Η διένεξη των σχολών

Έκπτωση
20%
Τιμή Εκδότη: 19.70
15.76
Τιμή Πρωτοπορίας
+
261370
Συγγραφέας: Καντ, Ιμμάνουελ
Εκδόσεις: Σαββάλας
Σελίδες:314
Μεταφραστής:ΓΚΙΟΥΡΑΣ ΘΑΝΑΣΗΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/11/2004
ISBN:9789604230600
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Το βιβλίο του μεγάλου φιλοσόφου του διαφωτισμού Η διένεξη των σχολών αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της πνευματικής ιστορίας της νεωτερικότητας εν γένει. Γεννημένο μέσα από τις αντιπαραθέσεις που προϊδέασαν και συνόδευσαν τη Γαλλική Επανάσταση, το βιβλίο αυτό του Καντ περιέχει την πρώτη ρητή θεωρία περί νεωτερικού πανεπιστημίου όσο και την πρώτη φιλοσοφική διατύπωση περί της αστικής δημοσιότητας - θέματα που δύο αιώνες αργότερα παραμένουν επίκαιρα.

Πρόκειται για σπονδυλωτό έργο που αποτελείται από τρία κείμενα, στα οποία αναλύονται οι σχέσεις της φιλοσοφικής σχολής αντιστοίχως με τη θεολογία, τη νομική και την ιατρική. Οι «ακαδημαϊκοί» αυτοί συσχετισμοί αποτελούν αφορμή για τον φιλόσοφο του Καθαρού Λόγου να προβεί σε γενικότερο επίπεδο κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας αντιμετωπίζοντας τα ζητήματα του δημοσίου ελέγχου της εξουσίας, του ρόλου της επιστημονικής γνώσης στη σύγχρονη κοινωνία και της θέσης του πανεπιστημίου σε μια κοινωνία που βασίζεται στην επιδίωξη του ατομικού οφέλους.

Το κείμενο δημοσιεύεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε μια ιδιαίτερα επιμελημένη δίγλωσση έκδοση με ευρετήριο όρων και ονομάτων. O καθηγητής Θανάσης Γκιούρας με την εκτενή εισαγωγή του ανατρέχει στις ιστορικές και φιλοσοφικές συνθήκες γένεσης του έργου, ενώ με τις λεπτομερείς επεξηγηματικές σημειώσεις για τις έννοιες, τους όρους και τις ιδέες του κειμένου βοηθά τον αναγνώστη στην κατανόηση και την ερμηνευτική προσέγγισή του. Διακόσια χρόνια από το θάνατο του μεγάλου φιλοσόφου της Κριτικής του καθαρού λόγου, η έκδοση αυτή είναι επίκαιρη όσο ποτέ.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο Καντ άρθρωσε τις πρώτες απόψεις του για μια φιλοσοφία της ιστορίας στο έργο του «Ιδέα για μια γενική ιστορία με πρόθεση κοσμοπολίτικη» (1784) και τη συνέχισε στις Κριτικές του «Πρακτικού Λόγου» (1788) και της «Κριτικής δύναμης» (1790), στο «Διαρκής ειρήνη» (1795) και στο επίσης πολύ σημαντικό έργο «Η μεταφυσική των ηθών» (1797). Το παρόν κείμενο αποτελεί την κατάληξη μιας μακράς διαμάχης με την πρωσική λογοκρισία που ξεκινά από το 1788 και κορυφώνεται το 1792, όταν απαγορεύτηκε η δημοσίευση των ερευνών του φιλόσοφου αναφορικά με τη σχέση Φιλοσοφίας και Θεολογίας. Το πλήρες κείμενο με τις τρεις διενέξεις δημοσιεύτηκε το 1798. Σ' αυτά τα έργα το φιλόσοφο απασχολούν ο καταμερισμός της επιστημονικής γνώσης, η δημοσιότητα και η ηθική μέσα από το πρίσμα της διαλεκτικής σχέσης τους με το δίκαιο, την ελευθερία και με τέτοιους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, όπως είναι το κράτος και η εκκλησιαστική ιεραρχία.

Ο Καντ στη «Διένεξη των σχολών», με κομψό, σε πολλά σημεία εσωστρεφές τρόπο -λόγω της πρωσικής λογοκρισίας- αλλά και με παρρησία, τονίζει πως ο Λόγος όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά και υποχρεούται να αναδεικνύεται ως ο κατεξοχήν κριτής της θρησκείας και του κλήρου. Για την καντιανή λογική η ανεκτικότητα και η διαφορά στα γνωσιακά πεδία δεν μπορούν να λειτουργούν αποτρεπτικά ως προς την κυρίαρχη κριτική διάθεση του Λόγου να απορρίπτει κάθε θεμελίωση της ανθρώπινης ζωής που δεν στηρίζεται στην ικανότητα του ανθρώπου να κρίνει αυτόνομα τις μορφές που διαμορφώνουν τη ζωή του, μακριά από αυθεντίες που τοποθετούνται πέρα από αυτόν («Τι είναι ο Διαφωτισμός», 1784).



Σχολαστικός διαχωρισμός



Ο Καντ φαίνεται να αποδέχεται το σχολαστικό διαχωρισμό των σχολών σε ανώτερες -στις οποίες ανήκουν η Θεολογία, η Νομική και η Ιατρική Σχολή- και σε κατώτερες, στις οποίες ανήκει η Φιλοσοφική. Αυτό που διακρίνει τις ανώτερες σχολές είναι η ενασχόλησή τους με ζητήματα που αφορούν τη διακυβέρνηση. Η κυβέρνηση εγκρίνει τις διδασκαλίες των ανώτερων σχολών, χωρίς όμως η ίδια να διευρύνει, να βελτιώνει και να διδάσκει αυτές τις επιστήμες. Η Φιλοσοφική Σχολή είναι κατώτερη γιατί δεν αφορά θέματα διακυβέρνησης. Με μεθοδικό όμως και σε πολλά σημεία ειρωνικό τρόπο υποσκάπτει και δυναμιτίζει αυτόν το διαχωρισμό. Ενώ υποστηρίζει πως οι ανώτερες σχολές χρησιμεύουν στην κυβέρνηση για να επιβλέπει το αιώνιο καλό (Θεολογία), το αστικό καλό (Νομική Σχολή) και το σωματικό καλό (Ιατρική), ταυτόχρονα υποσκάπτει την ανωτερότητα τους, αφού ως πηγή νομιμοποίησής τους υποδεικνύει την αυθεντία των κυβερνητικών επιταγών και την ωφελιμότητα, και όχι αντίστοιχα τον ορθό λόγο, το φυσικό δίκαιο και τη φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος.

Ο Καντ αποδέχεται την υποτιθέμενη κατωτερότητα της Φιλοσοφικής Σχολής χρησιμοποιώντας ένα επιχείρημα που μάλλον τα αντίθετα δηλώνει. Η αιτία της κατωτερότητας της Φιλοσοφικής Σχολής είναι το γεγονός πως αυτή δεν υπάγεται στις διαταγές κάποιας αυθεντίας κυβερνητικής ή ιερατικής, αλλά ως ελεύθερη υπόκειται μόνο στη νομοθεσία του ορθού Λόγου. Η κατώτερη σχολή, της οποίας αντικείμενο είναι η αλήθεια και μέτρο της η ισότητα και η ελευθερία, είναι αυτή που νομιμοποιείται να ελέγχει την αλήθεια των ανώτερων επιστημών.

Ιδιαίτερα αναφορικά με τη σχέση της Θεολογικής με τη Φιλοσοφική Σχολή ο μεγάλος στοχαστής υποστηρίζει πως η πρώτη θεμελιώνει την παρουσία του Θεού στη Βίβλο μέσω της πίστης, χωρίς να θέτει σε δημόσιο διάλογο το ερώτημα της καταγωγής τού θείου χαρακτήρα της Βίβλου. Η φιλοσοφία είναι αυτή που καλείται μέσω του δημόσιου διαλόγου και της κριτικής να ερμηνεύσει αυτά που η Θεολογική Σχολή αποδίδει στην πίστη. Ακόμα και η Νομική Σχολή διαθέτει ένα πλεονέκτημα έναντι της Θεολογικής, γιατί ενώ η πρώτη μπορεί να στηρίζεται σ' έναν ορατό ερμηνευτή των νόμων, η δεύτερη δεν μπορεί να επικαλεσθεί κάτι παρόμοιο για την ερμηνεία της Βίβλου, το περιεχόμενο της οποίας θεωρείται «εφάπαξ ολοκληρωμένο».

Ο Καντ όμως δεν εξαντλεί την υπονόμευση της θεολογικής αυθεντίας στο σημείο του δικαιώματος της ερμηνείας της Βίβλου. Συνεχίζει αμφισβητώντας στη Θεολογική Σχολή το δικαίωμα να κρίνει την ηθική τής ανθρώπινης κατάστασης. Για να το πετύχει αυτό ο μεγάλος κριτικός διακρίνει τους βιβλικούς θεολόγους ως ειδήμονες της εκκλησιαστικής πίστης από τους ορθολογικούς θεολόγους ως ειδήμονες του Λόγου για τη θρησκευτική πίστη. Η εκκλησιαστική πίστη -δηλαδή η πίστη του ιερατείου και των στοχαστών του- είναι θεμελιωμένη στην Αποκάλυψη, ενώ η θρησκευτική πίστη θεμελιώνεται πάνω στον ορθό Λόγο, θεραπαινίδα του οποίου είναι η Φιλοσοφική Σχολή.

Αν λάβουμε υπόψη μας πως στις καντιανές κριτικές η ηθική στηρίζεται σε πρακτικούς λόγους και όχι, για παράδειγμα, σε θεωρητικές διδασκαλίες για την ύπαρξη της Αγίας Τριάδας, για την ενσάρκωση του Θεού, για την ύπαρξη του σώματος στη μεταθανάτια ζωή, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί ο φιλόσοφος εξάγει την ηθική συμπεριφορά από το Λόγο και όχι από την πίστη. Εκείνες οι προτάσεις που γίνονται δεκτές ως θείες εντολές συνθέτουν την εκκλησιαστική πίστη και οδηγούν σε μερικότητες (εδώ ο Καντ συμπεριλαμβάνει το θρησκευτικό σεκταρισμό ή, σε σύγχρονη ορολογία, το θρησκευτικό φονταμενταλισμό). Η ηθική βελτίωση δεν μπορεί να στηρίζεται ούτε στη δογματική και άψυχη ορθοδοξία της βιβλικής αυθεντίας ούτε και στο νατουραλιστικό ντεϊσμό (εκκλησιαστική πίστη άνευ Βίβλου). Οι άνθρωποι απέδωσαν το καλό στη βιβλική διδασκαλία επειδή δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν τις αιτίες που το προκαλούν. Εκείνη η πίστη που αποσκοπεί να βελτιώσει την ανθρώπινη συμπεριφορά δεν έχει ανάγκη να επαληθεύσει τις επιταγές της στηριγμένη στις βιβλικές εντολές, τής αρκεί η συμφωνία με τις επιταγές του πρακτικού Λόγου.

Η Φιλοσοφία καλείται να καταρρίψει τη μαγική δύναμη που το κοινό αποδίδει στους πρακτικούς των ανώτερων σχολών, ιδιαίτερα σ' αυτούς της Θεολογικής (βλέπε κλήρος). Σε αυτό το έργο, όπως και στα περισσότερα έργα τού Καντ, μπορούμε να διακρίνουμε τα όρια που διαχωρίζουν το σεβασμό ή όχι προς τον έναν ή τον άλλον -θεωρητικό ή πρακτικό-εκπρόσωπο της Εκκλησίας από τη μόνιμη και ασυμφιλίωτη κριτική που καλείται να ασκήσει ο ορθός Λόγος στην εκκλησιαστική εξουσία.



Φιλοσοφία και ηθική βελτίωση του ανθρώπου



Είναι προφανές πως όλα τα προαναφερόμενα αποτελούν θανάσιμες μαχαιριές στην αυθεντία του ιερατικού και κάθε παρόμοιου εξουσιαστικού λόγου. Ο Καντ με συνέπεια αρνείται τις βιβλικές και οποιεσδήποτε άλλες βεβαιότητες που πηγάζουν από χώρους εκτός της ανθρώπινης υπόστασης και αυτονομίας. Ο μεγάλος φιλόσοφος περιγράφει τους λόγους για τους οποίους η Εκκλησία και η Αποκάλυψη (με την απαίτησή τους να ερμηνεύσουν την ανθρώπινη κατάσταση ως αυθεντίες, χωρίς να επιδιώκουν να βαπτισθούν στα ύδατα της ανθρώπινης αυταξίας ) αποτελούν ασυμφιλίωτους εχθρούς της ανθρώπινης προόδου.

Δεν είναι τυχαίο πως εξετάζοντας τη διένεξη της Φιλοσοφικής Σχολής με τη Νομική θέτει το ερώτημα εάν το ανθρώπινο γένος βρίσκεται σε διαρκή πρόοδο προς την ηθική βελτίωση. Ο τρόπος που απαντά κανείς σ' αυτό το ερώτημα χαράσσει τα όρια μεταξύ του συντηρητικού και φοβικού εκκλησιαστικού πνεύματος και του Διαφωτισμού. Η άποψη που θεωρεί πως το ανθρώπινο γένος βρίσκεται σε διαρκή πτώση ασκεί ηθική τρομοκρατία και βρίσκεται στον αντίποδα της πάλης για έναν καλύτερο κόσμο. Ο κατά Καντ κόσμος μπορεί να βελτιώνεται μέχρι του βαθμού που τα ηθικά αποτελέσματα δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις αιτίες που τα προκάλεσαν. Με την ίδια λογική η σχέση Καλού και Κακού δεν μπορεί να υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο μέτρο. Αυτό το μέτρο καθορίζεται από την αδυναμία μας να προβλέψουμε όλα τα αποτελέσματα των ανθρώπινων πράξεων, στο βαθμό που αυτές δεν διέπονται από φυσικούς νόμους. Ετσι ο Καντ, παρ' όλο που υποθέτει πως ο άνθρωπος έχει μια έμφυτη τάση προς το Καλό, αφ' ενός δεν προδικάζει τη νομοτελειακή πορεία της ανθρωπότητας προς το Καλό, ενώ αφετέρου τονίζει πως ο άνθρωπος κατέχει τη δυνατότητα της διαρκούς ηθικής βελτίωσης.

Εκτός των άλλων, αντικείμενα διαπραγμάτευσης του παρόντος έργου είναι το ζήτημα της νομιμοποίησης ή όχι της αντίστασης κατά του μοναρχικού πολιτεύματος, ο ρόλος του πανεπιστημίου και των λειτουργών του, η σημασία του δημόσιου λόγου στη συγκρότηση μιας καλύτερης τάξης πραγμάτων, η οποία κινείται από πάνω προς τα κάτω. Ο Καντ θεωρεί πως οι προτεραιότητες του λαού αφορούν τη φυσική του ύπαρξη και ευδαιμονία και όχι την ελευθερία. Γι' αυτό άλλωστε περιορίζει τα όρια της κριτικής στους κόλπους των σχολών και όχι στους υπαλλήλους ή ακόμη περισσότερο στον απλό λαό. Ο λαϊκός Διαφωτισμός άλλωστε είναι η δημόσια διδασκαλία του λαού για τα καθήκοντα και δικαιώματα που έχει. Το ίδιον όμως το καθήκον του Διαφωτισμού επωμίζονται οι φιλόσοφοι, ενώ το μέσον του είναι η δημοσιότητα.

Η μελέτη τέτοιων κείμενων προϋποθέτει τη γνώση των ιστορικών και πολιτικών συγκυριών και των μεθοδολογικών προαπαιτούμενών τους. Ο καθηγητής Θανάσης Γκιούρας με την εκτενή εισαγωγή του μας ξεναγεί με επιστημονική επάρκεια στον κόσμο της λογοκρισίας της πρωσικής μοναρχίας του Φρειδερίκου Γουλιέλμου του Β' -ταυτόχρονα με τις κοινωνιολογικές του παρατηρήσεις, τις επεξηγηματικές σημειώσεις, τα σχόλια και τις εννοιολογικές του αποσαφηνίσεις τροφοδοτεί τον αναγνώστη με τα κατάλληλα εργαλεία για την κατανόηση του κειμένου.

Η καλαίσθητη, δίγλωσση αυτή έκδοση έρχεται να προστεθεί σε δύο πρόσφατες ιδιαίτερα σημαντικές μεταφράσεις του καντιανού έργου. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στις μεταφράσεις του Κώστα Ανδρουλιδάκη της «Κριτικής τής κριτικής δύναμης» από τις εκδόσεις «Ιδεόγραμμα» και της «Κριτικής του πρακτικού Λόγου» από τις εκδόσεις «Εστία». Μεταφράσεις που καλύπτουν τις πιο σημαντικές πτυχές του ορθού Λόγου.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 17/06/2005

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!