0
Your Καλαθι
Διονύσης Σαββόπουλος
Ποιητική, παράδοση, πνεύμα
Περιγραφή
Η διαδρομή του Διονύση Σαββόπουλου στο τραγούδι (από τις αρχές της δεκαετίας του '60 ώς τις μέρες μας). Τα θέματα της ποιητικής του, οι σημαντικές στιγμές της πορείας του. Το βιβλίο περιλαμβάνει στίχους, αποσπάσματα από συνεντεύξεις, απόψεις άλλων για το έργο του και ολοκληρώνεται με 20 τραγούδια του τραγουδοποιού.
Γραμμένο από έναν νέο δοκιμιογράφο, το βιβλίο Διονύσης Σαββόπουλος συνιστά την πρώτη εκτεταμένη μελέτη των μορφικών και πνευματικών ερωτημάτων που θέτει το έργο του θεσσαλονικιού τραγουδοποιού αλλά και μια επανανάγνωση της συμβολικής θέσης του στον σύγχρονο πνευματικό Κανόνα.
Διατρέχοντας, χρονικά και θεματικά, όλες τις δημιουργικές περιόδους του (απ’ το Φορτηγό ως τον Χρονοποιό), ο συγγραφέας εξετάζει τη σχέση του Σαββόπουλου με τη δυτική τραγουδοποιία (Ντύλαν, Μπρασένς, Κοέν) και κυρίως την τομή που επέφερε στη συνέχεια του ελληνικού τραγουδιού, απελευθερώνοντας δυνάμεις αυτονομίας και χειραφέτησης, διαρρηγνύοντας την παραδοσιακή φόρμα και αφιερώνοντας την ποιητική του στην επίκληση ενός απρόσιτου Πνεύματος, το οποίο και θα ενοποιούσε τις κατακερματισμένες ανθρώπινες εμπειρίες σε μια υπερβατική γιορτή.
Ο συγγραφέας απομονώνει και αναπτύσσει διεξοδικά τα κεντρικά μοτίβα των τραγουδιών του Σαββόπουλου -τον αμφίθυμο διάλογό του με τη μητέρα-παράδοση, το πένθος, την ποιητική του κενού- αλλά και την ανθρωπολογία του, τη σχέση του με την Αριστερά, τους δεσμούς του με τις πνευματικές προϋποθέσεις των τραγουδιών του Χατζιδάκι και του Γκάτσου.
Το σαββοπουλικό έργο αποτελεί, στο δοκίμιο του Δημήτρη Καράμπελα, και την ιδανικότερη αφορμή επανεξέτασης των θεμελιωδών αισθητικών και ιδεολογικών εντάσεων που διαπερνούν το σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας στην ύστερη νεωτερικότητα.
Τέλος, είκοσι από τα τραγούδια του Σαββόπουλου, που αναλύονται διαδοχικά στο σώμα του κειμένου, ανθολογούνται στο τέλος της έκδοσης.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο βιβλίο του Δημήτρη Καράμπελα για τον Διονύση Σαββόπουλο επενδύεται μια ασυνήθιστη ψυχική θέρμη. Μετά βίας θα το χαρακτήριζα δοκίμιο. Σκέφτομαι ότι θα είχα το δικαίωμα να το θεωρήσω, πρωτίστως, ένα έργο αγάπης, δηλαδή ανάλωσης, δαπάνης, απώλειας. Εχει κανείς την αίσθηση ότι το περίσσευμα είναι μεταδοτικό.
Αναφέρθηκα σε «απώλεια», όμως τι είναι εκείνο που χάνεται; Πολλά. Περιορίζομαι στο να αναφέρω το «επιστημονικό» μέτρο, τους ρεαλιστικούς περιορισμούς, τους δημοσιογραφικούς γνώμονες, την πεπατημένη των μουσικολόγων. Τρόπον τινά, ο συγγραφέας χάνει το δρόμο του, ευτυχισμένος γι' αυτό, και βαδίζει γύρω γύρω, μαζί με τον Σαββόπουλο, πέριξ ενός ομφαλού που δεν αναπαριστάται ποτέ πειστικά, επειδή αποτελεί καθαρό βίωμα, και τον οποίον ονομάζει: Πνεύμα. Στο μεταξύ, εξυπακούεται, η ερωτική ταραχή ενός τέτοιου λόγου δεν θα μπορούσε παρά να συσκοτίζει κάπως το περίγραμμα του αντικειμένου από τη σκοπιά των απαιτήσεων μιας προσέγγισης αμιγώς κριτικής, κι έτσι το Πνεύμα διαφεύγει κι επανέρχεται και όπου θέλει πνέει. Δηλαδή, αν εσύ, ο αναγνώστης, δεν έχεις αντίρρηση να ακολουθήσεις το μουρμουρητό του. Μπορείς ν' ακούσεις το συγγραφέα να προσεύχεται μάλλον παρά να γράφει.
Αυτό ίσως κάνει αρκετούς αναγνώστες να δυσφορήσουν. Αλλά μ' αρέσει να ελπίζω ότι, εδώ κι εκεί, γύρω από γραπτές κατασκευές γεμάτες συγκίνηση, επιβιώνει ακόμη σήμερα ένα είδος αναγνώστη όχι ολότελα τυπικού στα καθήκοντά του (υπολογίστε κι εμένα), ο οποίος προτιμάει να ψάχνει στην αγάπη για αλήθεια παρά το αντίθετο. Του ανατέθηκε η ανυπόληπτη, αλλά ευχάριστη ακρόαση της εξομολόγησης ενός ερωτευμένου που μεροληπτεί εξαιτίας του πυρετού που τον καίει: συγγραφέας ερωτευμένος με τον ήρωά του, που υψώνει τον έρωτά του στη βαθμίδα ενός γρίφου -του Πνεύματος. Απ' αυτόν τον πυρετό θερμαίνεται η ορατή λογοτεχνική ομορφιά πολλών από τις επιμέρους αναλύσεις που απαρτίζουν το βιβλίο, οι οποίες καρκινοβατούν ανάμεσα στο στοχασμό και σε μια απεριόριστα λυρική ανάγνωση του Σαββόπουλου, με συνέπειες όχι σπανίως συναρπαστικές. Λοιπόν, όλα τα παραπάνω με οδηγούν σ' ένα πρόωρο επιμύθιο, σύμφωνα με το οποίο τα ελαττώματα του έργου είναι ακριβώς τα προτερήματά του.
Φερ' ειπείν, κάτι που μοιάζει με σχεδίασμα της εργοβιογραφίας του Σαββόπουλου μισοκαλύπτει το βιβλίο σαν τη σκιά μιας ανησυχητικής αβεβαιότητας. Αυτό το πλέγμα δεν απλώνεται πάνω σε ένα χρονολόγιο, αλλά πάνω στο χάρτη ενός αστερισμού έμμονων ιδεών. Ελάττωμα, θα πείτε, επειδή οι έννοιες εκείνες έχουν σαφώς ανακληθεί από την περιοχή μιας έντασης εκείθεν της μουσικής και ποιητικής σταδιοδρομίας του Σαββόπουλου, σαν τα στοιχεία ενός υποκειμενικού κώδικα που εφαρμόζεται εκ των υστέρων στο αίνιγμα του αντικειμένου, ώστε να το ζωογονήσει με σημασίες. Προτέρημα, θα προσθέσω, διότι έτσι φτάνουμε όντως σ' εκείνο που ο Σαββόπουλος πέτυχε όσο κανένας άλλος Νεοέλληνας καλλιτέχνης, δηλαδή το να αφήσει το έργο του ανοιχτό σε απειράριθμες ερμηνείες, όλες σωστές διά μαγείας, αφού το σημαντικό, εν προκειμένω, δεν είναι η ερμηνεία αλλά το απειράριθμον των υπαινιγμών που η απόπειρα ερμηνείας υποβάλλει. Αυτό συμβαίνει, πιστεύω, επειδή η μουσική του, οσονδήποτε πηγαία και πρωτότυπη, υπήρξε μια ανεξάντλητη μεταφορά. Ξέρουμε, από κακή πείρα, ότι μόνο μια μεταφορά μπορεί να αναδείξει μιαν άλλη μεταφορά, δηλαδή να τη φέρει πλησιέστερα στην κατανόηση δίχως να περιορίσει το εύρος των αντηχήσεών της. Εξού και η μεταφορά του Δ.Κ., επιτρέπει στον Σαββόπουλο να μας μιλάει στο διηνεκές, πότε έτσι πότε αλλιώς, πάντα ερεθισμένος από την εκάστοτε συγκυρία, ποτέ αμετακίνητος, ποτέ ανελαστικός. Μονίμως σε κατάσταση οξυγόνωσης. Η μεταφορά αυτή εκπροσωπείται, ακριβώς, στη λέξη Πνεύμα.
Για να αναδείξω τον ιστό των επίμαχων εννοιών, θα αρκούσε ίσως να συμφωνήσω ότι το βιβλίο αναφέρεται κατ' ουσίαν στο χρόνο, στη χρονικότητα, στον άνθρωπο ως Χρονοποιό, δηλαδή στο ανθρώπινο πρόσωπο ως ένα ον που αναλαμβάνει το συμβολικό του θάνατο. Το θέμα αυτό (εδώ που τα λέμε, μήπως υπάρχει κι άλλο;) κυκλοφορεί στο έργο του Καράμπελα περί Σαββόπουλου μέσα από επανερχόμενες αναφορές στο μυστήριο της βιωμένης διάρκειας, φωτισμένο πλαγίως με αφορμή ή πρόσχημα την εξέλιξη του μουσικού. Λοιπόν ναι, θα ήταν μια ευλογοφανής ανάγνωση! Αυτή καθεαυτήν η εξέλιξη του Σαββόπουλου περιγράφεται σαν στάσιμη κίνηση ή αμφιταλάντευση γύρω από ορισμένους ζωτικούς άξονες, ούτως ώστε η χρονικότητα να εγγράφεται στις παλινδρομήσεις, στην ανέφικτη θεραπεία του καλλιτέχνη μέσω επιστροφών που δεν είναι ποτέ ίδιες, αλλά εμφανίζονται σαν σπειροειδείς ελιγμοί μιας κλίμακας η οποία διαπερνάει ένα όλο και ψηλότερο επίπεδο συνείδησης.
Αυτή η περιδινούμενη μοίρα, αυτές οι συνεχείς αναβαθμίσεις προς το αναβαλλόμενο καθεστώς της ιδεώδους ζωής, ξεκινάει ταπεινά, σαν τυφλή κίνηση κατά μήκος της παρατεταμένης εφηβείας. Αναμφίβολα, ο Σαββόπουλος φέρεται σαν έχει γαλουχηθεί στο λίκνο μιας παράδοσης εκ πρώτης όψεως μαραμένης και αδιάφορης. Ετσι, απαντάει αρχικά στις φόρμες της παράδοσης με την οξύτητα μιας κριτικής που δεν απέχει από τη βάναυση παραβίαση. Κατόπιν, αποχωρίζεται απ' αυτήν για την πενθήσει. Ωστόσο, πενθώντας, δηλαδή έχοντας κατανοήσει το μέγεθος της απώλειας και τη φύση του διακυβεύματος, υποχρεώνεται να επιστρέψει στο σταυροδρόμι από θέση όχι πλέον φαντασιακή, αλλά τραγική, λειτουργική. Επωμίζεται ό,τι επιβιώνει από την παράδοση προκειμένου να το προικίσει με τη ζωντανή γλώσσα μιας αποχαιρετιστήριας δράσης των μουσικών και ποιητικών σημείων, που είναι ταυτόχρονα προφητικής τάξης. Αναπόφευκτα, στη θέση της παράδοσης έρχεται τώρα η ψυχή. Και αυτή, όπως η παράδοση, θα γίνει ομιλητική χάρη σ' ένα παιχνίδι αγάπης/μίσους με τις φόρμες. Φυσικά, σ' αυτό το αδιάκοπο πήγαιν'-έλα, όπου οι μεγάλες δημιουργικές στιγμές μετριώνται σαν αναδιπλώσεις της εκάστοτε απόστασης από τον προορισμό, η αυτοκριτική είναι μία από τις στρατηγικές της συνείδησης κατά την αναβάπτισή της στην υπαρξιακή αποτυχία. Ομως, εκείνο που η ψυχή ποθεί πέρα και πάνω απ' όλα είναι το φωτεινό όριο του μέλλοντος, η ευτυχισμένη συνάντηση όλων με όλα εν Πνεύματι.
Αλλά τι είναι επιτέλους αυτό το Πνεύμα, για το οποίο μιλάει διαρκώς ο συγγραφέας; Οχι, εντέλει η ανάγνωση του βιβλίου με αποκλειστικό οδηγό την αναθεώρηση της χρονικότητας δεν επαρκεί. Θα όφειλα να είχα υπογραμμίσει εξαρχής το γεγονός ότι το βιβλίο είναι διαποτισμένο από το λεξιλόγιο της λεγόμενης Ορθόδοξης εμπειρίας, και ότι μπορούμε κάλλιστα να του αποδώσουμε, έστω εντός εισαγωγικών, τον υπότιτλο μιας πραγματείας θεολογικής. Ετσι, πλάι στο ζήτημα του χρόνου, το πένθος και το πρόσωπο, το σύμβολο και η ενότητα, το μυστήριο, η ενσάρκωση, η εξιλέωση, η γιορτή και το Πνεύμα μπαίνουν σε θέσεις σημείων αναφοράς. Ειδικά η τελευταία αυτή έννοια, του Πνεύματος, αποδεικνύεται πανταχού παρούσα περιορίζοντας τη δικαιοδοσία των λογικών ερμηνειών της πνευματικότητας στο ελάχιστο αναγκαίο, αλλά φωτίζοντας επίσης όλα τα παράδοξα, τις ασυνέχειες, τις παλινωδίες και τις εκτινάξεις του Σαββόπουλου προς το όριο εκείνο της φωτεινής σιωπής, όπου πλησιάζει και ξαναπλησιάζει ωθούμενος από το πάθος να εκφράσει το ανέκφραστο. Το Πνεύμα, εδώ, και μολονότι νιώθει κανείς τον πειρασμό να το ταυτίσει με το Πνεύμα του Θεού στην Τριάδα, είναι μάλλον, αν ερμηνεύω σωστά, εκείνος ο πυρήνας του έρωτα που μένει εκτός έκφρασης επειδή αποτελεί ο ίδιος την πηγή όλων των νοημάτων. Είναι το πρωταρχικό νόημα, το νόημα-μηδέν. Λέγοντας «μηδέν», εννοώ ότι δεν υπάρχει εντός του διαφοροποίηση ούτε ανάγεται σε κάποιο προγενέστερο νόημα. Μοναδική του ιδιότητα είναι η κενή υπόσταση, δηλαδή κενή ως προς τις αντιθέσεις: με μια λέξη, πρόκειται για την αγάπη.
Η ιδέα είναι ότι ο Σαββόπουλος έλκεται από το ορόσημο μιας εμπειρίας ολοκλήρωσης, την οποία ο συγγραφέας ονομάζει, ακριβώς, συνάντηση με το Πνεύμα, εννοώντας τη συνάντηση με το νόημα του ενιαίου κόσμου. Νόημα και Πνεύμα, σ' αυτή τη μελέτη της Γιορτής, εφόσον πρόκειται περί μελέτης, είναι συνώνυμα, όπως στη φράση «καταλαβαίνω το πνεύμα σου», δηλαδή καταλαβαίνω από ποια θέση και με ποια πρόθεση μου μιλάς, καταλαβαίνω τι εννοείς. Η έλξη της Γιορτής περιγράφεται σαν η ουτοπία του Σαββόπουλου και, συνάμα, σαν η αρρώστια της ψυχής του, καθώς αυτή η ψυχή, κατά το συγγραφέα του βιβλίου, και δύσκολα θα διαφωνούσε κανείς, ονειρεύεται εντατικά το τελικό Δείπνο της συντροφιάς των προσώπων που αγάπησε και, ενδεχομένως, όλων των προσώπων της ανθρώπινης Ιστορίας. Το όραμα χαρακτηρίζεται εσχατολογικό και γίνεται το κλειδί της σκιαγράφησης του πρωταγωνιστή μας, σαν μουσικού και ποιητή.
Ετσι, δεν είναι παράξενο που μια εργασία με τίτλο Διονύσης Σαββόπουλος παραχωρεί κρίσιμο ρόλο στην έννοια του Πανηγυρισμού, την οποία ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται όχι μόνο σαν έκρηξη συντροφικότητας αλλά και ως συγκινησιακή και μεταφυσική ολοκλήρωση των άμεσων πνευματικών πεπρωμένων, κάτι σαν αδημονία ή λαχτάρα για την αυθόρμητη λύση όλων των συγκρούσεων και όλων των μορφών αντιπροσώπευσης πάνω στις οποίες η ψυχή θεμελίωσε τους θεσμούς της. Ο θεολογικός υπαινιγμός, η αναλογία που περιέχεται σ' αυτό το σχήμα, είναι περισσότερο από σαφής. Εν ολίγοις, το έργο αναφέρεται στους τροπισμούς και στις περιστάσεις που επέτρεψαν στον Σαββόπουλο να γίνει, στη νεοελληνική πολιτισμική Ιστορία, το κατ' εξοχήν υποκείμενο ενός τέτοιου ρεμβασμού, σε μια διαρκή κυκλοφορία του σημαίνοντος «Πνεύμα» από την επιθυμία στη διάψευση και τανάπαλιν. Για το συγγραφέα του βιβλίου, η κίνηση του εκκρεμμούς, σύμφωνη με τον κτύπο της καρδιάς μιας ομολογουμένως μεγάλης τέχνης, βρήκε στον Σαββόπουλο την ιδανική της αντήχηση, πάντα σε εκκρεμμότητα (: εκκρεμμές) αλλά και σε θέση ισχύος: πάντα σε ξεκίνημα αλλά προς χάριν της ιδέας του Τέλους, πάντα σαν μια πρόταση που εξασφαλίζεται με τη χαρούμενη ή μελαγχολική εισβολή στα εσωτερικά της ασυναρτησίας του χρόνου αλλά και σαν σπινθηροβόλημα ενός χρόνου που φέγγει για να μπορεί ο άνθρωπος να διαβάζει το μέλλον ενώ, συνάμα, η φωτιά τού τρώει τα σωθικά.
Σκέφτομαι, εντούτοις, ότι κάτι λείπει από το παραπάνω ερμηνευτικό σχήμα. Μολονότι η επιρροή της εορταστικής σύλληψης του νοήματος (Τελικό Πανηγύρι ή Πάρτι, όπου προσκαλούνται οι πάντες), είναι πράγματι κρίσιμης σημασίας για τον Σαββόπουλο, εξακολουθούμε νομίζω να την αδικούμε, αν δεν την εξαιρέσουμε από τη γραμμική αλληλουχία του χρόνου, μεταφέροντάς την (και τι άλλο είναι το Πνεύμα ως μεταφορά;) από το μέλον στο παρόν, πράγμα που ο Δ.Κ. δεν προθυμοποιείται να κάνει παρά μόνον πολύ διστακτικά. Γι' αυτόν, η κατά Σαββόπουλον Γιορτή είναι εσχατολογική ως αναμονή μιας μέλλουσας, οριστικής εκμηδένισης του Εγώ, της οποίας επιμέρους δοκιμές συνιστούν τα τραγούδια, οι μαρτυρικές, τρελές, αποτυχημένες, και συνάμα φαεινές και αγγελικές και τρομακτικά εύγλωττες αναφωνήσεις ενός σαλού που ονειρεύται το Τραπέζι της Παρουσίας. Ομως ο Σαββόπουλος, όπως όλοι οι ισχυροί ποιητές, χειρίζεται αυτήν την οριακή στιγμή σαν προσωπείο του παρόντος, σαν έμβλημα ψυχικής απεραντοσύνης του αθρόου συμβάντος, όπου η Ιστορία, ως αιχμή, ενεστωποιείται μαζί με όλα τα περασμένα και τα μελλοντικά.
Αρα, θα τολμούσα να πω ότι το μόνο ελάττωμα που δεν γίνεται προτέρημα σ'άυτή την κυκλωτική κίνηση της αγάπης του συγγραφέα για το μουσικό, συμπίπτει με τη βιασύνη του πρώτου να διακρίνει τον δεύτερο από τους ποιητές του ελληνικού Κανόνα, των οποίων τη «μυστική» εμπειρία (φως, σιωπή, αιώνια στιγμή, έλλαμψη...) κρίνει με τους όρους μιας απόκρυφης διαπλάτυνσης του ναρκισσισμού τού Εγώ, μεθυσμένου από φαντασιώσεις δύναμης. Δεν εξαιρεί ούτε τον Ελύτη και θεωρεί, απεναντίας, ότι το nunc stans, η απαυγάζουσα πεμπτουσία τού κατά Σαββόπουλον χρόνου κυμαίνεται σε ομόκεντρους κύκλους με αφετηρία μια πληγή στη ρίζα του κόσμου, της οποίας η αιμορραγία κάνει να κοκκινίζουν οι καρποί του μέλλοντος. Αυτού του είδους την εσχατολογία αντιπαραβάλλει εσφαλμένα προς τις παραδείσιες ονειροπολήσεις των ποιητών του Κανόνα, που υποτίθεται ότι συμπεριφέρονται γλωσσικά σαν να νοσταλγούν απλώς τη Μητέρα. Το ζήτημα είναι υπερβολικά σύνθετο και δεν έχω το περιθώριο να το θίξω, οπότε θα περιοριστώ να προτείνω μια βαθύτερη ανάγνωση των ποιητών, μέχρι αποδείξως του ότι οι εμπειρίες αυτές διαφέρουν από τη Γιορτή του Σαββόπουλου μόνον φαινομενικά, ενώ το εκκρεμμές της διαφοράς ταλαντεύεται παραπειστικά μεταξύ της ματαίωσης του λόγου στο κατώφλι του άναρθρου και της ευθύνης τού να φαντάζεσαι τον κόσμο σαν ένα αγκυροβόλιο. Είναι το ίδιο πράγμα. Και εδώ κι εκεί, γαληνεύουν όλες οι προσμονές της αιωνιότητας, δίχως η γαλήνη να πλήττει τη ζωτικότητα του Ανθρώπου. Ας πούμε ότι της δωρίζει το όνομά της.
Τέλος, ο Καράμπελας, απ' την αγάπη του σίγουρα, αδικεί τον Σαββόπουλο με το να παρακάμψει το ζήτημα της δίχως ρωγμές σύνθεσης που πέτυχε αυτός ο καλλιτέχνης ανάμεσα σε «ξένες» μεταξύ τους ουσίες (στίχος, φωνή, μελωδία, ρυθμός), που τις συνένωσε αεροστεγώς -κάτι αληθινά πρωτοφανές, αρκετό για να μας θυμίζει τις ικανότητες ενός σαμάνου. Και ιδού γιατί ο λαός λέει ότι η αγάπη αδικεί.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/03/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις