0
Your Καλαθι
Ο ρόλος των ενόπλων δυνάμεων στην πολιτική ζωή της Τουρκίας και της Ελλάδας
Συγκριτική ανάλυση των μεταπολεμικών στρατιωτικών επεμβάσεων 1945-1980
Περιγραφή
Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η κατανόηση των γεγονότων που προηγήθηκαν και οδήγησαν την Τουρκία αλλά και την Ελλάδα να επιλέξουν ένα διαφορετικό τρόπο ανάπτυξης των πολιτικο-στρατιωτικών τους σχέσεων κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η μεταπολεμική περίοδος, 1945-1980, αποτελεί κομβικό σημείο στην πορεία και το είδος ανάπτυξης των σχέσεων στρατού και πολιτείας στα δύο αυτά κράτη. Στην περίπτωση της Τουρκίας, οι ένοπλες δυνάμεις κατόρθωσαν να πειραματιστούν με τη λειτουργία του πολυκομματικού πολιτικού συστήματος και να εξαγάγουν συμπεράσματα που θα τους ωφελούσαν στην προσπάθεια διαιώνισης της πολιτικής τους ηγεμονίας. Αντίθετα στην περίπτωση της Ελλάδας, η Χούντα των Συνταγματαρχών άθελά της συνέβαλε στη μείωση του μίσους που χώριζε τον πολιτικό κόσμο της χώρας από την περίοδο του Εμφύλιου Πολέμου και στην επικράτηση των πολιτικών ηγετών έναντι των στρατιωτικών.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο του Γεράσιμου Καραμπελιά αποτελεί προϊόν δεκαετούς έρευνας με αντικείμενο το θέμα των σχέσεων στρατού και πολιτείας στη μεταπολεμική πολιτική ζωή των δύο γειτονικών κρατών. Αρχίζοντας με μια σύντομη ανασκόπηση της διαδρομής που ακολούθησαν Ελλάδα και Τουρκία κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες του 20ού αιώνα, το βιβλίο εστιάζει στην περίοδο 1945-1980, την οποία ο συγγραφέας θεωρεί καθοριστική για την κατανόηση των πολιτικών εξελίξεων στις δύο χώρες. Ακολουθώντας αυστηρά τη συγκριτική πολιτική μεθοδολογία ο Καραμπελιάς στοχεύει όχι μόνο στην ανάδειξη των στοιχείων εκείνων που διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην ιστορική πορεία των δύο κρατών, αλλά και στον εντοπισμό των αδυναμιών που παρουσιάζουν τα δυτικά μοντέλα ανάλυσης των στρατιωτικών επεμβάσεων στα κράτη της περιφέρειας.
Η σημαντικότερη ίσως πρόκληση για την πολιτική επιστήμη είναι ο εντοπισμός των μεταβλητών που συντελούν στη διαμόρφωση και στην εδραίωση των διαφόρων τύπων πολιτικών καθεστώτων. Από τα χρόνια που ο Αριστοτέλης ταξινομούσε τα πολιτεύματα, πολιτικοί μελετητές πασχίζουν να ανακαλύψουν τα αίτια της δημιουργίας, διατήρησης και πτώσης του κάθε πολιτικού συστήματος. Γιατί, π.χ., η Αθήνα στα χρόνια του Περικλή ήταν πρότυπο δημοκρατικής πολιτείας και η Σπάρτη πρότυπο αυταρχικού καθεστώτος; Γιατί, για να φθάσουμε στον 20ό αιώνα, στις νότιες, μεσογειακές ακτές της Ευρώπης, από την Πορτογαλία ως την Τουρκία και ενδιαμέσως, οι ένοπλες δυνάμεις συχνά έπαιξαν ρόλο πραιτωριανών ενώ στη Βόρεια Ευρώπη αναπτύχθηκαν (ιδίως στον Μεσοπόλεμο) ολοκληρωτικά καθεστώτα βασισμένα σε μανιχαϊκού τύπου ιδεολογίες όπως ο κομμουνισμός και ο φασισμός; Γιατί, για να φθάσουμε στη θεματική του βιβλίου του Γεράσιμου Καραμπελιά, η Ελλάδα σήμερα (και από το 1974) έχει εδραιώσει διαφανείς, δοκιμασμένους και ανθεκτικούς δημοκρατικούς θεσμούς ενώ η Τουρκία παραμένει ακόμη (παρά την ευρωπαϊκή της πρόκληση) υπό τον έλεγχο του στρατιωτικού της κατεστημένου;
Η συγκριτική και πολυ-παραγοντική προσέγγιση του συγγραφέα μάς βοηθάει στην ερμηνεία του παρελθόντος καθώς και στην πρόβλεψη μελλοντικών εξελίξεων. Στη σύγχρονη, μετά το 1923, κεμαλική Τουρκία ο στρατός ανέλαβε τον ρόλο του προστάτη ενός δυτικόστροφου αλλά μονοδιάστατου εκσυγχρονισμού που επιβλήθηκε σε μια χώρα οικονομικά αναπτυσσόμενη, εθνοτικά πλουραλιστική, με τεράστιες ανισότητες ανάμεσα σε μια μικρή ελίτ προνομιούχων και στις μεγάλες μάζες του οικονομικού περιθωρίου που έβρισκαν διέξοδο είτε στη θρησκεία (Ισλάμ) ή σε ανατρεπτικές, αριστερού τύπου ή εθνοτικά αποσχιστικές, επαναστατικές δυνάμεις. Στην Ελλάδα, όπως θα δούμε παρακάτω, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Σταθερά στην περίπτωση της Τουρκίας του 20ού αιώνα (μετά το 1923) είναι ότι οι ένοπλες δυνάμεις πήραν θέση πάνω από την πολιτική. Ετσι διατήρησαν, με σχετικές εξαιρέσεις, την αίσθηση της ιεραρχίας και την εσωτερική (συντεχνιακή εν πολλοίς) συνοχή τους. Αντιθέτως, στην ελληνική περίπτωση οι ένοπλες δυνάμεις διχάστηκαν στον 20ό αιώνα (βενιζελικοί - βασιλικοί, εθνικιστές - κομμουνιστές) παίζοντας έναν έντονα παρεμβατικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Υπεραπλουστεύοντας αρκετά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στην Τουρκία οι πολιτικοί λειτούργησαν ως όργανα των στρατιωτικών ενώ στην Ελλάδα οι στρατιωτικοί ενήργησαν ως μοχλοί, αν όχι πιόνια, προώθησης των συμφερόντων των πολιτικών.
Η συγκριτική προσέγγιση αναδεικνύει άλλη μία μεγάλης σημασίας διαφορά στον ιστορικό ρόλο των ενόπλων δυνάμεων των δύο χωρών. Μετά την επανάσταση του Κεμάλ Ατατούρκ ο στρατός στην Τουρκία ανέλαβε τον ρόλο του εγγυητή των αρχών του κεμαλισμού και διατήρησε (και διατηρεί έκτοτε) την ανοχή, αν όχι την υποστήριξη, μιας μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης και των μεσοαστικών τάξεων. Παραμένοντας ουδέτερη στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τουρκία απάλλαξε τις ένοπλες δυνάμεις της από το στίγμα μιας μεγάλης ήττας που θα συνεπαγόταν η συμμετοχή της στις τάξεις του Αξονα. Στην ελληνική περίπτωση, αντιθέτως, οι ένοπλες δυνάμεις τραυματίστηκαν (και ομαδοποιήθηκαν) από τους δύο μεγάλους διχασμούς του 20ού αιώνα. Επιπροσθέτως, η επταετία της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-74) έκλεισε με την ταπεινωτική εμπειρία στην Κύπρο (πραξικόπημα Ιωαννίδη, τουρκική εισβολή) που άφησε βαθιά τραύματα στο υποσυνείδητο του μέσου έλληνα στρατιωτικού. Εδώ η ελληνική εμπειρία μπορεί να συγκριθεί περισσότερο με την αντίστοιχη πορτογαλική και αργεντινική, ύστερα από τις δικές τους ταπεινωτικές εξωτερικές περιπέτειες στη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αντιστοίχως.
Ενας αρκετά διαδεδομένος επιστημονικός μύθος διατείνεται ότι οι στρατιωτικές επεμβάσεις στην πολιτική της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι εισαγόμενα είδη (made in the USA). Υπηρετώντας τα στρατηγικά της συμφέροντα κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η υπερατλαντική υπερδύναμη αντιμετώπισε τα «στρατηγικά δίδυμα» της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ με άκρατο πραγματισμό. Ταξινόμησε τις δύο χώρες (και έτσι, δυστυχώς, είχαν τα πράγματα) ως ασταθείς δημοκρατίες και δεν κινήθηκε προστατευτικά όταν οι δημοκρατικοί θεσμοί παραβιάστηκαν από δυτικόστροφους κινηματίες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας έχουν ως σήμερα κύρια αποστολή τους την καταστολή «εσωτερικών κινδύνων» (κούρδοι αυτονομιστές, ισλαμιστές φονταμενταλιστές). Οπως δεν ήταν τυχαίο ότι και στην Ελλάδα, μετά τον εμφύλιο και ως το 1974, η κύρια αποστολή των ενόπλων δυνάμεων ήταν η καταστολή του λεγόμενου εσωτερικού (κομμουνιστικού) κινδύνου. Χρειάστηκε η τραγωδία της Κύπρου και η άκρως αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας μετά το 1974 για να αναλάβουν οι ένοπλες δυνάμεις μας την αποστολή της αποτροπής εξωτερικών προκλήσεων και κινδύνων.
Το βιβλίο του Γεράσιμου Καραμπελιά αξίζει να διαβαστεί προσεκτικά. Μας θυμίζει το πρόσφατο παρελθόν και μας απομακρύνει από τις αντιδράσεις ανασφαλών ατόμων που φορτώνουν αποκλειστικά στους ξένους την ευθύνη για κάθε κακό που συνέβη στον τόπο μας. Η συγκριτική μεθοδολογία τον βοηθά να φθάσει σε εύστοχα και εμπειρικά τεκμηριωμένα συμπεράσματα. Με δικά του λόγια, «η ανάλυση επί μέρους στρατιωτικών επεμβάσεων σε Τουρκία και Ελλάδα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι παρά τις κάποιες ομοιότητες που παρουσιάζουν στους δυτικούς παρατηρητές οι δύο αυτές χώρες, στην πραγματικότητα είναι ιστορικά διαφορετικά διαρθρωμένες».
Θ. Α. Κουλουμπής (καθηγητής Διεθνών Σχέσεων)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 20-04-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις