0
Your Καλαθι
Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
21%
21%
Περιγραφή
Βαθύς γνώστης του κλασικού πολιτισμού, της αρχαίας ιστορίας και λογοτεχνίας, ο Λουτσιάνο Κάνφορα καταθέτει τους προβληματισμούς του όσον αφορά τη χρήση και την κατάχρηση του όρου «δημοκρατία» ανά τους αιώνες. Ξεκινά από το θεωρούμενο «ιδανικό» μοντέλο της αθηναϊκής δημοκρατίας του 5ου π.Χ. αιώνα, το οποίο ωστόσο καταδίκασε τον Σωκράτη και κατηγορήθηκε ως «θεατροκρατία» από τον Πλάτωνα, περνά από τις μεγάλες, εν ονόματι του λαού, επαναστάσεις του 18ου και του 19ου αιώνα και καταλήγει στα δυτικού και ανατολικού τύπου δημοκρατικά και λαϊκά καθεστώτα του 20ού αιώνα.
Μπορεί η πλειοψηφία να έχει πάντα δίκιο; Χειραγωγείται η έννοια του όρου από τους μηχανισμούς της εξουσίας και της μαζικής ενημέρωσης; Αντιλαμβάνεται ο καθένας τη δημοκρατία με τρόπο διαφορετικό ανάλογα με τις κομματικές του καταβολές; O Κάνφορα αναρωτιέται τι σημαίνει σήμερα δημοκρατία και τι μέλλον τής επιφυλάσσουν τα καινούργια δεδομένα της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας στην αυγή της καινούργιας χιλιετίας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πολλά ακούγονται στις μέρες μας για τους διάφορους φονταμενταλισμούς, θρησκευτικούς και ιδεολογικούς. Ο Λουτσιάνο Κάνφορα, σ' αυτό το μικρό αλλά και γεμάτο προκλήσεις βιβλίο, αναφέρεται σ' έναν ακόμη φονταμενταλισμό, αυτόν της δημοκρατίας και των δημοκρατών. Ο συγγραφέας είναι γνωστός ελληνιστής, με πολλά βιβλία στο ενεργητικό του για τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, τον κλασικό πολιτισμό και την αρχαία λογοτεχνία, αλλά και ενεργός μέτοχος στην ιταλική πολιτική σκηνή, αφού παραμένει κομμουνιστής, συντασσόμενος με τον παλαίμαχο Ιταλό κομμουνιστή Κοσούτα.
Σ' αυτό το βιβλίο ο Κάνφορα επιχειρεί να αποδείξει πως ο κόσμος μας είναι πολύ πιο σύνθετος από τις κοινοτοπίες που σερβίρονται ως ερμηνευτικές συνταγές κάθε κοινωνικού προβλήματος. Μια απ' αυτές τις κοινοτοπίες είναι η ταύτιση του αρχαίου ελληνικού κόσμου και της φιλοσοφικής του σκέψης με τη δημοκρατία. Αντιθέτως, για τον Ιταλό στοχαστή, στο σύνολό της η αρχαία ελληνική σκέψη αποτελεί ένα βήμα σταθερής κριτικής στη δημοκρατία. Η δίκη τού Σωκράτη ήταν μια δίκη γνώμης, πράγμα που φυσικά είναι κάτι το εντελώς αντιδημοκρατικό, η καταδικαστική απόφαση όμως ήταν αποτέλεσμα της συναίνεσης και συνενοχής της πλειοψηφίας. Πράγμα που προφανώς ανταποκρίνεται στη βασική αρχή της δημοκρατίας, αυτήν της πλειοψηφίας.
Το κριτικό μικροσκόπιο του συγγραφέα εστιάζει σ' αυτή την αρχή, αλλά στηριγμένος στις επεξεργασίες του μεγάλου φιλελεύθερου και αγωνιστή κατά του φασισμού, Εντοάρντο Ρουφίνι, δεν αντιπαραθέτει αυτή την αρχή σ' αυτήν της μειοψηφίας. Η θέληση της πλειοψηφίας στη σύγκρισή της με την αρχή της μειοψηφίας αποτελεί μια φυσική και αυτονόητη αξία. Οταν όμως γίνεται λόγος για την ιχνηλάτηση των καλύτερων και πιο ασφαλών μονοπατιών για τη δημιουργία μοντέλων ενιαίας θέλησης, τότε βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα από τα πιο ιδιόμορφα και βασανιστικά ερωτήματα. Το ερώτημα βεβαίως δεν είναι μόνο τι γίνεται με τις μειοψηφίες, όπως αυτό πολύ ορθά τίθεται από τις ομάδες υπεράσπισης των ατομικών ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά ένα ερώτημα που πάει τη συζήτηση πολύ πιο πέρα. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας πετά στον κόρφο μας ένα ζουζούνι που μας τσιμπάει και μας ξυπνά από τον ύπνο του δικαίου. Αυτός ο ύπνος μας κάνει να αγνοούμε πώς διαμορφώνονταν και εξακολουθούν να διαμορφώνονται οι πλειοψηφίες. Το ζουζούνι του Κάνφορα μας σιγοψιθυρίζει πως οι δημοκρατικές πλειοψηφίες διαμορφώνονται μέσα από «μια απίστευτη, συστηματική και αποτελεσματική αποεκπαίδευση των μαζών, που την καθιστά δυνατή στις λεγόμενες προηγμένες ή σύνθετες κοινωνίες η ισχύς -απεριόριστη σήμερα- των μέσων επικοινωνίας και χειραγώγησης του νου» (σελ. 23). Ο Κάνφορα αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους εκλέχθηκαν οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Στις ΗΠΑ εκλέχθηκε το Νοέμβριο του 2000 πρόεδρος ο Μπους, με μια δικαστική απόφαση που απαγόρευσε την καταμέτρηση των ψήφων στην πολιτεία της Φλόριντα. Εδώ, βεβαίως, για χάρη της απόρριψης του Πρωτοκόλλου του Κιότο και στο βωμό των πετρελαϊκών και άλλων συμφερόντων, γινόμαστε μάρτυρες του εξευτελισμού ακόμη και της αρχής της πλειοψηφίας. Ανάλογες πρακτικές και επεμβάσεις παρατηρεί και στη μεθόδευση για την εκλογή του Γέλτσιν.
Ο συγγραφέας θεωρεί πως είναι αδιανόητο και αδόκιμο να ορίζεται ως δημοκρατία ένα πολιτικό σύστημα όπου η ψήφος είναι εμπόρευμα στην πολιτική αγορά και η είσοδος στο Κοινοβούλιο απαιτεί τεράστιες εκλογικές δαπάνες (αν μιλούσε για την Ελλάδα, σίγουρα θα πρόσθετε και το νεποτισμό). Ουσιαστικά μάλιστα επεκτείνει τη σκέψη του και σημειώνει πως σήμερα δεν κυβερνούν ούτε καν οι εκλεγμένοι. Σήμερα, οι λήψεις των αποφάσεων περνούν από τους πολιτικούς και τα Κοινοβούλια στους «νομισματικούς εμπειρογνώμονες» και τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα. Πάντως, και στην αρχαία ελληνική δημοκρατία και στο σημερινό δημοκρατικό σύστημα το κριτήριο για την πρόσβαση στην πολιτική εξουσία είναι να ανήκει κανείς στην τάξη των οικονομικά ισχυρών μεσαίων και ανώτερων τάξεων.
Από την κριτική στις ανεπάρκειες της δημοκρατίας ο συγγραφέας περνάει στην κριτική της ουσίας του δημοκρατικού φαινομένου. Επικαλούμενος τους Γκράμσι, Λούτβακ, Χόμπσμπομ, Αρόν, Μίχελς και Μόκα, υποστηρίζει πως οι λεγόμενες δημοκρατίες στηρίζονται στην κυριαρχία των ελίτ. Ο Κάνφορα, κατατάσσοντας τον Γκράμσι στους βασικούς εκπροσώπους της ελιτίστικης κριτικής του κοινοβουλευτισμού, θεωρεί πως ο μεγάλος κομμουνιστής ηγέτης κατέδειξε τους τρόπους που χρησιμοποιούνται ώστε να διαμορφωθούν εκλογικά αποτελέσματα σύμφωνα με τους κανόνες που υπαγορεύουν οι ελίτ. Ο «ελιτιστής» Γκράμσι βλέπει αυτό που δεν διακρίνουν οι ολιγαρχικοί, πως ο θρίαμβος του πλήθους στις δημοκρατίες είναι μόνο επιφανειακός. Αυτό το, κατά Κάνφορα, ελιτίστικο ρεύμα δεν υπερασπίζεται τον ελιτισμό, αλλά απλώς διαπιστώνει την κυριαρχία του. Μ' αυτό τον τρόπο όμως γίνεται μια διολίσθηση από την κριτική της αρχής της πλειοψηφίας και του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνεται η πλειοψηφία στην ιδεατή μορφή της δημοκρατίας. Σε πολλά σημεία στο βιβλίο υπάρχει μια ασάφεια και μια ομίχλη, που μας εμποδίζει να διακρίνουμε αν στόχος της κριτικής είναι η δημοκρατία ή ο τρόπος εφαρμογής της.
