0
Your Καλαθι
Κριτική της κριτικής δύναμης
Περιγραφή
Η Κριτική της κριτικής δύναμης (1790) είναι η τρίτη μεγάλη Κριτική του Immanuel Kant. [...] είναι ένα ιδιόμορφο και σύνθετο έργο. Είναι αφιερωμένο στα βασικά ζητήματα της Αισθητικής (την ομορφιά και την τέχνη) και της φιλοσοφίας της φύσης (ειδικότερα στο πρόβλημα της τελολογίας), ενώ κεντρική θέση σε αυτό κατέχουν θεμελιώδη ερωτήματα της θεωρίας του πολιτισμού, της επιστημολογίας και της Μεταφυσικής. Θα παρακολουθήσομε συνοπτικά τη γένεση του έργου, τη σχέση του με τις άλλες δύο Κριτικές, τα κυριότερα θέματα, την επίδραση και τη σημασία του. Αλλά οφείλουμε να επισημάνουμε εξαρχής ότι πρόκειται για ένα έργο τόσο πλούσιο, σύνθετο και βαθύ, ώστε να μη μπορούν να θιγούν εδώ παρά μόνο οι αδρές γραμμές των ζητημάτων, των ιδεών και των επιχειρημάτων του.
Από την Εισαγωγή του μεταφραστή
ΚΡΙΤΙΚΗ
H ανάδυση της νεωτερικής έννοιας της αισθητικής αποτελεί ένα σύνθετο ιστορικό γεγονός της δυτικής σκέψης, με το οποίο σηματοδοτείται μια γενική κρίση της παντοδυναμίας του μεταφυσικού Λόγου. H ιστορική στροφή της σκέψης από το υπεραισθητό προς το αισθητό κατά τα τέλη του 18ου αιώνα επέτρεψε τόσο στην τέχνη όσο και στη φύση, οι οποίες παρέμεναν ως τότε υποταγμένες στους προσδιορισμούς της θεωρίας, να εμφανιστούν ως αυτόνομες δυνάμεις, που συνθέτουν τα αντικείμενά τους ανεξάρτητα από τις κατηγορίες του νου.
Πανουργία της φύσης
Γεγονότα όπως η ανακάλυψη της ασυνείδητης φύσης στον Σέλινγκ, η τελεολογία της φύσης στον Καντ και η ισχυροποίηση του μη-Εγώ στον Φίχτε μπορούν να διαβαστούν σαν πανουργία της φύσης του γερμανικού ιδεαλισμού, ο οποίος, εν όψει της κρίσης του Λόγου, συναρπάζεται από μια νέα ελπίδα: ότι η ά-λογη αυτή αισθητικότητα που εκρήγνυται με την εμφάνιση της νεωτερικότητας ακολουθεί μια εσωτερική τελεολογία με σκοπό να υπηρετήσει μολαταύτα την υπόθεση του Λόγου, συμβάλλοντας έτσι στην καλλιέργεια και στην τελειοποίηση του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος. Αλλως ειπείν: για να σωθεί ο νεωτερικός κόσμος, η απελευθερωμένη αισθητικότητα πρέπει να είναι έλλογη. Αυτή η έλλογη, πνευματική αισθητικότητα είναι το αισθητικό. Να γιατί ο Καντ, κλείνοντας το πρώτο μέρος της Αισθητικής του, μιλά για «το ωραίο ως σύμβολο του ηθικώς αγαθού», κάτι που μας παραπέμπει ευθέως στη φροϋδική θέση περί εξιδανίκευσης της ορμέμφυτης φύσης στην ψυχαναλυτική θεωρία του πολιτισμού. Μέσα από την ιδεαλιστική προοπτική μιας έλλογης αισθητικότητας μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί, στην Κριτική της κριτικής δύναμης (1790), η αισθητική συνδέεται με μια τελεολογία της φύσης ή γιατί η φύση κρίνεται «κατ' αναλογίαν» προς την τέχνη και όχι προς τη γνωσιοθεωρία. Ο ίδιος ο Καντ τονίζει στην εισαγωγή του ότι απώτερος στόχος της τρίτης του Κριτικής είναι η επανασύνδεση του θεωρητικού Λόγου (αναγκαιότητα) με τον πρακτικό (ελευθερία), η ενότητα αισθητού και νοητού, είναι και δέοντος. Στρατηγικά ιδωμένο, κάτι τέτοιο σημαίνει ότι αυτό που ο Λόγος δεν μπορεί να πραγματώσει στην ιστορία, μπορεί να το επωάσει η φύση στη φωλιά της και να παρασταθεί συμβολικά στην κριτική ικανότητα της καλαισθησίας: «Τούτο είναι το νοητό προς το οποίο αποβλέπει η καλαισθησία». Με τα λόγια αυτά μάς κλείνει πονηρά το μάτι «ο Κινέζος από το Κένιγκσμπεργκ» (1,57 ύψος), όπως ονόμαζε ο Νίτσε τον Καντ, ο οποίος, αφού πρώτα σπάει τα κάγκελα του κλουβιού της μεταφυσικής, αποκαλύπτοντας την περατότητα του ανθρώπου, κατόπιν ξεστρατίζει, «σαν την αλεπού που χάνει το δρόμο της και άθελά της ξαναγυρνάει στο κλουβί της». Κριτική και ιδεολογία, το έχει ήδη επισημάνει ο Paul de Man, ένας από τους πλέον διεισδυτικούς αναγνώστες του Καντ, χαράσσουν εδώ πορεία παράλληλη.
H φιλοσοφική αισθητική κατάγεται ετυμολογικά από την ελληνική λέξη αίσθησις και, στους πρώτους θεωρητικούς του 18ου αιώνα, σημαίνει την αισθητηριακή αντίληψη, χωρίς να συνδέεται αναγκαστικά με την έννοια της τέχνης. Από τη σκοπιά της φυσιολογίας, κάθε αντίληψη πυροδοτεί ένα συναίσθημα που βρίσκει την αναπαράστασή του σε μια κρίση του υποκειμένου, το οποίο επεξεργάζεται εγκεφαλικά τον εξωτερικό ερεθισμό. Για τον Καντ αυτό μπορεί να συμβεί με δύο τρόπους. Το υποκείμενο θα συνδέσει, λ.χ., την αντίληψη ενός δένδρου με την έννοια του δένδρου, υποτάσσοντας την αισθητική εμπειρία στα δεδομένα σχήματα και στις a priori κατηγορίες του νου. Πρόκειται για ενέργημα που οδηγεί τελικά στη γνώση του αντικειμένου (μέθοδος). Ειδάλλως, η αντίληψη ενός δένδρου θα προκαλέσει μια αισθητική κρίση του τύπου «το δένδρο είναι ωραίο», κατά την οποία το υποκείμενο, απαλλαγμένο από τον καταναγκασμό της σχηματοποίησης, κρίνει το αντικείμενό του καθαρά υποκειμενικά, επινοώντας τους κανόνες που προσιδιάζουν στην επιμέρους περίπτωση (μανιέρα).
Το ωραίο και το υψηλό
Στην Κριτική της κριτικής δύναμης, ο Καντ ασχολείται αποκλειστικά με αυτό τον δεύτερο τύπο κρίσης. Το συναίσθημα που μας προκαλεί η παρατήρηση ενός αντικειμένου ονομάζεται, σύμφωνα με την καντιανή ορολογία, αισθητική κρίση. H κρίση δεν αποτελεί κατηγόρημα του αντικειμένου, αλλά απόφανση για την υποκειμενική κατάσταση του παρατηρητή. Πρόκειται για μια «αναστοχαστική» κρίση, η οποία, σε αντίθεση με την «καθοριστική» κρίση του καθαρού Λόγου, δεν σχετίζεται με την εξήγηση και την κατανόηση του αντικειμένου. H πρόταση «αυτό το αντικείμενο είναι ωραίο», μεταφρασμένη με όρους του Καντ, σημαίνει: «αυτό το αντικείμενο πυροδοτεί μέσα μου το συναίσθημα του ωραίου». Ετσι, ένα αντικείμενο που προσλαμβάνεται αισθητικά, θα πει ο Καντ, «μας παρακινεί να στοχαστούμε πολύ», χωρίς να είμαστε αναγκασμένοι να υπαγάγουμε τις σκέψεις μας σε μια προσδιορισμένη έννοια. «Ωραίο είναι» θα συνεχίσει «εκείνο που αρέσει καθολικώς χωρίς έννοιες» ή «χωρίς κανένα συμφέρον». Βέβαια η καθολικότητα της αισθητικής κρίσης δεν μπορεί να διασφαλιστεί εμπειρικά. H αλήθεια της δεν ταυτίζεται με την αλήθεια της γνώσης.
Αυτό συμβαίνει επειδή ο καθορισμός της αισθητικής κρίσης είναι καθαρά φορμαλιστικός. H μορφή του αντικειμένου, και όχι το περιεχόμενό του είναι αυτό που χαρακτηρίζει το ωραίο και προξενεί στον ψυχικό μας κόσμο μιαν ανταπόκριση, η οποία, στην περίπτωση του ωραίου, γίνεται αισθητή, «ζωογονείται», ως αρμονία των πνευματικών μας ικανοτήτων: της διάνοιας και της φαντασίας· ή ως δυσαρμονία, όπως στην περίπτωση του υψηλού.
Το συναίσθημα του υψηλού εγείρεται όταν ένα αντικείμενο είναι υπερβολικά μεγάλο για τη μορφοποιητική δύναμη της φαντασίας (ο ωκεανός, οι βουνοκορφές, ο μωσαϊκός νόμος που απαγορεύει την απεικόνιση, το μαθηματικώς άπειρο). Εν προκειμένω, το ασύγκριτο ή ασύμμετρο μέγεθος δραστηριοποιεί τις ικανότητες του παρατηρητή στο έπακρον. Εδώ δεν αυξάνεται μόνον η δύναμη της φαντασίας, η οποία φτάνει στα όριά της, αλλά διευρύνεται και ο Λόγος, το άλλο μέρος που μετέχει στην αναστοχαστικότητα. Το υψηλό δεν προκαλεί, όπως το ωραίο, ένα καθαρό συναίσθημα ηδονής, αλλά μια γλυκιά φρικίαση, μιαν «αρνητική ηδονή» γράφει ο Καντ. Επιπλέον, όπως και το ωραίο, δεν είναι ένα κατηγορούμενο του πράγματος, αλλά μια ψυχική διάθεση του πνεύματος στο ελεύθερο παιχνίδι της φαντασίας με τον Λόγο.
Ο Καντ θα εφαρμόσει τελικά τη διπλή του αισθητική (ωραίο - υψηλό) και στα αντικείμενα της φύσης, περιορίζοντας τη δυνατότητα της αισθητικής παρατήρησης της τέχνης στην αναλογία της με τη φύση. Ιστορικά, μπορούν να δοθούν δύο εξηγήσεις για τον εν λόγω περιορισμό: πρώτον, την εποχή του Καντ η τέχνη ταυτιζόταν, ούτως ή άλλως, πολύ περισσότερο με τη φύση από όσο σήμερα· δεύτερον, θεμελιωνόταν σε μια συγκεκριμένη έννοια, τον σκοπό, ο οποίος απειλούσε τον ελεύθερο αναστοχασμό, που με τη σειρά του αποτελεί συγκροτητικό παράγοντα της αισθητικής κρίσης. H αναλογία της τέχνης με τη φύση, η ρυθμιστική δηλαδή ιδέα να παρατηρούμε τα πράγματα της τέχνης ως εάν επρόκειτο για αυτο-οργανούμενα έμβια όντα («όταν είναι αφ' εαυτού αιτία και αποτέλεσμα» γράφει ο Καντ) και όχι για απλά μηχανικά σύνολα, σημαίνει να τα παρατηρούμε ελεύθερα από σκοπούς και άρα εκτός της ανθρώπινης διαθεσιμότητας.
Είναι βέβαιον ότι ο γερμανός φιλόσοφος δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι η αισθητική της πρόσληψης, που χαρακτηρίζει το αισθητικό του μοντέλο, θα φαινόταν χρήσιμη για την περιγραφή και την κατανόηση της μοντέρνας τέχνης. H σπουδαιότητα ειδικά της καντιανής αισθητικής του υψηλού για την ερμηνεία των όχι και τόσο «καλών τεχνών» της πρωτοπορίας του εικοστού αιώνα, έχει επαρκώς αναδειχθεί από τον Αντόρνο αφενός, και τους Λιοτάρ και Ντεριντά αφετέρου. Ας επισημάνουμε εδώ ότι η έννοια της Αισθητικής ως αντίληψης δεν σημαίνει στον Καντ απλώς την αισθητηριακή αντίληψη, κάτι που θα ήταν μια κοινοτοπία, αλλά εκείνη την αναστοχαστική αντίληψη στην οποία μετέχουν όλες οι διανοητικές μας ικανότητες και που χωρίς αυτήν την αναστοχαστική διάσταση η σημερινή τέχνη θα παρέμενε για πάντα απροσπέλαστη.
Τέλος, θα πρέπει να χαιρετίσουμε την επιτυχημένη μεταγραφή του σπουδαίου αυτού έργου της νεωτερικότητας στη γλώσσα μας. Ο Ανδρουλιδάκης ανταποκρίθηκε στο αίτημα της καλαισθησίας για ελεύθερη χρήση του λόγου, μεταγλωττίζοντας το εννοιολογικά αυστηρό καντιανό κείμενο σε μια ιδιαιτέρως αναγνώσιμη μορφή και αποφεύγοντας με μαεστρία την εν πολλοίς άκαμπτη αρχιτεκτονική του. Στο ίδιο αίτημα ανταποκρίθηκε και ο εκδότης Χρήστος Δάρρας, χαρίζοντάς μας για μία ακόμη φορά μιαν άκρως καλαίσθητη έκδοση.
Διονύσης Καββαθάς (λέκτορας Φιλοσοφίας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-03-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις