Ο καθρέφτης και το πρίσμα
35%
Περιγραφή
"Τι είναι αλήθεια, τι πλάνη, και τι ανάμεσά τους;" Το ερώτημα αυτό επιχειρεί να αναδείξει ο Μάκης Καραγιάννης με τη συλλογή διηγημάτων "Ο καθρέφτης και το πρίσμα". Οι δεκαπέντε ιστορίες που την αποτελούν δεν συνιστούν άλλο από παραλλαγές, δοκιμές με διαφορετικό φωτισμό γύρω από δύο βασικά θέματα: τα βιβλία και τους βίους υπαρκτών ή φανταστικών προσώπων. Τα βιβλία, χειρόγραφα ή έντυπα, πραγματικά ή επινοημένα, βιβλία που βρίσκονται στο επίκεντρο των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων διαφόρων εποχών, συνθέτουν ένα σύμπαν στο οποίο πρωταγωνιστεί η γραφή και η ειρωνεία.[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Ενας αφηγητής αναγνώστης
Αν ήμασταν αλλού, «Ο καθρέφτης και το πρίσμα» του Μάκη Καραγιάννη θα αποτελούσε λογοτεχνικό γεγονός
Ο λόγος για έναν τόμο δεκαπέντε διηγημάτων (150 σελίδες ψαχνό, 2 σελίδες σημειώσεις, 1 σελίδα με τις πρώτες δημοσιεύσεις), που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη. Τίτλος του: «Ο καθρέφτης και το πρίσμα», ανάκλαση από τον τίτλο του τελευταίου διηγήματος. Κείμενο αυτοσύστασης: «Ο Μάκης Καραγιάννης γεννήθηκε στις Γούλες Κοζάνης το 1958. Σπούδασε μαθηματικά, ενώ ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Είναι συνεκδότης του περιοδικού Παρέμβαση και συμμετείχε στη διεύθυνσή του (1988-1993). Εχει εκδώσει τη μελέτη Η αισθητική της ιθαγένειας (εκδ. Παρέμβαση, Κοζάνη 2001) και ασκεί συστηματικά κριτική βιβλίου από τις στήλες της εφημερίδας Η Αυγή». Περί αυτού πρόκειται: εμπράγματη ακριβολογία, δίχως έπαρση αλλά και χωρίς μιζέρια.
Ανεβάζοντας τώρα την ψυχρή θερμοκρασία, όσο και όπως αξίζει στη συγκεκριμένη περίσταση: αν ήμασταν αλλού, αυτός ο τόμος διηγημάτων, κόντρα στο ρέμα της πεζογραφικής μας ευτέλειας και της δημοσιογραφικής μας ατέλειας, είμαι σίγουρος πως θα αποτελούσε λογοτεχνικό γεγονός. Αλλά δεν είμαστε αλλού, ούτε προβλέπεται να βρεθούμε σύντομα. Και στα νερά μας ωστόσο, που συχνά γίνονται βαλτόνερα, η εξαίρεση φαίνεται, φτάνει να διαβάσει κανείς ένα μόνο διήγημα. Ας πούμε το πρώτο, που επιγράφεται ειρωνικά «Αυτοβιογραφία», με την υποστήριξη μιας εξομολογητικής φράσης του Τάσου Λειβαδίτη: Ακόμα κι η ζωή μου αποκτά σημασία, όταν τη διηγούμαι σε κάποιον. Ομολογία που λέει πολλά, εδώ όμως ως προμετωπίδα προειδοποιεί πως η διήγηση είναι καλή μοίρα, που κάνει σημαντική την άλλως πώς ασήμαντη ζωή μας· όποιος τη θέλει και την ψάχνει, επιβιώνει. Αυτή είναι η περίπτωση του Μάκη Καραγιάννη, ο οποίος ασκήθηκε στο είδος της διηγητικής ομιλίας και γραφής τουλάχιστον δεκατρία χρόνια, προτού αποφασίσει να μαζέψει δεκαπέντε διηγήματα στο πρώτο του βιβλίο.
Είχε εξάλλου την τύχη να γεννηθεί στα περίχωρα μιας πόλης φημισμένης για την πνευματική της άνθηση, αποτυπωμένη σε πολύτιμα χειρόγραφα και βιβλία, προσιτά και σήμερα στη σημαδιακή βιβλιοθήκη της. Και διπλασίασε την τύχη αυτή, σπουδάζοντας και διδάσκοντας στη Θεσσαλονίκη μαθηματικά, την επιστήμη που της έδινε στοχαστικό προβάδισμα ο Πλάτων. Δύο καλά εφόδια στην πορεία της μεσόστρατης τώρα ζωής του, που σφράγισαν στο μεταξύ τα δεκαπέντε αυτά εξαιρετικά διηγήματα.
Ο τίτλος του μονοτονικού, για όσους ξέρουν κάπως τα γραπτά μου, αποτελεί παραπομπή: ανακαλεί επίτηδες την επιγραφή «Κ.Π. Καβάφης, ένας ποιητής αναγνώστης», με την οποία σημάδεψα εξαρχής τα καβαφικά μου μελετήματα. Εδώ όμως ας σταθώ για λίγο. Ξέρουμε ότι ο Αλεξανδρινός στα μυθολογικά και στα ιστορικά του ποιήματα ψάχνει (συχνά σπάνιες) γραμματειακές και λογοτεχνικές πηγές, από όπου αντλεί την έμπνευσή του, διαβάζοντας προσεκτικά και παραφράζοντας με ασυναγώνιστη μαεστρία. Τον ενδιαφέρουν κυρίως ιστορημένα πρόσωπα και περιστατικά, με παραδειγματικό χαρακτήρα, που έμειναν όμως στη σκιά, μισοπραγματικά - μισοφανταστικά.
Αυτή τη μέθοδο (όπου το εγώ και το εσύ αντικρίζονται με το αυτός και το αυτό) ασκεί, λάτρης της βιβλιοθήκης, και ο Καραγιάννης στα περισσότερα και στα καλύτερα από τα δεκαπέντε διηγήματά του. Κάπου μάλιστα φαίνεται να παραπέμπει στον καβαφικό «Καισαρίωνα», γράφοντας για τον ήρωα του τελευταίου διηγήματος Εβαρίστ Γκαλουά (οι ωφέλιμες σημειώσεις πληροφορούν πως πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο, θεμελιωτή της μοντέρνας άλγεβρας, που πέθανε στα είκοσί του χρόνια, το 1832): «Το μοναδικό πορτραίτο που έχουμε για αυτόν έγινε σύμφωνα με τις αναμνήσεις του αδελφού του. Μια παιδική φυσιογνωμία με κοντά μαλλιά, μικρό στόμα και τεράστια φρύδια. Υπάρχουν, επίσης, τα μεγάλα του μάτια και η άδολη έκφραση του λεπτού προσώπου. Τα υπόλοιπα, όπως ο τόνος της φωνής του, οι μικρές του αγάπες, εκείνα που τον καθιστούν μοναδικό, μπορεί να τα συμπληρώσει δημιουργικά η φαντασία μας». Η καβαφική αυτή μέθοδος επιτρέπει στον Καραγιάννη να χειρίζεται την ιστορική μυθοπλασία των διηγημάτων του με τρόπο ειρωνικό, κάποτε σε εκδοχή θρίλερ, που φέρνει στον νου και τον Μπόρχες, για τον οποίο εξάλλου υπάρχει και ονομαστική αναφορά σε κάποιο διήγημα. Επ' αυτού όμως περισσότερα την άλλη Κυριακή. Σήμερα, παραμένοντας στα αόριστα ακόμη και γενικά, μία επιπλέον επισήμανση:
Σε μιαν εποχή που ιδρώνει κανείς να βρει πεζογραφικό κείμενο γραμμένο σε προσωπικό ύφος, που να διαλέγεται γόνιμα με κάποια χωνεμένα πρότυπα, ο Καραγιάννης συντάσσει τη διηγητική του γλώσσα με συγγραφική επιμέλεια, που προϋποθέτει επίμονη άσκηση και προπαίδεια. Το υφολογικό αποτέλεσμα είναι συχνά αποκαλυπτικό: πίσω και κάτω από την τελειωμένη φράση ακούγεται, άλλοτε και αλλού ο ζωικός σφυγμός του Βιζυηνού, άλλοτε και άλλου η μουσική ανάσα του Παπαδιαμάντη. Στον οποίον εξάλλου ομολογεί και έμπρακτα ο Καραγιάννης τις γλωσσικές, και όχι μόνο, οφειλές του, με το «χριστουγεννιάτικο» διήγημά του «Νοσταλγός». Να μην ξεχάσω: ο Μάκης Καραγιάννης μού είναι άγνωστος, αν εξαιρέσω την εκφραστική φωτογραφία του πάνω από το συστατικό κείμενο. Θα τα ξαναπούμε, αν δεν μας κάψει ο καύσωνας.
Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ, Το ΒΗΜΑ, 01/07/2007
Κριτική:
Βιογράφοι αυτοβιογραφούμενοι
Δεκαπέντε ιστορίες για τη διαφυγούσα αλήθεια των βιωματικών αφηγήσεων
Κάθε ζωή προσανατολίζεται προς τη δική της αλήθεια, συνεπώς και κάθε βιογραφία. Στη ζωή όπως και στα γραπτά η αλήθεια διαφεύγει, τεμαχίζεται σε μικρές λεπτομέρειες, αντιστέκεται στον εντοπισμό της, ενθαρρύνει την υποκειμενικότητα, ενίοτε και τη χάλκευση. Η ανασύνθεση του αληθινού προσώπου του βιογραφούμενου, όσο πιστή κι αν προσπαθεί να μείνει στη ζωή και στο έργο του, ενδίδει νομοτελειακά σχεδόν σε πλάνες, σε παραποιήσεις. Ακόμα και κάποιος που αυτοβιογραφείται με πάσα ειλικρίνεια, εν μέρει ψεύδεται ή τουλάχιστον διαψεύδεται. Τα δεκαπέντε διηγήματα του Μάκη Καραγιάννη, ειρωνικές δοκιμές πάνω στη μυθιστορηματική βιογραφία, συνομιλούν με τους «Φανταστικούς βίους» του Μαρσέλ Σβομπ. Μέσα από τις ιστορίες υπαρκτών ή φανταστικών προσώπων, επιφανών και αφανών, ο Σβομπ αναδείκνυε τη μοναδικότητα των βιογραφουμένων, σταχυολογώντας και επινοώντας εντυπωτικές ιδιομορφίες. Για τον Γάλλο συγγραφέα η αξία του πορτρέτου δεν εξαρτάται από τη σπουδαιότητα εκείνου που απεικονίζει, αλλά από τη δεξιοτεχνία και κυρίως την ευρηματικότητα εκείνου που το φιλοτεχνεί. Η δουλειά του βιογράφου κρίνεται από τις επιλογές του. «Ο βιογράφος, σαν μια κατώτερη θεότητα, ξέρει να διαλέγει ανάμεσα στα ανθρώπινα ενδεχόμενα εκείνο που είναι μοναδικό». Από τον πρόλογο του προαναφερθέντος βιβλίου αποσπά ο Καραγιάννης και το μότο της συλλογής του. Οι βιογράφοι στα κείμενα του ανά χείρας βιβλίου κινούνται μάλλον υστερόβουλα. Οι βιογραφίες που επεξεργάζονται κατατείνουν στην ανίχνευση συγκλίσεων με τη δική τους υπαρκτική συνθήκη και επαγωγικά στη στοιχειοθέτηση της αυτοβιογραφίας τους. Η προσωπική αλήθεια, τόσο του βιογράφου όσο και του βιογραφούμενου, αναδύεται από τη συναίρεση αυταπατών, προσδοκιών, απαλείψεων και παρασιωπήσεων, φαντασιωδών ή παραχαραγμένων βιωμάτων. Ενδεχομένως στην ερμηνεία του βιογράφου να εμφιλοχωρεί αναπότρεπτα η ιδιοτέλεια.
Υστερόβουλοι βιογράφοι
Οι αφηγητές των ιστοριών ωθούμενοι από τον θαυμασμό και την περιέργεια για ένα πρόσωπο, της τέχνης, της επιστήμης και των γραμμάτων ή του άμεσου περίγυρού τους, απομακρύνονται από το δικό τους παρόν για να συγκροτήσουν την πραγματικότητα εκείνου του θαυμαστού άλλου, πρωτίστως όμως για να επιστρέψουν στη δική τους πραγματικότητα. Το είδωλο που τους έλκει γίνεται ο καθρέφτης τους. Ομως στους αντικατοπτρισμούς του Καραγιάννη ενεδρεύει συχνά ένα ανύποπτα σαρκαστικό βλέμμα. Το ελεγειακό ύφος μετεξελίσσεται απρόσμενα σε σκωπτικό. Ενδεικτικό αυτής της υπόγειας μεταστροφής το διήγημα «Επικίνδυνοι έρωτες», όπου ο αφηγητής απογοητευμένος από τα οράματα της πολιτικής, το ακαδημαϊκό θάλπος και την ασφάλεια του αγνωστικισμού βρίσκει παραμυθία στις διδαχές ενός μοναχού. Μόνο που η ευλάβειά του θρυμματίζεται πολύ εύκολα, η δυσπιστία του και η επιφυλακτικότητά του δεν κάμπτονται από την αλήθεια του μοναχού. Ακόμα και όταν νιώθει την ανάγκη να εναγκαλιστεί τη θέρμη της μεταφυσικής, αναλογίζεται πικρόχολα την πλάνη όλων όσοι νόμισαν ότι άγγιξαν κάποτε το ιδεώδες των στοχασμών τους. Προς στιγμήν οι βεβαιότητες λιώνουν μέσα στις αναθυμιάσεις του λιβανιού, όμως όταν η λειτουργία τελειώνει, η ζωή παραμονεύει δελεαστική. Διακριτικό, αν και πολύ πιο εμφανές, το ξήλωμα του συγγραφέα που περιοδεύει στην επαρχία για να χαρίσει στους απολίτιστους ψήγματα της διάνοιάς του. Ο αφηγητής εμφανίζεται σαγηνεμένος από την παρουσία του γνωστού πεζογράφου, δεν καταφέρνει ωστόσο να κρύψει αποτελεσματικά τις αμφιβολίες του όσον αφορά το μέγεθος του φιλοξενουμένου. Αρκετά διασκεδαστικό το διήγημα ως προς την απεικόνιση οικείων φαιδροτήτων του λογοτεχνικού σιναφιού. Ιλαρές λεπτομέρειες η αλλεργία του συγγραφέα στους σκονισμένους τόμους της τοπικής βιβλιοθήκης καθώς και ο τίτλος, «Γραφή δε μένει εις χρόνους πληρεστάτους», με το «δε» να ερμηνεύεται διττώς, είτε ως εναντιωματικός σύνδεσμος είτε ως αρνητικό μόριο.
Αντιφατικοί, ρευστοί, πολύπτυχοι οι βίοι των «ελαχίστων» της συλλογής, του πικραμένου ερωτευμένου που ξόρκιζε τη διάλυση της σχέσης του με νοερές παραλλαγές εκδικητικών σχεδίων, του μαθητή που κατασπαράχτηκε από το αντισυμβατικό του πνεύμα, του επιστάτη εντός του οποίου ασφυκτιούσε μια κραυγή την οποία δεν εξωτερίκευε ει μη μόνον με ψιθύρους, της γυναίκας που ερωτεύτηκε για να τη συντρίψει η ανεντιμότητα του αγαπημένου της ή, κατ' άλλους, η κακογλωσσιά της συντηρητικής κοινωνίας, του ερωτικού τριγώνου που σπαράσσεται στη σκιά του θανάτου, του ξεχασμένου ρεμπέτη που πεθαίνει εν μέσω αλληλοαναιρούμενων πορτρέτων του στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ. Το ενδιαφέρον του Καραγιάννη μοιράζεται ακριβοδίκαια ανάμεσα στους παραγκωνισμένους της καθημερινότητας και στους αποσιωπημένους, λιγότερο ή περισσότερο, της Ιστορίας. Αν στην πρώτη κατηγορία προσηλώνεται στην κρυφή ζωή των προσώπων για να επισημάνει την ιδιοσυγκρασιακή τους συνθετότητα, στη δεύτερη επιχειρεί να αναδείξει τη διαφορετικότητα μέσω κοινών συνισταμένων. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά προσωπικότητες της επιστήμης ή του πνεύματος, ο συγγραφέας κινείται σε προδιαγεγραμμένους άξονες, όπως η σύμπλευση ιδιοφυΐας και ματαιοδοξίας, η ζηλοφθονία, ο ανταγωνισμός, οι τραγικότητες του ιδιωτικού βίου και τα πλήγματα της φιλοδοξίας, απολήγοντας σε προσωπογραφίες εξίσου συγκλίνουσες και αποκλίνουσες. Αξιοπαρατήρητη η παραλληλία τόσο ανάμεσα στα βιογραφικά όσο και ανάμεσα στο εκάστοτε δίδυμο βιογράφου και βιογραφουμένου. Ιδιαίτερα στην τελευταία περίπτωση οι ναρκισσιστικοί ακκισμοί εναλλάσσονται με αυτοσαρκαστικές αιχμές.
Συμμετρική δομή
Κυκλική η δομή της συλλογής, καταλήγει στο σημείο αφετηρίας. Διακριτή η συμμετρία ανάμεσα στο εναρκτήριο και το καταληκτικό διήγημα, όπου εκτίθενται η ζωή και η δράση δύο σημαντικών επιστημόνων, του μαθηματικού Τζιρόλαμο Καρντάνο και του θεμελιωτή της σύγχρονης άλγεβρας Εβαρίστ Γκαλουά, αντιστοίχως. Αν ο μαθηματικός της πρώτης ιστορίας οδηγείται στη μίμηση του βιογραφουμένου με πρόθεση εκδικητική απέναντι σε ύπουλο συνάδελφό του, η επίδοξη διδάκτωρ του έτερου διηγήματος, μολονότι έρχεται αντιμέτωπη με ακαδημαϊκούς σκοπέλους παρεμφερείς με αυτούς που σύντριψαν τον Γκαλουά, συνειδητοποιεί ότι δεν διαθέτει τη δυναμική του προτύπου της. Ας σημειωθεί ότι αμφότεροι προσλαμβάνουν καταφανώς ωφελιμιστικά τη βιογραφία των δύο ανδρών. Η αλήθεια που αποδίδουν στα ερανισμένα στοιχεία οφείλει πολλά και στη δουλειά της φαντασίας τους. «Μέσα σε κάθε ιστορία που πλάθεται ερμηνεύοντας γεγονότα, ψυχορραγεί η αλήθεια και ο βιογράφος με αγωνία μάχεται να της εμφυσήσει την πνοή της ζωής». Μόνο που οι βιογράφοι του Καραγιάννη αποδεικνύονται δόλιοι, είρωνες και παιγνιώδεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο νοσταλγός του ομότιτλου διηγήματος, του οποίου η «φιλολογική συνείδησις» τον προέτρεψε να αποδώσει το πορτρέτο του παππού του σε ύφος παπαδιαμάντειο. Νοσταλγός ο αφηγητής που αναβιώνει τα παιδικά του χρόνια, ο πρεσβύτης που ανακαλεί με ένοχη λαχτάρα μέρες ακολασίας, αλλά παντοτινή νοσταλγός η Αννα που μια νύχτα ταξίδεψε προς τον τόπο της. Αμφίσημες οι εκπεφρασμένες οφειλές στη σημείωση του τέλους προς τον άοκνο μελετητή του Παπαδιαμάντη, τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο. Μνεία στον Σκιαθίτη και στο ακόλουθο κείμενο όπου διαβάζουμε για το «όνειρο στον δρόμο» ενός περισφιγμένου από τον ενάρετο βίο του οικογενειάρχη. Οι περιπτώσεις του λόγιου του Διαφωτισμού Νεόφυτου Αδαμαντίδη και του ρομαντικού ποιητή Στέφανου Λογοθέτη -ανύπαρκτοι αλλά αρκούντως πραγματικοί μυθοπλαστικά- απηχούν την άχρονη πάλη εκλεκτών πνευμάτων με το φάσμα της λήθης και παραπλεύρως με το εύρος της φιλοδοξίας τους.
Ο Μάκης Καραγιάννης με τα δοκιμιακής υφής διηγήματά του καταδεικνύει πως κάθε βίος είναι φανταστικός από τη στιγμή που κάποιος αποπειράται τη διήγησή του. Πολυπρισματικός επίσης. Στη γεωμετρία της ύπαρξης δεν υφίστανται ευθείες. Για να λάμψουν οι κρυφές αντανακλάσεις μιας ζωής πρέπει αυτή να καταστεί αφηγήσιμη, «να γίνει ιστορία, να κατακτήσει την αλήθεια της μέσα από το ψέμα της γραφής».
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/08/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις