανο, να παίζει με το δικό του τρόπο, μόλις το φυσήξει, το αγγίξει ή το κρούσει με τέχνη» (σελ. 104). Να, λοιπόν, με ποιον τρόπο η φόρμα αποδεσμεύτηκε διά παντός από τους ρητορικούς κανόνες, και μέσα από την πίστη ότι οι λογοτεχνικές εκδηλώσεις είναι «απευθείας αντανακλάσεις της ανάγκης για ατομικότητα» (σελ. 97), αναδείχτηκε πλέον το αξίωμα ότι «η σκέψη είναι γλώσσα» (σελ. 88). Η Απόλυτη Λογοτεχνία οδήγησε (και οδηγεί) «όσο το δυνατόν πιο κοντά στον τόπο από όπου ξεπηδά η λέξη» (σελ. 131). Είναι το «πιο ευπρόσδεκτο διαβατήριο σε εκείνη την άγνωστη γη» (σελ. 133), στο «μυστηριώδες που πρέπει να υπάρχει στο βάθος όλων μας» (σελ. 104).
Ατομικότητα και μεταφυσική, αυτοί είναι οι δύο άξονες της σκέψης του Ρομπέρτο Καλάσο, και σύμφωνα με αυτούς ορίζει την Απόλυτη Λογοτεχνία ως μια ιδιοστρεφή διαδικασία που είναι αφιερωμένη μόνο στη δική της επεξεργασία, «όπως ένα μωρό που είναι απορροφημένο στο μοναχικό παιχνίδι του» (σελ. 132). Η Απόλυτη Λογοτεχνία είναι Λογοτεχνία επειδή είναι «μια γνώση που δηλώνει και απαιτεί να είναι απροσπέλαστη από άλλες οδούς, πέρα από αυτήν της λογοτεχνικής σύνθεσης» και είναι Απόλυτη, γιατί «είναι μια γνώση που εξομοιώνεται με την έρευνα ενός απόλυτου». Ταυτόχρονα, είναι κάτι το «ελεύθερο από οποιονδήποτε δεσμό υπακοής ή εξάρτησης από οποιαδήποτε λειτουργικότητα σε σχέση με την κοινωνία» (σελ. 124). Εντούτοις, δεν είναι κάτι που αφορά αποκλειστικά το ένα μεμονωμένο υποκείμενο. Για τον Καλάσο, οι δρώντες είναι τουλάχιστον τρεις: «το χέρι που γράφει, η φωνή που μιλά, ο Θεός που επιβλέπει και επιβάλλει» (σελ. 140).
Το στοιχείο εκείνο που καθιστά τόσο πλούσια εμπειρία την ανάγνωση αυτού του βιβλίου είναι ο αφηγηματικός τρόπος. Δεν είναι η αποτελεσματικότητα του επιχειρήματος του Καλάσο, αλλά η παράθεση των ευφάνταστων αναφορών του, από την ινδουιστική μυθολογία ώς τον Χέγκελ, που -κατά έναν απολύτως εμπρόθετο τρόπο- «θαμπώνουν» τον αναγνώστη. Και υπάρχει ένας πολύ καλός λόγος για τον οποίο ο λόγος του Καλάσο είναι ένας λόγος μπαρόκ, στολισμένος με ποικίλματα, ποιητικές μεταφορές και πλήθος κρυφών συνδηλώσεων. Ο αφηγητής επικαλείται την εμβρίθεια της -ομολογουμένως μεγάλης- καλλιέργειάς του, επειδή ένα κείμενο όπως αυτό, που γράφτηκε για να εκφωνηθεί ως ζωντανή ομιλία, απαιτεί έναν ειδικού τύπου «μαγνητισμό», για να εξασφαλίσει την αδιάλειπτη προσοχή του ακροατηρίου. Και είναι αξιοσημείωτο ότι σε αυτήν τη «μαγευτική», οφιοειδή, κίνηση της διάνοιας που απαιτεί (και υποβάλλει) αυτό το βιβλίο, ο αναγνώστης δεν χάνει ούτε στιγμή την εμπιστοσύνη του στο συγγραφέα. Δεν νιώθει πουθενά να εξαπατάται, να πέφτει θύμα κενού βερμπαλισμού. Ισως αυτή να είναι και η γοητεία τού βιβλίου: η ανάγκη να το προσεγγίσεις μετεωριζόμενος ανάμεσα στις θέσεις του αναγνώστη και του ακροατή. Ισως πάλι να είναι η γοητεία της ίδιας της γλώσσας, που μετεωρίζεται ανάμεσα σε γραφή και ομιλία.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 04/03/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις