0
Your Καλαθι
Μεταξύ Ανατολής και Δύσης
Βορειοελλαδικές πόλεις στην περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων: Βόλος, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Σέρρες, Αλεξανδρούπολη, Καβάλα
Περιγραφή
Περιεχόμενα: Ο έλεγχος του Αστικού χώρου
Θεσσαλονίκη και Βορειοελλαδικές πόλεις
Πίνακες
Κείμενα παραρτήματος
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μεταξύ Ανατολής και Δύσης: Να ένας τίτλος που προκαλεί. Μια ζωή δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, πανεπιστήμια, τηλεοράσεις, δεν ακούμε τίποτε άλλο σε αυτόν τον τόπο: «σταυροδρόμι», «χωνευτήρι πολιτισμών», «πέρασμα λαών» κι άλλα παρόμοια ηχηρά.
Πόσοι όμως αναλώνουν δυνάμεις για να καταστήσουν κατανοητούς, με τρόπο απτό, σίγουρο, βιωματικό, τέτοιους χαρακτηρισμούς; Σε πόσους άραγε μιλάει η μεσοτοιχία ενός κοσμοπολίτικου ξενοδοχείου του 1910 με ένα ξύλινο «τουρκόσπιτο» στα Γιάννενα; Ποιος αποκρυπτογραφεί την αναπάντεχη κατάληξη μιας λεωφόρου της Κομοτηνής σε αδιέξοδα σοκάκια φτωχογειτονιών; Και τι ξάφνιασμα, ως χτες ακόμη, στην προκυμαία του Βόλου, δίπλα στα κατάκοσμα αρχοντόσπιτα οι ξυλόστεγες ισόγειες αποθήκες, με σοκάκια δύο πήχες ανάμεσά τους; Ποια συγκυρία απέκλεισε τη λεωφόρο Δημητριάδος από τη θάλασσα;
Οι πιο πολλοί σήμερα, μέσα στις δραστικά αλλοιωμένες πολιτείες μας, δεν προβληματίζονται. Αλλοι πάλι μιλούν περιφρονητικά για κατάλοιπα τουρκοκρατίας, λες και πρόκειται για παροδική επιδημία που άφησε κάποια εξανθήματα στο ελληνικό τοπίο, έτοιμο και καθαρό για να δεχθεί την ανάπτυξη του αστικού του πολιτισμού. Κι άλλοι δίνουν ερμηνείες αστείες, σαν τις καθαρευουσιάνικες ελληνοπρεπείς ετυμολογήσεις των σλαβικών τοπωνυμίων, γελοιοποιώντας το ιστορικό βάθος αυτού του τόπου και ξορκίζοντας αυτό τούτο το ζητούμενο: το μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Η Αλέκα Γερόλυμπου μάς κατευθύνει προσεκτικά, με την άκρα επιστημοσύνη που τη διέκρινε πάντοτε. Βασισμένη σε τεράστιο όγκο δουλειάς, συστηματικά, συγκριτικά, ιχνηλατεί την εξέλιξη των βορειοελλαδικών πολιτειών, τόσο διαφορετικών πριν από λίγα χρόνια από εκείνες της «παλιάς Ελλάδας». Εδώ «χάμω» η αναπροσανατολιστική πολιτική του νέου Βασιλείου «στέρησε» τις μωραΐτικες και ρουμελιώτικες πολιτείες από τη γοητευτική όσμωση ιδεών, γεύσεων, οσμών και ήχων, μετακινώντας τες καθοριστικά έξω από το «μεταξύ» Ανατολής και Δύσης.
Αυτό το «μεταξύ», λοιπόν, αυτή η γοητεία που βγαίνει από τον ιστό των βορειοελλαδικών πολιτειών, αλληλοδιείσδυση δυτικού ακαδημαϊσμού και ανατολίτικης παράδοσης, έχει βρει συστηματική και πολυεπίπεδη ερμηνεία στη δουλειά της Αλέκας Γερόλυμπου.
Διαβάζοντας το βιβλίο ο νους μου ξεχάστηκε, αναπολώντας την Καβάλα της δεκαετίας του '50. Ο ακαδημαϊκός εκλεκτικισμός των αστικών αρχοντόσπιτων που στόλιζαν τη συνοικία του Αϊ-Γιάννη αντιπαραβαλλόταν στα ξύλινα σαχνισιά της παλιάς πόλης. Εκεί, στην ανατολική παρυφή του λιμανιού, λαμπύριζαν τα συνεχόμενα τζαμλίκια σαν φαναράκια σκαρφαλωμένα στο κάστρο, εξάπτοντας την παιδική φαντασία. Ο μιναρές ακόμη στεκόταν δίπλα στην παλιά εκκλησία της Παναγίας, κορυφώνοντας το αξέχαστο skyline με τις «καμάρες» αριστερά, σαν δαντέλα από θέατρο σκιών και τη σιδερένια σημαία με το σταυρό δεξιά, στο φρούριο, δεξιά, υπογραμμισμένη με φωτεινή επιγραφή μοναδική τότε στην πόλη «Ζήθι Βασιλεύ»! Εικόνες από αυτό το αινιγματικό, γοητευτικό κι ανερμήνευτο «μεταξύ», ενίοτε άγρια εκφρασμένο στον πετροπόλεμο των παιδικών συμμοριών, που καθρέφτιζαν, θα 'λεγε κανείς, τον ανομολόγητο ανταγωνισμό ανάμεσα σε δύο γειτονιές σε δύο κόσμους: ανάμεσα στην έκδηλη περηφάνεια της αστικής μετεξέλιξης και στην κρυφή γοητεία της ανατολίτικης παράδοσης.
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου (σ. 29-47) γρήγορα καταλαβαίνει κάποιος ότι η «γραφικότητα» και η ιδιορρυθμία των οικισμών της οθωμανικής εποχής ως το 1839 δεν οφείλονται σε τυχαίες και άτακτες, δήθεν «λαϊκές» πολεοδομικές χαράξεις. Με ενδιαφέρον και έκπληξη ο αναγνώστης θα διαπιστώσει μια αποκεντρωμένη και χαλαρή, αλλά με σαφείς όρους, άσκηση πολεοδομικού ελέγχου. Θα νιώσει τη σημασία κάποιων άλλων προτεραιοτήτων από τις σημερινές, θα ιδεί την αντανάκλαση της πολιτικοκοινωνικής οργάνωσης των υπό οθωμανική διοίκηση πληθυσμών σε ιδιότυπες κτιριοδομικές διατάξεις.
Από το 1839 ως το 1856 καταγράφονται οι πρώτες συστηματικές ενέργειες εξευρωπαϊσμού από το οθωμανικό κράτος (σ. 49-56). Οι πυρκαϊές αποτελούν πάγιο πρόβλημα αλλά και εργαλείο ανατροπής της παραδοσιακής πολεοδομίας. Ο πολεοδομικός κανονισμός του 1848, «ένα πρωτόλειο νομικό κείμενο, εξαιρετικά άνισο, άλλοτε φειδωλό σε διατυπώσεις κι άλλοτε χαριτωμένα φλύαρο», φέρνει τον σύγχρονο αναγνώστη μπροστά σε μια ανάγλυφη παρουσίαση της κοινωνικής αντίληψης του κόσμου της Ανατολής, ευαίσθητου κι ελαστικού στους εθιμικούς όρους συλλογικής συνύπαρξης, αυτούς που στήριξαν τις παραδοσιακές προβιομηχανικές κοινότητές του.
Ωστόσο η αίγλη των δυτικών πόλεων και της βιομηχανικής επανάστασης θα επιβληθούν: «Ενώ όλες οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες άγγιζαν την τελειότητα, η Κωνσταντινούπολη χρειαζόταν επειγόντως εξωραϊσμό, ορθογωνισμό και τακτοποίηση, διαπλατύνσεις δρόμων... » τονίζει το ιδρυτικό πρακτικό της «Επιτροπής για τη Διευθέτηση της Πόλης» (σ. 57), κάτι που θα οδηγήσει στη μεταλλαγή του Πέραν σε μοντέρνα ευρωπαϊκή πόλη.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου (σ. 83 κ.ε.) παρακολουθεί κάποιος το φαινόμενο και τις ειδικές συγκυρίες που οδήγησαν στη μετεξέλιξη συγκεκριμένων πόλεων μέσα από τις διαδικασίες εκσυγχρονισμού του όψιμου οθωμανικού κράτους. Εδώ διαπιστώνεται η καταλυτικά εκσυγχρονιστική δύναμη των ελλήνων εμπόρων. Τα γραπτά ντοκουμέντα της επέκτασης του Βόλου (σ. 93-98) και της Καβάλας (σ. 108-114), συνοδευόμενα από χάρτες και παλιές φωτογραφίες, αποκαλύπτουν τον δυναμισμό των ελληνικών χριστιανικών κοινοτήτων, τον ρόλο τους στον εκσυγχρονισμό και τη συντονισμένη προσπάθεια διάκρισης της αστικής τάξης τους, που διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής, όψιμα εκσυγχρονιζόμενης, κρατικής μηχανής.
Η Θεσσαλονίκη ευτύχησε να γνωρίσει, ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία, πολλούς μελετητές, που γοητεύτηκαν από το κοσμοπολίτικο παρελθόν της. Νομίζω πως ανάμεσά τους ξεχωρίζει, ως εμβριθής γνώστης της πολεοδομίας και των ιδιότυπων αστικών μεταλλαγών της, η Αλέκα Γερόλυμπου: η δουλειά της για την ανοικοδόμηση μετά την πυρκαϊά του '17 την καθιέρωσε. Τώρα πάει πιο πίσω, στο οθωμανικό παρελθόν της πόλης της, ιχνηλατώντας με κάθε λεπτομέρεια τα διαδοχικά βήματα εξευρωπαϊσμού και αλλαγής της αστικής φυσιογνωμίας, όχι μόνο μέσα από το χτισμένο περιβάλλον ή τους πολεοδομικούς μετασχηματισμούς: στέκεται με ιδιαίτερη προσοχή στην πρωτοεμφανιζόμενη δύναμη του Τύπου που καταγράφει την «νέα εποχή» (1870-1880, σ. 151 κ.ε.), κατά την οποία «νέοι θεσμοί μεταβάλλουν την ατομική και συλλογική ζωή, νέα πεδία και ευκαιρίες παρουσιάζονται για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων, νέα μέσα επικοινωνίας, νέοι αστικοί χώροι, νέες αρχιτεκτονικές μορφές» αρθρώνουν το σκηνικό της αστικοποίησης. Οι εφημερίδες και η παρέμβασή τους «στην κατασκευή της πόλης» (σ. 158-161), φανερώνουν το διαρκές πέρασμα της μέριμνας για τον εκσυγχρονισμό στις οργανωμένες αστικές κοινωνίες, που έχουν αποκτήσει μέσο έκφρασης και πίεσης ευρείας απήχησης. Η παράθεση των επάλληλων πολεοδομικών σχεδίων, που παρακολουθούν κείμενο και φωτογραφίες, μιλούν για την οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών και τη διαχείριση του χώρου (σ. 204-212), παρέχοντας στον αναγνώστη την πλήρη εικόνα της πολυδιάστατης διαδικασίας του αστικού εκσυγχρονισμού. Μέσα από την εικονογράφηση αναγνωρίζει κάποιος μορφές, χώρους, τοπόσημα, κάνει συγκρίσεις και ξεκαθαρίζει μέσα του ζητήματα που ως τώρα αποτελούσαν αντικείμενο ερασιτεχνικών ή ανιστόρητων παρερμηνειών. Οι παρατηρήσεις της συγγραφέως για το τέλος του αιώνα (σ. 221 κ.ε.) πάνω στα κοινωνικά προβλήματα (στεγαστικό, νέοι οικισμοί) επεκτείνονται και σε άλλες βορειοελλαδικές πόλεις με βιομηχανική ανάπτυξη. Τώρα ξεκάθαρα τεκμηριώνεται «ότι η εκσυγχρονιστική διαδικασία οφείλεται στην οικονομική κινητοποίηση των πολιτών, ενώ οι αρχές αντιμετωπίζουν με χαλαρό ενδιαφέρον τον χώρο της πόλης» (σ. 245-246). Η Καβάλα «είναι η κατ' εξοχήν σύγχρονη πόλη της περιοχής» με τη χαρακτηριστική «διχοτομία ανάμεσα στην παραδοσιακή τουρκόπολη εντός των τειχών και στις νέες, μοντέρνες, ευρωπαϊκού στυλ συνοικίες στις περιοχές επεκτάσεων».
Η περαιτέρω αναφορά σε πόλεις εκτός των σημερινών ελληνικών συνόρων (Αδριανούπολη, Μοναστήρι), όπου «η ελληνική κοινότητα, κυρίαρχη οικονομικά, επιδίδεται σε οικοδόμηση σχολείων, νοσοκομείων, εκκλησιών, λέσχης κλπ. » επισφραγίζει το βιβλίο με την πληρότητα εκείνη που το εκτοξεύει πέρα από τον συνήθη ελληνοκεντρισμό και του χαρίζει το κύρος που απαιτείται προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της συγγραφέως: «Να παρακολουθήσει τα συγκεκριμένα βήματα μιας εκσυγχρονιστικής προσπάθειας ιδιαίτερα δύσκολης και καθυστερημένης, που έθεσε στον εαυτό της ένα τεράστιο έργο: να κατευθύνει μια αρχαϊκή ανατολική αυτοκρατορία με πολυεθνικούς πληθυσμούς και αχανείς εκτάσεις προς τα δυτικοευρωπαϊκά της πρότυπα». Δεν μένει σε μένα παρά να ευχηθώ την έκδοση του βιβλίου σε δυτικοευρωπαϊκή γλώσσα. Πρέπει κι άλλοι πολλοί γύρω μας να το διαβάσουν, για να καταλάβουν τι σήμαινε για κάποιους λαούς να ζουν «μεταξύ Ανατολής και Δύσης». Και πως αυτό το «μεταξύ» τούς συμφιλίωνε ή τους αλληλοεξόντωνε μέσα από τις αλλαγές και αλλοτριώσεις του χώρου διαβίωσής των, καθώς αγωνίζονταν δυναμικά για να υπογραμμίσουν την παρουσία τους στους εκσυγχρονιζόμενους αστικούς χώρους. Διότι το βιβλίο αυτό δείχνει με άμεσο, εποπτικό και εύληπτο τρόπο πώς η αλλαγή του υλικού πλαισίου της ζωής εξηγεί αλλά και προξενεί τις κοινωνικές και ιδεολογικές αλλαγές στις διαφορετικές εθνοθρησκευτικές ομάδες των αστικών πληθυσμών, ιδίως στις παραμονές δημιουργίας εθνικών κρατών.
Γιάννης Κίζης
ΤΟ ΒΗΜΑ, 27-09-1998
Θεσσαλονίκη και Βορειοελλαδικές πόλεις
Πίνακες
Κείμενα παραρτήματος
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μεταξύ Ανατολής και Δύσης: Να ένας τίτλος που προκαλεί. Μια ζωή δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, πανεπιστήμια, τηλεοράσεις, δεν ακούμε τίποτε άλλο σε αυτόν τον τόπο: «σταυροδρόμι», «χωνευτήρι πολιτισμών», «πέρασμα λαών» κι άλλα παρόμοια ηχηρά.
Πόσοι όμως αναλώνουν δυνάμεις για να καταστήσουν κατανοητούς, με τρόπο απτό, σίγουρο, βιωματικό, τέτοιους χαρακτηρισμούς; Σε πόσους άραγε μιλάει η μεσοτοιχία ενός κοσμοπολίτικου ξενοδοχείου του 1910 με ένα ξύλινο «τουρκόσπιτο» στα Γιάννενα; Ποιος αποκρυπτογραφεί την αναπάντεχη κατάληξη μιας λεωφόρου της Κομοτηνής σε αδιέξοδα σοκάκια φτωχογειτονιών; Και τι ξάφνιασμα, ως χτες ακόμη, στην προκυμαία του Βόλου, δίπλα στα κατάκοσμα αρχοντόσπιτα οι ξυλόστεγες ισόγειες αποθήκες, με σοκάκια δύο πήχες ανάμεσά τους; Ποια συγκυρία απέκλεισε τη λεωφόρο Δημητριάδος από τη θάλασσα;
Οι πιο πολλοί σήμερα, μέσα στις δραστικά αλλοιωμένες πολιτείες μας, δεν προβληματίζονται. Αλλοι πάλι μιλούν περιφρονητικά για κατάλοιπα τουρκοκρατίας, λες και πρόκειται για παροδική επιδημία που άφησε κάποια εξανθήματα στο ελληνικό τοπίο, έτοιμο και καθαρό για να δεχθεί την ανάπτυξη του αστικού του πολιτισμού. Κι άλλοι δίνουν ερμηνείες αστείες, σαν τις καθαρευουσιάνικες ελληνοπρεπείς ετυμολογήσεις των σλαβικών τοπωνυμίων, γελοιοποιώντας το ιστορικό βάθος αυτού του τόπου και ξορκίζοντας αυτό τούτο το ζητούμενο: το μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Η Αλέκα Γερόλυμπου μάς κατευθύνει προσεκτικά, με την άκρα επιστημοσύνη που τη διέκρινε πάντοτε. Βασισμένη σε τεράστιο όγκο δουλειάς, συστηματικά, συγκριτικά, ιχνηλατεί την εξέλιξη των βορειοελλαδικών πολιτειών, τόσο διαφορετικών πριν από λίγα χρόνια από εκείνες της «παλιάς Ελλάδας». Εδώ «χάμω» η αναπροσανατολιστική πολιτική του νέου Βασιλείου «στέρησε» τις μωραΐτικες και ρουμελιώτικες πολιτείες από τη γοητευτική όσμωση ιδεών, γεύσεων, οσμών και ήχων, μετακινώντας τες καθοριστικά έξω από το «μεταξύ» Ανατολής και Δύσης.
Αυτό το «μεταξύ», λοιπόν, αυτή η γοητεία που βγαίνει από τον ιστό των βορειοελλαδικών πολιτειών, αλληλοδιείσδυση δυτικού ακαδημαϊσμού και ανατολίτικης παράδοσης, έχει βρει συστηματική και πολυεπίπεδη ερμηνεία στη δουλειά της Αλέκας Γερόλυμπου.
Διαβάζοντας το βιβλίο ο νους μου ξεχάστηκε, αναπολώντας την Καβάλα της δεκαετίας του '50. Ο ακαδημαϊκός εκλεκτικισμός των αστικών αρχοντόσπιτων που στόλιζαν τη συνοικία του Αϊ-Γιάννη αντιπαραβαλλόταν στα ξύλινα σαχνισιά της παλιάς πόλης. Εκεί, στην ανατολική παρυφή του λιμανιού, λαμπύριζαν τα συνεχόμενα τζαμλίκια σαν φαναράκια σκαρφαλωμένα στο κάστρο, εξάπτοντας την παιδική φαντασία. Ο μιναρές ακόμη στεκόταν δίπλα στην παλιά εκκλησία της Παναγίας, κορυφώνοντας το αξέχαστο skyline με τις «καμάρες» αριστερά, σαν δαντέλα από θέατρο σκιών και τη σιδερένια σημαία με το σταυρό δεξιά, στο φρούριο, δεξιά, υπογραμμισμένη με φωτεινή επιγραφή μοναδική τότε στην πόλη «Ζήθι Βασιλεύ»! Εικόνες από αυτό το αινιγματικό, γοητευτικό κι ανερμήνευτο «μεταξύ», ενίοτε άγρια εκφρασμένο στον πετροπόλεμο των παιδικών συμμοριών, που καθρέφτιζαν, θα 'λεγε κανείς, τον ανομολόγητο ανταγωνισμό ανάμεσα σε δύο γειτονιές σε δύο κόσμους: ανάμεσα στην έκδηλη περηφάνεια της αστικής μετεξέλιξης και στην κρυφή γοητεία της ανατολίτικης παράδοσης.
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου (σ. 29-47) γρήγορα καταλαβαίνει κάποιος ότι η «γραφικότητα» και η ιδιορρυθμία των οικισμών της οθωμανικής εποχής ως το 1839 δεν οφείλονται σε τυχαίες και άτακτες, δήθεν «λαϊκές» πολεοδομικές χαράξεις. Με ενδιαφέρον και έκπληξη ο αναγνώστης θα διαπιστώσει μια αποκεντρωμένη και χαλαρή, αλλά με σαφείς όρους, άσκηση πολεοδομικού ελέγχου. Θα νιώσει τη σημασία κάποιων άλλων προτεραιοτήτων από τις σημερινές, θα ιδεί την αντανάκλαση της πολιτικοκοινωνικής οργάνωσης των υπό οθωμανική διοίκηση πληθυσμών σε ιδιότυπες κτιριοδομικές διατάξεις.
Από το 1839 ως το 1856 καταγράφονται οι πρώτες συστηματικές ενέργειες εξευρωπαϊσμού από το οθωμανικό κράτος (σ. 49-56). Οι πυρκαϊές αποτελούν πάγιο πρόβλημα αλλά και εργαλείο ανατροπής της παραδοσιακής πολεοδομίας. Ο πολεοδομικός κανονισμός του 1848, «ένα πρωτόλειο νομικό κείμενο, εξαιρετικά άνισο, άλλοτε φειδωλό σε διατυπώσεις κι άλλοτε χαριτωμένα φλύαρο», φέρνει τον σύγχρονο αναγνώστη μπροστά σε μια ανάγλυφη παρουσίαση της κοινωνικής αντίληψης του κόσμου της Ανατολής, ευαίσθητου κι ελαστικού στους εθιμικούς όρους συλλογικής συνύπαρξης, αυτούς που στήριξαν τις παραδοσιακές προβιομηχανικές κοινότητές του.
Ωστόσο η αίγλη των δυτικών πόλεων και της βιομηχανικής επανάστασης θα επιβληθούν: «Ενώ όλες οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες άγγιζαν την τελειότητα, η Κωνσταντινούπολη χρειαζόταν επειγόντως εξωραϊσμό, ορθογωνισμό και τακτοποίηση, διαπλατύνσεις δρόμων... » τονίζει το ιδρυτικό πρακτικό της «Επιτροπής για τη Διευθέτηση της Πόλης» (σ. 57), κάτι που θα οδηγήσει στη μεταλλαγή του Πέραν σε μοντέρνα ευρωπαϊκή πόλη.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου (σ. 83 κ.ε.) παρακολουθεί κάποιος το φαινόμενο και τις ειδικές συγκυρίες που οδήγησαν στη μετεξέλιξη συγκεκριμένων πόλεων μέσα από τις διαδικασίες εκσυγχρονισμού του όψιμου οθωμανικού κράτους. Εδώ διαπιστώνεται η καταλυτικά εκσυγχρονιστική δύναμη των ελλήνων εμπόρων. Τα γραπτά ντοκουμέντα της επέκτασης του Βόλου (σ. 93-98) και της Καβάλας (σ. 108-114), συνοδευόμενα από χάρτες και παλιές φωτογραφίες, αποκαλύπτουν τον δυναμισμό των ελληνικών χριστιανικών κοινοτήτων, τον ρόλο τους στον εκσυγχρονισμό και τη συντονισμένη προσπάθεια διάκρισης της αστικής τάξης τους, που διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής, όψιμα εκσυγχρονιζόμενης, κρατικής μηχανής.
Η Θεσσαλονίκη ευτύχησε να γνωρίσει, ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία, πολλούς μελετητές, που γοητεύτηκαν από το κοσμοπολίτικο παρελθόν της. Νομίζω πως ανάμεσά τους ξεχωρίζει, ως εμβριθής γνώστης της πολεοδομίας και των ιδιότυπων αστικών μεταλλαγών της, η Αλέκα Γερόλυμπου: η δουλειά της για την ανοικοδόμηση μετά την πυρκαϊά του '17 την καθιέρωσε. Τώρα πάει πιο πίσω, στο οθωμανικό παρελθόν της πόλης της, ιχνηλατώντας με κάθε λεπτομέρεια τα διαδοχικά βήματα εξευρωπαϊσμού και αλλαγής της αστικής φυσιογνωμίας, όχι μόνο μέσα από το χτισμένο περιβάλλον ή τους πολεοδομικούς μετασχηματισμούς: στέκεται με ιδιαίτερη προσοχή στην πρωτοεμφανιζόμενη δύναμη του Τύπου που καταγράφει την «νέα εποχή» (1870-1880, σ. 151 κ.ε.), κατά την οποία «νέοι θεσμοί μεταβάλλουν την ατομική και συλλογική ζωή, νέα πεδία και ευκαιρίες παρουσιάζονται για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων, νέα μέσα επικοινωνίας, νέοι αστικοί χώροι, νέες αρχιτεκτονικές μορφές» αρθρώνουν το σκηνικό της αστικοποίησης. Οι εφημερίδες και η παρέμβασή τους «στην κατασκευή της πόλης» (σ. 158-161), φανερώνουν το διαρκές πέρασμα της μέριμνας για τον εκσυγχρονισμό στις οργανωμένες αστικές κοινωνίες, που έχουν αποκτήσει μέσο έκφρασης και πίεσης ευρείας απήχησης. Η παράθεση των επάλληλων πολεοδομικών σχεδίων, που παρακολουθούν κείμενο και φωτογραφίες, μιλούν για την οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών και τη διαχείριση του χώρου (σ. 204-212), παρέχοντας στον αναγνώστη την πλήρη εικόνα της πολυδιάστατης διαδικασίας του αστικού εκσυγχρονισμού. Μέσα από την εικονογράφηση αναγνωρίζει κάποιος μορφές, χώρους, τοπόσημα, κάνει συγκρίσεις και ξεκαθαρίζει μέσα του ζητήματα που ως τώρα αποτελούσαν αντικείμενο ερασιτεχνικών ή ανιστόρητων παρερμηνειών. Οι παρατηρήσεις της συγγραφέως για το τέλος του αιώνα (σ. 221 κ.ε.) πάνω στα κοινωνικά προβλήματα (στεγαστικό, νέοι οικισμοί) επεκτείνονται και σε άλλες βορειοελλαδικές πόλεις με βιομηχανική ανάπτυξη. Τώρα ξεκάθαρα τεκμηριώνεται «ότι η εκσυγχρονιστική διαδικασία οφείλεται στην οικονομική κινητοποίηση των πολιτών, ενώ οι αρχές αντιμετωπίζουν με χαλαρό ενδιαφέρον τον χώρο της πόλης» (σ. 245-246). Η Καβάλα «είναι η κατ' εξοχήν σύγχρονη πόλη της περιοχής» με τη χαρακτηριστική «διχοτομία ανάμεσα στην παραδοσιακή τουρκόπολη εντός των τειχών και στις νέες, μοντέρνες, ευρωπαϊκού στυλ συνοικίες στις περιοχές επεκτάσεων».
Η περαιτέρω αναφορά σε πόλεις εκτός των σημερινών ελληνικών συνόρων (Αδριανούπολη, Μοναστήρι), όπου «η ελληνική κοινότητα, κυρίαρχη οικονομικά, επιδίδεται σε οικοδόμηση σχολείων, νοσοκομείων, εκκλησιών, λέσχης κλπ. » επισφραγίζει το βιβλίο με την πληρότητα εκείνη που το εκτοξεύει πέρα από τον συνήθη ελληνοκεντρισμό και του χαρίζει το κύρος που απαιτείται προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της συγγραφέως: «Να παρακολουθήσει τα συγκεκριμένα βήματα μιας εκσυγχρονιστικής προσπάθειας ιδιαίτερα δύσκολης και καθυστερημένης, που έθεσε στον εαυτό της ένα τεράστιο έργο: να κατευθύνει μια αρχαϊκή ανατολική αυτοκρατορία με πολυεθνικούς πληθυσμούς και αχανείς εκτάσεις προς τα δυτικοευρωπαϊκά της πρότυπα». Δεν μένει σε μένα παρά να ευχηθώ την έκδοση του βιβλίου σε δυτικοευρωπαϊκή γλώσσα. Πρέπει κι άλλοι πολλοί γύρω μας να το διαβάσουν, για να καταλάβουν τι σήμαινε για κάποιους λαούς να ζουν «μεταξύ Ανατολής και Δύσης». Και πως αυτό το «μεταξύ» τούς συμφιλίωνε ή τους αλληλοεξόντωνε μέσα από τις αλλαγές και αλλοτριώσεις του χώρου διαβίωσής των, καθώς αγωνίζονταν δυναμικά για να υπογραμμίσουν την παρουσία τους στους εκσυγχρονιζόμενους αστικούς χώρους. Διότι το βιβλίο αυτό δείχνει με άμεσο, εποπτικό και εύληπτο τρόπο πώς η αλλαγή του υλικού πλαισίου της ζωής εξηγεί αλλά και προξενεί τις κοινωνικές και ιδεολογικές αλλαγές στις διαφορετικές εθνοθρησκευτικές ομάδες των αστικών πληθυσμών, ιδίως στις παραμονές δημιουργίας εθνικών κρατών.
Γιάννης Κίζης
ΤΟ ΒΗΜΑ, 27-09-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις