0
Your Καλαθι
Ποιήματα και πεζά
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο ποιητής Νίκος Καμπάς (1857-1932), καίτοι πρωτοπόρος στα πρώτα βήματα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής (τυπική περίοδος 1900-1920), «υπήρξε και παραμένει άγνωστος», τουλάχιστον στο πλατύ κοινό, αν όχι κατ' ουσίαν και στους μελετητές. Στόχος της ανά χείρας έκδοσης λοιπόν δεν είναι απλά και μόνο να φέρει στο προσκήνιο και να παρουσιάσει στο σύγχρονο αναγνωστικό κοινό τη μία και μοναδική συλλογή του μυτιληνιού λογίου - του ποιητή που εγκατέλειψε την ποίηση υπέρ της νομικής επιστήμης, την οποία υπηρέτησε ως δικαστικός - αλλά και να φωτίσει τη ζωή του Ν. Καμπά, καθώς επίσης και να παρουσιάσει όσα ποιήματα και πεζά ανευρέθησαν εγκατεσπαρμένα σε ποικίλα έντυπα, με την έννοια μιας πρώτης απόπειρας συγκεντρωτικής έκδοσης και φιλολογικού σχολιασμού του έργου του και όχι ως δημοσίευση των λογοτεχνικών του απάντων.
Ο Νίκος Καμπάς δεν είναι ασφαλώς Κωστής Παλαμάς ή Γεώργιος Δροσίνης, ποιητές με τους οποίους συνδέθηκε στενά. Ωστόσο η συμβολή του στον νεότερο λυρισμό μας υπήρξε τεράστια και αναγνωρίζεται πολύ σύντομα στους αθηναϊκούς φιλολογικούς κύκλους. Οταν ο Καμπάς τυπώνει το 1880, σε ηλικία 23 χρόνων, τη συλλογή του, τους Στίχους, ο 21χρονος Παλαμάς δεν έχει κάνει την πρώτη εμφάνισή του με βιβλίο. Ο βαθύς σεβασμός του Παλαμά προς τον Καμπά εκδηλώνεται σε κάθε περίπτωση. «Ο Νίκος είναι από τους πατέρες της ποιήσεως εκείνης, ο σπουδαιότερος και ο επισημότερος. [...] Η ιστορία της νέας μας λογοτεχνίας, όταν μια μέρα γραφτή ακέρια, του χρωστά σελίδες πλούσια παραστατικές» γράφει όταν ο Καμπάς εγκαταλείπει τον μάταιο αυτόν κόσμο στην Αλεξάνδρεια, αναγνωρισμένος αποκλειστικά ως δικαστής και ως δικαστής τιμημένος απ' όλους. Από την Αλεξάνδρεια, από εκεί όπου κορυφώθηκε η νομική σταδιοδρομία του Καμπά με την εκλογή του ως προέδρου των μεικτών δικαστηρίων της πόλης, έγραψε άλλωστε κάποτε με χαρακτηριστικό σπαραγμό στον Παλαμά: «Μην ελπίσεις παρ' εμού ούτε στίχους ούτε άλλο τι. Μόνον διά της λύπης είμαι εισέτι ποιητής. Ολοι οι άλλοι παράγοντες εξέλιπον». «Ο Μυτιληνιός λόγιος προτίμησε τελικά τη δικηγορία από την ποίηση» παρατηρεί ο Γιώργος Ανδρειωμένος, ο φιλολογικός επιμελητής του παρόντος τόμου, «παρ' ότι κατά βάθος πρέπει να είχε συναίσθηση του τι είχε επιτελέσει για τη λογοτεχνία του καιρού του».
Οι Στίχοι και τα σκόρπια στιχουργήματα του Καμπά, όπου φαίνεται καθαρά η συστηματική προσπάθεια του ποιητή να αποτινάξει τον παγερό καθαρευουσιανισμό και το ψευδορομαντικό κλίμα της εποχής, δεν αποτελούν στο σύνολό τους βέβαια ποιητικά υποδείγματα. Θα ήταν όμως άδικο να κρίνουμε τον Καμπά με τα σημερινά μέτρα, καθώς, αν μη τι άλλο, ως ατμομηχανή του πρώτου πυρήνα της λεγομένης γενιάς του 1880 (η οποία πρωτοκινήθηκε γύρω από τον ριζοσπαστικό Ραμπαγά και το αξιόλογο Μη χάνεσαι) αναζήτησε νέες πηγές έμπνευσης στην εγκάρδια απλότητα, στην εσωτερική ειλικρίνεια, στους χαμηλούς τόνους, στη συγκινητική καθημερινότητα, κομίζοντας κάτι καινούργιο και «δείχνοντας τον δρόμο» προς μια «ανανεωτική εξόρμηση», αυτήν που αργότερα εξέφρασε επιτυχώς η καθολική ματιά του Παλαμά: «Απόψε σβύνουνε μαζύ ο ήλιος κ' η χαρά μου / Αχ, μάθε απ' τα μάτια μου πώς να μην κλαις, καρδιά μου. / Ο ήλιος βασιλεύει, να, και φεύγομε 'στα ξένα, / Εχετε 'γεια, χρόνια τρελλά, αγάπαις, περασμένα, / Αθήναις μου, νύχτες ξανθαίς, ξανθή μου, όνειρά μου, / - Απόψε σβύνουνε μαζύ ο ήλιος κ' η χαρά μου...».
Δημήτρης Κονιδάρης
ΤΟ ΒΗΜΑ , 02-06-2002
Ο ποιητής Νίκος Καμπάς (1857-1932), καίτοι πρωτοπόρος στα πρώτα βήματα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής (τυπική περίοδος 1900-1920), «υπήρξε και παραμένει άγνωστος», τουλάχιστον στο πλατύ κοινό, αν όχι κατ' ουσίαν και στους μελετητές. Στόχος της ανά χείρας έκδοσης λοιπόν δεν είναι απλά και μόνο να φέρει στο προσκήνιο και να παρουσιάσει στο σύγχρονο αναγνωστικό κοινό τη μία και μοναδική συλλογή του μυτιληνιού λογίου - του ποιητή που εγκατέλειψε την ποίηση υπέρ της νομικής επιστήμης, την οποία υπηρέτησε ως δικαστικός - αλλά και να φωτίσει τη ζωή του Ν. Καμπά, καθώς επίσης και να παρουσιάσει όσα ποιήματα και πεζά ανευρέθησαν εγκατεσπαρμένα σε ποικίλα έντυπα, με την έννοια μιας πρώτης απόπειρας συγκεντρωτικής έκδοσης και φιλολογικού σχολιασμού του έργου του και όχι ως δημοσίευση των λογοτεχνικών του απάντων.
Ο Νίκος Καμπάς δεν είναι ασφαλώς Κωστής Παλαμάς ή Γεώργιος Δροσίνης, ποιητές με τους οποίους συνδέθηκε στενά. Ωστόσο η συμβολή του στον νεότερο λυρισμό μας υπήρξε τεράστια και αναγνωρίζεται πολύ σύντομα στους αθηναϊκούς φιλολογικούς κύκλους. Οταν ο Καμπάς τυπώνει το 1880, σε ηλικία 23 χρόνων, τη συλλογή του, τους Στίχους, ο 21χρονος Παλαμάς δεν έχει κάνει την πρώτη εμφάνισή του με βιβλίο. Ο βαθύς σεβασμός του Παλαμά προς τον Καμπά εκδηλώνεται σε κάθε περίπτωση. «Ο Νίκος είναι από τους πατέρες της ποιήσεως εκείνης, ο σπουδαιότερος και ο επισημότερος. [...] Η ιστορία της νέας μας λογοτεχνίας, όταν μια μέρα γραφτή ακέρια, του χρωστά σελίδες πλούσια παραστατικές» γράφει όταν ο Καμπάς εγκαταλείπει τον μάταιο αυτόν κόσμο στην Αλεξάνδρεια, αναγνωρισμένος αποκλειστικά ως δικαστής και ως δικαστής τιμημένος απ' όλους. Από την Αλεξάνδρεια, από εκεί όπου κορυφώθηκε η νομική σταδιοδρομία του Καμπά με την εκλογή του ως προέδρου των μεικτών δικαστηρίων της πόλης, έγραψε άλλωστε κάποτε με χαρακτηριστικό σπαραγμό στον Παλαμά: «Μην ελπίσεις παρ' εμού ούτε στίχους ούτε άλλο τι. Μόνον διά της λύπης είμαι εισέτι ποιητής. Ολοι οι άλλοι παράγοντες εξέλιπον». «Ο Μυτιληνιός λόγιος προτίμησε τελικά τη δικηγορία από την ποίηση» παρατηρεί ο Γιώργος Ανδρειωμένος, ο φιλολογικός επιμελητής του παρόντος τόμου, «παρ' ότι κατά βάθος πρέπει να είχε συναίσθηση του τι είχε επιτελέσει για τη λογοτεχνία του καιρού του».
Οι Στίχοι και τα σκόρπια στιχουργήματα του Καμπά, όπου φαίνεται καθαρά η συστηματική προσπάθεια του ποιητή να αποτινάξει τον παγερό καθαρευουσιανισμό και το ψευδορομαντικό κλίμα της εποχής, δεν αποτελούν στο σύνολό τους βέβαια ποιητικά υποδείγματα. Θα ήταν όμως άδικο να κρίνουμε τον Καμπά με τα σημερινά μέτρα, καθώς, αν μη τι άλλο, ως ατμομηχανή του πρώτου πυρήνα της λεγομένης γενιάς του 1880 (η οποία πρωτοκινήθηκε γύρω από τον ριζοσπαστικό Ραμπαγά και το αξιόλογο Μη χάνεσαι) αναζήτησε νέες πηγές έμπνευσης στην εγκάρδια απλότητα, στην εσωτερική ειλικρίνεια, στους χαμηλούς τόνους, στη συγκινητική καθημερινότητα, κομίζοντας κάτι καινούργιο και «δείχνοντας τον δρόμο» προς μια «ανανεωτική εξόρμηση», αυτήν που αργότερα εξέφρασε επιτυχώς η καθολική ματιά του Παλαμά: «Απόψε σβύνουνε μαζύ ο ήλιος κ' η χαρά μου / Αχ, μάθε απ' τα μάτια μου πώς να μην κλαις, καρδιά μου. / Ο ήλιος βασιλεύει, να, και φεύγομε 'στα ξένα, / Εχετε 'γεια, χρόνια τρελλά, αγάπαις, περασμένα, / Αθήναις μου, νύχτες ξανθαίς, ξανθή μου, όνειρά μου, / - Απόψε σβύνουνε μαζύ ο ήλιος κ' η χαρά μου...».
Δημήτρης Κονιδάρης
ΤΟ ΒΗΜΑ , 02-06-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις