0
Your Καλαθι
Η αξιοποίηση της γλωσσικής πολυτυπίας στη δημιουργία του ύφους
Το παράδειγμα του Ανδρέα Κάλβου
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Η εργασία αυτή αποτελεί απόσταγμα των θέσεων που αναπτύχθηκαν στη διδακτορική μου διατριβή με θέμα Η αξιοποίηση της γλωσσικής πολυτυπίας στη δημιουργία του ύφους: το παράδειγμα του Ανδρέα Κάλβου, η οποία υποβλήθηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 1999.
Αρχικά η παρούσα μελέτη εξετάζει το γενικότερο ζήτημα της έλλειψης ενός διαμορφωμένου οργάνου κατά την προεπαναστατική περίοδο. Μέσα σε αυτήν ακριβώς τη γλωσσική ρευστότητα εντάσσεται και η προσπάθεια του Κάλβου για τη διαμόρφωση του λογοτεχνικού του ύφους. Εν συνεχεία εξετάζονται οι σχετικές με την ελληνική γλώσσα δραστηριότητες και απόψεις του ποιητή κατά τη διάρκεια της πρώτης παραμονής του στην Αγγλία (1816-1820) οι ελληνόγλωσσες ποιητικές του συνθέσεις (1821, 1824, 1826), οι φιλοσοφικές του παραδόσεις και τα δημοσιογραφικά του κείμενα ενόσω ζεί στη Κέρκυρα (1826-1852) και οι τελευταίες θρησκευτικές του μεταφράσεις στα ελληνικά (1859, 1861), πρωτίστως ως προς την χρήση γλωσσικών τύπων. Σε παραρτήματα παρατίθενται όσα χωρία από το ελληνόγλωσσο έργο του Κάλβου επιβεβαιώνουν τις απόψεις, οι οποίες αναπτύσσονται στο κυρίως σώμα της συγκεκριμένης εργασίας.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ποιες είναι οι σχετικές με την ελληνική γλώσσα δραστηριότητες και απόψεις του Ανδρέα Κάλβου κατά τη διάρκεια της πρώτης παραμονής του στην Αγγλία (1816-1820); Ποια είναι, κατά τον ποιητή, η ορθή κατεύθυνση για τον εμπλουτισμό της γλώσσας, όπως ιδίως υλοποιείται με τις ελληνόγλωσσες ποιητικές του συνθέσεις (1821, 1824, 1826); Τι κομίζουν γι' αυτό το θέμα οι φιλοσοφικές του παραδόσεις και τα δημοσιογραφικά του κείμενα ενόσω ζει στην Κέρκυρα (1826-1852); Τι, τέλος, κομίζουν ως προς τη χρήση γλωσσικών τύπων οι τελευταίες θρησκευτικές του μεταφράσεις στα ελληνικά (1859, 1861);
Γύρω από αυτό το τετράεδρο κινείται πρωτίστως ο ανά χείρας ογκώδης τόμος της κυρίας Χρυσούλας Καραντζή, ενώ παράλληλα φωτίζονται εισαγωγικά οι έννοιες του ύφους και της γλωσσικής πολυτυπίας καθώς και το γενικότερο ζήτημα της έλλειψης ενός διαμορφωμένου οργάνου κατά την προεπαναστατική περίοδο που εξέθρεψε την ανάγκη του Κάλβου να διαμορφώσει το λογοτεχνικό του ύφος. Στον Κάλβο, συμπερασματικά, το φαινόμενο της χρήσης παράλληλων μορφολογικών τύπων, συνωνύμων, παραλλαγών κτλ. είναι τόσο εκτεταμένο ώστε από μόνο του μπορεί να θεωρηθεί το κύριο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής του ιδιολέκτου. Και αν η γλωσσική ιδιορρυθμία του Κάλβου έχει απασχολήσει μεγάλο αριθμό μελετητών, και πάντως κατά κανόνα με προσωπικές στάσεις απέναντι στη γλωσσική μορφή της ποίησής του ή με «περιγραφικές» εργασίες, η μελέτη του φαινομένου Κάλβος αλλά και γενικότερα της νεοελληνικής λογοτεχνίας από μια νέα σκοπιά, σύμφωνα με τα διδάγματα και τη μεθοδολογία της σύγχρονης γλωσσολογίας, αποτελεί ένα επείγον αίτημα.
Στην εξαντλητική μελέτη της η κυρία Χρυσούλα Καραντζή, που περιλαμβάνει την κυρίως εργασία και έξι παραρτήματα με χωρία από το ελληνόγλωσσο έργο του Κάλβου, τα οποία επιβεβαιώνουν τις απόψεις που αναπτύσσονται [Οι Ψαλμοί του Δαβίδ (1820), Συναπταί Επιστολαί και Ευαγγέλια (1820), Η λύρα (1824), Λυρικά (1826), Περί Δογμάτων, Διοικήσεως και Ιερουργιών... (1856), Ποία κατά τους αρχαίους η κυριαρχία του Πάπα... (1861)], εξετάζει μεθοδικά το ιδιότυπο ύφος του Κάλβου στην ιστορική του διαδρομή, με περιγραφή και ανάλυση του διαρκώς μεταβαλλόμενου ρόλου της γλωσσικής πολυτυπίας του ποιητή, καθώς και τη δυναμική εξέλιξη του ύφους του, προκειμένου «να καταδειχτεί ο τρόπος με τον οποίο τα αρχαϊστικά, δημώδη, κοραϊκά και διαλεκτικά στοιχεία της μορφολογίας, του λεξιλογίου και της σύνταξης συμπαρατίθενται και συλλειτουργούν στο έργο του Κάλβου σύμφωνα με τις θεωρητικές γλωσσικές αρχές και τη σύγχρονή του γλωσσική πραγματικότητα».
Τελικά από πού αντλεί «τα περί τα μέτρα τολμήματα και τα περί την γλώσσαν ολισθήματα» ο μεγάλος Ζακύνθιος, τα οποία εξαγνίζουν το ύφος του (Κ. Παλαμάς, στην περίφημη διάλεξη του 1889); Ο Κάλβος ήδη από τις διαλέξεις του στο Λονδίνο (1818-1819) διακρίνει τρία είδη ύφους στα κείμενα της Τουρκοκρατίας και διαφαίνεται η προτίμησή του για το τρίτο, που το θεωρεί πηγή για την παιδεία και τη γλώσσα μας: α) τη λαϊκή γλώσσα με στοιχεία αρχαίων διαλέκτων και σύγχρονων τοπικών ποικιλιών, β) το «πλαστό» κατ' εκείνον αττικιστικό ύφος και γ) τη βυζαντινή γλώσσα, εμπλουτισμένη με αρχαιοελληνικά και νεοελληνικά στοιχεία.
Η γλώσσα του Κάλβου, σύμφωνα και με τα συμπεράσματα της έρευνας, εδώ επιγραμματικά, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί λόγια ή καθαρεύουσα με αρχαϊστικά και δημώδη στοιχεία. Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα ήταν τουλάχιστον ανακριβής προς τις σαφείς απόψεις του ποιητή για την αξιοποίηση της γλωσσικής πολυτυπίας και για τη φροντίδα του να γεφυρώσει τα δύο άκρα με ένα ύφος που υπηρετούσε συγκεκριμένες εκφραστικές ανάγκες του και όχι με ένα ύφος-πρότυπο λόγου για κοινή χρήση.
Έτσι λοιπόν ο ελληνομαθής Κάλβος, παραβιάζοντας ιδιοφυώς και με συστηματικό προβληματισμό τους καθιερωμένους κανόνες χρήσης της γλώσσας και όχι βέβαια με υποχώρηση του ζωντανού γλωσσικού του αισθήματος, ουσιαστικά αναδεικνύει τη διαχρονική ενότητα της γλώσσας και εξασφαλίζει το προσωπικό του ύφος και τη σπάνια πρωτοτυπία του. Μια πρωτοτυπία που δεν κατανόησε ο λογοτεχνικός κύκλος του Σολωμού, που τη θεώρησαν αιρετική οι αθηναίοι ρομαντικοί, που την αποκάλεσαν κακογραμμένη καθαρεύουσα οι δημοτικιστές, με την οποία δεν ασχολήθηκε συστηματικά η κριτική της Αριστεράς, για την οποία διασταύρωσαν τα ξίφη τους οι πανεπιστημιακοί...
Δημήτρης Κονιδάρης
ΤΟ ΒΗΜΑ, 10-06-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις