0
Your Καλαθι
Κριτική της κριτικής ικανότητας-ΠΑΛΙΟΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
41%
41%
Περιγραφή
«Αν η κριτική ικανότητα, που αποτελεί μέσα στην τάξη των γνωστικών μας ικανοτήτων έναν ενδιάμεσο όρο ανάμεσα στη νόηση και το Λόγο, διαθέτει, θεωρούμενη καθαυτή, a priori αρχές· αν αυτές είναι συστηματικές ή απλώς ρυθμιστικές (και επομένως δεν υποδεικνύουν ένα δικό τους τομέα)· αν η ικανότητα αυτή προσφέρει a priori έναν κανόνα στο αίσθημα της ευαρέστησης και της δυσαρέστησης, ως ενδιάμεσο όρο ανάμεσα στη γνωστική ικανότητα και το επιθυμητικόν (όπως ακριβώς η νόηση επιτάσσει a priori νόμους στην πρώτη, και ο Λόγος στο δεύτερο): όλα τούτα είνα ερωτήματα με τα οποία θ' ασχοληθεί η παρούσα κριτική της κριτικής ικανότητας».
ΚΡΙΤΙΚΗ
Έστω ένα υποκείμενο, το οποίο ανακαλύπτει ότι ο προσανατολισμός του στον κόσμο στηρίζεται σε τρεις θεμελιώδεις ικανότητες: μπορεί να γνωρίζει τον κόσμο, να βούλεται και να πράττει αλλάζοντας τον κόσμο, να αισθάνεται ευχαρίστηση από τον κόσμο. Ταυτόχρονα, όμως, ανακαλύπτει ότι τα ενδιαφέροντα αυτά είναι κατ' αρχήν τελείως ανεξάρτητα: ο κόσμος που γνωρίζει ούτε συμφωνεί με τη βούλησή του ούτε του προκαλεί ευχαρίστηση· ο κόσμος που προβάλλεται από τη βούλησή του δεν είναι αυτός που γνωρίζει και δεν του προκαλεί πάντα ευχαρίστηση· ο κόσμος που του προκαλεί ευχαρίστηση δεν εξαρτάται από τη γνώση ή τη βούλησή του. Με λίγα λόγια, διαπιστώνει ότι δεν είναι Θεός, ούτε κατ' εικόνα ούτε καθ' ομοίωση ούτε κατά προσέγγιση: αν στην περίπτωση του Θεού το αληθές, το αγαθό (ως βούληση, ποίηση και πράξη) και το ωραίο ταυτίζονται, το υποκείμενο αυτό πρέπει να αναλάβει την εκ νέου νοηματοδότηση αυτών των τριών αξιών (αλλά και την κατανόηση του εαυτού του) στο πλαίσιο του ριζικού διαχωρισμού τους.
Οφείλουμε αυτή τη διαπίστωση στον Καντ. Στα πρώτα δύο από τα τρία μεγάλα βιβλία του, την «Κριτική του Καθαρού Λόγου» (1781) και την «Κριτική του Πρακτικού Λόγου» (1787), οφείλουμε επίσης μια φιλοσοφική επεξεργασία των συνεπειών της στο πλαίσιο της αδαμάντινης επιμονής του να σεβαστεί αυτόν το διαχωρισμό. Η φιλοσοφική εντιμότητα της κριτικής φιλοσοφίας, όπως ονομάστηκε το εγχείρημα, ήταν ευθέως ανάλογη της λαμπρότητας των επιμέρους αποτελεσμάτων της αλλά και του μεγέθους των προβλημάτων που δημιούργησε. Το 1787, ο εξηντατριάχρονος Καντ είχε στα χέρια του μια εξαιρετικά ισχυρή έννοια του Λόγου, μια νέα θεμελίωση της αντικειμενικότητας της γνώσης που αποτελούσε ταυτόχρονα κριτικό περιορισμό των αξιώσεών της και μια νέα σύλληψη της ηθικής που στηριζόταν στη μεταφυσικά νοούμενη ελευθερία ή αυτονομία των έλλογων όντων. Αντιμετώπιζε, όμως, δύο αγεφύρωτα χάσματα, μεταξύ θεωρητικού Λόγου και νόησης και μεταξύ πρακτικού Λόγου ή ελευθερίας και φύσης, των οποίων η ύπαρξη καθιστούσε το εγχείρημα βαθύτατα προβληματικό από πολλές απόψεις.
Ακολούθησαν μια σειρά από ανακαλύψεις. Ο Καντ ανακάλυψε πρώτα ότι η αισθητική κρίση και ευχαρίστηση (η εμπειρία του ωραίου) δεν είναι απλή ψυχολογική υπόθεση, αλλά χρήζει φιλοσοφικής διερεύνησης σε μια τρίτη Κριτική. Κατόπιν, διαπίστωσε ότι η ανάλυση της αισθητικής κρίσης ως αναστοχαστικής κρίσης έχει θεμελιώδεις επιστημολογικές συνέπειες, καθώς οδηγεί στην κατανόηση της κριτικής ικανότητας ως μιας γνωστικής ικανότητας που γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ Λόγου και νόησης (το βιβλίο απέκτησε λοιπόν και ένα δεύτερο μέρος σχετικά με την τελεολογική κρίση, την αναστοχαστική κρίση που προβάλλει γνωστικές αξιώσεις). Τέλος, συνειδητοποίησε ότι η αισθητική εμπειρία (είτε του ωραίου είτε του υψηλού) έχει ακόμη σπουδαιότερη σημασία, γιατί αποτελεί επίσης γέφυρα μεταξύ της φύσης και της ελευθερίας. Όλα αυτά παρουσιάστηκαν τελικά στην «Κριτική της Κριτικής Ικανότητας», που κυκλοφόρησε το Πάσχα του 1790. Αν κρίνουμε από την επιτυχία που είχε σε αναγνώστες όπως ο Σίλερ, ο Φίχτε και ο Χέγκελ, θα λέγαμε ότι ακόμη και αν ο Καντ δεν κατάφερε να λύσει τα προβλήματα της κριτικής φιλοσοφίας, τουλάχιστον κατάφερε να την κάνει πολύ πιο γοητευτική. Η γοητεία αυτή δεν εξαντλείται στην ανεξάντλητη φιλοσοφική γονιμότητα του έργου. Σχετίζεται επίσης με τον ελεγειακό τόνο που, αρχίζοντας από την §VI της εισαγωγής, διαπνέει διακριτικά όλο το έργο: από όταν ήχησε αυτός ο τόνος (του οποίου οι αντηχήσεις ακούγονται καθαρά από τον Σίλερ στον Αντόρνο), το πρόταγμα της νεωτερικότητας δεν είναι πια το ίδιο.
Η έκδοση
Δυστυχώς η παρούσα έκδοση δεν στέκεται στο ύψος του πρωτότυπου ούτε ως προς την εκδοτική επιμέλεια του έργου ούτε ως προς τη μετάφραση.
Ως προς την εκδοτική επιμέλεια, είναι, πρώτον, απαράδεκτο ο αναγνώστης να πληροφορείται στο μέσον της εισαγωγής του μεταφραστή (και όχι από τον τίτλο και το εξώφυλλο) ότι το βιβλίο που έχει στα χέρια του είναι μόνον το πρώτο μέρος της «Τρίτης Κριτικής», αυτό που αφορά την αισθητική κρίση. Δεύτερον, η ερμηνευτική πλαισίωση του έργου (η εισαγωγή του μεταφραστή και τα λίγα επεξηγηματικά σχόλια) είναι ενοχλητικά πρόχειρη. Η «Τρίτη Κριτική» μπορεί να σχολιαστεί ποικιλοτρόπως: σε σχέση με τις αισθητικές θεωρίες του 18ου αιώνα, σε σχέση με τη συστηματική θέση της στη φιλοσοφία του Καντ, σε σχέση με τις γερμανικές διαμάχες για το διαφωτισμό ή τον πανθεϊσμό, σε σχέση με το ρόλο της στην εξέλιξη του γερμανικού ιδεαλισμού. Επιπλέον, ο αναγνώστης που αρχικά στέκεται με δέος μπροστά στην καντιανή αρχιτεκτονική του κειμένου, θα αισθανόταν ευγνώμων αν κάποιος τού παρείχε (α) μια σύντομη στρωματογραφία της αρχαιολογίας του βιβλίου (το οποίο μεταξύ φθινοπώρου 1787 και άνοιξης 1790 πέρασε από σαράντα κύματα), (β) μια σύντομη επεξήγηση των μεθοδολογικών όρων που παρουσιάζονται στα περιεχόμενα (π.χ., Αναλυτική, Διαλεκτική, Παραγωγή) και (γ) ένα διάγραμμα των βασικών θεμάτων του έργου που θα βοηθούσε στα προβλήματα που δημιουργεί η τελική μορφή του (π.χ. την επισήμανση ότι οι §§39-54 δεν ανήκουν στην Παραγωγή, η οποία όμως ίσως ολοκληρώνεται στις §§57-59). Όλα αυτά δεν είναι βέβαια υποχρέωση του μεταφραστή. Δεν καλύπτονται, όμως, από μια εισαγωγή είκοσι σελίδων στην οποία ούτε καν οι παραπομπές γίνονται σωστά (όταν παραθέτουμε χωρία παραπέμπουμε σε σελίδες βιβλίων και όχι σε τίτλους) και από σημειώσεις όπως αυτές των σελ. 75 (όπου μαθαίνουμε ότι ο Νίτσε παρανόησε τον Καντ) ή 83 (όπου μαθαίνουμε ότι ο Καντ στην «Κριτική του Πρακτικού Λόγου» κάνει λόγο για μεταθανάτια ζωή), οι οποίες με την προχειρότητά τους απλώς εκνευρίζουν.
Ας έλθουμε στη μετάφραση. Όσο και αν ακούγεται παράξενο, η βασική σκοπιμότητα της μετάφρασης ενός τέτοιου έργου δεν έγκειται στην ανάγνωσή του: όσοι θέλουν να το διαβάσουν, γνωρίζουν σχεδόν σίγουρα κάποια ευρωπαϊκή γλώσσα. Το ζητούμενο είναι η δημιουργία και παγίωση ενός φιλοσοφικού λεξιλογίου το οποίο θα μας επιτρέψει ίσως κάποτε να παράγουμε φιλοσοφία στα ελληνικά και αυτή είναι η σκοπιά από την οποία κρίνονται τέτοια μεταφραστικά εγχειρήματα. Από αυτή την άποψη, μια έκδοση της «Τρίτης Κριτικής» θα έπρεπε να περιέχει (α) ένα γλωσσάρι όρων με την απόδοσή τους (β) μια συζήτηση των μεταφραστικών επιλογών από τη σκοπιά της φιλοσοφικής τους χρησιμότητας όπου αυτό είναι αναγκαίο. Και τα δύο λείπουν εδώ: στις λίγες περιπτώσεις όπου ο Χ. Τασάκος σημειώνει τις επιλογές του, δεν υπάρχει ουσιαστική αιτιολόγηση. Έτσι δεν θα μάθουμε ποτέ, π.χ., ποιος είναι ο φιλοσοφικός λόγος για τον οποίο το Reflexion πρέπει να αποδοθεί ως διαλογισμός (ενώ το reflektierend ως στοχαστικός), γιατί το Erhaben είναι το υπέροχο και όχι, όπως συνήθως, το υψηλό, γιατί η sensus communis, για την οποία ο Καντ ρητά δηλώνει ότι είναι ικανότητα (vermogen), πρέπει να υποστασιοποιηθεί ως κοινό αίσθημα, πώς είναι δυνατόν η Kontemplation να αποδοθεί ως παρατήρηση χωρίς να φέρουμε την ιστορία της φιλοσοφίας άνω-κάτω. Θα μπορούσα να συνεχίσω, προσθέτοντας λεπτότερα σημεία (π.χ. ο τρόπος που ουσιαστικά αποφεύγεται η μετάφραση του Nachfolge στις §§46 και 49 είναι μεταφραστικά κομψός αλλά φιλοσοφικά αδιέξοδος) ή απλές αβλεψίες (π.χ. στην έβδομη σειρά της §5 η παράλειψη των vorgestellte και desselben καταστρέφει το νόημα της φράσης), αλλά το πρόβλημα δεν είναι η πιστότητα της μετάφρασης. Δεδομένων των επιλογών στην ορολογία, η μετάφραση του Χ. Τασάκου δεν περιέχει περισσότερες αβλεψίες, γερμανισμούς ή ατυχίες από όσες θα περίμενε κανείς στην πρώτη προσπάθεια ενός μόνου μεταφραστή. Αλλά εδώ εγείρεται ένα άλλο θέμα. Ακόμη και όταν οι Paul Guyer και Allen Wood (των οποίων οι μελέτες για τον Καντ γεμίζουν ένα ράφι βιβλιοθήκης) μετέφρασαν πρόσφατα την «Κριτική του Καθαρού Λόγου» (στην έκδοση του Cambridge), στον πρόλογό τους ευχαρίστησαν πολλούς άλλους οι οποίοι έλεγξαν και διόρθωσαν τη μετάφρασή τους πριν εκδοθεί. Μήπως ήρθε ο καιρός να καθιερωθεί αυτή η πρακτική και στην Ελλάδα;
ΗΛΙΑΣ ΜΑΡΚΟΛΕΦΑΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/02/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις