0
Your Καλαθι
Ιστορίες από τις γραφές
Περιγραφή
«Έτσι άρχισα να φοβάμαι και να εχθρεύομαι τα φίδια όπως κάθε βροτός. Έτσι άρχισα επίσης να δίνω μεγάλη προσοχή ακόμη και στα πιο ανόητα λόγια. Γιατί μια λέξη σαν το περιούσιος, που λέγεται χιλιάδες φορές και για χιλιάδες χρόνια, στο τέλος γίνεται ευχή και κατάρα. Αυτός που τρέμει τα φίδια, με τη σκέψη του τα προσκαλεί. Αυτός που προσπαθεί να ξεδιακρίνει τα υπαρκτά απ' τ' ανύπαρκτα, πορεύεται με τα μάτια δεμένα. Κι όποιος φοβάται το τέλος του κόσμου, ίσως και να το εύχεται»
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Το άλας της γης
Επειδή δεν δύναμαι και δεν συντρέχει λόγος να μιλήσω με λέξεις πρωτάκουστες για πράγματα πρωτοφανή, θα διηγηθώ μια από τις πολλές ιστορίες της γιαγιάς μου με το ίδιο όνομα.
Η γιαγιά Θεοφανώ λοιπόν, εκ μητρός Ρωσοεβραία και στο υπόλοιπο Σαλονικιά -χριστιανή δηλαδή-, αγαπούσε στα πάντα τη λεπτομέρεια, ποτέ την αιτία. «Αλλάζουν τα πράγματα», έλεγε κοιτάζοντας με τρόπο, «οι άνθρωποι είναι που μένουν στα ίδια». Είχε κίτρινα μάτια με πράσινα στίγματα, τα λεγόμενα και τσακίρικα. Παραμύθια δεν ήξερε πολλά. Τις ελάχιστες φορές που θυμάμαι, αντί να καταλήξει στο γνωστό επιμύθιο, πως κάποιοι ζήσανε καλά και κάποιοι άλλοι καλύτερα, έλεγε λέξεις ακατανόητες, και στο τέλος ρωτούσε μην ίσως γνωρίζω τι σημαίνει «ζω καλά», κι αν το γνωρίζω, τότε πώς μετρώ το «καλύτερα». Στη θέση της απάντησης που δεν έχω ως τα σήμερα βρει, αναγράφω εδώ τη δική της, ξέροντας πόσο θα με παινέψει εκεί που βρίσκεται, αφού απέφυγα τον παραπέρα κατακερματισμό και μίλησα όλο με λόγια γνωστά, για πράγματα βέβαια. Διότι αθώα είναι μόνον η πρώτη και η τελευταία μας λέξη, όπως έλεγε, κι αυτή τυχαίνει να είναι επιφώνημα.
Ήταν νύχτα στην Παραλία, με τα πυροτεχνήματα της Έκθεσης πάνω μας και τα φώτα των πλοίων στον ορίζοντα του μακρινού Ολύμπου. Εγώ κοιτούσα με θαυμασμό τη χρωματιστή βεντάλια που έσβηνε πέφτοντας στον Θερμαϊκό. Τα τόξα με τα λαμπάκια στα πλοία έμεναν σταθερά κι αθόρυβα, σαν μόνιμα, σεμνά πυροτεχνήματα. Κατέβηκα βιαστικά τα σκαλάκια, έβαλα το χέρι στο νερό και το 'φερα στο στόμα, συνήθεια για την οποία με μάλωναν συχνά, λέγοντας πως είναι βρώμικα, θα πάθω δηλητηρίαση, τύφο, και θα με τρέχουν στο νοσοκομείο. Όμως η ξαφνική εντύπωση του αλμυρού νερού ήταν ακαταμάχητη στη διαφορά του από το άλλο, το γλυκό και πόσιμο - πράγμα παράξενο, τώρα μου φαίνονται ίδια.
Εκείνη τη νύχτα πίστευα μάλιστα πως όχι μόνο το νερό, αλλά και τα χρώματα της φωτα-ψίας θα δοκιμάσω. Δεν ξέρω'αν η γιαγιά είπε την ιστορία για να με τρομάξει -έχει πολλά ποδάρια το Κακό-, καθίσαμε όμως στα παγκάκια του Λευκού Πύργου, με σκούπισε προσεκτικά, με φίλησε, κι αμέσως εγώ την πίστεψα, έκτοτε βλέποντας τη θάλασσα με άλλο μάτι, αφού αθώα είναι η πρώτη κι η τελευταία μας σκέψη, και κείνη φόβος.
«Βλέπεις αυτά που λάμπουν στον ουρανό και πέφτουν στη θάλασσα;» είπε, «βλέπεις κι αυτά που τρέμουν πάνω στα πλοία;... Δεν είναι φώτα - είναι τα τριάκοντα αργύρια!»
Και ξεκίνησε:
Όταν πρόδωσε τον Ιησού ο Ιούδας, έλαβε εκείνα τα τριάκοντα αργύρια που κάνουν την πράξη του πραγματικά κακή. Χωρίς αυτά η θέση του θα ήταν ακόμη θολή, η πράξη ακαθόριστη, και δεν θα ξέραμε πως οι καλές απ' τις κακές προθέσεις διαφέρουν στην τιμή και στο κέρδος.
Τα τριάκοντα αυτά αργύρια, λέει το Ευαγγέλιο, τα έριξε μετανοήσας ο Ιούδας στα πόδια των Φαρισαίων, που από αμηχανία και ντροπή αποφάσισαν να τα διαθέσουν για την αγορά αγρού όπου θα θάβονται ξένοι. Τόπο του κεραμέως τον είπαν - και οι μεταγενέστεροι τρόπο, γι' αυτούς που πεθαίνουν στα ξένα αθρήνητοι.
Κάποιος λοιπόν τα μάζεψε απ' το χώμα, άλλος τα ξαναμέτρησε προσεκτικά (βρέθηκαν άραγε όλα, ή κάποιο χώθηκε σε ανύποπτη σχισμή του εδάφους;) τρίτος τα αποταμίευσε και πήρε προσφορές για τον φθηνότερο και καταλληλότερο τόπο. Το Συμβούλιο αποφάσισε πως ο τάδε τόπος συμφέρει και τα αργύρια δόθηκαν στον ιδιοκτήτη, εκτός από κείνο που είχε -αν είχε, τελικά- χωθεί στην επάρατη σχισμή. Αυτός τα διέθεσε με τη σειρά του στην αγορά ζώων ή δούλων, φαγητών, ποτών και παλλακίδων. Κάποιο θα πήγε στην προίκα της κόρης του, άλλο στα έξοδα για τις ελληνικές σπουδές του γιου του, και το ύστατο ως ελεημοσύνη εις μνήμην του από τη χήρα γυναίκα του.
Το χρήμα όμως δεν χάνεται. Αγοράζει και πουλάει σε είδος και πρόσωπο, γίνεται χάδι, ράπισμα, σπίτι, χωράφι, κρεβάτι, δούλος, απόγονος, έρωτας, θάνατος ή άλλη λέξη. Και πάντα θέλει τα πολλά όμοια πράγματα - πολλά σπίτια, πολλά χωράφια, πολλούς δούλους έρωτες και απογόνους θανάτους, που τότε λέγονται πλούτη. Όμως τα πέντε, τα δέκα, πόσο μάλλον τα τριάκοντα, ποτέ δεν είναι στον παρόντα κόσμο τα ίδια. Η χρήση φέρνει τη σχάση -που μη ρωτάς τι σημαίνει, πάντως όχι την ένωση- και τα αργύρια του Ιούδα χωρίστηκαν κατά τόπους κι ανθρώπους.
Τα χρόνια άλλαξαν, όπως οι σκέψεις κι οι λέξεις. Τα αργύρια περνούσαν χωρίς τύψεις από χέρι σε χέρι κι η αμαρτία τους μοιράστηκε σε κάθε πράξη και πράγμα. Με τον καιρό λιγόστεψαν, γιατί πολλές πρόθυμες σχισμές άνοιξαν να τα καταπιούν (ήθελε, βλέπεις, κι ο Κάτω Κόσμος μερίδιο), πολλοί βιάστηκαν να τα θάψουν σε καιρούς χαλεπούς και ξεχάστηκαν, άλλοι πάλι τα νόθεψαν σε νέα νομίσματα, πιο ευτελή, ή τα σφυρηλάτησαν σε κοσμήματα, σπαθιά και σκεύη. Μα κάθε φορά που χωρίζονταν σε μικρότερα μέρη, έπαιρναν άλλα ονόματα· η ποικιλία των πραγμάτων όλο μεγάλωνε, ο κόσμος στένευε και, σαν τα καθαρά χρώματα που στην ανάμιξη τους δίνουν απαίσιο γκρίζο, η ομορφιά άρχισε να τελειώνει...
Το γένος των ανθρώπων είχε λοιπόν σωθεί με την Ανάσταση και κάθε Πάσχα χτυπούσε τις καμπάνες. Το γένος όμως των πραγμάτων είχε ξεπέσει από το αδιαίρετο στο διαιρετό, που δεν έχει ήθος και χαρακτήρα ούτε τόπο και χρόνο, παρά μόνο μεγάλον αριθμό και γκρίζο τέλος. Πρώτα οι θάλασσες ήταν γλυκιές σαν τις βρύσες, οι ουρανοί γαλανοί από τον πρώτο στον έβδομο, οι δε μέρες και νύχτες στην ώρα τους. Μόλις χάθηκαν τα αργύρια επήλθε φθορά των πραγμάτων, αλμύρα και σκουριά. Η μέρα έγινε σιγά σιγά νύχτα κι η νύχτα ξημέρωσε· η σήμερον έγινε χθες και το χθες η επαύριον.
Οι σπόροι του κακού είχαν πέσει στο χώμα και τα πάντα απέκτησαν τουλάχιστον τρία ονόματα - για να μην ψάχνω πόσες σημασίες και χρώματα.
Μα το χειρότερο, η ατυχία των ανθρώπων που την έλεγαν παλιά ειμαρμένη (και στο θέατρο τραγωδία) έγινε τώρα ατυχία στα πράγματα, τα χρήματα, τα σπαθιά - και πόσο εύστοχα ονομάστηκε δράμα, δράση δηλαδή, κίνηση, νέα πτώση! Για πρώτη φορά επιστροφή του θεού, κι αμέσως αντιστροφή του κόσμου. Και στο τέλος πάλι θάνατος, μόνος αυτός σταθερός.
Όταν το κακό παράγινε, δεν βοηθούσαν ούτε τα σοφά συγγράμματα προς τους νέους, ούτε οι τελικές ερμηνείες του Πλάτωνα (που όταν μεγαλώσεις θα μάθεις), ούτε τα μεθ' ημών ο θεός. θρήνος και οδυρμός. «Αλίμονο!» έλεγαν όλοι, «πού φταίξαμε και τα πράγματα μας διαψεύδουν; Πού πήγε η ζωή η αιώνιος και το μέγα έλεος;»
Τα φωτισμένα μυαλά της σκοτεινής εκείνης στιγμής κάλεσαν Οικουμενική Σύνοδο, για να βρεθεί τι και πώς ευθύνεται για τη νέα πτώση. Εκεί, λοιπόν, στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου κατά παράδοσιν συζητούσαν τα θεία, μαζεύτηκαν οι Ιεράρχες να πουν την αλήθεια. Οι διαβουλεύσεις ξεκίνησαν. Αλλά οι διαφωνίες τους ήταν πιο πολλές κι απ' τις λέξεις: διαφωνίες οντολογικές, χριστολογικές, ανθρωπολογικές, φιλολογικές, μα και πολιτικές, οικονομικές, πιθανόν κι ερωτικές. Η αλήθεια, συμφώνησαν κατ' αρχάς, δεν βρίσκεται στη μορφή" βρίσκεται στο περιεχόμενο. Τα πράγματα δεν είναι αυτά που φαίνονται, είπαν. Όμως αυτά που δεν φαίνονται ήταν πολύ δειλά, φευγαλέα, και στον καθένα εμφανίζονταν αναλόγως τη μέρα και την ώρα διαφορετικά. Ανακεφαλαίωσαν ξανά και ξανά τα κοινά σημεία. Αδύνατο να καταλήξουν.
Βλέποντας το αδιέξοδο, ένας νεαρός θεολόγος, που μέχρι τότε κρατούσε το στόμα κλειστό από σεβασμό, σηκώθηκε και μίλησε χωρίς περιστροφές:
«Τα τριάκοντα αργύρια, που τα ίχνη τους χάθηκαν ασυγχώρητα μέσα στον πρώτο ενθουσιασμό της συγχώρεσης, αυτά τα επάρατα, τα μιαρά αργύρια - αυτά φταίνε!»
Έπεσε σιγή νεκρική. Οι άγιοι Πατέρες κούνησαν φιλοσοφικά την κεφαλή για την αναίδεια αλλά και την ενάργεια του λόγου.
«Ναι, ναι», ερμήνευσαν εκ του προχείρου, «η πτώση έφυγε από τον Αδάμ και πήγε στ' αργύρια γιατί δεν είχε πού να κρυφτεί - και φυσικά δεν καταργούνται τέτοιες λέξεις απ' τη Μεγάλη -Παρασκευή στο Σαββάτο!
»'Αρα η λύση δεν είναι στα δόγματα. Είναι στα τριάκοντα αργύρια!»
Έπρεπε να βρεθούν οπωσδήποτε.
Απεσταλμένοι ξεκίνησαν προς όλες τις Επαρχίες. Είχαν ρητή διαταγή να εντοπίσουν τις πηγές της κακοτυχίας (που αυτονόητα ήταν όλες αργυρές), να τις συγκεντρώσουν και να τις φέρουν στον Πατριάρχη. Μόνος αυτός μπορούσε να πει για την τύχη τους χωρίς φόβο και πάθος, άγγελος καθώς ήταν μιας πιο Μεγάλης Βουλής.
Στην αρχή, οι περισσότερες εστίες της συμφοράς βρέθηκαν στα χέρια των Εβραίων, όπως προβλέπει για κάτι τέτοια ο νόμος. Στην πορεία ωστόσο φάνηκε καθαρά πως τα επάρατα αργύρια είχαν καταμοιραστεί σε μύρια τόσα βραχιόλια, περιδέραια, εγχειρίδια, πόρπες, σπαθιά και σφραγίδες· ως και καντήλια ή δισκοπότηρα είχαν γίνει. Όμως αυτό που μετράει είναι το περιεχόμενο, είπαν. Οι μορφές, ως απάτες, αλλάζουν. Και συνέχισαν την αναζήτηση.
Ο λαός αναστέναξε. Αυτός ο φόρος, που δεν λεγόταν πια φόρος μα κάθαρσις, έπεσε, βαρύς κι ασήκωτος. Ήταν χειρότερος από την ειμαρμένη που ειπώθηκε αμαρτία, φορτικότερος από την τραγωδία που έγινε δράμα, πολύ πιο αισθητός από το σύνολο της θεολογίας και της ηθικής επιστήμης- Παρ' όλ' αυτά δεν έγιναν εξεγέρσεις. Αφού επρόκειτο για την αρχή του μέλλοντος αιώνος, ποιος τολμούσε να αρνηθεί; Ποιος είδε τον Κύριο και δεν φοβήθηκε;
Όλα τα καταραμένα συγκεντρώθηκαν στην Πόλη. Έγιναν δεήσεις, λιτανείες κι εξορκισμοί. Το πλήθος τους θορύβησε ως και τον ίδιο τον Πατριάρχη, που το περίμενε. Τα αναθεμάτισε παρουσία του Αυτοκράτορα και διέταξε να τα χωρίσουν κατ' είδος και όνομα, να τα μετρήσουν και να τα κλειδώσουν. Όλοι ξέρουμε τον αριθμό τους, αλλά δεν τον αποδίδουμε στην ίδια αιτία: Ήταν 1453
.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα πράγματα άλλαξαν στο ακόμα χειρότερο. Οι ανατολικές Επαρχίες ξαναχάθηκαν η μία μετά την άλλη. Νέοι εχθροί, απειλητικότεροι απ' τους προηγούμενους, έκαναν την εμφάνιση τους. Έφτασαν πολλές φορές έξω απ' τα τείχη της Πόλης, μα πρώτα πάντα κατέστρεφαν τη Νίκαια της Βιθυνίας ξανά και ξανά, ίσως δίκαια. Τους ακολούθησαν δυστυχίες, λοιμοί, συνωμοσίες, συμβιβασμοί και δωροδοκίες. Όλοι απορούσαν πώς έγινε και συρρικνώθηκε τέτοιο κράτος, που τόσο φοβήθηκε τον θεό και τόσο φρόντισε τα της σωτηρίας.
Στο τέλος ο Πατριάρχης κατάλαβε πως το κακό οφείλεται στα τριάκοντα αργύρια. Συγκεντρωμένα στην Πόλη, σκέφτηκε, τραβούν τον Εξαποδώ με κάθε μορφή κι υπόσταση, και αποφάσισε πάραυτα να τα ξεφορτωθεί. Όμως δεν ήθελε άλλος να λάβει όφελος από τον θησαυρό, γιατί το χρήμα παραμένει χρήμα και το κέρδος κέρδος, οσοδήποτε καταραμένο. Ούτε και βλάβη θέλησε να προκαλέσει, δίνοντας τα σε ανθρώπους φτωχούς πλην τίμιους· διότι και η κατάρα, κατάρα. Συλλογίστηκε στην αρχή τα δυσθεώρητα ύψη, αλλά μετά θυμήθηκε την εγγύτητα των κορυφών με τον ουράνιο κόσμο κι άλλαξε γνώμη. Το μυαλό του πήγε στα βάθη. Αμέσως κάλεσε τους ναυτικούς, να ρωτήσει για το κατάλληλο μέρος.
«Έξω απ' το Ταίναρο», είπαν εκείνοι, «εκεί δεν βρέθηκε ποτέ ο βυθός».
Ιδού λοιπόν το βάθος αμέτρητον, απέναντι απ' τον ναό που σκέπαζε παλιά τους εγκληματίες, σκέφτηκε πάλι ο ελληνοδίφης Πατριάρχης. Το μέρος του φάνηκε πολύ σωστό.
Δεν είχε βέβαια και πολλές επιλογές, ο χρόνος τον πίεζε. Έδωσε διαταγή να φορτώσουν όπως όπως τους θησαυρούς στα τελευταία καράβια της Βασιλεύουσας και χωρίς μεγάλες προφυλάξεις -κασέλες, αλυσίδες, λουκέτα και τέτοια-βιαστικά σε τσουβάλια τα έριξαν στη θάλασσα. Αυτά βυθίστηκαν γρήγορα, σαν να τα καλούσε επείγουσα ανάγκη στον πάτο. Εκεί και κάθισαν σηκώνοντας μεγάλη θολούρα.
Η Πόλη σώθηκε σαν από θαύμα. Οι εχθροί αποσύρθηκαν αμαχητί (είχε στο μεταξύ χειμωνιά-σει), οι μελωδοί έψαλαν ισχυκότες ηττάσθε, ευλόγησε ο Πατριάρχης το ποίμνιο και το θέμα ξεχάστηκε, όπως όλα τα δεινά σαν περάσουν. Όμως εκείνα δεν ξεχνούν. Ακόμα κι από τον πάτο της θάλασσας, τα τριάκοντα αργύρια απεργάζοντο την Πτώση.
Οι συχνές καταιγίδες έπνιξαν όσους αδίστακτους δοκίμασαν να τα ψαρέψουν. Πολλοί πειρατές είδαν μες στη θύελλα το φως ιλαρόν και μόνασαν μετανοούντες στα βουνά της Μάνης. Ως κι οι Μουσουλμάνοι απέφευγαν το πέρασμα, σοφά σκεπτόμενοι το άγνωστο πάντα χειρότερο απ' το γνωστό.
Τα χρόνια περνούσαν. Τα καταραμένα άρχισαν με τον καιρό να φθείρονται. Ο άργυρος οξειδώθηκε και πρασίνισε. Οι λεπτομέρειες χάθηκαν. Κάθε φορά που βροντούσε από πάνω η καταιγίδα, το αντιμάμαλο πήγαινε πέρα δώθε τα δισκοπότηρα και τα σπαθιά και τα χτυπούσε στα βράχια· σαν το λέπι ψαριού, σαν το δέρμα φιδιού, έπεφτε λίγο λίγο το δηλητήριο. Τα ρεύματα το παρέσυραν και το μοίρασαν στις ακτές. Η θάλασσα άλλαξε χρώμα και γεύση.
Η αλήθεια δεν άργησε να μαθευτεί κι οι άνθρωποι έχασαν κάθε κουράγιο. Έβλεπαν τα σημεία των ουρανών να συνεργούν αλάνθαστα με τα κύματα της θαλάσσης, και πώς να τα βάλεις με τα ύψη και τα βάθη ταυτόχρονα; Σαν αλάτι στο νερό μπήκε το κακό στον φόβο: τα ίχνη του χάθηκαν, αλλά η γεύση των πραγμάτων είχε αλλάξει - δεν βλέπεις που δίπλα στη θάλασσα όλα παλιώνουν και σκουριάζουν πιο γρήγορα; Η αλμύρα τρώει τα καράβια και χαρακώνει πρόωρα τους ναυτικούς, γιατί η Πόλη έπεσε κι ο Πατριάρχης έχει χάσει το ποίμνιο, ο θεός αποχώρησε, τα δε χρώματα κλίνουν από τις πολλές προσμίξεις στο γκρίζο.
Λάμπουν τώρα σαν άστρα τ' αργύρια, πέφτουν και θαμπώνουν το μάτι του κόσμου. Κρύβουν τις σημαντικές διαφορές και, μέρα με τη μέρα, κάνουν τη θάλασσα σκόνη. Μα οι τυφλοί σαν και σένα νιώθουν την αλλαγή και χαίρονται, βάζουν με προθυμία το χέρι στο νερό και τα τριάκοντα αργύρια στο στόμα. Και τρώει η αλμύρα τα λόγια τους, κομματιάζει το κύμα τις σκέψεις τους, τα δε έργα τους γλιστρούν μέσ' απ' τα χέρια σαν την άμμο και χάνονται. Κι όλο πληθαίνουν οι μωροί, σαν τη μάνα σου που σπούδασε να ψάχνει στη γη για τα τυχόντα αργύρια, λες και δεν ήταν αρκετά αυτά που τρέχουν στις φλέβες της.
Πάει, χάλασε ο κόσμος! 'Αλμη τώρα και σκουριά, άμμος απέραντος έως εσχάτων της γης. Και τότε πάλι θάνατος, μόνος αυτός σταθερός.
Όχι πως κόπτομαι για το σωστό, ούτε με νοιάζει για την τιμή και τη μνήμη - είναι που πρέπει να μιλώ με λέξεις γνωστές και σκέψεις παλιές για πράγματα βέβαια. Πολύ θα το 'θελα να πω ότι όλα έγιναν καθώς η γιαγιά μου προείπε, και τώρα κατοικώ σε χώρα και σκιά θανάτου. Μα δεν το λέω, γιατί προσθέτει στα λόγια της τέλος· κι έτσι πολύ φοβάμαι πως ετοιμάζει άλλη μια διαίρεση.
Μια λέξη παραπάνω να πω, κλονίζω τα βέβαια.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις