0
Your Καλαθι
Το τραγούδι των Σειρήνων
Διηγήματα 1995-2000
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
"Κοίτα" του λέει. "... Μόλις εγώ πάτησα το πόδι μου στο μπαλκονάκι, κατάλαβα πως αν δε γινόταν το δικό μου αυτό το σπίτι, θ' αρρώσταινα! Αυτό που αντίκρισαν τα μάτια μου ήταν φανταστικό! Και πίστευα πως έτσι θα ήταν για πάντα, για όλη την υπόλοιπη ζωή μου... Έχεις δει το φεγγάρι να λάμπει πάνω από τον κόλπο; Θα το έχεις ασφαλώς δει. Μια μαγεία, τα ξέρεις... Το πανόραμα που έχουμε μπροστά μας είναι πράγματι υπέροχο, όμως εγώ απόκαμα πια παιδί μου... Κάποτε, το νιώθεις, ακόμα και η ματιά σου αρχίζει να γίνεται λιγότερο λαίμαργη. Σύντομα για μας... Για μένα, η κωμωδία τελειώνει. Έχουμε επιβιώσει, όπως σου είπα, από αρρώστιες, σεισμούς, κατατρεγμούς... Γνωρίσαμε τη φρίκη του θανάτου, σ' ένα σωρό παραλλαγές -του βίαιου θανάτου, εννοώ- δες τώρα τι γίνεται και με τον πόλεμο... Τι άλλο θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς για τον εαυτό του, παρά μόνο να πέσει η αυλαία με ήρεμο τρόπο; Ένας ήσυχος θάνατος επισφραγίζει με τον καλύτερο τρόπο την ανθρώπινη ζωή. Το ευτυχισμένο τέλος κρύβει μέσα του κάτι από τη γλύκα αυτής της θέας που απολαμβάνουμε καθημερινά απ' τα μπαλκόνια μας, δε συμφωνείς;"
Κριτική
«Το τραγούδι των σειρήνων» είναι -εκ παραδόσεως- τραγούδι που προαναγγέλει το θάνατο. Μπορεί επίσης να είναι το σαγηνευτικό κάλεσμα για μια διαφορετική ζωή, ίσως μια νέα αρχή, και τότε δύσκολα μπορείς να του αντισταθείς. Ορισμένοι ήρωες αυτών των διηγημάτων συμπληρώνουν το θλιβερό κύκλο της ζωής τους αντιμετωπίζοντας καταστάσεις και συμπεριφορές ποπυ βαθμιαία τους φθείρουν (σωματικά και ψυχικά) και τους επιφυλάσσουν ένα τραγικό ή αδικο τέλος. Αλλοι συνεχίζουν να ονειρεύονται διατηρώντας την πίστη τους στις ομορφιές της ζωής είτε αναζητώντας το μπάλσαμο του έρωτα, παρ' όλα τα αδιέξοδα και την απόγνωση της σκληρής καθημερινότητας. Σε ένα τέτοιο τοπίο απώλειας και ελπίδας, όπου το τραγούδι των Σειρήνων διαπερνά τα πάντα, ίσως μπορούσε να υπάρξει μια αισιόδοξη προοπτική που, αν παρεμβαλλόταν, να άλλαζε ακόμα και τη στάση μας απέναντι στο θάνατο, να μας συμφιλίωνε μαζί του ή έστω να τον έκανε αποδεκτό.
Ο μικρόκοσμος της ελληνικής οικογένειας και η παθογένειά της στα διηγήματα του Τάσου Καλούτσα.
Έχεις ένα κηπάριο απάγκιο, όπου πιάνει εκείνο το καλλωπιστικό φυτό εξαιρετικού αρώματος, κι εσύ το ξεριζώνεις για να φυτέψεις πατατιά. Κουταμάρα, θα πείτε, ωστόσο οι πάντες συνεργούν όσον αφορά το κηπάριον της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αντί να υπερηφανεύονται για το θαυμάσιο είδος του διηγήματος, το οποίο αδιαλείπτως καλλιεργείται περισσότερο από έναν αιώνα από μοναχικούς και αποσυνάγωγους, όντας ανασφαλείς και εκ φύσεως μιμητικοί αγωνίζονται να εφαρμόσουν μονοκαλλιέργεια ξενότροπων ποικιλιών μυθοπλασίας.
Και όμως, καμία άλλη χώρα δεν διαθέτει ούτε αντίστοιχη μακρά παράδοση στο διήγημα ούτε το σημερινό ελληνικό δυναμικό σε διηγηματογράφους. Ευτυχώς πάντως υπάρχουν ακόμη συγγραφείς αρκούντως κατασταλαγμένοι που δεν σαγηνεύονται από τις σειρήνες της αγοράς· μια ομάδα στη Θεσσαλονίκη, μεμονωμένοι στην επαρχία, αλλά και κάποιοι ώριμοι κάτοικοι πρωτευούσης. Για άλλη μία φορά τον λόγο στο διήγημα τον φέρνει το καινούργιο βιβλίο του Θεσσαλονικιού Τάσου Καλούτσα που, όπως έχουμε ξαναγράψει, δεν επείγεται. Εκδίδει την πρώτη συλλογή διηγημάτων του, Το κελεπούρι, το 1987, σε ηλικία 39 ετών και συνεχίζει με τη δεύτερη, Το κλαμπ, το 1990, την τρίτη Το καινούριο αμάξι, το 1995, και την πρόσφατη, τέλη του 2000, φθάνοντας τις ιστορίες του αισίως στις 56.
Εννέα τα καινούργια διηγήματα, τα επτά ήδη δημοσιευμένα, καθώς η ζήτηση από έντυπα και ανθολογήσεις παρουσιάζεται αυξημένη. Η εσοδεία μιας πενταετίας, που δείχνει περαιτέρω ωρίμανση των αφηγηματικών τρόπων. Κατά τις έρευνές του, ο άγγλος ψυχίατρος Ρόναλντ Λανγκ διαπίστωνε τον πολιορκητικό κλοιό της οικογένειας, οριακά, ως εστία ψυχικών διαταραχών. Μάλιστα συνέθεσε και στίχους για να δείξει καλύτερα τους «Κόμπους» που εμποδίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στα εγκλωβισμένα άτομα. Παρατηρητής και ο Τ. Καλούτσας διαταραγμένων και περίπλοκων δεσμών μέσα στον οικογενειακό περίγυρο. Περιβάλλον πράγματι ασφυκτικό, όταν μάλιστα επιτείνεται από τον μικρόκοσμο μιας θρησκευόμενης και επαρχιακής κοινωνίας. Αυτός, αντί για στίχους, συνθέτει ψυχογραφήματα με την οπτική γωνία ενός άνδρα, άλλοτε εμπλεκομένου και άλλοτε αφανή. Τρία διηγήματα σκιαγραφούν γυναικείες υπάρξεις σε λιμνάζουσες καταστάσεις: Η Σοφούλα είναι η κακοπαντρεμένη, με έναν άθλιο σύζυγο, τον γνωστό τύπο του αεριτζή και ανεπρόκοπου. Γονείς και παιδιά αποκλείουν την κατάλυση του συζυγικού δεσμού, μοναδική διέξοδος η αυτοχειρία. Η Αγγέλα είναι η μεγαλοκοπέλα παλαιότερων εποχών με το καρκίνωμα άσβεστων ορέξεων. Θα αποδράσει από τη γειτονιά, που μπορεί να γίνει το ίδιο πνιγηρή με την οικογένεια, ξεφεύγοντας προς τον χώρο της παράνοιας. Ενώ την Ανθή, της «Αντίστροφης μέτρησης», που ζει μόνη και ανεξάρτητη στη μεγάλη πόλη, θα τη συνθλίψει ένας ψυχοπαθής πατέρας ο ηθικός αυτουργός όμως είναι ο παντρεμένος εραστής. Διηγήματα ερωτικής στέρησης και θανάτου.
Αλλά και τα υπόλοιπα της συλλογής στρέφονται γύρω από άδοξους θανάτους. Για ορισμένους από αυτούς μένει και πάλι η υπόνοια ότι είναι αποτέλεσμα ασυμφιλίωτης ενδοοικογενειακής διαμάχης. Η αμφίθυμη διάθεση του αφηγητή, που εν μέρει παρακολουθεί και εν μέρει φαντασιώνει φονικούς εναγκαλισμούς, διατηρεί το σασπένς. Δεν ενδιαφέρει η έκβαση αλλά η απειλή της βίας, όπως σκιάζει την ατμόσφαιρα της οικογενειακής εστίας. Ένας σφαγέας χοίρων και ο έφηβος γιος του, ένας σφιχτοχέρης γέροντας και οι ανυπόμονοι κληρονόμοι του, είναι οι πιθανοί θύτες και θύματα.
Κάποτε όμως μια μακρόχρονη συμβίωση λειτουργεί και ευνουχιστικά, δημιουργώντας θανατηφόρες εξαρτήσεις: Για την παιδική ψυχή, ο θάνατος του ανθρώπου που το προστατεύει προσλαμβάνει τις υπερφυσικές διαστάσεις από ένα «μπουρίνι». Για τον γέροντα, στο εκτενές και καταληκτήριο διήγημα «Το παρατηρητήριο», η απώλεια της συντρόφου του δεν λειτουργεί τόσο βίαια, αποδεικνύεται ωστόσο τελεσίδικη. Αν και το εν λόγω διήγημα εστιάζεται μάλλον στο αργό ροκάνισμα των γηρατειών. Όταν κάποιος αποβιώνει πλήρης ημερών και ουδείς ενδιαφέρεται και όμως, εκ του σύνεγγυς, η τραγικότητα του θανάτου μένει αμείωτη.
Παράταιρος ο τίτλος της συλλογής, όπως άλλωστε και του αντίστοιχου διηγήματος, αφού εκείνο που τελικά αναδεικνύει ο συγγραφέας δεν είναι η σαγήνη του θανάτου, σαν ένα τραγούδι σειρήνων, αλλά η αγωνιώδης προσκόλληση στη ζωή. Οι ετοιμοθάνατοι των διηγημάτων, κατάκοιτοι και γέροντες, αρπάζονται από τους άλλους για να επιβιώσουν. Πάντως τους «κόμπους» της ζωής ο συγγραφέας δεν τους λύνει ως γόρδιους δεσμούς, ούτε με την ειρωνεία ούτε με εντυπωσιακούς χρωματισμούς και υψηλούς τόνους, αλλά με κυκλοτερείς κινήσεις και σύντομες αναδρομές.
Ρευστός ο χρόνος στις ιστορίες. Ο Τάσος Καλούτσας αναφέρεται αόριστα σε καιρούς, όταν τα κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα συνθλίβουν. Κατά κανόνα, όλα συμβαίνουν στη Θεσσαλονίκη και στη γύρω περιοχή. Το καθοριστικό όμως είναι η σχέση των ανθρώπων με τον τόπο. Χαλαρωτική και συμφιλιωτική, λειτουργεί ως αντίβαρο σε έριδες και αψιμαχίες. Αλλωστε με τις αναφορές στο τοπίο και στις καιρικές συνθήκες σκόρπιες εικόνες της φύσης, κάποτε υποβλητικές- παίρνει ανάσα και η αφήγηση. Διηγήματα με οικονομία στη σύνθεση. Ο ψυχισμός ενός ανθρώπου ή το αντιφατικό μιας κατάστασης αποδίδονται με τα ελάχιστα και αναγκαία, χωρίς ωστόσο να μένει αίσθηση ξηρότητας. Ευτυχούν ακριβώς εκείνα τα διηγήματα που δεν επιμένουν σε αιτίες και επεξηγήσεις ούτε επιστρατεύουν μοιραίες συμπτώσεις για να δέσει ο μύθος τους. Όταν ο αφηγητής γίνεται ελλειπτικός και ενδιαφέρεται μάλλον για αισθήματα και εντυπώσεις παρά για βιογραφικές λεπτομέρειες.
Στο σύντομο, «Το Σχώριο», ο θάνατος ενός συγγενή συνθέτει το φόντο της αφήγησης ενώ στο προσκήνιο έρχεται η ευαισθησία ενός άνδρα πιασμένου στη μέγκενη της οικογένειας. «Κάτι μέσα του άνοιγε τα φτερά του να πετάξει», όμως ένιωθε γυναίκα και παιδιά «κρεμασμένους στο λαιμό του». Αίσθηση καθήκοντος, λύπηση αλλά και μια ερωτική σχέση που ζητεί και αυτή να υπάρξει. Αν τύχει και πεθάνει η παράνομη σύντροφος, ούτε την κηδεία της δεν θα έχει δικαίωμα να παρακολουθήσει. Γύρω από αυτή τη μελοδραματική, πιθανώς και κοινότοπη, σκέψη στήνει ο συγγραφέας ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα διηγήματα της συλλογής.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 28-01-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αποκλειστικό θέμα της τέταρτης συλλογής διηγημάτων του Τάσου Καλούτσα (έχουν προηγηθεί Το Κελεπούρι, το 1987, Το Κλαμπ, και Το καινούργιο αμάξι, 1995) είναι ο θάνατος: ο αναμενόμενος, ο αιφνιδιαστικός, ο απρεπής, ο σοβαρός ή ο γελοίος θάνατος, που βάζει τέρμα σε μια κατά κανόνα τυραννισμένη, άγευστη και χθαμαλή ζωή. Κανένα μεταφυσικό στοιχείο δεν υπόκειται στις εννέα ιστορίες που φιλοξενούνται στον τόμο: ο θάνατος είναι αυτός που είναι και το όποιο επέκεινα αντιπροσωπεύει δεν έχει να κάνει παρά με τις μορφές που παίρνει ο φόβος του στα όνειρα ή (για να το διατυπώσω με μεγαλύτερη ακρίβεια) στις σκοτεινές ώρες και στους εφιάλτες μας.
Διπλή προσέγγιση
Ο Καλούτσας παρουσιάζει το θάνατο στο Τραγούδι των Σειρήνων με δύο τρόπους: είτε ως δεδομένο και αυταπόδεικτο γεγονός, από το οποίο ξεκινάει η αφήγηση, για να ξετυλίξει άλλοτε με γρηγορότερο και άλλοτε με πιο αργό ρυθμό τον μίτο της («Θάνατος στο χωριό», «Το βλέμμα της Αγγέλας, «Το σχώριο» και «Το τραγούδι των Σειρήνων») είτε ως αναπόφευκτο τέλος ενός καθημαγμένου και καθ' όλα τραυματικού βίου («Σχετικά με τη Σοφούλα», «Με τον ίδιο τρόπο», «Αντίστροφη μέτρηση»), που βρίσκει με το κόψιμο του νήματος τη λογική (δεν ξέρω αν πρέπει να πω και αληθινή) ολοκλήρωσή του. Μόνο στο «Μπουρίνι» και στο «Παρατηρητήριο» ο θάνατος ξεφεύγει από τη βιολογική ή την υπαρξιακή τύχη η οποία επιφυλάσσεται αδήριτη στους ήρωες και μετατρέπεται σε διάχυτη, καθολική κατάσταση, που επηρεάζει τα μάλα δικαίους και αδίκους.
Οφείλω να ξεκαθαρίσω πως τα πιο αδύναμα κομμάτια της συλλογής είναι όσα έχουν γραφτεί με τον πρώτο τρόπο. Δεν αποφεύγει εν προκειμένω ο συγγραφέας κάποια ατονία στην απόδοση των προσώπων του, όπως και μιαν ορισμένη περιγραφικότητα σε ό,τι αφορά το δραματικό τους βάθος, το οποίο μπορεί να τονίζεται δεόντως εξωτερικά, αλλά δυσκολεύεται να προκύψει εκ των ένδον - από την καρδιά και την ουσία των πραγμάτων. Το αντίθετο ακριβώς γίνεται με τα κείμενα του δεύτερου τρόπου. Ο Καλούτσας οργανώνει εδώ υπό κλίμακα τη δράση (έχοντας στην πραγματικότητα προαναγγείλει από τις πρώτες αράδες την κατάληξή της) και προσθέτει βαθμιαία (και σε πολύ προσεκτικά υπολογισμένες δόσεις) τα στοιχεία τα οποία θα οδηγήσουν στο μοιραίο τέρμα της. Η Σοφούλα τού «Σχετικά με τη Σοφούλα», ο πατέρας και ο γιος τού «Με τον ίδιο τρόπο» και η Ανθή της «Αντίστροφης μέτρησης» απλώς εκταμιεύουν στην έξοδο της ιστορίας τους τις αρνητικές επενδύσεις που έκαναν μετά μανίας σε όλη τη διάρκειά της, ετοιμάζοντας με μαθηματική ακρίβεια το άδοξο μέλλον της. Η μαστοριά της κλιμάκωσης είναι τέτοια ώστε ο αναγνώστης παρακολουθεί κυριολεκτικά με κομμένη την ανάσα την περιπέτεια τής βήμα προς βήμα έκπτωσης των πρωταγωνιστών. Η θέση του, ωστόσο, απέναντι στο δράμα τους είναι η θέση την οποία επιβάλλει η μπρεχτική απόσταση: δεν καλείται ούτε να συμμετάσχει, ούτε να συμπαρασταθεί -για το συγγραφέα είναι υπεραρκετό να τον κάνει να μπορέσει να κατανοήσει και να ερμηνεύσει. Και τούτο αποτελεί οπωσδήποτε τη σημαντικότερη παράμετρο της επιτυχίας του τόσο στα εν λόγω κείμενα όσο και στο «Μπουρίνι» και στο «Παρατηρητήριο», όπου και οι κορυφαίες, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, στιγμές του βιβλίου. Ο Καλούτσας κατορθώνει να δημιουργήσει εκρηκτική ατμόσφαιρα και στα δύο κομμάτια, βάζοντας το θάνατο να καραδοκεί αδιάκοπα πάνω από τα κεφάλια των ηρώων, με μια βασανιστικά παρατεταμένη επιμονή, που τσακίζει κόκαλα και αρπάζει ψυχές χωρίς να λογαριάζει το παραμικρό.
Χωρίς φόβο και πάθος
Διαβάζοντας κανείς σε μια πρώτη ματιά τον Καλούτσα, είναι πιθανό να σχηματίσει την εντύπωση πως ηθογραφεί (τα θέματά του αντλούνται από τον κλειστό χώρο και τους βραδείς ρυθμούς της περιφέρειας) ή πως εφαρμόζει έναν ευθύγραμμο ρεαλισμό, χωρίς ξεχωριστές στιγμές και εντάσεις, που περιορίζεται σε μια φωτογραφική απεικόνιση της καθημερινότητας. Προσεκτικότερη, εν τούτοις, προσέγγιση της γραφής του θα κομίσει, από όποια πλευρά κι αν την κοιτάξουμε, εντελώς διαφορετικά ευρήματα. Οπως προσπάθησα να το δείξω και πρωτύτερα, η συγγραφική μέθοδος του Καλούτσα είναι αθόρυβη και υπόγεια: οι κεντρικές, αλλά και οι παράπλευρες θεματικές γραμμές του, δεν τονίζονται και δεν προβάλλονται εκ συστήματος και σπεύδουν να αναδυθούν στην επιφάνεια χωρίς καλά καλά να το πάρουμε είδηση.
Και σε μια τέτοια προοπτική, γίνεται, πιστεύω, εύκολα φανερό πόσο απατηλός είναι ο ρεαλισμός του Καλούτσα, μια και τα πάντα στις συνθέσεις του κρύβονται ή υπονοούνται κάτω από ένα συνειδητά αδιάφορο ή ουδέτερο τέμπο, που κρατάει τον τόνο σε όλο το μήκος της αφήγησης. Με έναν αυτοβιογραφικό παρατηρητή, ο οποίος σπανίως αυτοβιογραφείται, ο Καλούτσας δημιουργεί την ιδανική συνθήκη για την αντικειμενική θέαση των ιστοριών του: ο αφηγητής του είναι αδιάκοπα παρών στα δρώμενα, αλλά οι συνέπειές τους δεν τον αφορούν ποτέ - ισχύουν σε κάθε περίπτωση μόνο για τους άλλους. Κι έτσι ο ίδιος μεταμορφώνεται αδιόρατα σε ένα είδος αδιάψευστου μάρτυρα, που καταθέτει χωρίς φόβο και χωρίς πάθος τα ντοκουμέντα του, αφήνοντας τους υπόλοιπους να κρίνουν και να αποφασίσουν τόσο για την ηθική τους σημασία όσο και για το κοινωνικό τους εκτόπισμα. Και τούτο είναι ασφαλώς κάτι που δεν συναντάμε κάθε μέρα στην πεζογραφία μας.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/01/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις