Το ευχαριστημένο ή Οι δικοί μου άνθρωποι
30%
Περιγραφή
Η Μαρίνα Καραγάτση δανείζεται τα λόγια προσφιλών της προσώπων και τους ξαναδίνει φωνή. Με τρεις παράλληλους μονολόγους μιας ανοιξιάτικης μέρας του 1950 και ένα θεατρικό μονόπρακτο μιας ανοιξιάτικης μέρας του 2006 αναπλάθει βιώματα και ενδόμυχους συλλογισμούς του Καραγάτση, του αντιπροσωπευτικότερου ίσως συγγραφέα της γενιάς του, της Λασκαρώς, καρτερικής και δυνατής υπηρέτριας του σπιτιού, και της γιαγιάς Μίνας, μιας αρχόντισσας της Άνδρου. Σιωπηλή, αλλά διαρκώς παρούσα, η Νίκη Καραγάτση, η ζωγράφος που παραμένει με την ευαισθησία και τους χαμηλούς της τόνους πάντα επίκαιρη. Μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Κριτική:
Η Μαρίνα Καραγάτση ανασυνθέτει μυθιστορηματικά την πολυτάραχη οικογενειακή ιστορία της
«Ανυπόφορος, όχι όμως κάλπης»
ΑΝΑΣΥΝΘΕΤΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΗΣ, Η ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΕΝΑ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΠΟΥ, ΜΕΤΑΞΥ ΠΟΛΛΩΝ ΑΛΛΩΝ,
ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ
ΤΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ
Η στιγμή κατά την οποία εκδίδεται το μυθιστόρημα της Μαρίνας Καραγάτση, Το Ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι, συνδέεται με τη συγκυρία που επανέφερε στο προσκήνιο το έργο του πατέρα της Μ. Καραγάτση. Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του, το 2008 ανακηρύχθηκε σε έτος Καραγάτση. Καθώς οι διάφορες εκδηλώσεις του έτους (με αξιοσημείωτες την έκδοση του σχετικού λευκώματος από το ΕΚΕΒΙ και το συνέδριο για το έργο του, με το θέμα «Ιδεολογία και ποιητική», που διοργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη) συνέπεσαν με τις δύο πρόσφατες τηλεοπτικές σειρές, βασισμένες σε δύο από τα έργα του, τον Γιούγκερμαν και το Δέκα, το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για τον, ούτως ή άλλως πολυδιαβασμένο, πεζογράφο της γενιάς του 1930 διατηρείται σταθερό.
Η μαρτυρία
Έτσι λοιπόν, το βιβλίο της Καραγάτση κινεί κυρίως την προσοχή μας ως κατάθεση μιας μυθιστορηματικής μαρτυρίας για τον πατέρα της. Ωστόσο, αυτό το κριτήριο προσέγγισης του βιβλίου υποβαθμίζεται πολύ γρήγορα κατά την ανάγνωσή του, χάρη στο θεματικό εύρος και την αφηγηματική συνθετότητά του, αλλά και την αναμφίβολη αισθητική αξία του. Μάλιστα στο επίκεντρο του μυθιστορήματος δεν βρίσκεται ο πατέρας συγγραφέας, καθώς αυτός είναι ένα από τα αρκετά αγαπημένα πρόσωπα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας της Καραγάτση (οι «δικοί μου άνθρωποι», όπως ονομάζονται στον τίτλο), τα πρόσωπα που γίνονται φορέας και αντικείμενο της αφήγησης.
Συγκεκριμένα, στα τρία κεφάλαια του πρώτου μέρους του μυθιστορήματος, «Μια ανοιξιάτικη μέρα του 1950», ο βασικός χρόνος της ιστορίας είναι μια μέρα του 1950, τα γεγονότα της οποίας περιγράφονται μέσα από τις σκέψεις των τριών πρωτοπρόσωπων αφηγητών, κατά σειρά του (τότε σαρανταδυάχρονου) Καραγάτση, της δεκατριάχρονης έφηβης Μαρίνας και, τέλος, της γιαγιάς της Μίνας, της πεθεράς του συγγραφέα. Ο λόγος και των τριών προσώπωναφηγητών ακολουθεί τη μορφή της ελεύθερης εκτύλιξης των σκέψεών τους. Έτσι γίνονται αρκετές αναδρομές στο παρελθόν και, μέσω αυτών, φανερώνονται παλαιότερα συμβάντα της προσωπικής ζωής και της οικογενειακής ιστορίας των ηρώων. Ο αφηγητής Καραγάτσης επιστρέφει μνημονικά σε γεγονότα μιας δεκαπενταετίας, ενώ στο κατά πολύ εκτενέστερο τρίτο κεφάλαιο η μεγαλοαστή γιαγιά Μίνα, απόγονος μεγάλων εφοπλιστικών οικογενειών της Άνδρου, αναπολεί κυρίως οδυνηρά επεισόδια της οικογενειακής ιστορίας που συνέβησαν δεκαετίες νωρίτερα, ακόμη και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Οι ψηφίδες
Ως συγγραφέας η Καραγάτση όχι μόνο κατασκευάζει επιδέξια αυτοβιογραφικές ψηφίδες του εαυτού της ως δεκατριάχρονης αφηγήτριας, εμμένοντας ιδίως στην αποτύπωση της σχέσης με τον πατέρα της, αλλά και αναθέτει, με πολύ πειστικό τρόπο, τον λόγο στους ίδιους τους δικούς της ανθρώπους, όχι μόνο στους άλλους δύο αφηγητές αλλά και σε άλλα πρόσωπα της οικογένειας, εκτενή μέρη του λόγου των οποίων ενσωματώνονται στα διαλογικά μέρη των κεφαλαίων. Έτσι, σε μεγάλο μέρος του δεύτερου κεφαλαίου μιλά η αγαπημένη υπηρέτρια Λασκαρώ (αυτή ονομάζει τη Μαρίνα «Ευχαριστημένο»), αφηγούμενη στη Μαρίνα την τραγική ζωή της, ενώ μεγάλο μέρος του τρίτου κεφαλαίου διανθίζεται από τον λόγο της Νίκης, της συζύγου του Καραγάτση. Η εναλλαγή των αφηγηματικών φωνών δεν αλλάζει μόνο τη σκοπιά της αφήγησης, αλλά και συμβάλλει καίρια στη διασύνδεση της πλοκής των κεφαλαίων, με τη σταδιακή φανέρωση της οικογενειακής ιστορίας και της ψυχοσύνθεσης των ηρώων της.
Στο αυλιδάκι του σπιτιού της γιαγιάς
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, «Μια ανοιξιάτικη μέρα του 2006» (σ. 199- 225), που έχει θεατρική δομή, συναντούμε τα έξι βασικά πρόσωπα της οικογένειας, τον Καραγάτση, τη μητέρα, τη γιαγιά, τον παππού Λεωνίδα, τον θείο Αντώνη και τη Λασκαρώ, να βρίσκονται μετά τον θάνατό τους στο αυλιδάκι του σπιτιού της γιαγιάς, να συζητούν μακάρια μεταξύ τους και να σχολιάζουν, με τρυφερή επίκριση, την απόφαση της Μαρίνας να γράψει το μυθιστόρημά της με ήρωες τους ίδιους. Από τον διάλογό τους πληροφορούμαστε τους βασικούς σταθμούς της τύχης τους ύστερα από εκείνη την ανοιξιάτικη ημέρα του 1950. Το δεύτερο μέρος τελειώνει με την αυτοειρωνική αλλά και δραματική υπόσχεση της Μαρίνας ότι σύντομα θα βρεθεί ανάμεσά τους.
Η Καραγάτση συνέθεσε ένα συναρπαστικό αφήγημα, που, έχοντας ως άξονα τις αναμνήσεις από τα αγαπημένα της πρόσωπα, ζωντανεύει με τρυφερότητα και ευλάβεια το περιβάλλον μιας αστικής οικογένειας κατά τη διάρκεια ενός σχεδόν αιώνα. Έχοντας αφομοιώσει τις βασικές αρετές του πεζογραφικού έργου του πατέρα της, κατασκεύασε ολοζώντανους ανθρώπους με σύνθετη ψυχολογία και ανυπέρβλητες αντιφάσεις, ανθρώπους που ζουν μέσα στην αναπόδραστη ζωή τους, τη θυμούνται και την αφηγούνται με ένταση και με την πεποίθηση ότι πράττουν το σωστό, αν και κατά βάση σφάλλουν.
ΑΝΗΜΠΟΡΟΣ ΝΑ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣΕΙ ΣΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ
Ο Μ. Καραγάτσης παρουσιάζεται από την κόρη του ως φίλαυτος και απολιτικός
Στη σκιαγράφηση, ιδίως στο πρώτο κεφάλαιο, της προσωπικότητας του Καραγάτση και στην προβολή της στάσης του απέναντι στην κόρη του και την οικογένειά του απηχούνται στοιχεία λίγο- πολύ γνωστά, αν και ως επί το πλείστον θρυλούμενα, γύρω από τον συγγραφέα. Έτσι, ο Καραγάτσης ούτε εξωραΐζεται ούτε μυθοποιείται, αλλά συστήνεται ως ένας πραγματικός άνθρωπος, ανήμπορος να κυριαρχήσει στις αδυναμίες και τα πάθη του. Στο πλαίσιο της μυθοπλασίας που κατασκεύασε η κόρη του ο πατέρας της, εγκλωβισμένος στον κλοιό των γυναικών της ζωής του, της συζύγου του Νίκης, της πεθεράς του Μίνας, της κόρης του Μαρίνας, της ερωμένης του Γιώτας και της υπηρέτριας Λασκαρώς, επίσης ερωμένης του, είναι ένας αθεράπευτος γυναικάς (όπως και αρκετά άλλα από τα μέλη της αστικής τάξης στην οποία ανήκει), οξύθυμος και τρυφερός, σπάταλος και γενναιόδωρος με τους φίλους του, φίλαυτος, αρκετά αδιάφορος για τη γυναίκα και την κόρη του, καθώς μένει κλεισμένος στον εαυτό του και προσηλωμένος στο έργο του. Στο τέλος του βιβλίου αυτοσυστήνεται ως εξής: «Ήμουν δύστροπος, στραβοκέφαλος, ανοικονόμητος, ανυπόφορος. Όχι όμως ψεύτης και κάλπης» (σ. 203). Η Καραγάτση δεν διστάζει να προβάλει την ιδεολογική απόσταση του πατέρα της από την Αριστερά και την απολιτική στάση του, όταν τον παρουσιάζει, μέσα από τον δικό του λόγο, να καταφεύγει την εποχή των Δεκεμβριανών σε αστρολόγο που τον συμβουλεύει να μείνει κλεισμένος στο σπίτι του επειδή κινδυνεύει. Ο Καραγάτσης ακολουθεί τη συμβουλή του αστρολόγου, αλλά στη συνέχεια νιώθει τύψεις όταν αναλογίζεται ότι εξαιτίας του κινδύνεψε η γυναίκα του, που έβγαινε από το σπίτι για να αναζητήσει τρόφιμα (σ. 25-28).
Ευριπίδης Γαραντούδης, Τα Νέα, 28/6/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις