0
Your Καλαθι
Lee και Lou
Περιγραφή
Ο Mister Bank έχει ερωτευτεί τρελά μια τρομοκράτισσα. Δεν του έχει δείξει όμως ποτέ το πρόσωπό της. Τη συναντάει κάθε βράδυ μυστικά στην τράπεζά του, την «Total Bank».
- Αγάπη μου, πες μου το όνομά σου, δεν θα το πω σε κανέναν...
... Μια νύχτα δεν άντεξε. Τραβάει την κουκούλα με δύναμη, οπότε βλέπει με φρίκη ότι η αγαπημένη του είναι άντρας!
- Είσαι ο Κουφοντίνας! φωνάζει. Μα πώς γίνεται; Εσύ είσαι στη φυλακή!
- Είμαι ο δίδυμος αδελφός του! Μάικελ Κουφοντίνας. Ζω στον Καναδά. Εκεί είμαι λίγο τρομοκράτης, όποτε μου τη δώσει...
- Εμένα μ' αρέσουν οι τρομοκράτες... λέει ο Mister Bank. Είναι κύριοι... Δεν κλέβουν σαν ζώα. Έχουν άποψη. Την ώρα που σε σκοτώνουν, σου εξηγούν πώς θα πεθάνεις και γιατί. Είχα έναν φίλο στο σχολείο, κακό μαθητή:
- Θέλω να γίνω τρομοκράτης, μου έλεγε. Να βγαίνω έξω με την κουκούλα μου και το πιστόλι μου και να με τρέμουνε όλοι!
Τελικά έγινε μάγειρας
Ο Lee και η Lou δεν ξέρουν μόνο να γαβγίζουν.... Ξέρουν πολλά.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η επιστροφή στο προσκήνιο μιας συγγραφέως με την ιδιαιτερότητα της Μαργαρίτας Καραπάνου έχει απριόρι ενδιαφέρον. Διότι η Καραπάνου είναι εκείνη που σκάλισε πιο βαθιά και με μεγαλύτερο ταλέντο από κάθε άλλον Έλληνα συγγραφέα τη δαιμονική πλευρά του ανθρώπου, υποστηρίζοντας μάλιστα την ακαταμάχητη γοητεία της. Αυτό, μέσα από ένα κορίτσι, έναν χωροφύλακα-εξολοθρευτή και μια γυναίκα-λάμια αντίστοιχα, στα τρία πρώτα μυθιστορήματά της: «Η Κασσάνδρα και ο λύκος» (1974 αγγλικά - 1976), «Ο Υπνοβάτης» (1985, βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος στη Γαλλία, 1988) και «Rien ne va plus» (1991). Στη συνέχεια, έπειτα από μια μακρά περίοδο σιωπής, όπως το συνηθίζει, επανήλθε το 1999 με το σπαρακτικό «Ναι», ένα βιωματικό βιβλίο με σκηνές από την προσωπική της εμπειρία τής μανιοκατάθλιψης - δαίμονας κι αυτή, αλλά διαφορετικός... Σήμερα, ωστόσο, μια 25ετία μετά την πρώτη της εμφάνιση, κινδυνεύει να απογοητεύσει τους ακραιφνείς θαυμαστές της. Διότι καταθέτει ένα βιβλίο που αναζητεί τους δαίμονες σε... ξένα βιβλία και ελάχιστα θυμίζει τον παλιό συγγραφικό εαυτό της.
Στο «Lee και Lou», η Καραπάνου ανάγει τον κόσμο των ανθρώπων στον κόσμο των σκύλων τους οποίους κατανέμει σχηματικά σε αστούς και προλετάριους, διανοούμενους και ανυποψίαστους.
Από τη μία, είναι οι κυριλέ σκύλοι ράτσας με τα εγγλέζικα ονόματα, σαχλοί και υπερφίαλοι, άπειροι στα της ζωής, που κυκλοφορούν με ρούχα Αρμάνι, εσάρπες από κασμίρι με μια τρύπα για την ουρά τους, παίρνουν eurodog από την τράπεζα και πηγαίνουν στα doggy-line να αδυνατίσουν, την πέφτουν σε τεκνά, αδιαφορούν για τα αδέλφια τους που υποφέρουν και ξημεροβραδιάζονται στο Κολωνάκι, παγιδευμένοι στην μπλαζέ εικόνα τους. Από την άλλη, είναι οι αδέσποτοι, οι μπάσταρδοι με τα λαϊκά ονόματα, που ψοφάνε της πείνας και κρυώνουν, αγαπάνε με πάθος και δεν έχουν την πολυτέλεια να κάνουν «ανωμαλίες», έχουν μάτια κίτρινα που λάμπουν, και όταν γελάνε γίνονται εκπληκτικά ωραίοι. Αυτοί έχουν πονέσει και «ξέρουν», συναντιούνται μάλιστα και τα λένε, αντί να αποχαυνώνονται στα καφενεία και την τηλεόραση.
Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει ο Μήτσος, ο αδέσποτος-μύθος, ο πνευματικός καθοδηγητής τους, που, χωρίς πλύση εγκεφάλου, δογματισμούς ή καταναγκασμούς, με τη στάση του και μόνο θα δώσει καινούργιο νόημα στη ζωή, τόσο των προλετάριων όσο και των αστών. Θα τους ανοίξει νέους ορίζοντες και θα τους βοηθήσει να αποκτήσουν κοινωνική συνείδηση. Ο Lee και η Lou από τους κυριλέ, που ήδη δυσφορούν με τη ζωή που κάνουν, θα περάσουν τις «ιδέες» του στους δικούς τους, ενώ ο αναγνώστης θα παρακολουθεί από κοντά τα βήματά τους.
Ποιο είναι όμως το μυστικό τού Μήτσου; Είναι το μυθιστόρημα «Τherese Raquin» του Ζολά, μια ιστορία πάθους, τρέλας, έρωτα και θανάτου, η οποία αρχίζει με ένα παράνομο ζευγάρι που σκοτώνει τον ενοχλητικό σύζυγο προκειμένου να ζήσει τον έρωτά του. Αυτοί είναι οι δαιμονικοί εραστές που «καταλαμβάνουν» τον Μήτσο, και αυτό, το δαιμονικό βιβλίο που γίνεται καταλύτης στις συνειδήσεις των σκύλων. Αυτό δίνει και στην Καραπάνου την αφορμή να υποστηρίξει έμμεσα πως ό,τι δεν κατάφεραν οι πολιτικές ιδεολογίες, μπορεί να το καταφέρει η λογοτεχνία: Να αλλάξει δηλαδή τα μυαλά των σκύλων (και των ανθρώπων). Διότι, όπως υπαινίσσεται, η λογοτεχνία διαθέτει εκείνην τη λυτρωτική δύναμη που διεκδικούν στις κοινωνίες μας άλλοτε οι ψυχίατροι, άλλοτε οι αντάρτες των πόλεων.
Δεν είναι τυχαίο, κι ας είναι ατυχές, ότι η συγγραφέας κάνει μια (υπεραπλουστευτική) αναφορά στην επικαιρότητα, μιλώντας για τον (σκύλο) αδελφό τού Κουφοντίνα που «είναι λίγο τρομοκράτης όποτε του τη δώσει» ή για τις (σκυλο-)οργανώσεις ένοπλης πάλης που οι επιχειρήσεις τους είτε καταλήγουν σε φιάσκο είτε γίνονται για ιδιοτελείς σκοπούς. Ούτε είναι τυχαίο ότι στο «Lee και Lou» γελοιοποιεί τους (σκυλο-)ψυχίατρους (τον κ. Βαρεμένο, τον κ. Τεντωμένο, τον κ. Πονεμένο, τον Λακάν-ντογκ) που βρίσκονται σε μεγαλύτερη σύγχυση από τους πελάτες τους. Σχεδόν το ομολογεί έτσι η Καραπάνου (και γίνεται συγκινητική) ότι η λογοτεχνία, το να διαβάζει και να γράφει, τη βοήθησε περισσότερο από τους γιατρούς, να βγει από τα αδιέξοδα μιας ψυχασθένειας.
Αισιοδοξία
Στο καινούργιο βιβλίο της η 55χρονη συγγραφέας εμφανίζεται λοιπόν με επουλωμένα τα τραύματά της, γαληνεμένη και αισιόδοξη, όμως απογυμνωμένη από τη δηκτική ματιά της και την υπονομευτική δύναμη της σκέψης της, σαν - αφελής. Διότι αφελής μοιάζει η σπονδυλωτή ιστορία της - όσο κι αν είναι ηθελημένα απλοϊκή - αφελές και το όραμά της για αναίμακτη επανάσταση που θα αγκαλιάσει όλες τις τάξεις. Η λογοτεχνία μπορεί ενδεχομένως να σου αλλάξει ριζικά τη ζωή, να γίνει η πυξίδα σου, σίγουρα σου ανοίγει τα μάτια, όμως δεν μπορεί από μόνη της να μετασχηματίσει έναν κόσμο, να πλάσει μια αγγελική κοινωνία.
Φυσικά, η συγγραφέας μπορεί να θέλησε απλώς να εκφράσει μια επιθυμία. Το «Lee και Lou» την προδίδει όμως και εδώ. Οι κυριλέ σκύλοι της μπορεί να θυμίζουν τον εκφυλισμένο κόσμο του «Υπνοβάτη», η τσαλακωμένη ψυχή τού «Ναι» μπορεί να αχνοφαίνεται πίσω από τα σχόλιά της, όμως οι εικόνες του βιβλίου δεν διαθέτουν την απαραίτητη αποκαλυπτική δύναμη (στην οποία η ίδια μάς είχε συνηθίσει), προκειμένου να συνεπάρουν τον αναγνώστη στο πλευρό της. Ίσως να βοηθούσε αν οι σκύλοι της ήταν πιο... σκυλίσιοι. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τη γλώσσα της, που είναι τόσο στρωτή, στεγνή και ουδέτερη, ώστε νοσταλγεί κανείς την παραληρηματική της φλόγα.
Παρ' όλα αυτά, η παλιά Καραπάνου δεν έχει εντελώς εξαφανιστεί. Κρύβεται κάτω από τις γραμμές και είναι ακόμα ικανή να μας ταρακουνήσει. Το μαρτυρούν η ελαφριά ειρωνεία στον τόνο της, τα σαρκαστικά κοινωνικά σχόλιά της που δεν είναι λίγα, κάποιες αποστροφές της όπως το «ο ουρανός αναπνέει σαν δέρμα» (σ. 24) ή το «αν ο πόνος μάς κάνει καλύτερους, τι είναι η χαρά;» (σ. 126), η ίδια η επισήμανση της «Τερέζ Ρακέν» που συνδέει τις σκοτεινές και παθιασμένες πράξεις, τον θάνατο και τον έρωτα, με την Τέχνη.
ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ
ΤΑ ΝΕΑ, 22-03-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις