Βιομηχανική πολιτική, ευρωπαϊκή ενοποίηση και μισθωτή εργασία

136480
Συγγραφέας: Καραμεσίνη, Μαρία
Σελίδες:382
Ημερομηνία Έκδοσης:01/02/2002
ISBN:9789603938729


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Η είσοδος στη νέα χιλιετία βρίσκει την ελληνική μεταποίηση σε δυσμενέστερη θέση από αυτήν στην οποία βρισκόταν στο ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης. Οι θετικές εξελίξεις στην παραγωγή και την παραγωγικότητα, που σημειώθηκαν την τελευταία επταετία, δεν συνιστούν μία μη αντιστρεπτή πορεία εξόδου από την κρίση και πάντως δεν έχουν αναχαιτίσει την επιδείνωση των ανταγωνιστικών επιδόσεων.
Η εισαγωγή του ευρώ αναμένεται να εντείνει περαιτέρω την πίεση για διαρθρωτική προσαρμογή της ελληνικής μεταποίησης και να επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση τα θέματα βιομηχανικής πολιτικής, υπό τους περιορισμούς που επιβάλλει η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ.
Η διαρθρωτική προσαρμογή της μεταποίησης έχει άμεσες συνέπειες στην ποσότητα και την ποιότητα της απασχόλησης και άρα θίγει τα συμφέροντα της μισθωτής εργασίας. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό δεν έχει απασχολήσει επαρκώς και σε βάθος την ελληνική βιβλιογραφία. Το βιβλίο αυτό φιλοδοξεί να συμβάλει στην κάλυψη αυτής της έλλειψης, αναλύοντας ειδικότερα τη σχέση της βιομηχανικής πολιτικής με την απασχόληση. Επίσης, καλύπτει διεξοδικά τις θέσεις του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος σε θέματα βιομηχανικής πολιτικής, από τις αρχές της δεκαετίας του '80 μέχρι σήμερα, και αναδεικνύει τη λογική που τις υπαγόρευσε.
Πώς μπορούμε να αποτιμήσουμε τη βιομηχανική πολιτική στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης; Ποια είναι η σχέση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης με τη διαμόρφωση του συγκεκριμένου είδους βιομηχανικής πολιτικής που εφαρμόζεται σήμερα; Τι συμφέρον έχει η εργατική τάξη της χώρας μας από την άσκηση της νέας συναινετικής βιομηχανικής στρατηγικής, που προέκυψε από τον κοινωνικό διάλογο των ετών 1995-1997; Αποτελεί η ανταγωνιστικότητα λύση στο πρόβλημα της ανεργίας; Αυτά είναι ορισμένα από τα βασικά ερωτήματα-θέματα που πραγματεύεται αυτό το βιβλίο.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Το γεγονός ότι ο κόσμος στην Ελλάδα δεν είναι σωστά ενημερωμένος για το τι θα πρέπει να περιμένει τα επόμενα χρόνια ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης του ευρώ έχει επισημανθεί από πολλούς οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους. Ωστόσο λίγοι έχουν επιχειρήσει να αναλύσουν συστηματικά και να παρουσιάσουν με απλά λόγια τις συνέπειες της μεταβολής αυτής πάνω σε συγκεκριμένους κλάδους. Το υπό παρουσίαση βιβλίο έρχεται να καλύψει λοιπόν ένα μέρος του κενού αυτού στην ενημέρωση, εστιάζοντας κυρίως την προσοχή του στα θέματα της εν Ελλάδι βιομηχανικής πολιτικής και στο πώς αυτά διαμορφώνονται εντός των πλαισίων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Επίσης προβαίνει στη μελέτη της συσχέτισης της πολιτικής αυτής με τη μισθωτή εργασία. Η συγγραφέας του είναι επίκουρη καθηγήτρια των Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ενώ στο παρελθόν είχε εργασθεί και ως ερευνήτρια στο ΚΕΠΕ.

Η Μαρία Καραμεσίνη ορίζει ότι το διάστημα από το 1975 και μετά αποτέλεσε μια περίοδο κρίσης για τη βιομηχανία των χωρών του ΟΟΣΑ και ειδικότερα για τη βιομηχανία της Ελλάδας. Στην περίπτωση της Ελλάδας μάλιστα υφίσταται και ένα χρόνιο πρόβλημα μειωμένης ανταγωνιστικότητας (το οποίο δείχνει να επιμένει παρά τη μερική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά την τελευταία επταετία). Οι εξαγωγές, για παράδειγμα, των μεταποιημένων προϊόντων, από 47% των αντίστοιχων εισαγωγών το 1987, σήμερα καλύπτουν μόλις το 26% αυτών. Επιπροσθέτως, η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981 περιόρισε αισθητά τα όπλα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η πολιτική ηγεσία για να διαμορφώσει μια «επιθυμητή» βιομηχανική πολιτική. Οι δασμοί και οι ποσοστώσεις, για παράδειγμα, τα οποία αποτελούσαν μέσα (κατ' εξοχήν προστατευτικά) για τη διαμόρφωση μιας τέτοιας πολιτικής, δεν δύνανται πλέον να εφαρμοσθούν σε εθνικό επίπεδο.

Τα δύο κυρίαρχα ρεύματα οικονομικής σκέψης (νεοφιλελεύθερο και νεοπαρεμβατικό) προσεγγίζουν διαφορετικά το ζήτημα της βιομηχανικής πολιτικής. Το πρώτο ρεύμα θεωρεί ότι η αγορά αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα που πρέπει να καθορίζει τη λειτουργία της βιομηχανίας και της κατανομής των πόρων και θεωρεί επίσης ότι το μόνο πράγμα που μπορεί να κάνει το κράτος είναι να παρέχει υλικές και άυλες υποδομές. Το δεύτερο ρεύμα θεωρεί ότι το κράτος μπορεί να κατευθύνει μέσα από συγκεκριμένες δράσεις και παρεμβάσεις την κατανομή των πόρων και την άσκηση της βιομηχανικής πολιτικής, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζει τους υφιστάμενους περιορισμούς που τίθενται από τη συμμετοχή σε διάφορα διεθνή πλαίσια.

Ειδικότερα για την Ελλάδα το ζήτημα που τίθεται είναι η σημαντική μείωση της απασχόλησης στον μεταποιητικό τομέα της οικονομίας και η αντίστοιχη αύξηση της απασχόλησης στον τριτογενή τομέα, που έδειξε να προσφέρει και τα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους στο κεφάλαιο κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών (τουρισμός και υπηρεσίες). Ωστόσο μια βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στον μεταποιητικό τομέα δεν συνεπάγεται, κατά τη συγγραφέα, και μιαν αντίστοιχη αύξηση της απασχόλησης σε αυτόν. Επιπλέον, μια μορφή προστατευτισμού ώστε να μη θιγούν κάποιες θέσεις εργασίας θα πρέπει να θεωρείται αδύνατη και ουτοπική. Συνεπώς μόνο με μια στροφή προς άλλες δράσεις, που αποτέλεσμα θα είχαν τη δημιουργία διαφοροποιημένων προϊόντων υψηλής προστιθεμένης αξίας, θα μπορούσε να τονωθεί η βιομηχανική πολιτική στην Ελλάδα (αλλά με συζητήσιμες μεταβολές στην απασχόληση).

Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης η ελληνική βιομηχανία αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας περιφερειακής βιομηχανίας και χάνει τα χαρακτηριστικά της εθνικής βιομηχανίας. Ετσι, παύει να έχει τη βαρύνουσα σημασία που είχε κατά τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Αλλωστε η εξειδίκευση στα συγκριτικά πλεονεκτήματα ωφελεί πολύ περισσότερο μια περιφερειακή οικονομία, καθώς η πολιτική της αυτάρκειας (διά της επιδοτήσεως πολλών οικονομικώς ζημιογόνων δραστηριοτήτων) χάνει σχεδόν οριστικά το νόημά της. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η μισθωτή εργασία στη μεταποίηση επηρεάζεται άμεσα και επί τα χείρω, καθώς αποδυναμώνεται ολοένα και περισσότερο η ισχύς του συνδικαλιστικού κινήματος. Ωστόσο, σύμφωνα με τη νεοπαρεμβατική θεωρία, η ανάμειξη του κράτους στη διαμόρφωση μια σειράς δυναμικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων (διά της ενισχύσεως, π.χ., της τεχνολογικής πολιτικής) θα μπορούσε να διατηρήσει έναν σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας στη μεταποίηση.

Η συγγραφέας τονίζει ότι η ανταγωνιστικότητα, όπως αυτή ορίζεται στο νεοφιλελεύθερο και μονεταριστικό πλαίσιο που σαφώς έχει επικρατήσει και στην ΕΕ, δεν αποτελεί πανάκεια αφού «κλέβει» θέσεις εργασίας από άλλες χώρες με αποτέλεσμα τη διαιώνιση των πιέσεων για παραχωρήσεις από μέρους των εργαζομένων. Θεωρεί επίσης η Καραμεσίνη ότι τα πετυχημένα παραδείγματα της βιομηχανικής πολιτικής των χωρών της Ασίας (τα οποία δεν ακολουθήθηκαν από την Ελλάδα παρά μόνον μετά το 1985 - αλλά χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα λόγω διαφόρων περιορισμών) δεν γίνεται πλέον να εφαρμοσθούν. Ετσι καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής του συνόλου των κρατών-μελών της ΕΕ ώστε να τονωθεί η εγχώρια ζήτηση θα μπορούσε να αποτελέσει τη βασική λύση για την αντιμετώπιση της ανεργίας και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των εργαζομένων.

Θα καταλήγαμε λέγοντας ότι τα συμπεράσματα του βιβλίου αυτού είναι χρήσιμα - αν και σε πολλές περιπτώσεις όχι τόσο αισιόδοξα - και συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση ενός πλαισίου διαλόγου, που με τη σειρά του θα μπορούσε να βοηθήσει στη χάραξη μιας περισσότερο ενεργού βιομηχανικής πολιτικής στην Ελλάδα.



Νίκος Α. Κεράνης (οικονομολόγος και οικονομικός αναλυτής)

ΤΟ ΒΗΜΑ , 04-08-2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!