Εδώ όμως ξεκινούν και οι αντιφάσεις της αντίληψης του συγγραφέα για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Αντιφάσεις που τον κάνουν να γλυκοκοιτάζει προς μοντέλα που, κατά τη γνώμη του, επιδίωξαν τον περιορισμό της κυριαρχίας των ελίτ. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός, μάλιστα στην πιο αποκρουστική σταλινική και μαοϊκή του εκδοχή, αντιμετωπίζεται με συγκατάβαση από τον συγγραφέα. Σε πολλές περιπτώσεις αφήνει να διαφανεί και η προτίμησή του στην αυταρχική διακυβέρνηση. Θεωρεί μάλιστα πως το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ σηματοδότησε το θρίαμβο και την επιστροφή της κομματικής ολιγαρχίας. Η αποστροφή του προς την ολιγαρχική αρχή των ελίτ τον εγκλωβίζει στα αδιέξοδα της μοναρχικής αρχής. Η τελευταία αποτελεί το πιο σημαντικό όπλο κατά της ολιγαρχίας, γι' αυτό και ο Κάνφορα κοιτάζει νοσταλγικά τον χαμένο «υπαρκτό σοσιαλισμό» του Στάλιν και όχι του Χρουστσόφ. Βέβαια, όπως είναι γνωστό, σ' αυτά τα καθεστώτα κανένας περιορισμός της ολιγαρχίας δεν ίσχυε, ακριβώς το αντίθετο. Στο ερώτημα για το πώς οι δυτικές «ολιγαρχικές δημοκρατίες» επικράτησαν του σοβιετικού μοντέλου απαντά πως αυτό επιτεύχθηκε γιατί αυτές κατόρθωσαν να οικοδομήσουν μια πλαστή συναίνεση - στηριγμένη στην παράλληλη αποδυνάμωση των αντιπροσωπευτικών μηχανισμών και στη χειραγώγηση των εκλογικών μηχανισμών- κάτι που δεν κατόρθωσε να πετύχει ο υπαρκτός σοσιαλισμός.
Η αμφισημία αναφορικά με την αυταξία της δημοκρατίας, ανεξάρτητα με τους τρόπους και τις λαθεμένες μεθόδους διαμόρφωσής της, αποτελεί την πιο σκοτεινή πτυχή της κριτικής του Κάνφορα. Ο Κάνφορα θεωρεί ως υπέρτατη αξία την ισότητα και πιστεύει πως η τείνουσα προς την ολιγαρχία δημοκρατία ποτέ δεν μπορεί να ικανοποιήσει το αίτημα της ισότητας. Ετσι, παρότι υποβάλλει σε κριτική τις διαστρεβλώσεις της δημοκρατίας, αφήνει να εννοηθεί πως αυτές αποτελούν ουσιαστικά τον σκληρό πυρήνα του δημοκρατικού παραδείγματος. Ενώ, πολύ σωστά, θεωρεί πως ο καπιταλισμός είναι ένα ολιγαρχικό σύστημα που βασιλεύει επειδή κατάφερε να εκφυλίσει και να οικειοποιηθεί τις δημοκρατικές διαδικασίες, δεν κάνει το επόμενο βήμα, να αποδεχτεί τις δημοκρατικές διαδικασίες ως το μόνο ιστορικά αποδεδειγμένο πεδίο εντός του οποίου μπορεί να οργανωθεί η αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ανισότητας. Στο πλαίσιο της κριτικής επιμονής του συγγραφέα, τα όρια μεταξύ της υπαρκτής δημοκρατίας και της δημοκρατίας ως μοντέλου διακυβέρνησης εξαφανίζονται. Ο ίδιος μάλιστα, δεν διστάζει να αντιπαραθέσει τη Δύση ως εκπρόσωπο της δημοκρατίας στον υπόλοιπο κόσμο. Ταυτόχρονα πιστεύει πως οι στόχοι που θέτει η Αριστερά -και στις δυο εκδοχές της, μεταρρυθμιστική και επαναστατική-υπέρ μιας μετριοπαθούς και δημοκρατικής διακυβέρνησης, την καταδικάζουν σε ενσωμάτωση και αποτυχία.
Οι προκλήσεις του Κάνφορα δεν εντάσσονται στο πλαίσιο μιας εντυπωσιοθηρίας. Αυτές αποτελούν στοιχεία της θεωρητικής και πολιτικής του αντίληψης για τον κόσμο. Οι κριτικές του επισημάνσεις για την υπαρκτή δημοκρατία μπορούν -υπό προϋποθέσεις- να αποτελέσουν την αφετηρία για την κριτική του σημερινού παγκόσμιου μοντέλου διακυβέρνησης. Οχι μόνο αυτό, αλλά και η έκκλησή του για την αμεσότητα και την πειστικότητα ενός κόσμου ενιαίου και λιγότερο άνισου μπορεί να αποτελέσει υπόδειγμα μιας τάσης αμφισβήτησης της κατεστημένης τάξης. Εξάλλου, πρώτιστη σημασία έχει η αμφισβήτηση της ταύτισης καπιταλισμού και αγοράς με τη δημοκρατία. Με τη λογική της «ελεύθερης αγοράς» και των νόμων της, μεγαλύτερος δημοκράτης ήταν ο φασίστας Πινοτσέτ. Από εκεί όμως ώς την αποδοχή της αρχής των «αντιπροσωπευτικών μη κοινοβουλευτικών συστημάτων» ή της «μοναρχικής αρχής» η απόσταση είναι μεγάλη και επικίνδυνη.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 29/12/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις