0
Your Καλαθι
Ωδαί
Η λύρα, λυρικά, απόσπασμα άτιτλου ποιήματος
Περιγραφή
Κριτική
Το γεγονός ότι πριν από λίγα χρόνια, το 1988 και το 1992, κυκλοφόρησαν δύο εκδόσεις των Ωδών του Κάλβου (μάλιστα η δεύτερη ήταν φωτοαναστατική των αρχικών εκδόσεων της Λύρας και των Λυρικών), καθιστά εύλογο το ερώτημα σε ποιο φιλολογικό και αναγνωστικό αίτημα ανταποκρίνεται η νέα έκδοσή τους με την επιμέλεια του Γιάννη Δάλλα. Η φιλολογική όμως αξία τής εν λόγω έκδοσης γίνεται προφανής σε όποιον διαβάσει το επιβλητικό κριτικό και φιλολογικό περικείμενο των καλβικών κειμένων, δηλαδή τόσο την εκτενή εισαγωγή του επιμελητή όσο και το γλωσσάρι. Από την καθαρά λοιπόν εκδοτική άποψη ο τόμος δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις. Εκδίδονται η Λύρα και τα Λυρικά, σε πιστή μεταγραφή των πρώτων εκδόσεων (αντιστοίχως, Γενεύη 1824 και Παρίσι 1826), ενώ οι ωδές συνοδεύονται αντικριστά από τις σύγχρονες εκδοτικά γαλλικές τους μεταφράσεις, αντιστοίχως από τον Julien (Η Λύρα) και από τον Censay (Λυρικά). Προκειμένου το βιβλίο να περιλάβει το σύνολο της ελληνικής ποιητικής παραγωγής του Κάλβου, επανεκδίδεται και το «Απόσπασμα άτιτλου ποιήματος». Η αντικριστή δημοσίευση των γαλλικών μεταφράσεων προσφέρει στον αναγνώστη μια πλήρη εικόνα των ιστορικών συγκειμένων των ωδών, αν και πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι πρόκειται για αισθητικά υποδεέστερες αποδόσεις, η συμβολή των οποίων στην ερμηνεία καλβικών χωρίων είναι μάλλον περιορισμένη.
Η εκτενής εισαγωγική μελέτη, συγκρινόμενη με τις παλαιότερες, σύντομες, κυρίως πληροφοριακές και «ουδέτερες» εισαγωγές σε εκδόσεις των Ωδών, είναι πληρέστερη και προσωπικότερη. Ο Δάλλας συνδυάζει τη διεξοδική και νηφάλια αντικειμενική πληροφόρηση με την υποκειμενική κατάθεση απόψεων για εκκρεμή ζητήματα των καλβικών σπουδών. Στα οκτώ κεφάλαια της εισαγωγής εξετάζεται ο πνευματικός βίος του Κάλβου στα διαδοχικά στάδια της ανάπτυξής του. Κέντρο της εξέτασης είναι βέβαια οι ωδές, ενταγμένες όμως και θεωρημένες μέσα από το ευρύτερο πλαίσιο της αντίληψης ότι ανάμεσα στις τρεις ροπές της προσωπικότητας του Κάλβου, την επαναστατικότητα, τη μέριμνα για την ποίηση και τη λογιοσύνη, υπερίσχυσε εντέλει, διά βίου, η τρίτη (βλ. το πρώτο κεφ. «Η λογιοσύνη ως δεσπόζουσα»). Τα ιταλόγλωσσα ποιητικά έργα του νεαρού Κάλβου, της περιόδου 1811-1818(;), δηλαδή τόσο οι τραγωδίες του, μαρτυρίες της πρώιμης πρόθεσής του να γίνει poeta tragico, όσο και, περισσότερο, η λυρική του εκδήλωση, η «Ode agli lonii» (Ωδή εις τας Ιονίους), κρίνονται ως στάδια λογοτεχνικής προάσκησης για τα ελληνικά του ποιήματα («Η ιταλική περίοδος: η ξενόγλωσση ποιητική παραγωγή»). Στη συνέχεια και οι πρώτες ελληνόγλωσσες λογοτεχνικές εκδηλώσεις του (1818-1820), η μετάφραση των Ψαλμών του Δαυίδ και κυρίως το «Απόσπασμα άτιτλου ποιήματος», για το οποίο ο Δάλλας προτείνει μια νέα άποψη για το περιεχόμενο και τον χρόνο γραφής του (μέσα στο 1819), θεωρούνται πρόδρομοι χαρακτηριστικών της ιδεολογίας και της ποιητικής των ωδών («Πρώτα ελληνόγλωσσα: γλωσσική και λογοτεχνική προάσκηση»). Στο κεφάλαιο «Οι ωδές και τα συγκείμενά τους» περιγράφονται και σχολιάζονται οι πρώτες εκδόσεις των ωδών και τα συγκείμενά τους, αφενός η Ιωνιάς (η προεκδοτική χειρόγραφη μορφή της Λύρας), αφετέρου οι γαλλικές μεταφράσεις. Μελετώντας τη «Γλώσσα και στιχουργία» ο Δάλλας καταλήγει στην ενδιαφέρουσα θέση ότι στόχευση της γλώσσας των ωδών ήταν η συνειδητή ανάβαση από την προφορική κοινή της εποχής στην ελληνική γραπτή, απώτερη και ύστερη γλώσσα, έτσι ώστε να συνδυαστούν ποιητικά οι γλωσσικές παραδόσεις της αρχαιότητας και του χριστιανισμού.
Στο κεφάλαιο «Η πνευματική απήχηση και παρουσία ύστερα από τις ωδές» διαπιστώνεται η υπερίσχυση της λογιοσύνης, με την οριστική εγκατάλειψη της ποίησης και τη στροφή του Κάλβου προς τα ενδιαφέροντα (θεολογικά και φιλοσοφικά) του λογίου και του δασκάλου. Τα δύο τελευταία κεφάλαια της εισαγωγής αφιερώνονται στη συνοπτική εξέταση της λογοτεχνικότητας των ωδών. Η «Ιδεολογία και [η] ποιητική» του Κάλβου κεντρώνονται γύρω από την επανάσταση του 1821. Η ιδεολογία του, ένα αμάλγαμα από ρεύματα ιδεών της εποχής, όπως ο διαφωτισμός, ο φιλελευθερισμός, ο φιλελληνισμός και η θρησκευτικότητα, και η ποιητική του, με συμπαγή νεοκλασική ταυτότητα η οποία εξωτερικά μόνο αντανακλά ρομαντικές διαθέσεις και τρόπους, στις ωδές συγχωνεύονται και εναρμονίζονται πλήρως. Τέλος, «Η τεχνική των Ωδών» συγκροτείται από την αρχιτεκτονική της καλβικής ωδής (με συστατικά στοιχεία της τον μύθο, τη γνωμολογία και την υμνωδία), το ύφος της (με προεξάρχοντα συστατικά του την εικόνα και την παρομοίωση) και τη ρητορική της (εναρμονισμένη με τη θεωρία των λίγο παλαιότερων και σύγχρονων ελληνικών εγχειριδίων, του Σκούφου, του Βάμβα και του Βαρδαλάχου).
Το εκτενές «Γλωσσάρι», όπως φανερώνει και ο επεξηγηματικός υπότιτλός του, «Ερμηνεία, σχόλια, παράλληλα χωρία», έχει πολλαπλή λειτουργία. Πρωτίστως δίνεται η ερμηνεία δυσνόητων λέξεων και εκφράσεων και πραγματολογικά στοιχεία για ονόματα και γεγονότα. Η οικονομική ένταξη στο γλωσσάρι μόνο των λέξεων που πραγματικά χρήζουν ερμηνείας απόδειξη της φιλολογικής πείρας του Δάλλα ίσως νουθετήσει νεότερούς του συντάκτες γλωσσαρίων που πληροφορούν ότι «άθρωπος» σημαίνει «άνθρωπος». Επίσης εξηγούνται και αποκαθίστανται οι ορθογραφικές, γραμματικές και συντακτικές παρατυπίες του Κάλβου (αυτό είναι το σημείο αιχμής του «εκδοτικού» ζητήματος των ωδών του). Ακόμη, εντοπίζονται πιθανές πηγές και παράλληλα χωρία από την ελληνική και από την ξένη γραμματεία. Το Γλωσσάρι αξιοποιεί και συνοψίζει τα πορίσματα της παλαιότερης και πρόσφατης έρευνας και, καθώς παρέχει στον σημερινό μορφωμένο αναγνώστη όλες τις πληροφορίες που του είναι αναγκαίες για να προσπελάσει την κλασικιστική σκευή του Κάλβου, προσδίδει στο βιβλίο τον χαρακτήρα ερμηνευτικής έκδοσης. Κρινόμενο στο σύνολό του το βιβλίο συμπυκνώνει και ολοκληρώνει με άριστο τρόπο την πολύχρονη φιλολογική και κριτική ενδιατριβή του Γιάννη Δάλλα στην ελληνική καλβική ποίηση.
Στο τέλος της εισαγωγής του ο επιμελητής συζητά το καίριο ζήτημα της αισθητικής επικαιρότητας του Κάλβου. Κρίνει ότι η ποιητικότητα των ωδών υπερέβη τη λόγια νεοκλασική τεχνοτροπία τους και τη στράτευση στην πολιτική και εθνοκεντρική ιδεολογία· ότι, εντέλει, με το πέρασμα του καιρού και χάρη στον φωτισμό της από ευαίσθητους κριτές, όπως οι μοντέρνοι ποιητές της γενιάς του 1930, η ποιητικότητα αυτή αποδείχθηκε αυτοδύναμη, συντονισμένη με τη σύγχρονη ευαισθησία, ως λόγος που διαπερνάται από το ζωντανό σφρίγος μιας ποιητικής αρχαϊκότητας. Η παραπάνω άποψη αγγίζει ένα μεγάλο μέρος της αλήθειας. Ας μου επιτραπεί όμως να αντιδιαστείλω την άποψή μου ότι η εξακολουθητική γοητεία των ωδών στις μέρες μας δεν οφείλεται μόνο στην υπέρβαση αλλά και στην ανασκευή του περιεχομένου τους. Συγκεκριμένα, η ανατροπή του αξιακού φορτίου των ωδών επέφερε τη συναισθηματική οικειότητα που προκαλεί η αίσθηση ενός αυτοεξόριστου Ελληνα ανάμεσά μας. Ο Κάλβος αρνήθηκε τότε, όπως θα αρνιόταν και σήμερα, μια ελληνική πραγματικότητα εντελώς ξένη προς το δικό του ιδανικό της ελληνικότητας. Απέναντι στην ελληνική πραγματικότητα του καιρού του βρήκε το δραστήριο νηπενθές του αλώβητου και απαραχάρακτου οράματος ενός ιδεατού ελληνισμού, του οποίου υπήρξε υμνητής και απολογητής. Αν η Ελλάδα στάθηκε για τον Κάλβο οριστικά χαμένη ως πραγματικότητα την εποχή του, ο ιδεατός ελληνισμός των ωδών του έγινε, μέσα από τον πόθο μιας ανύπαρκτης πατρίδας, ο ποιητικός, ηθικός, πολιτικός και εθνικός παράδεισός του. Και όσο ο Κάλβος παραμένει στη διαρκή εξορία του, εμείς, οι εξόριστοι στην αναπόδραστη πραγματικότητά μας, ατενίζουμε με θάμβος τον παράδεισο της ποίησής του.
Ευριπίδης Γαραντούδης, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 18-01-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις