0
Your Καλαθι
Όσα δεν πήρε ο άνεμος ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Η αυτοβιογραφία μιας θεατρίνας
Έκπτωση
61%
61%
Περιγραφή
Το βιβλίο της Καλής Καλό είναι μια συναρπαστική σειρά περιπετειών, εμπειριών και προσωπικών τραγωδιών που οδήγησαν τη μεγάλη θεατρίνα από τα βρεφικά της χρόνια στη σκηνή -τριών τών πλάι στη Μαρίκα Κοτοπούλη, πέντε ετών στο Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται με τον Λογοθετίδη, με ρόλο γραμμένο από τον Σπύρο Μελά ειδικά γι' αυτήν, έξι ετών στη "Μάντρα" του Αττίκ- κι αργότερα στα πρώτα βαριετέ, στα μπουλούκια, στις περιοδείες και στις μεγάλες επιθεωρήσεις μέχρι το θέατρο πρόζας και το ΚΘΒΕ - περνώντας από το στρατόπεδο πολιτικών εξορίστων της Ικαρίας ώς τη βασιλική αυλή της Αιγύπτου. Γύρω της τα πιο λαμπρά ονόματα-αστέρια του θεάτρου - Λογοθετίδης, Χριστόφορος Νέζερ, Καλουτά, Σταυρίδης, Μαυρέας, Κοκκίνης, Μακρής, Λειβαδίτης, Ρένα Ντορ, Ηρώ Χαντά, Μαρίκα Κρεββατά, Αυλωνίτης, Χατζηχρήστος, Σμαρούλα Γιούλη, Τάκης Μηλιάδης, Βλαχοπούλου.
Η έκδοση εικονογραφείται με μεγάλο αριθμό φωτογραφιών εποχής, που αποτελούν ένα εξαιρετικό ντοκουμέντο για έναν ολόκληρο κόσμο και μία εποχή του ελληνικού θεάτρου. Προλογίζουν οι Κ. Γεωργουσόπουλος, Φ. Ηλιάδης και Δ. Μαυρίκιος.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στη σκηνή βγήκε από τα γεννοφάσκια της σχεδόν. Διόλου παράξενο, αφού μητέρα της δεν ήταν άλλη από τη Χρύσα, κόρη του στρατηγού Γιώργου Καλοχριστιανάκη, υπασπιστή του Βενιζέλου, μια χειραφετημένη κρητικιά ηθοποιό εξαιρετικής καλλονής, που αγαπούσε όσο τίποτε το σανίδι, το ποτό και τον τζόγο. Ώς την τελευταία στιγμή μάλιστα δεν έλεγε να σηκωθεί από το τραπέζι της ρουλέτας στη χαρτοπαιχτική λέσχη που βρισκόταν κάτω από το θέατρο «Κοτοπούλη» (εκεί μαζεύονταν οι ηθοποιοί στις ανάπαυλες των παραστάσεων) να πάει στην κλινική να γεννήσει. Βογκούσε δαγκώνοντας ένα μαντίλι κι έλεγε τους αριθμούς που ήθελε να παίξει: «Ωχ! το οκτώ, ωχ! ωχ! το πέντε» κλπ. Ο Γιαννουκάκης, ο Γιώργος ο Παππάς, η Κοτοπούλη τής λέγανε: «Χρύσα, θα μας γεννήσεις εδώ το παιδί, σήκω να σε πάμε στο νοσοκομείο». Εκείνη βογκώντας απαντούσε: «Ένα νούμερο να παίξω ακόμα». Έξαλλη τότε η Κοτοπούλη τής φωνάζει: «Μωρή Κωλοκρητικιά, εσύ θα βγάλεις τράπουλα και όχι παιδί! Αϊ στο διάολο, σήκω να πάμε στο νοσοκομείο, μη σε χ...».
Εξίσου όμως επεισοδιακά ήταν και τα βαφτίσια της Καλλιόπης, η οποία μόλις γεννήθηκε ήταν τόσο άσχημη και το κορμί της τόσο τριχωτό, που η μητέρα της έβγαλε αυθόρμητα μια κραυγή τρόμου: «Πάρτε από 'δώ το τέρας, δεν είναι δικό μου παιδί αυτό». Έχοντας χάσει τα τρία προηγούμενα, τα οποία επίσης είχε αποκτήσει με τον σύζυγό της, γόνο της γνωστής οικογένειας φαρμακοβιομηχάνων, Νίκο Δαμβέργη, η Χρύσα έταξε το παιδί που θα γεννιόταν στον Αγιο Κωνσταντίνο της Ομόνοιας. Ότι δηλαδή, αν ζούσε, θα το άφηωε στα σκαλιά της εκκλησίας και θα το βάφτιζε ο πρώτος περαστικός που θα το 'βρισκε. Το μυστικό όμως διέρρευσε από την ίδια μάλιστα τη Χρύσα, έτσι που την προκαθορισμένη ώρα στα παγωμένα σκαλοπάτια της εκκλησίας (ήταν Φλεβάρης βαρύς) να καραδοκούν πολλοί φίλοι της, γνωστοί ηθοποιοί και δημοσιογράφοι· τελικά ο Παντελής Καψής (πατέρας του Γιάννη) με την τότε γυναίκα του Ελευθερία άρπαξαν πρώτοι το βρέφος και το πήγαν σχεδόν μελανιασμένο από το κρύο στον ιερέα, που παρακολουθούσε σοκαρισμένος τα τεκταινόμενα, να το βαφτίσει. Μετά από όλα αυτά βέβαια η Χρύσα, που δεν μπορούσε να το αποχωριστεί, άρχισε να σέρνει μαζί της το μωρό στις τουρνέ για να το θηλάζει και να το προσέχει. Σε μία από αυτές η Κοτοπούλη ανέβασε τη «Δασκαλίτσα» του Νικοντέμι και σε κάποια σκηνή χρειαζόταν ένα νήπιο να κάνει το παιδί της. Έτσι άρχισε η θεατρική καριέρα της Καλής.
Το μπουλούκι και ο ΕΛΑΣ
Ο πρώτος μεγάλος ρόλος της Καλής Καλό ήρθε κατόπιν επιμονής της ίδιας, μόλις δύο χρόνια μετά το ντεμπούτο της. Στο θέατρο «Αλίκη», όπου εμφανιζόταν η μητέρα της μαζί με τον θίασο του Κώστα Μουσούρη, είχε μόλις προσληφθεί ο Σπύρος Μελάς, για να γράψει ένα έργο που θα «ξελάσπωνε» οικονομικά τον απειλούμενο από χρεοκοπία θίασο. Η Μπέμπα, όπως φώναζαν χαϊδευτικά την Καλή, τριγυρνούσε στα πόδια του συγγραφέα και μουρμούριζε συνεχώς: «Σείε Θπύρο, σέλω ρόλο». «Φύγε από 'δώ, βρε σπερδούκλι, φύγε, μη μ' ενοχλείς» προσπαθούσε να την αποκρούσει ο Μελάς καθώς έγραφε στο υπόγειο του θεάτρου με φοβερό άγχος το έργο του και μία μία σελίδα την έδινε επάνω στους ηθοποιούς που περίμεναν για την πρόβα. Η επιμονή της όμως ολοένα μεγάλωνε. Ώσπου κάποια στιγμή που η πλοκή βρισκόταν σε αδιέξοδο εκείνος είδε στο πρόσωπό της τον ρόλο που θα ανέτρεπε τη δράση, αυτόν της Ντορούλας. Έτσι η Μπέμπα έκανε την πρώτη της μεγάλη επιτυχία στο περίφημο έργο «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» δίπλα στους Βασίλη Λογοθετίδη, Αλίκη, Σπύρο Μουσούρη, Παπαδάκη και βέβαια τη μητέρα της. Τόσο φυσικό ήταν το παίξιμό της που το κοινό της πρεμιέρας, με επικεφαλής τη μεγάλη Κυβέλη, σηκώθηκε όρθιο και άρχισε να χειροκροτεί χωρίς να έχει τελειώσει ακόμη η πράξη, φωνάζοντας «Μπράβο, μπράβο, Μπέμπα, μπράβο, Μπέμπα!». Τέτοια δε ήταν η επιτυχία της που ο Αττίκ έστειλε τον διευθυντή της «Μάντρας» του, Χρήστο Δημητρόπουλο, να τη ζητήσει από τη Χρύσα. Και όταν αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της, εκείνος έγραψε για την Μπέμπα ερωτικά τραγούδια και παρλάτες, που βέβαια για την ηλικία της ακούγονταν εξαιρετικά κωμικά, και την έβαζε να κατεβαίνει από ένα πιάνο όπου καθόταν όλη την υπόλοιπη ώρα, για να χορέψει κλακέτες με μοναδικό μπρίο και τσαχπινιά. Έτσι εδραιώθηκε η εικόνα της ως παιδί-θαύμα, κάτι σαν τη Σίρλεϊ Τεμπλ της Ελλάδας.
Έρχεται όμως ο πόλεμος και η Κατοχή. Μάνα και κόρη αρχίζουν να περιοδεύουν με τα μπουλούκια στην επαρχία για να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαΐ. Επιχειρούν να καταταγούν στον ΕΛΑΣ αλλά μετά από πολλές περιπέτειες καταλήγουν και πάλι στην Αθήνα. Η Καλή πηγαίνει στο «Μοντιάλ» του Μακέδου, όπου γνωρίζει από κοντά τα ιερά τέρατα του θεάτρου: τις αδελφές Καλουτά, τον Χριστόφορο Νέζερ, την Ντιριντάουα, τη Βέμπο, τον Μανέλλη, τη Λαίδου, τον Τραϊφόρο, τον Κοκκίνη, τον Αυλωνίτη. Εκείνη την εποχή δεν είχε κλείσει ακόμη τα 13 αλλά ήταν ήδη μια καλοσχηματισμένη γυναίκα συναντιέται με τον μελλοντικό της σύζυγο Γιώργο Μαμαλάκη, που φοιτούσε στη Σχολή Ικάρων. Δύο χρόνια αργότερα εκείνος θα τη ζητήσει σε γάμο από τη μητέρα της, που αντιδρά εξαιρετικά βίαια και κλειδώνει την Καλή στο σπίτι. Η Καλή θα το σκάσει και με τη συγκατάθεση του πατέρα της καθώς ήταν ανήλικη και η Αρχιεπισκοπή απαιτούσε τη συγκατάθεση των οικείων θα παντρευτεί τον Γιώργο. Η ευτυχία εκείνη όμως δεν έμελλε να κρατήσει. Πάνω στον χρόνο ο Γιώργος σκοτώνεται και εκείνη θα μείνει χήρα κουβαλώντας το παιδί του στα σπλάχνα της. Λίγους μήνες αργότερα θα γεννήσει μετά από ωδίνες που κράτησαν 36 ολόκληρες ώρες την κόρη της Γιούλη.
Έχει τώρα ενταχθεί στο ΚΚΕ και αναπτύσσει έντονη πολιτική δραστηριότητα. Θα κάνει άλλον ένα λευκό αυτή τη φορά γάμο κατ' απαίτηση του κόμματος, που της είχε στείλει να κρύψει ένα στέλεχος του παράνομου μηχανισμού, για να κλείσει τα στόματα του κόσμου ότι μια δεκαεφτάχρονη χήρα φιλοξενεί ξένον άντρα. Όσο ο Εμφύλιος φουντώνει και αγριεύει, οι διώξεις των αριστερών εντείνονται. Το 1949, σε ένα διάλειμμα της παράστασης «Το παρδαλό κατσίκι» στο θέατρο «Λυρικόν», όπου εμφανιζόταν την εποχή εκείνη, τη συλλαμβάνει η Ασφάλεια με την κατηγορία ότι στην κατοχή της βρέθηκαν προκηρύξεις. Θα μείνει κρατούμενη σε ένα κελί τρία μέτρα επί τρία, όπου οι κλούβες του Ηθών φέρνουν και όσες γυναίκες είχαν μαζέψει στη Συγγρού. Σε ένα χώρο που μόλις χωρούσε πέντε-έξι ανθρώπους τώρα στοιβάζονται 25 και 30. Σιχαινόταν να καθήσει, φοβόταν να αγγίξει γύρω της οτιδήποτε. Και τότε η πονετική μορφή της Αύρας Παρτσαλίδου την παρηγορεί και της δίνει κουράγιο: «Θα το ξεπεράσεις, συντρόφισσα. Δυστυχισμένα ανθρώπινα πλάσματα είναι κι αυτές οι γυναίκες». Μετά τις αλλεπάλληλες αρνήσεις της να υπογράψει δήλωση μετανοίας εκτοπίζεται για έξι μήνες στον Ξυλοσούρτη της Ικαρίας, μια ακρογιαλιά όλο πέτρα, όπου την ημέρα πύρωνε ο ήλιος και το βράδυ τους περόνιαζε το κρύο.
Επιστρέφει με την αμνηστία που δίνεται και μετά τις πρώτες αποτυχημένες απόπειρες να βρει δουλειά αρχίζει να ξαναστήνει την καριέρα της. Τον χειμώνα του '50 γίνεται θιασάρχης και ξεκινά περιοδείες με πρώτο σταθμό την Κρήτη. Μετά το τέλος της θα πρωταγωνιστήσει σε πολλά έργα του ελληνικού ρεπερτορίου αλλά και σε μια οπερέτα, που έγραψε ειδικά για εκείνη ο μαέστρος Μίμης Κατριβάνος. Η Αθήνα τώρα είναι στα πόδια της. Όλος ο αντρικός πληθυσμός τη θαυμάζει ένας μάλιστα από τους πολυπληθείς θαυμαστές της είναι και ο Βασίλης Τσιτσάνης που θα την πολιορκήσει για καιρό, χωρίς αποτέλεσμα όμως και για να ξεπεράσει τον απελπισμένο έρωτά του για εκείνη θα γράψει το τραγούδι «Εγώ πληρώνω τα μάτια π' αγαπώ».
Αυτή η φήμη της θα της στοιχίσει την εχθρότητα της Βέμπο που, όπως λέει η Καλό, «απέκλειε πάντοτε απ' τον θίασο τις όμορφες και ταλαντούχες ηθοποιούς, πρώτον, για να μην υπάρχει σύγκριση με την ατάλαντη αδελφή της Αλίκη και, δεύτερον, εξαιτίας της παροιμιώδους ζήλιας της για τον άντρα της, Μίμη Τραϊφόρο». Αν και εκείνη είχε υπογράψει συμβόλαιο με τον Θόδωρο Κρίτα για τουρνέ σε Κωνσταντινούπολη, Κύπρο, Αίγυπτο, η Βέμπο την απέπεμπε από το θέατρο όποτε εμφανιζόταν για πρόβα και τελικά δεν την πήρε μαζί της. Η Καλό διεκδίκησε αποζημίωση και το δικαστήριο τη δικαίωσε με τη μαρτυρία της Αννας Καλουτά και της Ζαζάς Μπριλάντη. Κέρδισε όμως μια άλλη περιοδεία στα ίδια σχεδόν μέρη με έναν άλλο θίασο όπου συμμετείχαν ο Στολίγκας, ο Χατζηχρήστος, ο Σπαρίδης, οι αδελφές Στρατηγού και πολλοί άλλοι. Το 1957 παντρεύεται τον Δημήτρη Βαλμά, που είχε γνωρίσει σε μια περιοδεία στη Σύρο, και εγκαθίσταται μαζί του στη Θεσσαλονίκη, όπου το ζεύγος διάγει κοσμική ζωή: «δεξιώσεις, χαρτάκι, Φλόκα, περίπατοι στην Τσιμισκή». Εδώ, στο πρώην «Στρατιωτικό Θέατρο», που τώρα φέρει το όνομά της, θα ανεβάσει το «Γαρύφαλλο στ' αυτί», το οποίο θεωρήθηκε σταθμός στα θεατρικά χρονικά της πόλης.
Σαν αφρός σαμπάνιας
Καθώς περνάει ο καιρός το όνομά της μεσουρανεί δίπλα στα άλλα αστέρια του παλκοσένικου. Ιδρύει θίασο με τη Βλαχοπούλου και τον Χατζηχρήστο, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του '60 συνεργάζεται με τον λαϊκό τραγουδιστή Μανώλη Αγγελόπουλο. Τη θέση του δίπλα της θα πάρουν επίσης ο Μητσάκης, ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα. Είναι τώρα παντρεμένη με τον πλοίαρχο Κώστα Καρανικόλα με τον οποίο θα ζήσει 20 συνολικά χρόνια, ώς το 1979. Σε αυτό το διάστημα θα αποκτήσει τον γιο της Χρήστο, θα αποτραβηχτεί από το θέατρο μη αντέχοντας, όπως λέει, τις συχνές κρίσεις ζηλοτυπίας του άντρα της, θα δημιουργήσει ένα πρότυπο σχολικό συγκρότημα με νηπιαγωγείο, δημοτικό και παιδικό σταθμό και θα ζήσει την πιο τραγική εμπειρία της ζωής της. Παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1973 ο Χρήστος τραυματίζεται σοβαρά από έκρηξη στο χημείο όπου έκανε πειράματα με διάφορες ουσίες. Τέτοιος είναι ο πόνος της που τις πρώτες κρίσιμες ώρες μετά την πολύπλοκη εγχείρηση στην οποία υποβάλλεται ξενυχτά στο προσκεφάλι του παιδιού της με παρέα της μια κοπέλα από το κομμωτήριο «Μισέλ» που της κάνει μανικιούρ! αυτό ίσως να την προφύλαξε από το σάλεμα του λογικού της. Αγωνίστηκε 14 χρόνια δίπλα στον Χρήστο της, ως εκείνη τη σκληρή νύχτα της 19ης Ιουνίου 1988 που το παιδί της θα φύγει για το μεγάλο ταξίδι από σηπτικό σοκ των νεφρών. Έκτοτε θα προσπαθήσει να βρει παραμυθία, εκτός από το θέατρο, στον τεκτονισμό, στις συχνές αποδράσεις της στην Αστυπάλαια και στην προσπάθεια ενίσχυσης των συναδέλφων της μέσα από το συνδικαλιστικό όργανο των ηθοποιών αν και η τελευταία αυτή εμπειρία της την έχει ποτίσει, όπως λέει, πολλές πίκρες εξαιτίας της στάσης ορισμένων.
Εκτός από μια ζωντανή ιστορία του θεάτρου μας τις τελευταίες έξι με επτά δεκαετίες, που συνοδεύεται μάλιστα από μια πληθώρα φωτογραφιών, ανάμεσα στις οποίες πολλές σπάνιες, η «Αυτοβιογραφία μιας θεατρίνας» είναι ένα συγκινητικό, τρυφερό και πολύ ανθρώπινο βιβλίο. Είναι όμως παράλληλα και υπόδειγμα ήθους. Γιατί όπως σημειώνει στο προλογικό του σημείωμα ο Κώστας Γεωργουσόπουλος η Καλή Καλό γράφει με πάθος, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, με ευθύτητα, χωρίς να κρατάει προσχήματα, χωρίς να υπολογίζει τις όποιες σκοπιμότητες. Εξομολογείται και αφηγείται, όπως θυμάται και όπως εισέπραξε τα συμβάντα του βίου της, όπως ο ψυχισμός της τα διύλισε, όπως τα ταξινόμησε η μέριμνα των ημερών, όπως τα διέσωσε η επιλεκτική μνήμη. Αυτό το «θεατροκόριτσο» που η παρουσία του στη σκηνή θύμιζε, κατά τον Αλκη Θρύλο (Ελένη Ουράνη), αφρό σαμπάνιας με όλες τις χαρές, τη γοητεία και την ακτινοβολία της όμορφης γυναίκας (όπως αναφέρει χαρακτηριστικά σε ένα κείμενό του με ένδειξη 1957 ο Δημήτρης Γιαννουκάκης, το οποίο παρατίθεται και αυτό στην αρχή του βιβλίου μαζί με τα σημειώματα του Δημήτρη Μαυρίκιου και του Φρίξου Ηλιάδη) , «είναι σήμερα φορτωμένη τον απόηχο ενός καταρράκτη χειροκροτημάτων». Αλλά, όπως λέει ο τελευταίος, η Καλή Καλό «δεν τα έχει δώσει όλα στο θέατρο, δεν έχει πει την τελευταία της λέξη. Βρίσκεται πάντα ανάμεσά μας, έχοντας υφάνει τον άφθιτο θρύλο της, χωρίς την τηλεοπτική και ούτε καν την κινηματογραφική συνδρομή. Είναι ένας καθαρόαιμος θεατράνθρωπος, που μας διδάσκει ότι ένα εξ απέφθου χρυσού ταλέντο είναι πάντα αγέρωχα αυθύπαρκτο».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-06-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις