0
Your Καλαθι
Η τελευταία σελίδα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Άνοιξη του 1943: Στην κατεχόμενη από τους ναζί Θεσσαλονίκη μια τριμελής οικογένεια Ελλήνων Εβραίων, αλλάζοντας ονόματα και ταυτότητες, καταφέρνει να σωθεί βρίσκοντας καταφύγιο στην Αλβανία.
Δε θα μπορέσουν να εγκαταλείψουν ποτέ ξανά τη χώρα, αφού τα σύνορα της Αλβανίας, μετά τον πόλεμο, έκλεισαν ερμητικά για σαράντα πέντε χρόνια.
Φθινόπωρο του 2011: Ο βιβλιοθηκάριος Αλί πεθαίνει από έμφραγμα στη Σανγκάη.
Ο γιος του, Μέλσι, γυρίζει εσπευσμένα από την Αθήνα στα Τίρανα και κάνει ενέργειες ώστε να φέρει από την Κίνα τη σορό του πατέρα του. Στις είκοσι δύο μέρες που μεσολαβούν μέχρι την επιστροφή της σορού, ανακαλύπτει μια άγνωστη ιστορία της οικογένειάς του και λύνει το μυστήριο του μοιραίου ταξιδιού του πατέρα του στη Σανγκάη.
Η Τελευταία Σελίδα είναι ένα πυκνό και φωτεινό βιβλίο, ένα μελαγχολικό μυθιστόρημα που ξετυλίγεται σαν αστυνομικό παζλ που σε συνεπαίρνει. Μέσω χαρακτήρων που βρίθουν από ανθρωπιά, κάτω από τις πιο ακραίες συνθήκες της ευρωπαικής ιστορίας του 20ού αιώνα, ο Καπλάνι μεταφέρει την ανθρώπινη θέληση και απελπισία για την απόκτηση μιας ταυτότητας πέρα από εθνικά και φυλετικά σύνορα, μιας ταυτότητας που μπορεί κάποιες φορές να τρέφεται εξ’ ολοκλήρου από την αγάπη για τα βιβλία και τις γλώσσες.
Δήλωσαν για το βιβλίο:
Ο Ισά είχε αρχίσει µε αυτό τον τρόπο ένα φανταστικό φιλοσοφικό διάλογο µε τον ανακριτή ή, ακριβέστερα, µε τη µοίρα του ανακριτή. Έστησε στο µυαλό του το σκηνικό της συνάντησης µαζί του. Εκείνος θα καθόταν σε µια πολυθρόνα κρατώντας στο χέρι το πιστόλι, ο ανακριτής θα καθόταν απέναντί του, µε το φόβο του θανάτου ζωγραφισµένο στο πρόσωπό του. Ούτε η τύχη ούτε η εξουσία θα µπορούσαν να βοηθήσουν πια τον ανακριτή.
«Πώς νιώθεις τώρα που είµαι απέναντί σου;» θα τον ρωτούσε.
Ο ανακριτής, κατά πάσα πιθανότητα, θα σώπαινε. Θα του ζητούσε συγνώµη, θα εκλιπαρούσε για τη ζωή του, θα προσπαθούσε να κάνει τον κακοµοίρη, τον µετανιωµένο, να τον καλοπιάσει.Αυτός θα έλεγε: «Τώρα είµαι εγώ η εξουσία που νικάει τα πάντα και τους πάντες, σύντροφε Ακίλ. ?ε φαντάζεσαι τι χαρά µου δίνει να σου τινάζω τα µυαλά στον αέρα! Πόσες καταστραµµένες ζωές θα νιώθουν δικαιωµένες τη στιγµή που θα ξεψυχάς σαν σκυλί;» — Απόσπασμα 1
Ο Ισά και η Μέι-Ζεν έκαναν έρωτα µε τη δίψα των φυλακισµένων, µε την τρέλα που παρείχε η επίγνωση ότι τούτη η σχέση δεν είχε αύριο, γιατί εκείνη θα έφευγε χωρίς την ελπίδα της επιστροφής και εκείνος ήταν καταδικασµένος να ζει και να πεθάνει σε αυτή τη χώρα µε τα ερµητικά κλειστά σύνορα. — Αποσπασμα 2
Δε θα μπορέσουν να εγκαταλείψουν ποτέ ξανά τη χώρα, αφού τα σύνορα της Αλβανίας, μετά τον πόλεμο, έκλεισαν ερμητικά για σαράντα πέντε χρόνια.
Φθινόπωρο του 2011: Ο βιβλιοθηκάριος Αλί πεθαίνει από έμφραγμα στη Σανγκάη.
Ο γιος του, Μέλσι, γυρίζει εσπευσμένα από την Αθήνα στα Τίρανα και κάνει ενέργειες ώστε να φέρει από την Κίνα τη σορό του πατέρα του. Στις είκοσι δύο μέρες που μεσολαβούν μέχρι την επιστροφή της σορού, ανακαλύπτει μια άγνωστη ιστορία της οικογένειάς του και λύνει το μυστήριο του μοιραίου ταξιδιού του πατέρα του στη Σανγκάη.
Η Τελευταία Σελίδα είναι ένα πυκνό και φωτεινό βιβλίο, ένα μελαγχολικό μυθιστόρημα που ξετυλίγεται σαν αστυνομικό παζλ που σε συνεπαίρνει. Μέσω χαρακτήρων που βρίθουν από ανθρωπιά, κάτω από τις πιο ακραίες συνθήκες της ευρωπαικής ιστορίας του 20ού αιώνα, ο Καπλάνι μεταφέρει την ανθρώπινη θέληση και απελπισία για την απόκτηση μιας ταυτότητας πέρα από εθνικά και φυλετικά σύνορα, μιας ταυτότητας που μπορεί κάποιες φορές να τρέφεται εξ’ ολοκλήρου από την αγάπη για τα βιβλία και τις γλώσσες.
Δήλωσαν για το βιβλίο:
Ο Ισά είχε αρχίσει µε αυτό τον τρόπο ένα φανταστικό φιλοσοφικό διάλογο µε τον ανακριτή ή, ακριβέστερα, µε τη µοίρα του ανακριτή. Έστησε στο µυαλό του το σκηνικό της συνάντησης µαζί του. Εκείνος θα καθόταν σε µια πολυθρόνα κρατώντας στο χέρι το πιστόλι, ο ανακριτής θα καθόταν απέναντί του, µε το φόβο του θανάτου ζωγραφισµένο στο πρόσωπό του. Ούτε η τύχη ούτε η εξουσία θα µπορούσαν να βοηθήσουν πια τον ανακριτή.
«Πώς νιώθεις τώρα που είµαι απέναντί σου;» θα τον ρωτούσε.
Ο ανακριτής, κατά πάσα πιθανότητα, θα σώπαινε. Θα του ζητούσε συγνώµη, θα εκλιπαρούσε για τη ζωή του, θα προσπαθούσε να κάνει τον κακοµοίρη, τον µετανιωµένο, να τον καλοπιάσει.Αυτός θα έλεγε: «Τώρα είµαι εγώ η εξουσία που νικάει τα πάντα και τους πάντες, σύντροφε Ακίλ. ?ε φαντάζεσαι τι χαρά µου δίνει να σου τινάζω τα µυαλά στον αέρα! Πόσες καταστραµµένες ζωές θα νιώθουν δικαιωµένες τη στιγµή που θα ξεψυχάς σαν σκυλί;» — Απόσπασμα 1
Ο Ισά και η Μέι-Ζεν έκαναν έρωτα µε τη δίψα των φυλακισµένων, µε την τρέλα που παρείχε η επίγνωση ότι τούτη η σχέση δεν είχε αύριο, γιατί εκείνη θα έφευγε χωρίς την ελπίδα της επιστροφής και εκείνος ήταν καταδικασµένος να ζει και να πεθάνει σε αυτή τη χώρα µε τα ερµητικά κλειστά σύνορα. — Αποσπασμα 2
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις