0
Your Καλαθι
Ο Φλώρος
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο, πιθανώς και ρομαντικό, ερώτημα πώς να ήταν η Ελλάδα στα χρόνια της Επανάστασης απαντούν οι ιστορικοί και οι απομνημονευματογράφοι. Η μυθιστοριογραφία ωστόσο, ως η κορωνίδα των αφηγήσεων, διατηρεί τη δική της ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς ντύνει τα ιστορικά συμβάντα με μυθική αχλύ. Ακόμη κι όταν, κατά το δικό μας γούστο, πρόκειται για συγγραφείς περιορισμένων αφηγηματικών ικανοτήτων και έργα μικρής λογοτεχνικής αξίας ως διατείνεται ο Β. Αθανασόπουλος ότι είναι η περίπτωση του μυθιστορήματος Ο Φλώρος, το οποίο ωστόσο επανεκδίδει μετά παρέλευση 155 ετών από την πρώτη και μοναδική έκδοσή του.
Τότε, στη Ρούμελη, δεν υπήρχε ένα κλεινόν άστυ, τα πάντα καταυγάζον, αλλά περισσότερα, και δη ουδόλως υποδεέστερα, ως το Ζητούνι, τα Σάλωνα και η Λεβαδεία, «η πρώτη της Βοιωτίας πόλις», κέντρο συγκέντρωσης οπλαρχηγών και έδρα βοεβόδα. Με γλαφυρή περιγραφή της χώρας της Λεβαδείας, μετά του Τροφωνίου άντρου, ως αναρριχάται στον Ελικώνα, κατά την άνοιξη του 1821, εκκινεί το μυθιστόρημα, για να ιστορήσει στη συνέχεια, αναδρομικά, πώς οι οικογένειες των προυχόντων σχημάτιζαν ισχυρά κόμματα και με κάθε μέσο διεκδικούσαν «το κοτζαμπασλίκι», εκμεταλλευόμενοι τις διαμάχες του ντόπιου τούρκου άρχοντα με τον ανώτερό του, πασά του Εγρίπου, αλλά και το ανοιχτό πολεμικό πεδίο μεταξύ Αλή Πασά και σουλτάνου. Σε δύο κατοπινά κεφάλαια θα επανέλθει στη Λεβαδεία, διεκτραγωδώντας τις καταστροφές του Ιουνίου του 1821, όταν τα τουρκικά στρατεύματα πυρπόλησαν την πόλη, σφάζοντας και αιχμαλωτίζοντας χιλιάδες γυναικόπαιδα.
Στα ενδιάμεσα κεφάλαια, η ένταση ανεβαίνει, καθώς ο ήρωας του μυθιστορήματος συμμετέχει στην πολιορκία της Τροπολιτζάς. Μάλιστα, εισαγωγικά, σκιαγραφείται με ποιητικό οίστρο ο Κολοκοτρώνης, ως «ο Γκοτφρέδος της νέας ταύτης Ιερουσαλήμ». Τις αφηγηματικές δυνατότητες του συγγραφέα δείχνουν οι σχετικά λιγοστές πολεμικές σκηνές, με κορυφαία την ύψωση της σημαίας του Σταυρού στο βόρειο τείχος της πόλης, που έμεινε αφύλακτο κατά τη συμφωνημένη έξοδο των Αλβανών. Πράξη η οποία, μυθιστορηματική αδεία, αποδίδεται στον ήρωα αντί στον Τσάκωνα Μανόλη Δούνια που αναφέρουν οι ιστορικές μαρτυρίες. Δυστυχώς τα τελευταία κεφάλαια του μυθιστορήματος εκτυλίσσονται στο Σεράιον του πασά του Εγρίπου και όσα τραγικά συμβαίνουν στους θαλάμους και στους κήπους του χαρεμιού απορροφούν σε τέτοιο βαθμό τον συγγραφέα ώστε να μην του επιτρέπουν την παραμικρή περιγραφή της πόλης της Χαλκίδος, σε αντίθεση με τις θελκτικές εικόνες που σκιαγραφεί για «τας ευρείας της Βοιωτίας πεδιάδας». Και έτσι όμως το μυθιστόρημα δίνει μια απάντηση αρκούντως παραστατική για την Ελλάδα του 1821. Καθώς μάλιστα εκδόθηκε το 1847, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι στηρίχτηκε εν πολλοίς σε βιωματικές εμπειρίες του συγγραφέα, ως αφήνει να εννοηθεί και στον πρόλογο.
Πικροί χωρισμοί
Παρατηρούμε ότι αυτή η πλευρά του μυθιστορήματος δεν είλκυσε ιδιαίτερα τους μελετητές. Ο Γ. Βαλέτας αρκείται να το χαρακτηρίσει «ερωτικό και ηρωικό μυθιστόρημα», ενώ ο Απ. Σαχίνης παρατηρεί ότι «το καθαρώς ιστορικό στοιχείο δεν βρίσκεται στο πρώτο επίπεδο». Παρομοίως και οι δύο νεότεροι μελετητές που ασχολήθηκαν με τον Φλώρο, η Α. Κατσιγιάννη (στη γραμματολογία Σοκόλη) και ο Β. Αθανασόπουλος, εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην ερωτική ιστορία. Και πράγματι, στο πρώτο επίπεδο βρίσκεται ο έρωτας του Φλώρου και της Χάιδως, που ανθεί στο πρότυπο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, σε πείσμα της αντιπαλότητας των οικογενειών τους. Τους πικρούς χωρισμούς διαδέχονται απρόσμενες συναντήσεις, καθώς παρεμβαίνουν μοιραίες συμπτώσεις, οι οποίες δεν μας φαίνονται πλέον απίθανες των απαντωμένων στη νεότερη μυθιστοριογραφία. Αλλωστε και αυτή η παρωχημένη ερωτική ιστορία διατηρεί ένα κάποιο σασπένς, χάρη στο ερωτικό γαϊτανάκι που στήνεται, ως είθισται ακόμη μέχρι σήμερα, γύρω από το ζευγάρι. Τον Φλώρο τον ερωτεύεται μια μουσουλμάνα, με την οποία είναι ξετρελαμένος ο πασάς, και τη Χάιδω ένας τουρκοπροσκυνημένος Ελληνας. Μόνο που στους παλαιούς χρόνους τη λύση την έδιναν οι ληστές οι οποίοι κατοικούσαν «στα σπήλαια και τα όρη», με το κεφάλι τους εσαεί επικηρυγμένο. Υπήρχαν όμως και οι γραίες με τις μαγγανείες τους, βρίσκουμε μάλιστα τις αντίστοιχες σκηνές υποβλητικότερες των συγχρόνων, καθώς τα μάγια στον έρωτα εξακολουθούν να συναρπάζουν. Παρεμπιπτόντως, πιστεύουμε ότι οι μελετητές παρερμηνεύουν τα λόγια και τη στάση του Φλώρου. Οταν, λ.χ., ο ήρωας αφηγείται τη συνομιλία του με τον πασά, ισχυρίζεται ότι του δήλωσε πως έπραξε «ως πιστός και ειρηνικός του τουβλετίου υπήκοος». Διπλωματική για την περίσταση έκφραση που δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως ενδεικτική «μειωμένου πατριωτισμού». Ούτε άλλωστε και το ερωτικό πάθος του για τη Χάιδω, το οποίο προς στιγμήν τον κάνει να αμφιταλαντεύεται μπροστά στο πατριωτικό καθήκον του. Υστερα, στις σκηνές του χαρεμιού, όταν ο συγγραφέας περιγράφει το γυμνό σύμπλεγμα της μουσουλμάνας και της χριστιανής ως χάριτες, μάλλον δείχνει, για πολλοστή φορά, την παιδεία του παρά υπαινίσσεται τυχόν ομοφυλόφιλη δράση, όπως διείδαν οι μελετητές.
Η ταυτότητα του συγγραφέα
Ως φαίνεται, δεν στάθηκε δυνατόν να συγκεντρωθούν τα βιοεργογραφικά του συγγραφέα, πέραν μιας αγγελίας για την προσεχή δημοσίευση έτερου μυθιστορήματος, το 1840, στην εφημερίδα «Αθηνά», όπου αναφέρεται ως κάτοικος Χαλκίδος. Πιθανώς και γιατί δεν αναζητήθηκαν τα ίχνη του στις προσφυείς για την περίπτωση πηγές. Η Α. Κατσιγιάννη εικάζει ότι θα μπορούσε να σχετίζεται με την οικογένεια του Πέτρου Καλογερόπουλου, πατέρα του πολιτικού Νικολάου Καλογερόπουλου, γεννηθέντα στη Χαλκίδα. Γιατρός από τη Λιβαδειά ο Πέτρος Καλογερόπουλος, χωρίς ανάμειξη στην Επανάσταση, παντρεύτηκε τη Μαρούσα, κόρη του πολιτευτή Ευβοίας Νικολάου Βουδούρη, και μετακόμισε στη Χαλκίδα. Υπάρχει όμως και μια άλλη ρουμελιώτικη οικογένεια Καλογερόπουλου, τα αδέλφια Σπυρίδων και Νίκος. Γεννηθέντες στην Κέρκυρα, και οι δύο γιατροί έλαβαν ενεργό μέρος στην Επανάσταση και μετά τουλάχιστον ο Σπυρίδων εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα, όπου και χρημάτισε δύο φορές δήμαρχος και γερουσιαστής. Να σημειώσουμε πως στην πολιορκία της Τρίπολης απαντάται και ένας Λάμπρος Καλογερόπουλος, υπεύθυνος για τον ανεφοδιασμό του στρατοπέδου. Επίσης ένας Λ. Καλογερόπουλος τον Δεκέμβριο του 1863 είναι μέλος της εισηγητικής επιτροπής για τη συνταξιοδότηση των γερουσιαστών.
Πληροφορίες για τον συγγραφέα θα μπορούσαν να αντληθούν και από τα εκδοτικά του Φλώρου, που συνήθως παραμελούνται ως δευτερεύοντα. Το δίδυμο της εφημερίδας «Ο Φίλος του Λαού», όπου το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1847 (σύμφωνα με τον Λ. Βαρελά), και της Φιλολάου τυπογραφίας του δικηγόρου και πολιτευτή Ευβοίας Αθανασίου Πετσάλη. Εφημερίδα και τυπογραφείο επεβίωσαν από το 1839/1840 ως το 1848. Από τη Φιλόλαο τυπογραφία εκδόθηκαν μόλις είκοσι βιβλία, ως επί το πλείστον ολιγοσέλιδα, με μοναδικό λογοτεχνικό τον Φλώρο, που στάθηκε ουσιαστικά και το τελευταίο της· δύο Λόγοι, ο ένας του Παναγιώτη Σούτσου, θα τυπωθούν το 1848, προτού κλείσει οριστικά.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 16-03-2003
Στο, πιθανώς και ρομαντικό, ερώτημα πώς να ήταν η Ελλάδα στα χρόνια της Επανάστασης απαντούν οι ιστορικοί και οι απομνημονευματογράφοι. Η μυθιστοριογραφία ωστόσο, ως η κορωνίδα των αφηγήσεων, διατηρεί τη δική της ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς ντύνει τα ιστορικά συμβάντα με μυθική αχλύ. Ακόμη κι όταν, κατά το δικό μας γούστο, πρόκειται για συγγραφείς περιορισμένων αφηγηματικών ικανοτήτων και έργα μικρής λογοτεχνικής αξίας ως διατείνεται ο Β. Αθανασόπουλος ότι είναι η περίπτωση του μυθιστορήματος Ο Φλώρος, το οποίο ωστόσο επανεκδίδει μετά παρέλευση 155 ετών από την πρώτη και μοναδική έκδοσή του.
Τότε, στη Ρούμελη, δεν υπήρχε ένα κλεινόν άστυ, τα πάντα καταυγάζον, αλλά περισσότερα, και δη ουδόλως υποδεέστερα, ως το Ζητούνι, τα Σάλωνα και η Λεβαδεία, «η πρώτη της Βοιωτίας πόλις», κέντρο συγκέντρωσης οπλαρχηγών και έδρα βοεβόδα. Με γλαφυρή περιγραφή της χώρας της Λεβαδείας, μετά του Τροφωνίου άντρου, ως αναρριχάται στον Ελικώνα, κατά την άνοιξη του 1821, εκκινεί το μυθιστόρημα, για να ιστορήσει στη συνέχεια, αναδρομικά, πώς οι οικογένειες των προυχόντων σχημάτιζαν ισχυρά κόμματα και με κάθε μέσο διεκδικούσαν «το κοτζαμπασλίκι», εκμεταλλευόμενοι τις διαμάχες του ντόπιου τούρκου άρχοντα με τον ανώτερό του, πασά του Εγρίπου, αλλά και το ανοιχτό πολεμικό πεδίο μεταξύ Αλή Πασά και σουλτάνου. Σε δύο κατοπινά κεφάλαια θα επανέλθει στη Λεβαδεία, διεκτραγωδώντας τις καταστροφές του Ιουνίου του 1821, όταν τα τουρκικά στρατεύματα πυρπόλησαν την πόλη, σφάζοντας και αιχμαλωτίζοντας χιλιάδες γυναικόπαιδα.
Στα ενδιάμεσα κεφάλαια, η ένταση ανεβαίνει, καθώς ο ήρωας του μυθιστορήματος συμμετέχει στην πολιορκία της Τροπολιτζάς. Μάλιστα, εισαγωγικά, σκιαγραφείται με ποιητικό οίστρο ο Κολοκοτρώνης, ως «ο Γκοτφρέδος της νέας ταύτης Ιερουσαλήμ». Τις αφηγηματικές δυνατότητες του συγγραφέα δείχνουν οι σχετικά λιγοστές πολεμικές σκηνές, με κορυφαία την ύψωση της σημαίας του Σταυρού στο βόρειο τείχος της πόλης, που έμεινε αφύλακτο κατά τη συμφωνημένη έξοδο των Αλβανών. Πράξη η οποία, μυθιστορηματική αδεία, αποδίδεται στον ήρωα αντί στον Τσάκωνα Μανόλη Δούνια που αναφέρουν οι ιστορικές μαρτυρίες. Δυστυχώς τα τελευταία κεφάλαια του μυθιστορήματος εκτυλίσσονται στο Σεράιον του πασά του Εγρίπου και όσα τραγικά συμβαίνουν στους θαλάμους και στους κήπους του χαρεμιού απορροφούν σε τέτοιο βαθμό τον συγγραφέα ώστε να μην του επιτρέπουν την παραμικρή περιγραφή της πόλης της Χαλκίδος, σε αντίθεση με τις θελκτικές εικόνες που σκιαγραφεί για «τας ευρείας της Βοιωτίας πεδιάδας». Και έτσι όμως το μυθιστόρημα δίνει μια απάντηση αρκούντως παραστατική για την Ελλάδα του 1821. Καθώς μάλιστα εκδόθηκε το 1847, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι στηρίχτηκε εν πολλοίς σε βιωματικές εμπειρίες του συγγραφέα, ως αφήνει να εννοηθεί και στον πρόλογο.
Πικροί χωρισμοί
Παρατηρούμε ότι αυτή η πλευρά του μυθιστορήματος δεν είλκυσε ιδιαίτερα τους μελετητές. Ο Γ. Βαλέτας αρκείται να το χαρακτηρίσει «ερωτικό και ηρωικό μυθιστόρημα», ενώ ο Απ. Σαχίνης παρατηρεί ότι «το καθαρώς ιστορικό στοιχείο δεν βρίσκεται στο πρώτο επίπεδο». Παρομοίως και οι δύο νεότεροι μελετητές που ασχολήθηκαν με τον Φλώρο, η Α. Κατσιγιάννη (στη γραμματολογία Σοκόλη) και ο Β. Αθανασόπουλος, εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην ερωτική ιστορία. Και πράγματι, στο πρώτο επίπεδο βρίσκεται ο έρωτας του Φλώρου και της Χάιδως, που ανθεί στο πρότυπο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, σε πείσμα της αντιπαλότητας των οικογενειών τους. Τους πικρούς χωρισμούς διαδέχονται απρόσμενες συναντήσεις, καθώς παρεμβαίνουν μοιραίες συμπτώσεις, οι οποίες δεν μας φαίνονται πλέον απίθανες των απαντωμένων στη νεότερη μυθιστοριογραφία. Αλλωστε και αυτή η παρωχημένη ερωτική ιστορία διατηρεί ένα κάποιο σασπένς, χάρη στο ερωτικό γαϊτανάκι που στήνεται, ως είθισται ακόμη μέχρι σήμερα, γύρω από το ζευγάρι. Τον Φλώρο τον ερωτεύεται μια μουσουλμάνα, με την οποία είναι ξετρελαμένος ο πασάς, και τη Χάιδω ένας τουρκοπροσκυνημένος Ελληνας. Μόνο που στους παλαιούς χρόνους τη λύση την έδιναν οι ληστές οι οποίοι κατοικούσαν «στα σπήλαια και τα όρη», με το κεφάλι τους εσαεί επικηρυγμένο. Υπήρχαν όμως και οι γραίες με τις μαγγανείες τους, βρίσκουμε μάλιστα τις αντίστοιχες σκηνές υποβλητικότερες των συγχρόνων, καθώς τα μάγια στον έρωτα εξακολουθούν να συναρπάζουν. Παρεμπιπτόντως, πιστεύουμε ότι οι μελετητές παρερμηνεύουν τα λόγια και τη στάση του Φλώρου. Οταν, λ.χ., ο ήρωας αφηγείται τη συνομιλία του με τον πασά, ισχυρίζεται ότι του δήλωσε πως έπραξε «ως πιστός και ειρηνικός του τουβλετίου υπήκοος». Διπλωματική για την περίσταση έκφραση που δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως ενδεικτική «μειωμένου πατριωτισμού». Ούτε άλλωστε και το ερωτικό πάθος του για τη Χάιδω, το οποίο προς στιγμήν τον κάνει να αμφιταλαντεύεται μπροστά στο πατριωτικό καθήκον του. Υστερα, στις σκηνές του χαρεμιού, όταν ο συγγραφέας περιγράφει το γυμνό σύμπλεγμα της μουσουλμάνας και της χριστιανής ως χάριτες, μάλλον δείχνει, για πολλοστή φορά, την παιδεία του παρά υπαινίσσεται τυχόν ομοφυλόφιλη δράση, όπως διείδαν οι μελετητές.
Η ταυτότητα του συγγραφέα
Ως φαίνεται, δεν στάθηκε δυνατόν να συγκεντρωθούν τα βιοεργογραφικά του συγγραφέα, πέραν μιας αγγελίας για την προσεχή δημοσίευση έτερου μυθιστορήματος, το 1840, στην εφημερίδα «Αθηνά», όπου αναφέρεται ως κάτοικος Χαλκίδος. Πιθανώς και γιατί δεν αναζητήθηκαν τα ίχνη του στις προσφυείς για την περίπτωση πηγές. Η Α. Κατσιγιάννη εικάζει ότι θα μπορούσε να σχετίζεται με την οικογένεια του Πέτρου Καλογερόπουλου, πατέρα του πολιτικού Νικολάου Καλογερόπουλου, γεννηθέντα στη Χαλκίδα. Γιατρός από τη Λιβαδειά ο Πέτρος Καλογερόπουλος, χωρίς ανάμειξη στην Επανάσταση, παντρεύτηκε τη Μαρούσα, κόρη του πολιτευτή Ευβοίας Νικολάου Βουδούρη, και μετακόμισε στη Χαλκίδα. Υπάρχει όμως και μια άλλη ρουμελιώτικη οικογένεια Καλογερόπουλου, τα αδέλφια Σπυρίδων και Νίκος. Γεννηθέντες στην Κέρκυρα, και οι δύο γιατροί έλαβαν ενεργό μέρος στην Επανάσταση και μετά τουλάχιστον ο Σπυρίδων εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα, όπου και χρημάτισε δύο φορές δήμαρχος και γερουσιαστής. Να σημειώσουμε πως στην πολιορκία της Τρίπολης απαντάται και ένας Λάμπρος Καλογερόπουλος, υπεύθυνος για τον ανεφοδιασμό του στρατοπέδου. Επίσης ένας Λ. Καλογερόπουλος τον Δεκέμβριο του 1863 είναι μέλος της εισηγητικής επιτροπής για τη συνταξιοδότηση των γερουσιαστών.
Πληροφορίες για τον συγγραφέα θα μπορούσαν να αντληθούν και από τα εκδοτικά του Φλώρου, που συνήθως παραμελούνται ως δευτερεύοντα. Το δίδυμο της εφημερίδας «Ο Φίλος του Λαού», όπου το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1847 (σύμφωνα με τον Λ. Βαρελά), και της Φιλολάου τυπογραφίας του δικηγόρου και πολιτευτή Ευβοίας Αθανασίου Πετσάλη. Εφημερίδα και τυπογραφείο επεβίωσαν από το 1839/1840 ως το 1848. Από τη Φιλόλαο τυπογραφία εκδόθηκαν μόλις είκοσι βιβλία, ως επί το πλείστον ολιγοσέλιδα, με μοναδικό λογοτεχνικό τον Φλώρο, που στάθηκε ουσιαστικά και το τελευταίο της· δύο Λόγοι, ο ένας του Παναγιώτη Σούτσου, θα τυπωθούν το 1848, προτού κλείσει οριστικά.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 16-03-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις