0
Your Καλαθι
Η φωνή του βιολιού
Μια υπόθεση για τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
«Ο αστυνόμος όμως καταγόταν από την Κατάνια, τον έλεγαν Σάλβο Μονταλμπάνο, κι όταν ήθελε να καταλάβει κάτι, το καταλάβαινε».
Αυτή η ικανότητα «αντίληψης» πηγάζει από τη βαθιά αφοσίωση που νιώθει ο Μονταλμπάνο για τον τόπο του, από τη διαίσθησή του, και απέχει πολύ από τον τρόπο που λύνουν συνήθως τις υποθέσεις τα λαγωνικά της αστυνομίας. Ούτε, από την άλλη, έχει καμία σχέση με τη συνήθη «κατανόηση» που δείχνουν οι πιο φιλάνθρωποι ντετέκτιβ· αντίθετα, για τον Μονταλμπάνο -γνωστό για το λακωνικό σαρκασμό του- το να ανακαλύψει το κίνητρο μιας δολοφονίας αποτελεί «το πιο βαρετό μέρος» της αστυνομικής ανασύνθεσης της υπόθεσης. Όσο για το δολοφόνο, δε δείχνει γι' αυτόν ίχνος κατανόησης.
Η φωνή του βιολιού αναφέρεται στην ιστορία μιας δολοφονημένης νέας γυναίκας, ενός μεγάλου μουσικού που ζει σαν ερημίτης και πολλών άλλων. Είναι πάνω απ' όλα μια ιστορία αλλαγών και ο ίδιος ο Μονταλμπάνο, στην προσωπική ζωή του οποίου σημειώνονται εξελίξεις, θα πρέπει να αποφασίσει αν θα αλλάξει τη ζωή του.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η «Φωνή του βιολιού» ακολουθεί τα ίχνη του συμβατικού αστυνομικού μυθιστορήματος, καθώς διαθέτει όλα τα στερεότυπα που συναντάμε στα κλασικά τού είδους: Υπάρχει ο πολυμήχανος αστυνόμος, ο αργόστροφος βοηθός του, η ευφυής και με ιδιαίτερα ανατρεπτική αντίληψη γηραιά κυρία, που ζει μόνη και είναι φίλη και στενή συνεργάτιδα του αστυνομικού, το γοητευτικό και μυστηριώδες θύμα, γύρω από το οποίο συγκεντρώνεται ένας αριθμός υπόπτων με εμφανείς λόγους για να είναι υποψήφιοι δολοφόνοι κι όλα αυτά, συνοδευμένα με έντονη δράση και πλοκή. Αυτό που αποτελεί καινοτομία είναι ο ψυχισμός του αστυνόμου, που ξεφεύγει από το στερεότυπο του σκληροπυρηνικού και άτρωτου εξολοθρευτή του κακού. Ο αστυνόμος Σάλβο Μονταλμπάνο, που αναλαμβάνει να διαλευκάνει το έγκλημα, είναι ένας άνθρωπος που πάσχει από τα προσωπικά του δεινά και τις δικές του ματαιωμένες προσδοκίες, υποφέρει από αϋπνίες και από τις προσωπικές του απώλειες, καθώς κατά τη διάρκεια της έρευνας χάνει και την κηδεμονία ενός παιδιού που έχει υπό την προστασία του.
Η στάση του απέναντι στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την έρευνα του εγκλήματος, η κριτική απέναντι στο σύστημα και τους τρόπους που χρησιμοποιεί για την καταστολή των απεργιών, αλλά και την εκμετάλλευση του πτώματος για τηλεθέαση, ο παρορμητισμός του να ανακαλύψει την αλήθεια, που συχνά τον οδηγεί στην περιφρόνηση των κανόνων και των νόμων, το μεσογειακό του ταμπεραμέντο και το χιούμορ του όταν συναντά τους υπόπτους, τον καθιστούν έναν αστυνόμο διαφορετικού τύπου.
Η υπόθεση εξελίσσεται στη Σικελία, στην πόλη Βιγκάτα, μια φανταστική πόλη, που την έχουμε συναντήσει και σε άλλα μυθιστορήματα του συγγραφέα. Ο αστυνόμος Σάλβο Μονταλμπάνο, ύστερα από ένα ατύχημα, ανακαλύπτει το γυμνό πτώμα μιας γοητευτικής παντρεμένης γυναίκας σε μια ερημική βίλα. Το πτώμα ανήκει στη Μικέλα Λικάλτσι, σύζυγο του χειρουργού Εμανουέλε Λικάλτσι, ο οποίος έχει ισχυρό άλλοθι για τη συγκεκριμένη μέρα. Τα κοσμήματά της αλλά και τα ρούχα της λείπουν, πράγμα που σημαίνει πως πιθανόν ο δολοφόνος να ήταν ο κλέφτης, αλλά η ιατροδικαστική εξέταση αποκαλύπτει πως είχε προηγηθεί σεξουαλική επαφή κι αυτό αφήνει υποψίες για έγκλημα πάθους. Υπάρχει ένας αριθμός υπόπτων, κυρίως αντρών, καθώς φημολογείται πως το θύμα είχε έντονη ερωτική ζωή. Ο αστυνόμος περνάει πέρα από τα φαινόμενα και τους πιθανότερους υπόπτους, για να φτάσει στο κλειδί του μυστηρίου και να λύσει το γρίφο: Πρόκειται για έναν κλέφτη που αναγκάστηκε να γίνει δολοφόνος ή για έναν δολοφόνο που θέλει να παραστήσει τον κλέφτη;
Ο Μπονταλμπάνο για να λύσει το αίνιγμα χρησιμοποιεί κυρίως τη διαίσθησή του, διαφοροποιώντας τη μέθοδό του από αυτή την οποία χρησιμοποιούν συνήθως τα «λαγωνικά της αστυνομίας».
Οι καίριες παρατηρήσεις του τον οδηγούν στο συμπέρασμα πως δεν πρόκειται για έναν κοινό κλέφτη και όταν ο κύριος ύποπτος, Μαουρίτσιο, ένας νεαρός με περιορισμένη πνευματική αντίληψη, που ήταν ερωτευμένος με το θύμα και την ακολουθούσε παντού, βρίσκεται ο ίδιος δολοφονημένος, και αυτό συμπίπτει με τη δική του αθέλητη απομάκρυνση από την έρευνα της υπόθεσης, αναζητεί το δολοφόνο σε κάποιον που δεν συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των κύριων υπόπτων.
Η φωνή του βιολιού ξεφεύγει από τα στερεοτυπικά αστυνομικά μυθιστορήματα, καθώς παρεισφρέουν σχόλια για τα τηλεοπτικά ήθη, τους τρόπους ταπείνωσης του θύματος και την κοινωνική πραγματικότητα, ενώ δεν παραλείπει να θίξει τον αμοραλισμό μιας εύπορης κοινωνικής τάξης, δίνοντάς μας ταυτόχρονα την εικόνα της σύγχρονης Σικελίας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/06/2002
Αυτή η ικανότητα «αντίληψης» πηγάζει από τη βαθιά αφοσίωση που νιώθει ο Μονταλμπάνο για τον τόπο του, από τη διαίσθησή του, και απέχει πολύ από τον τρόπο που λύνουν συνήθως τις υποθέσεις τα λαγωνικά της αστυνομίας. Ούτε, από την άλλη, έχει καμία σχέση με τη συνήθη «κατανόηση» που δείχνουν οι πιο φιλάνθρωποι ντετέκτιβ· αντίθετα, για τον Μονταλμπάνο -γνωστό για το λακωνικό σαρκασμό του- το να ανακαλύψει το κίνητρο μιας δολοφονίας αποτελεί «το πιο βαρετό μέρος» της αστυνομικής ανασύνθεσης της υπόθεσης. Όσο για το δολοφόνο, δε δείχνει γι' αυτόν ίχνος κατανόησης.
Η φωνή του βιολιού αναφέρεται στην ιστορία μιας δολοφονημένης νέας γυναίκας, ενός μεγάλου μουσικού που ζει σαν ερημίτης και πολλών άλλων. Είναι πάνω απ' όλα μια ιστορία αλλαγών και ο ίδιος ο Μονταλμπάνο, στην προσωπική ζωή του οποίου σημειώνονται εξελίξεις, θα πρέπει να αποφασίσει αν θα αλλάξει τη ζωή του.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η «Φωνή του βιολιού» ακολουθεί τα ίχνη του συμβατικού αστυνομικού μυθιστορήματος, καθώς διαθέτει όλα τα στερεότυπα που συναντάμε στα κλασικά τού είδους: Υπάρχει ο πολυμήχανος αστυνόμος, ο αργόστροφος βοηθός του, η ευφυής και με ιδιαίτερα ανατρεπτική αντίληψη γηραιά κυρία, που ζει μόνη και είναι φίλη και στενή συνεργάτιδα του αστυνομικού, το γοητευτικό και μυστηριώδες θύμα, γύρω από το οποίο συγκεντρώνεται ένας αριθμός υπόπτων με εμφανείς λόγους για να είναι υποψήφιοι δολοφόνοι κι όλα αυτά, συνοδευμένα με έντονη δράση και πλοκή. Αυτό που αποτελεί καινοτομία είναι ο ψυχισμός του αστυνόμου, που ξεφεύγει από το στερεότυπο του σκληροπυρηνικού και άτρωτου εξολοθρευτή του κακού. Ο αστυνόμος Σάλβο Μονταλμπάνο, που αναλαμβάνει να διαλευκάνει το έγκλημα, είναι ένας άνθρωπος που πάσχει από τα προσωπικά του δεινά και τις δικές του ματαιωμένες προσδοκίες, υποφέρει από αϋπνίες και από τις προσωπικές του απώλειες, καθώς κατά τη διάρκεια της έρευνας χάνει και την κηδεμονία ενός παιδιού που έχει υπό την προστασία του.
Η στάση του απέναντι στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την έρευνα του εγκλήματος, η κριτική απέναντι στο σύστημα και τους τρόπους που χρησιμοποιεί για την καταστολή των απεργιών, αλλά και την εκμετάλλευση του πτώματος για τηλεθέαση, ο παρορμητισμός του να ανακαλύψει την αλήθεια, που συχνά τον οδηγεί στην περιφρόνηση των κανόνων και των νόμων, το μεσογειακό του ταμπεραμέντο και το χιούμορ του όταν συναντά τους υπόπτους, τον καθιστούν έναν αστυνόμο διαφορετικού τύπου.
Η υπόθεση εξελίσσεται στη Σικελία, στην πόλη Βιγκάτα, μια φανταστική πόλη, που την έχουμε συναντήσει και σε άλλα μυθιστορήματα του συγγραφέα. Ο αστυνόμος Σάλβο Μονταλμπάνο, ύστερα από ένα ατύχημα, ανακαλύπτει το γυμνό πτώμα μιας γοητευτικής παντρεμένης γυναίκας σε μια ερημική βίλα. Το πτώμα ανήκει στη Μικέλα Λικάλτσι, σύζυγο του χειρουργού Εμανουέλε Λικάλτσι, ο οποίος έχει ισχυρό άλλοθι για τη συγκεκριμένη μέρα. Τα κοσμήματά της αλλά και τα ρούχα της λείπουν, πράγμα που σημαίνει πως πιθανόν ο δολοφόνος να ήταν ο κλέφτης, αλλά η ιατροδικαστική εξέταση αποκαλύπτει πως είχε προηγηθεί σεξουαλική επαφή κι αυτό αφήνει υποψίες για έγκλημα πάθους. Υπάρχει ένας αριθμός υπόπτων, κυρίως αντρών, καθώς φημολογείται πως το θύμα είχε έντονη ερωτική ζωή. Ο αστυνόμος περνάει πέρα από τα φαινόμενα και τους πιθανότερους υπόπτους, για να φτάσει στο κλειδί του μυστηρίου και να λύσει το γρίφο: Πρόκειται για έναν κλέφτη που αναγκάστηκε να γίνει δολοφόνος ή για έναν δολοφόνο που θέλει να παραστήσει τον κλέφτη;
Ο Μπονταλμπάνο για να λύσει το αίνιγμα χρησιμοποιεί κυρίως τη διαίσθησή του, διαφοροποιώντας τη μέθοδό του από αυτή την οποία χρησιμοποιούν συνήθως τα «λαγωνικά της αστυνομίας».
Οι καίριες παρατηρήσεις του τον οδηγούν στο συμπέρασμα πως δεν πρόκειται για έναν κοινό κλέφτη και όταν ο κύριος ύποπτος, Μαουρίτσιο, ένας νεαρός με περιορισμένη πνευματική αντίληψη, που ήταν ερωτευμένος με το θύμα και την ακολουθούσε παντού, βρίσκεται ο ίδιος δολοφονημένος, και αυτό συμπίπτει με τη δική του αθέλητη απομάκρυνση από την έρευνα της υπόθεσης, αναζητεί το δολοφόνο σε κάποιον που δεν συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των κύριων υπόπτων.
Η φωνή του βιολιού ξεφεύγει από τα στερεοτυπικά αστυνομικά μυθιστορήματα, καθώς παρεισφρέουν σχόλια για τα τηλεοπτικά ήθη, τους τρόπους ταπείνωσης του θύματος και την κοινωνική πραγματικότητα, ενώ δεν παραλείπει να θίξει τον αμοραλισμό μιας εύπορης κοινωνικής τάξης, δίνοντάς μας ταυτόχρονα την εικόνα της σύγχρονης Σικελίας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/06/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις