Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης

Διηγήματα, νουβέλες
Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 25.86
18.10
Τιμή Πρωτοπορίας
+
112357
Συγγραφέας: Καραγάτσης, Μ.
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες:477
Επιμελητής:ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2009
ISBN:9789600509472
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Θεσσαλονίκη:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Πάτρα:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα

Περιγραφή


Τα μικρά αφηγήματα του Καραγάτση περιέχουν τοπία ανθρώπινης κατάντιας, κοινωνικής ασχήμιας, αισθησιακής βιαιότητας, φαντασιακού παραληρήματος, φυσιοκρατικού αναβρασμού και απόκρυφης αυτοβιογραφικής καταγραφής. Είναι ιστορίες αποτυχίας αλλά και συνακόλουθης εξιλέωσης. [...] Ο Καραγάτσης είναι ένας διχασμένος. Και σαν διχασμένος σκύβει, αρπάζει και φίλα το κανελί πανωφόρι. Αυτό το ύφασμα που απορροφά και μεταμορφώνει την αντίφαση της ζωής. Σε τίμιο κράμα αμαρτίας και αγιοσύνης. Αυτό ακριβώς που ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει, κομμένος ανάμεσα στα δύο, ζώντας αυτή την αντίφαση σαν ένα δραματικό και βέβηλο κοντράστο, σαν ένα εξιλαστικό, αλλά και βασανιστικό, μαρτύριο -λιτανεία ασέβειας, συναξάρι αμαρτίας- ή μπορεί και σαν ένα όνειρο οργιαστικής τρέλας.






H Εισαγωγή του βιβλίου



Η «ΕΣΤΙΑ» μου πρότεινε να κάνω μια επιλογή από τα διηγήματα και τις νουβέλες του Μ. Καραγάτση. Δέχτηκα την ενδιαφέρουσα πρόταση, κι άρχισα να διαβάζω το υλικό. Προτίμησα ν' αφεθώ στην αναγνωστική εμπειρία, χωρίς να θέσω από τα πριν κάποια «λογική» συγκεκριμένη που να προσδιορίζει και να δεσμεύει το πνεύμα της επιλογής μου. Σκέφτηκα ότι θα 'τανε προτιμότερο αυτή η «λογική» να προκύψει μέσα από την ίδια την εμπειρία. 'Αλλωστε ούτε φιλόλογος είμαι ούτε άλλης λογής ειδικός τέτοιων ανθολογικών εγχειρημάτων. Την πρόταση την είδα σαν μια ευκαιρία να ξανακοιτάξω έναν παλιότερο συγγραφέα με σημαντική απήχηση που διαρκεί ακόμα, και να τον ξανακοιτάξω επιμέρους, σε σχέση με ένα πεζογραφικό είδος σύντομης αφήγησης που ταιριάζει καλύτερα στη δική μου (ποιητική) ιδιοσυγκρασία. Κι από την άλλη, να βιώσω την περιπέτεια μιας νέας ανάγνωσης ενός πεζογράφου που σε γενικές γραμμές τον ήξερα, γεμάτος από την περιέργεια να δω σε ποιο λιμάνι τελικά θα με οδηγούσε, που θα μ' έβγαζε, σήμερα. Έτσι, μπήκα στα κείμενα, απροετοίμαστος και απροκατάληπτος, κι αφέθηκα στο ρεύμα τους, κρατώντας βέβαια πάντα το αναπόφευκτο όσο και απαραίτητο κουπί της προσωπικής μου ματιάς, του δικού μου του γούστου, στοιχειώδες όργανο ασφαλείας. Ό,τι προέκυψε το παρουσιάζω εδώ -μια εικόνα, που τη συνθέτουν τα κείμενα που διάλεξα, τελικά. Αυτή η εικόνα αναδύθηκε σιγά σιγά καθώς τα διάβαζα. Σίγουρα είναι η δική μου εικόνα, κάποιος άλλος θα έδινε τη δική του. Το μόνο που ελπίζω - να είναι πειστική. Τα μικρά αφηγήματα του Καραγάτση (εκτός από τα καθαρώς ιστορικά και μυθολογικά που τα απέκλεισα από την επιλογή μου, θεωρώντας τα όλα μαζί ξεχωριστό σώμα, ασυνταίριαστο με την εικόνα που μου έδιναν τα σύγχρονα) περιέχουν τοπία ανθρώπινης κατάντιας, κοινωνικής ασχήμιας, αισθησιακής βιαιότητας, φαντασιακού παραληρήματος, φυσιοκρατικού αναβρασμού και απόκρυφης αυτοβιογραφικής καταγραφής. Είναι ιστορίες αποτυχίας αλλά και συνακόλουθης εξιλέωσης. Τον Καραγάτση τον απασχολεί ο άνθρωπος ως παθολογία. Η φύση ως παράφορος και αέναος οργασμός. Η κοινωνία ως οδυνηρή φάρσα. Η επαρχία σαν καταφύγιο ένοχου ερωτισμού, θλιβερής μιζέριας. Η οικογένεια σαν εγκλωβισμός μέσα στο αναπόφευκτο του βιολογικού δεσμού. Η παιδική ηλικία, η πρώτη νιότη, σαν ολοκληρωτικά προδομένη αθωότητα. Ο έρωτας σαν τραγική διαπάλη με την επιθυμία για τη γυναίκα (είτε ως βιασμός είτε ως λυτρωτική σωματική συνεύρεση κάτω από τη σκιά του φόβου για τον παράνομο καρπό). Ο κόσμος σαν εξωτικό και συνάμα νατουραλιστικό όνειρο. Είναι ένας μελαγχολικός, ασυμφιλίωτος με το θάνατο, που καταφάσκει φανατικά στην αγάπη για τη ζωή, με το σπαραγμό και τη συνείδηση της τελικής συντριβής. Αυτό διαποτίζει τα γραπτά του με μια υπόκωφη αγωνία, που την ακούς σαν αγκομαχητό ή νευρικό λαχάνιασμα μες στον παλμό και τους ρυθμούς της αφηγηματικής ανάσας. Με την αγωνία του βιταλιστή που πονά ηδονικά γιατί ζει την εμπειρία της ιστορίας, την εμπειρία της πράξης, της απόλαυσης, της πλάνης, του λάθους, της διάψευσης, της πληρωμής και της απολύτρωσης μέσα από τα ίδια τα δεινά, χωρίς όμως να μετανιώνει. Αρκεί ότι βίωσε το ταξίδι, δοκιμάστηκε στο μαρτύριο του ακατανίκητου πόθου, καταστράφηκε στη δίνη της αδηφαγίας, ένιωσε τη γλυκιά φρικίαση της φυσικής ορμής, έπαθε, αδίκησε, αδικήθηκε, νίκησε, ηττήθηκε, σύρθηκε στη λάσπη, ανέβηκε στους έωσφορικούς ουρανούς του σαρκικού οίστρου, άγγιξε, γεύτηκε, μάτωσε, «σκότωσε»... Έζησε. Το απόσταγμα απ' όλα αυτά είναι πάντα πικρό. Αυτή όμως η πίκρα είναι και το μόνο αντίδοτο απέναντι στον επερχόμενο θάνατο. Γιατί, αντί να δηλητηριάζει, εξιλεώνει. Είναι σταλαγματιές θησαυρισμένες απ' το αργό στράγγισμα της αμαρτίας. Η πικρή αμβροσία μιας παράδοξης «αγιοσύνης» που αναδίνεται από τις ζωές των ανθρώπων του πάθους ή των ανθρώπων της κοινωνικής καταφρόνιας. Κάποιων αλλόκοτων αγίων χωρίς δογματικό Θεό. Οι αρχικοί τίτλοι, άλλωστε, που ονόμαζαν τις δύο κυριότερες ενότητες των μικρών του ιστοριών είναι χαρακτηριστικοί: "Η Λιτανεία των Ασεβών", "Το Συναξάρι των Αμαρτωλών". Αντίφαση, διχασμός, ανίερο κράμα...

Στο τέλος του μεσοπόλεμου, ο Καραγάτσης έγραψε ένα παράξενο αφήγημα, που με κράτησε για πολύ προσηλωμένο στις σελίδες του και μου έδωσε ένα στίγμα, για να βρω έναν τρόπο να οργανώσω τα βήματα της διερεύνησής μου μέσα στον πολυσύνθετο κόσμο των μικρών του ιστοριών. Είναι το διήγημα ο άνθρωπος με το κανελί πανωφόρι, ένας ρεμβασμός, μια κατανυκτική συνάντηση μ' ένα φάσμα, μια παρουσία, στον ύπνο ή τον ξύπνο, μυστηριακό κρυπτογράφημα όπου ένιωσα να ανιχνεύεται η βασική γραμμή που διαπερνά και τονίζει τον διηγηματογραφικό τρόπο και κόσμο του συγγραφέα. Μέσα σ' ένα υποβλητικό κλίμα νησιωτικής νύχτας που γέρνει προς το χάραμα, αναδύεται από τη θάλασσα μπροστά στα έκπληκτα μάτια του νεαρού πεζογράφου ή φασματική μορφή του μεγάλου δασκάλου της ελληνικής διηγηματογραφίας, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Το αφήγημα ξεδιπλώνει μια απόκοσμη συνομιλία. Από τη μια, ο βλάσφημος οιηματίας που ποθεί να βιώσει το δράμα του κόσμου έξω από κάθε ψευδαίσθηση πίστης, από την άλλη ο αναπαυμένος μέσα στην πίστη αθώος απολογητής της ανθρώπινης ταπεινότητας, της εσωτερικής ησυχίας, της υπομονετικής εγκαρτέρησης, έξω από κάθε κοσμική και ιστορική πλάνη, που αποδέχεται μόνο την αλήθεια του μύθου. Εδώ θυμάται κανένας την άτυχη επίσκεψη του Καζαντζάκη σ' έναν ασκητή του Αγίου Όρους που τον απέπεμψε σαν καταραμένο. Και όμως. Οι ρόλοι σιγά σιγά αρχίζουν να αντιστρέφονται. Ο οσιακός γέρος γίνεται το απειλητικό, πονηρό φάσμα, κι ο νεαρός αυθάδης είναι ο αγνός κι ανύποπτος που ψελλίζει εξορκιστικές φράσεις πασχίζοντας να διαλύσει τον εφιάλτη και να σωθεί απ' τον πειρασμό, μέχρι που τελικά ξεσπά σε λυγμούς αγαπητικής παράδοσης, ερωτικής λατρείας, καθώς μένει μόνο μέσα στα χέρια του, όταν ο ίσκιος χάνεται με το αυγινό φέγγος, το ποτισμένο από αμαρτία και αγιοσύνη, δυσώδες και μυρωμένο, πανωφόρι του εγκόσμιου ερημίτη.

Ο εξωμότης αυτός του κόσμου, ο «λιποτάχτης της διαιώνισης» με τις άπειρες απωθήσεις που τις μετουσίωσε σε εκστατικές σελίδες απλοϊκής και ευλαβικής έμπνευσης, δεν μπορεί πια να ανακουφίσει την ανησυχία του νέου σύγχρονου ανθρώπου και συγγραφέα, του ποτισμένου με το αφιόνι της αμφιβολίας, της δίψας για εμπειρίες και κατακτήσεις, του μηδενιστή που ωστόσο θέλει να συνεχίσει να αγαπά και να υπάρχει, χωρίς βεβαιότητες και ιδεατές ονειροφαντασίες, αλλά με πόνο και συντριβή μπροστά στην ίδια τη ζωή και το θάνατο που ποθεί να τα κοιτάξει ηρωικά και κατάματα. Μολαταύτα, ο νεαρός συγγραφέας νιώθει ακόμα να μαγνητίζεται από τη συγκινητική αγαθότητα και παραίτηση του γέροντα διηγηματογράφου. Νιώθει να γοητεύεται από την υπερούσια ποίηση της φωνής του. Κάτι περισσότερο. Νιώθει να απειλείται από κάτι πιο βαθύ, σκοτεινό, άσχετο με τη λογοτεχνία και την αισθητική στάση.

Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας δυστυχισμένος παρίας, ένας καταφρονεμένος και ταπεινός της ζωής, ένας καταντημένος του περιθωρίου. Ένας αλήτης, σχεδόν χωρίς πρόσωπο. Είναι... ο άνθρωπος με το ρυπαρό και βαρύτιμο κανελί πανωφόρι, που περισσότερο ονειρεύτηκε παρά έζησε. Ίσως όχι τόσο από καθαρή πνευματική επιλογή όσο από αδυναμία να τα βγάλει πέρα μέσα στο λάκκο των λιονταριών της κοινωνίας, όσο από αποτυχία να παίξει τη φαρσοκωμωδία των ανθρώπων και να βγει κερδισμένος. Είναι κι αυτός ένας άλλος άνθρωπος με το φλεμόνι, που τον περιγελούν οι πόρνες για την αλλόκοτη σχέση του με τις αδέσποτες γάτες της γειτονιάς -μια μορφή καλοκάγαθης μισανθρωπίας- είναι η Βασιλική, που για τα μάτια του κόσμου και της ιστορίας ήταν μια καταραμένη προδότρα, ενώ στην πραγματικότητα, αν και πουλημένη, ήταν εκείνη που έσωσε τόσους και τόσους από τα νύχια του Αλή, είναι ο εξωμότης που κι εκείνος πλήρωσε άλλων τις αμαρτίες και θεωρήθηκε ένας τρισάθλιος τουρκεμένος χωρίς μερίδιο σε καμιά δικαιωση, είναι ο πρεζάκης που περιφέρεται χαμένος μέσα στην πένθιμη ατμόσφαιρα των Παθών μιας Μεγαλοβδομάδας μέχρις ότου τον πάρει ένα πλοίο μακριά απ' την αστική κόλαση, στη φυγή προς άλλους κόσμους, άγνωστους, ίσως λυτρωτικούς, ίσως όχι (ποιος αλίμονο ξέρει), είναι η γυναίκα του μικρέμπορου που κοιτάζει δακρυσμένη το νερό της βροχής, καταδικασμένη να ζήσει την ασκήμια της μικροαστικής θηριωδίας, μέχρι τέλους σιωπηλή, ολομόναχη, απειλημένη, ψυχικά νεκρή, είναι οι κολίγοι του θεσσαλικού κάμπου, οι χωρικοί, οι επαρχιώτες, οι απόκληροι, δέσμιοι της γης τους, της σκοτεινής τους συνείδησης, της αφέλειας, της ένοχης, της ασυνείδητης απόγνωσης που τους οδηγεί σε μια στωική σκληρότητα όλο ανθρωπιά, στον μίζερο ξεπεσμό, την παραδοχή της ανημπόριας, τον τρόμο και την υποταγή στο μοιραίο. Ο Γέρος της Σκιάθου ενσαρκώνει σαν εικόνα όλους αυτούς που ζουν μια πικρή, ανώνυμη, δυστυχισμένη ζωή, όλα αυτά τα θύματα του εαυτού τους και της ύπαρξης ταυτοχρόνως, τα γεμάτα από τραγικό μεγαλείο. Όμως, ο Παπαδιαμάντης έχει περάσει ένα όριο, έχει βγει σε μιαν άλλη όχθη. Κι αυτό δεν είναι ζήτημα μόνο πίστης. Έχει παραδεχτεί τη θέση του αποκλεισμένου, του λιποτάχτη, του εξωμότη, του καταστραμμένου, του αδύναμου, του ζωντανού-νεκρού, έχει χωνέψει την τραγελαφική διάσταση της ζωής, της κοινωνίας, της ιστορίας, έχει πειστεί για το κοσμικό Τίποτα. Είναι ένας αποτραβηγμένος βουβός που ησυχάζει γαλήνια αλλά και -κάπως χαιρέκακα, ξέροντας ότι τ' ανθρώπινα είναι απάτη, σαπίζοντας, όπως τα ροδοπέταλα της ηδυπάθειας, μες στην απάθεια, τον ήρεμο, μοναστικό «κυνισμό» του, με την ελπίδα η σήψη του αυτή να δώσει κάποτε ύλη αγνού θυμιάματος. Ο Παπαδιαμάντης μ' έναν παράδοξο και εντελώς απόμακρο τρόπο θυμίζει τον διαβολικό σουρρεαλιστή ποιητή Νούτσο (Λειτουργία σε λα ύφεσις), τον άπιστο σάλο, τον σύγχρονο αναχωρητή του κενού και της τρέλας που κηρύσσει την απραξία και την εγκατάλειψη στο τυχαίο, την παραίτηση από τη δράση, την παραδοχή του παραλόγου, τον άρνητή κάθε βούλησης, κάθε πρωτοβουλίας. Ο Κοσμοκαλόγερος είναι ο ιερός καταραμένος. Ο σεπτός καταχθόνιος...

Για τον Καραγάτση αυτό είναι ένας εκμαυλιστικός, μοχθηρός πειρασμός. Γιατί εκείνος είναι ο άνθρωπος της ζωής και της ιστορίας. Είναι ο μικρός Μιχάλης Ρούσης, ο μετέπειτα φιλόδοξος μουσικός της Λειτουργίας, που ζει κάτω από την καταπιεστική σκιά του πατέρα, απέναντι σ' έναν άσωτο και αδύναμο αδερφό, αυτός που εξιδανικεύει τη μητέρα και που καλλιεργεί ένα πελώριο υπερεγώ, που ζεί στον κλειστό κύκλο της αστικής οικογένειας, τον προστατευτικό και συνάμα τραυματικό, που βρίσκει διέξοδο στην τέχνη, που θέλει να τολμήσει την πατροκτονία, την ολοκλήρωση του εγώ, την ερωτική εκπλήρωση της κατάκτησης και της πράξης, τη δημιουργία, την επιτυχία, τη γονιμότητα, που θέλει να βιώσει τη ζωή σαν απόφαση και σαν δράμα, να ξεπεράσει τις εφηβικές αναστολές και τις παιδικές φοβίες, να οδηγηθεί επιτέλους έστω και καταματωμένος στην ιστορική δικαιωση, τη νίκη του θανάτου μέσα από τη φήμη και τη διαιώνιση, που επιθυμεί να πραγματώσει τη δική του ένδοξη τραγωδία και να πεθάνει μεστός από πείρα, ηδονή και οδύνη. Όχι. Η ζωή δεν είναι ένα ευνουχισμένο πνευματικό όνειρο. Είναι ένα όνειρο ζωντανό και σάρκινο που το αξιώνονται μόνο οι άξιοι τολμητίες, οι αποφασισμένοι, οι υγιείς, οι πρόθυμοι ν' αγαπήσουν και να μισήσουν, παράφορα, καθάρια, αθώα. Και όμως. Πλάι σε αυτές του τις υπερεγωτιστικές πεποιθήσεις, τις γεννημένες σαν μια ταύτιση αλλά και αντίδραση προς τον σκληρό πατέρα, η σκιά μιας άλλης πλευράς της ψυχής του μαυρίζει ολοσκότεινη. Η μορφή της μητέρας του τραγικά κωμική που κλαίγοντας ανεξήγητα, πικραμένα, θολά, τον κάνει να νιώθει μια θλίψη πνιχτική, παράξενη, ανεξήγητη, που μεταλλάζει σε κόμπο αγωνίας, σε ασφυξία άγχους, κι υστέρα ολ' αυτή η άγνωστη δύναμη που αναπηδάει εντός του και τον τυραγνάει τήκεται σε τοξινωτικήν αδράνεια, που καταστρέφει την φυχική του ισορροπία. Είναι η πλευρά του εαυτού του που αναρωτιέται: Κι αν πατήσουμε το θάνατο; Κι αν φτάσουμε στις μυστικές ανάβρες, τέρμα κι αφετηρία της παραφροσύνης μας; Ποιο σκοπό ξεπληρώσαμε και ποιο μυστήριο γνωρίσαμε; Κουρασμένοι, τσακισμένοι, το ίδιο ανόητοι τώρα όπως και πριν, θ' αφήσουμε τ' αδύναμο κορμί μας, την άβουλη μας φυχή στο μεθύσι της αλλότριας δύναμης. Και τα ρέματα αυτά που αναδρομήσαμε με αγκομαχητό θανάτου, θα μας ξετραβήξουν προς τα πίσω. Θα μας κυλήσουν ως εκεί απ' όπου ξεκινήσαμε, θα μας παραδώσουν -δραπέτες του θανάτου- στον Αφέντη το θάνατο... Μήπως λοιπόν όλοι είμαστε θύματα; Ακόμα και αυτός ο βιαστής και δολοφόνος κτηματίας στο Μπουρίνι, ο Πήτερ Χατζηθωμάς, πιο δυστυχισμένος και αξιολύπητος και απ' τα θύματα του. Μήπως όλοι είμαστε δέσμιοι ενός μηχανισμού που μας εξαπατά και εντέλει μας αφανίζει; Και μήπως αυτοί οι ξέκληροι, τ' αδύναμα ράκη της κοινωνίας, οι χαμένοι, όσοι ξαστόχησαν και κατρακύλησαν, όσοι έμειναν θαμμένοι στη μαύρη καταβόθρα της σκυθρωπής υπαίθρου, καταχωνιασμένοι στη σκοτεινή ομορφιά μιας ανελέητης φύσης, όσοι ξέπεσαν στην πιο χαμηλή περιοχή της ζωής όπου δεν υπάρχει κανένα κοινωνικό προσωπείο, οι αλκοολικοί, οι ανέραστοι, οι αυτοκαταστροφικοί ερωτομανείς, οι αγράμματοι χωριάτες, οι αποτυχημένοι ακόμα και μέσα στην αδιέξοδη τύρβη της αγροτικής δουλείας που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για κάποια έστω ανάσα ξεγνοιασιάς, μια ηλιαχτίδα ανακούφισης από την ταλαιπωρία και την τραχύτητα, μήπως αυτοί είναι κάποιοι αγνοημένοι μάρτυρες και άγιοι, τα αιώνια εφιαλτικά φόβητρα για κάθε τυχόν δράμα δικαίωσης, αγάπης, αλήθειας, πράξης, δύναμης καί υγείας μέσα στο παραμύθι του κόσμου; Και πάνω απ' όλους, ο πιο περίεργα εμπαθής και καταφρονεμένος, ο άνθρωπος με το κανελί πανωφόρι, ο αθώος και «πονηρός», ο άσωτος και ευλαβής, είναι αυτός που ενσαρκώνει και μετουσιώνει όλον αυτόν τον κόσμο του χάμου, της λύπης, των απωθημένων, του πόνου, της απογοήτευσης σε βαθιά πνευματική αξία, και γι' αυτό ακριβώς γίνεται τόσο απειλητικός, τόσο απωθητικός, τόσο σπαραχτικά εξαίσιος... Ο Καραγάτσης είναι ένας διχασμένος. Και σαν διχασμένος σκύβει, αρπάζει και φιλά το κανελί πανωφόρι. Αυτό το ύφασμα που απορροφά και μεταμορφώνει την αντίφαση της ζωής. Σε τίμιο κράμα αμαρτίας και αγιοσύνης. Αυτό ακριβώς που ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει, κομμένος ανάμεσα στα δύο, ζώντας αυτή την αντίφαση σαν ένα δραματικό και βέβηλο κοντράστο, σαν ένα έξιλαστικό, αλλά καί βασανιστικό, μαρτύριο -λιτανεία ασέβειας, συναξάρι αμαρτίας- ή μπορεί και σαν ένα όνειρο οργιαστικής τρέλας, σε κάποια πόλη θα 'λεγες βγαλμένη από έναν υπερρεαλιστικό Γκόγκολ, την Μπουχούνστα, κάτι σαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα του παραμυθιού, ενός παραμυθιού όμως που στάζει φαρμάκι ανάμεικτο με πηχτό αίμα, όπου ο φθόνος, η κτηνωδία, η προστυχιά, ο ξεπεσμός, ο φόνος, η ανθρωπιά, η ομορφιά, η φυσική μαγεία, η λαγνεία, κάθε κοσμική ευτέλεια και σαγήνη, κάθε ζωική αποφορά κι ευωδία, ενώνονται σ' ένα μοναδικό μπαρόκ παραλήρημα, σπάραγμα δίχως αρχή και δίχως τέλος, ένα λυσσαλέο ξέσπασμα, ζωής και θανάτου, που δεν βρίσκει γαλήνη, ένα τερατώδες κρεσέντο φαντασμαγορικής απόγνωσης...

Ο Καραγάτσης έχει κράση μυθιστοριογράφου. Το διήγημα δεν είναι ακριβώς το είδος του. Γι' αυτό και οι περισσότερες από τις μικρές του ιστορίες τείνουν προς τη νουβέλα ή μοιάζουν με συνοπτικά σχεδιάσματα μελλοντικών εκτεταμένων αφηγημάτων. Ακόμα και στις περιπτώσεις που γράφει επιτυχημένα μικρά διηγήματα, ακόμα και τότε, αισθάνεσαι σα να έχει συμπυκνώσει την ενέργεια μιας αφηγηματικής διάθεσης και ατμόσφαιρας που επιζητεί την έκταση, την πλατύτητα, τη ροή. Αυτό χαρίζει στο ύφος εξαιρετικά νευρώδη και σχεδόν ασφυκτική ένταση. Είναι σαν να διασχίζεις κάποιες τεράστιες εκτάσεις με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η θεματική του ποικίλλει, ο τρόπος γραφής διαφέρει από κείμενο σε κείμενο ή από συλλογή σε συλλογή σημαντικά, όλο το υλικό σου δίνει την εντύπωση του πειραματισμού και της αναζήτησης. Παντού υποβόσκει το κινηματογραφικό σενάριο, υπάρχει δυνατή και αισθαντική εικονοποιία, γλώσσα έντεχνη αλλά πάντα με την αμεσότητα και τη φρεσκάδα της προφορικής ομιλίας, η Μπουχούνστα είναι γραμμένη μ' έναν από τους πιο προωθημένους και αυθόρμητα μοντερνιστικούς, ή και γιατί όχι ποιητικούς, τρόπους που έχω ποτέ διαβάσει στη νεοελληνική πεζογραφία. Δεν ξέρω αν θα έπρεπε με σιγουριά να υποθέσω ότι η διηγηματογραφική δράση τού χρησίμευε και σαν άσκηση τεχνική, σαν ανίχνευση θεματικής, ατμόσφαιρας, χαρακτήρων, γραφής, που θα μπορούσε ίσως να τα χρησιμοποιήσει σε κατοπινά μυθιστορήματα. Πάντως, τόσο η αντίθεση ανάμεσα στην κράση του και το είδος αυτό, όσο και η παντελής έλλειψη μανιερισμού, προσδίδουν στο υλικό ενδιαφέρον ξέχωρο καί συναρπαστικό.

Η παράθεση των κειμένων δεν ακολουθεί κάποια χρονολογική σειρά. Ο βιβλιογραφικός πίνακας, στο τέλος του βιβλίου, κατατοπίζει τόσο για το χρόνο που γράφτηκαν ή δημοσιεύτηκαν όσο και για τις συλλογές όπου παρουσιάστηκαν.



Ιούνιος 2000

Στρατής Πασχάλης





ΚΡΙΤΙΚΗ



Δώδεκα διηγήματα του Μ. Καραγάτση, ορισμένα εκ των οποίων θα μπορούσε άνετα να ονομαστούν και νουβέλες, συγκεντρώνει στον ανά χείρας τόμο ο ποιητής Στρατής Πασχάλης, αντλώντας το υλικό του από μια περίοδο είκοσι περίπου ετών: πρόκειται για το διάστημα μεταξύ 1928 και 1945, την περίοδο, δηλαδή, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Καραγάτσης, γεννημένος το 1908, περνά από τα νιάτα του στην πρώτη ωριμότητα. Οι Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης (τίτλος επίκτητος, που ανταποκρίνεται στο θεματικό προσανατολισμό των ανθολογημένων κειμένων) μας δίνουν μιαν αρκετά σαφή εικόνα του διηγηματογράφου Καραγάτση -εικόνα που αξίζει, νομίζω, τον κόπο να σχολιάσουμε διεξοδικά.



Τρεις ξεχωριστές περιπτώσεις

Από το συνολικό υλικό του τόμου ξεχωρίζω αμέσως, και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, τρία κομμάτια: τη «Λειτουργία σε λα ύφεσις» (από τη Νυχτερινή ιστορία, 1943), τον «Ανθρωπο με το φλεμόνι» (από τον Πυρετό και το Μεγάλο συναξάρι, την ίδια χρονιά) και την αναμφιβόλως κορυφαία «Μπουχούνστα» (και πάλι από τον Πυρετό και το Μεγάλο συναξάρι).

Γραμμένη σαν ένα είδος προέκτασης του Συνταγματάρχη Λιάπκιν (1933), η «Μπουχούνστα» είναι όντως ένα εκπληκτικό κομμάτι. Με ασθμαίνουσα, σχεδόν παραληρηματική αφήγηση, που διανοίγει αδιάκοπα το χώρο της και επιταχύνει ασταμάτητα το ρυθμό της, ο Καραγάτσης στήνει μια παρανοϊκή, αλλά εξαιρετικά πολύχρωμη και υποβλητική ιστορία, η οποία περιλαμβάνει τα πάντα: απροσδόκητους και παθιασμένους έρωτες, εν ψυχρώ εγκλήματα, πολιτικό ακτιβισμό και επαναστατικά δικαστήρια, διαρκείς συσπειρώσεις ή ανατροπές της δράσης, περίτεχνα πλασμένα πρόσωπα και, πρωτίστως, ένα θεαματικά μεταβαλλόμενο σκηνικό περιβάλλον, που συχνά αποδεικνύεται ο κινητήριος μοχλός όλων των εξελίξεων. Και τις εξελίξεις αυτές τις παρακολουθούμε κυριολεκτικά με κομμένη την ανάσα στη «Μπουχούνστα», από την πρώτη ώς την τελευταία στιγμή, ακόμα κι όταν η οικονομία της και η εσωτερική της συνάρθρωση μοιάζουν να τρίζουν επικίνδυνα.

Με μεγάλο ενδιαφέρον διαβάζονται, αν και οπωσδήποτε σε υποδεέστερη γραμμή κινημένα, και τα δύο άλλα κομμάτια: η «Λειτουργία σε λα ύφεσις» και ο «Ανθρωπος με το φλεμόνι». Τα αφηγηματικά πρόσωπα στο πρώτο κείμενο ανήκουν σε μιαν αν μη τι άλλο εκκεντρική οικογένεια μουσικών, των οποίων οι σχέσεις σμπαραλιάζονται από ποικίλα σκοτεινά και, ας σημειωθεί, εκδηλωμένα (και ως εκ τούτου λίαν μαρτυρικά) πάθη. Τα πάντα σε μια τέτοιου τύπου προοπτική έχουν κάτι το εξωφρενικό: οι πρωταγωνιστές και οι φιλοδοξίες τους, οι ερωτικές τους συγκρούσεις και οι καλλιτεχνικές τους επιδόσεις, όπως και οι καταστάσεις στις οποίες κάθε τόσο με ιδιαίτερη προθυμία εμπλέκονται. Ο εξωφρενισμός δεν είναι παρ' όλα αυτά στον αέρα, και πείθει σε τελευταία ανάλυση τον αναγνώστη - ίσως γιατί ο συγγραφέας ζητάει έμμεσα να τον εννοήσουμε στη συμβολική και τη μεταφορική του λειτουργία.

Στον «Ανθρωπο με το φλεμόνι» η ατμόσφαιρα είναι εντελώς διαφορετική. Ο Καραγάτσης παίζει εν προκειμένω με τις σιωπές του κειμένου και εκμεταλλεύεται πολύ αποτελεσματικά τη νεορεαλιστική του καταγωγή, κατορθώνοντας να μη γίνει γλυκερός με ένα κατ' εξοχήν πρόσφορο σε ανάλογες διαθέσεις θέμα: η σύντομη ερωτική συνεύρεση ενός φτωχοδιάβολου και μιας πόρνης διαγράφεται στις σελίδες του χωρίς συναισθηματικούς εκβιασμούς και μάταιες εξάρσεις - μ' έναν σοφά, θα έλεγα, ελλειπτικό τρόπο.



Το πρόβλημα της ανισομέρειας

Πολύ καλά, λοιπόν, ώς εδώ, αλλά, πολύ φοβάμαι, μόνον ως εδώ. Καμία ικμάδα, η παραμικρή ανάταση, ούτε η ελάχιστη πρωτοτυπία ή έμπνευση σε όλα τα υπόλοιπα κομμάτια του τόμου. Περίεργο; Οχι και τόσο. Η έντονη αυτή ανισομέρεια είναι, πιστεύω, η ανισομέρεια του Καραγάτση γενικότερα, και δεν θα μπορούσε να λείψει ούτε από τις Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης, όπου με την εξαίρεση των προειρημένων κομματιών οι αβαρίες εμφανίζονται πλήθος.

Στον «Ανθρωπο με το κανελί πανωφόρι» η σκιαγράφηση του Παπαδιαμάντη ως αφηγηματικού προσώπου είναι αναιμική και ιδεολογικά εξόχως βεβαρημένη (ένα μήνυμα που διαλαλεί κραυγάζοντας το περιεχόμενό του). Στο «Νερό της βροχής» η καλοστημένη στην αρχή ίντριγκα μετατρέπεται βαθμιαία σε συναισθηματική διαμαρτυρία, που αδειάζει την ίντριγκα και περιορίζεται στην ηθικολογία. Στη «Νυχτερινή ιστορία» η επίμονη αναπαραγωγή του τοπικού ιδιώματος του θεσσαλικού κάμπου οδηγεί σ' έναν στενόκαρδο και ενδεχομένως καταναλωτικής σκόπευσης ρεαλισμό, που είναι αδύνατον να γίνει αποδεκτός με οποιοδήποτε σημερινό κριτήριο. Στο «Από τη ζωή του Μιχάλη Ρούση» πάσχει τα μάλα η ψυχολογία του κεντρικού ήρωα, που υποφέρει από την υπερσυσσώρευση των παιδικών του τραυμάτων, φανερώντας σοβαρή έλλειψη δραματουργικής επεξεργασίας. Στη «Μεγάλη βδομάδα του πρεζάκη» το πάνω χέρι παίρνει ο λαϊκισμός: η χοντροκομμένη, με απανωτά κλισέ, εικονογράφηση ενός δυστυχισμένου παρία δεν αφήνει κανένα περιθώριο για τη μετάπλαση του ήρωα σε αληθινό, χειροπιαστό πρόσωπο και η φιγούρα του ανεμίζει σαν επιμελώς υψωμένη σημαία καταγγελίας. Στο «Αρχοντικό», στη «Βασιλική» και στον «Εξωμότη Παναγή Μαυρόπουλο» κυριαρχεί το κακό μελόδραμα, όποτε δεν δίνει τη θέση του απλώς στο κακό γούστο. Στο «Μπουρίνι», τέλος, ο συγγραφέας πέφτει από το σοσιαλιστικό ρεαλισμό στο δραματικό ειδύλλιο και τανάπαλιν, ενόσω η αφήγηση υποχωρεί υπό την πίεση των μανιχαϊκών της αντιθέσεων, οι οποίες και εν κατακλείδι την καταπλακώνουν.

Παρακολουθώντας τις λίστες της κυκλοφορίας των καινούργιων εκδόσεων στα κυριακάτικα φύλλα, βλέπω για πολλές βδομάδες στις πρώτες θέσεις τις Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης. Ο Καραγάτσης υπήρξε πάντα εκδοτικό φαινόμενο. Ευπώλητος στις ημέρες του, ευπώλητος και τώρα. Θα πρέπει, ωστόσο να συναγάγουμε κάτι από αυτό για το πραγματικό βάρος της λογοτεχνίας του; Δεν το πιστεύω.



ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/03/2001

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!