0
Your Καλαθι
Τα άπλυτα του ζευγαριού
Ανάλυση των συζυγικών σχέσεων
Περιγραφή
Τα «Απλυτα του Ζευγαριού» είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο μικροκοινωνιολογίας, μια διεισδυτική ματιά στο θεσμό της οικογένειας όπως διαμορφώνεται σήμερα μέσα από τις απλούστερες καθημερινές μας ασχολίες, όπως το πλύσιμο των ρούχων, το σιδέρωμα ή το άπλωμα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μετά την εμπεριστατωμένη έρευνά του για το τόπλες (στο βιβλίο του «Σώματα γυναικών - Βλέμματα ανδρών», εκδόσεις Μαραθιά, παρουσίαση στα «Βιβλία» της 10ης Αυγούστου 1997), ο Jean - Claude Kaufmann επιστρέφει με ένα ακόμη πικάντικο εγχειρίδιο μικροκοινωνιολογίας. Μόνο που τώρα ο μάλλον εκκεντρικός ερευνητής του CNRS (Εθνικό Κέντρο Ερευνών της Γαλλίας) δεν στρέφει το βλέμμα του στα σημαίνοντα και στα σημαινόμενα του γυναικείου στήθους. Προτιμά τα «Απλυτα του ζευγαριού». Αυτά που άλλοτε μπαίνουν στο πλυντήριο, άλλοτε μένουν να χάσκουν πάνω στην καρέκλα, άλλοτε πηγαίνουν στοίβες ολόκληρες στη «μαμά», που δεν μπορεί θα δώσει ένα «χέρι». Στόχος του και αυτή τη φορά μια διαφορετική προσέγγιση και ανάλυση των συζυγικών σχέσεων με φόντο την οικοκυρική συμπεριφορά των δύο φύλων, τη σχέση τους με την γκαρνταρόμπα τους, την αγάπη ή το μίσος τους για τα κολλαριστά πουκάμισα.
Η έρευνα κράτησε δύο χρόνια. Το επιλεγμένο δείγμα ήταν επίτηδες περιορισμένο (μόνο 20 νοικοκυριά), γιατί μια «σφαιρική άποψη» ήταν το τελευταίο που απασχολούσε τον ερευνητή. «Αυτό που με ενδιέφερε», επισημαίνει στον επεξηγηματικό πρόλογο του βιβλίου, «ήταν να δουλέψω τις απαντήσεις σε βάθος: αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να κάνω τον ρουχισμό να "μιλήσει". Έπρεπε ν' ακούσω και να ξανακούσω δέκα φορές την κάθε ιστορία, την παραμικρή φράση». Στο τέλος του βιβλίου φρόντισε να παραθέσει ένα βιογραφικό οδηγό των ερωτηθέντων. Έτσι, για παράδειγμα, μαθαίνουμε ότι η 23χρονη Νάντια, φοιτήτρια, αρνείται πεισματικά να προσφέρει το παραμικρό στα του νοικοκυριού (εκτός από ένα μαγείρεμα πού και πού), αν και κατά βάθος ονειρεύεται τον εαυτό της στον ρόλο της απόλυτης «Μαίρης Παναγιωταρά». Όσο για τον 23χρονο Μπρούνο, που ακόμη δεν έχει βρει σταθερή δουλειά, αποφασισμένος να αποτινάξει μια για πάντα τον ζυγό «της τρομερά αυστηρής, τρομερά άψογης» μητέρας του, τα έβαλε εν γένει με την τάξη. «Όταν έμενε σπίτι του» (σ.σ.: μόνος του), καταθέτει την πικρή της εμπειρία η ίδια η σύντροφός του, «ήταν σκέτη αηδία, μέχρι και κόκαλα από κοτόπουλο είχε κάτω από το κρεβάτι του». Προς ενημέρωσή μας πάντως σήμερα ο Μπρούνο έχει και ο ίδιος εκπλαγεί από τις νέες του οικοκυρικές απαιτήσεις και το σημαντικότερο! ικανότητες!
Το εν λόγω εγχειρίδιο μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους. Ίσως, προειδοποιεί ο εμπνευστής του, κάποιοι να απογοητευτούν από τον διάσπαρτο χαρακτήρα των πληροφοριών. Αυτό όμως καθιστά θεμιτή και τη διαγώνια ανάγνωση, τόσο κατακριτέα από τους παραδοσιακούς ας μας επιτραπεί ο όρος ερευνητές. Όχι πως τα περιεχόμενα δεν κατατοπίζουν ακόμη και τον πιο επιπόλαιο αναγνώστη ως προς το τι θα επακολουθήσει. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά επιμέρους κεφάλαια: «Επανάσταση και μεταβίβαση της οικοκυρικής γνώσης», «Το πλυντήριο και το ζευγάρι», «Τα καβγαδάκια», «Η αίσθηση του καθήκοντος, η δυσαρέσκεια, η ευχαρίστηση», «Η πορεία του άνδρα: ο παγιδευμένος μαθητής» και άλλα συναφή.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα, ολόκληρο το βιβλίο θα μπορούσε να βασιστεί στο λίαν εύγλωττο παράδειγμα της ανδρικής κάλτσας! Την κάλτσα που ο άνδρας θεωρεί ότι είναι στη θέση της, όταν η γυναίκα, η φύσει και θέσει οικοκυρά του σπιτιού, θεωρεί ότι δεν είναι. Τι ακολουθεί; Στη χειρότερο περίπτωση ένας τρικούβερτος συζυγικός καβγάς, στην καλύτερη μια σιωπηλή επανατακτοποίηση της περιβόητης κάλτσας εκεί που πρέπει. «Το γεγονός», λέει ο Kaufmann, «ότι η γυναίκα έχει μια άποψη για τη θέση της κάλτσας δεν είναι τυχαίο. Η άποψη αυτή προέρχεται από ένα μακρύ παρελθόν που η γυναίκα έχει αφομοιώσει... Αυτό το παρελθόν ξυπνά όταν η γυναίκα τακτοποιεί την κάλτσα, και το εγγράφει στην ιστορία της σαν ένα πλαίσιο που θα καθορίσει τις μελλοντικές της πρακτικές». Όσο για τον ιδιοκτήτη τού εν λόγω ενδυματολογικού αξεσουάρ, τον σύζυγο, είτε θα κληθεί να υποκύψει στην άνασσα του σπιτιού είτε θα πάρει θέση για την επανάστασή του. Όσο για την κάλτσα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα βρει τον δρόμο της.
Από τους πιο ενδιαφέροντες ίσως όρους που εγκαινιάζει ο γάλλος κοινωνιολόγος είναι αυτός της «οικοκυρικής ένταξης». Ένας όρος που σίγουρα κανείς μας δεν έχει διανοηθεί να συμπεριλάβει στο ημερήσιο λεξιλόγιό του, αλλά που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ευρύτερης ένταξής μας σε ένα «νοικοκυρεμένο» κοινωνικό σύνολο. Και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να εγκύψει κανείς στους παράγοντες εκείνους που καθορίζουν σήμερα την οικοκυρική μας συμπεριφορά, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε κάθε μέρα το φούτερ ή το παντελόνι μας, τον χρόνο που αφιερώνουνε στην καθαριότητα και στην τάξη του ζωτικού μας χώρου. Γιατί πολλά έχουν πλέον αλλάξει. Οι ρόλοι δεν είναι πλέον καθορισμένοι (ουδείς γνωρίζει ποιος είναι υποχρεωμένος να πλύνει τα πιάτα), η ισότητα εισήγαγε καινά δαιμόνια στο καλάθι με τα άπλυτα, η νεολαία έχει υιοθετήσει μια ολότελα «αντι-οικοκυρική» στάση.
Αρκετές σελίδες του βιβλίου είναι αφιερωμένες στο ακανθώδες κεφάλαιο «ρουχισμός». Διότι, όσο και αν αρνούμεθα να το αποδεχτούμε, «το ρούχο έχει τη δική του γλώσσα, το ρούχο "μιλάει" για τις σχέσεις των γενεών, όπως επίσης και για τις συζυγικές σχέσεις...». Όπως και για την κοινωνική θέση. Βέβαια τα πράγματα περιπλέκονται κάπως σήμερα καθώς «η έκταση που έχει πάρει το "άνετο" στυλ θολώνει τα νερά. Πριν τριάντα - σαράντα χρόνια η ποιότητα των ρούχων και ο βαθμός καθαρότητάς τους έδειχναν με σχετική ακρίβεια τη θέση που κατείχε κάποιος στην κοινωνική ιεραρχία». Σήμερα πρέπει να είσαι αρκετά παρατηρητικός, οξυδερκής και γνώστης και των πιο τελευταίων ιδιοτροπιών της μόδας για να μπορείς να καταλήξεις με σιγουριά σε συμπεράσματα.
Στο σημείο αυτό ο Kaufmann δεν παραλείπει να επισημάνει την ιδιαίτερη σχέση που διατηρεί από καταβολής ενδύματος! η γυναίκα με την γκαρνταρόμπα της. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες εκπρόσωποι του ποιος ξέρει γιατί ακόμη αποκαλούμενου «ασθενούς φύλου» δεν αγγίζουν τα υφάσματα με τον ίδιο τρόπο που τα αγγίζουν οι άνδρες. Τα σέβονται, τα χαϊδεύουν, τα εκτιμούν και αυτό τις ευχαριστεί. Αλλωστε «το ρούχο είναι βασικό μέσο που χρησιμοποιεί η γυναίκα για να γοητεύσει... Αυτό την κάνει να αναλαμβάνει τη φροντίδα τους και να απαιτεί ποιότητα, πράγμα που δεν συμβαίνει σε ανάλογο βαθμό με τους άνδρες». Ο δείκτης... νοικοκυροσύνης μιλάει από μόνος του: 65% των ανδρών πλένουν μόνοι τους τα ρούχα τους, ενώ στις γυναίκες το ποσοστό ανέρχεται στο 90% (το υπόλοιπο 10% έχει να κάνει με υπέργηρες!). Εξάλλου 44% των ανδρών θα αναλάβει και την επώδυνη δουλειά του σιδερώματος, ενώ για τις γυναίκες το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει θριαμβευτικά το 87%.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδει ο Kaufmann στη μεταβίβαση της οικοκυρικής γνώσης από γενεά σε γενεά. Και είναι πρόδηλο ότι μετά τη νεότητα και την πρώτη εγκατάσταση (χωρίς, εννοείται, τη φροντίδα και τα «συμμάζεψε επιτέλους το δωμάτιό σου!» των γονέων), η ανακάλυψη της τάξης φέρει αναγκαστικά το στίγμα του οικογενειακού παρελθόντος. Αρκετά ενδεικτική η περίπτωση της Ανιές που βρίσκεται τώρα να αναπαράγει τις κινήσεις (ήτοι την οικοκυρική μανία) της μητέρας της, που κάποτε κατέκρινε με τόση δριμύτητα. «Δεν ξέρω, ίσως τελικά να τις κουβαλάμε μέσα μας». Οι «παραδοσιακές» αυτές αξίες εμφανίζονται ιδιαίτερα καθοριστικές στη διαμόρφωση του οικιακού ρόλου των αρρένων. Ας μη γελιόμαστε, δύσκολο να εξαλειφθεί η εικόνα του εντελώς αμέτοχου στις οικιακές εργασίες ισχυρού φύλου, όσες φιλότιμες προσπάθειες και αν γίνονται. Ο άντρας της «δεν ξέρει τι θα πει σκόνη» λέει γελώντας η Ιζαμπέλ αποδεχόμενη τη θεσμοθετημένη οικοκυρική ανικανότητα του συζύγου της. «Η μητέρα μου θεωρεί σκανδαλώδες το γεγονός ότι δεν φροντίζω τα ρούχα του άνδρα μου» καταθέτει τη δική της εμπειρία η Ζεραλντίν, φέρνοντας για μία ακόμη φορά στην επιφάνεια τις συνεχείς πιέσεις που ασκεί το οικογενειακό περιβάλλον.
Αξίζει κανείς να σημειώσει την ευχαρίστηση που αντλούν ενίοτε και τα δύο φύλα από τα οικοκυρικά τους καθήκοντα. Φαίνεται δηλαδή ότι ακόμη και ένα γερό σφουγγάρισμα, ένα εμπεριστατωμένο πλύσιμο των πιάτων ή έστω ένα τίναγμα των χαλιών στη βεράντα μπορεί να αποτελέσει πηγή συναισθηματικής ικανοποίησης! Όπως λέει μία από τις ερωτηθείσες: «Εξυπηρετούμεθα καλύτερα από τον ίδιο μας τον εαυτό. Η ευχαρίστηση που νιώθω όταν κάτι γίνεται όπως το θέλω εγώ είναι πιο δυνατή από την ανία που μπορεί να φέρει αυτή τη δουλειά». Έτσι εξηγείται και ο άνισος τις περισσότερες φορές καταμερισμός των εργασιών του νοικοκυριού. «Αν ήμουν λιγότερο μανιακή», λέει η Βαλερί, «θα μπορούσε να κάνει καμία δουλειά (σ.σ.: ο ανεπίδεκτος οικοκυρικής μαθήσεως σύζυγός της). Θα με βόλευε. Προτιμώ όμως να την κάνω εγώ. Θεωρώ ότι γίνεται καλύτερα».
Στον επίλογο του βιβλίου, που ο ίδιος χαρακτηρίζει «εθνογραφία της λεπτομέρειας», ο γάλλος κοινωνιολόγος καταλήγει ότι η σχέση μεταξύ ανδρός και γυναικός, όχι, δεν είναι πια ένα έτοιμο ρούχο. Αντιθέτως «... τώρα μας χρειάζεται να την κόβουμε και να τη ράβουμε στα μέτρα μας». Σήμερα το συζυγικό ένδυμα χρειάζεται συνεχείς μεταποιήσεις. Οφείλουμε να το κόψουμε, να το ξηλώσουμε, να ξαναράψουμε, να στενέψουμε τους ώμους, να δούμε αν ο γιακάς έρχεται καλά, να δοκιμάσουμε αν είναι κοντά τα μανίκια. Και ύστερα να το ρίξουμε εκεί που πρέπει. Μαζί με τα άλλα «Απλυτα».
ΛΕΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 26-04-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις