0
Your Καλαθι
Πρώτο άγγιγμα
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Βασίλης Καραποστόλης μάς ήταν γνωστός από τις επιστημονικές του μελέτες και τα στοχαστικά του δοκίμια. Καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έγραψε σημαντικά βιβλία για τα ήθη στον σύγχρονο κόσμο, την κοινωνική συμβίωση, την ηπιότητα και τη βία στη γλώσσα κ.ά. Η κλίση του για τη λογοτεχνία μπορούσε να ανιχνευθεί και μέσα στον δοκιμιακό του λόγο. Πριν από τρία χρόνια μάς ξάφνιασε ευχάριστα με ένα βαθύτατα αισθαντικό αφηγηματικό έργο, το βιβλίο «Χειροποίητη πόλη η Αθήνα ανάμεσα στο ναι και το όχι». Μια περιπλάνηση σε γνωστά και άγνωστα τοπία της πόλης στην οποία ζούμε, το οδοιπορικό ενός μοναχικού και ευαίσθητου στοχαστή μέσα σε χιλιοπερπατημένους δρόμους και απόμερες γειτονιές, ιδωμένα όλα ξανά με παρθενικό βλέμμα, σαν να ήταν η πρώτη φορά, ξεναγεί τον αναγνώστη σε αυτή την οικεία και συνάμα ανοίκεια πρωτεύουσα, την πόλη που «μας πλάθει και που μας διώχνει», εντοπίζοντας την ασχήμια της και την ομορφιά της, πέρα από στερεότυπες περιγραφές και επαναλαμβανόμενα φραστικά cliches.
Αν κάποιος συγχέει τη λογοτεχνία με τη μυθοπλασία, σκόπιμο θα ήταν πιστεύω να του συστήσουμε να αναζητήσει τη λογοτεχνικότητα της «Χειροποίητης πόλης» στην ευαίσθητη ματιά του αφηγητή και στην εύχυμη γλώσσα του. Ανάλογη προσέγγιση θα συνιστούσα και στον αναγνώστη του πρόσφατου βιβλίου «Πρώτο άγγιγμα» του Βασίλη Καραποστόλη. Κι εδώ επίσης απουσιάζει η μυθοπλασία με την κοινή και συνηθισμένη έννοια του όρου. Γι' αυτό ίσως ο συγγραφέας διστάζει να προσδιορίσει το είδος του αφηγήματός του. Μόνο στο «αφτί» του βιβλίου ο εκδότης, υποθέτω, το χαρακτηρίζει μυθιστόρημα. Και από μιαν άποψη, ουσιαστική θα έλεγα, είναι μυθιστόρημα. Ή, αν οι ετικέτες δεν έχουν εν τέλει μεγάλη σημασία, έχουμε κι εδώ μια στοχαστική και ευαίσθητη περιδιάβαση: στον χρόνο αυτή τη φορά και όχι στον χώρο. Ο αφηγητής μάς ξεναγεί στην παιδική και εφηβική ηλικία ενός νέου, μας αφηγείται την πορεία του από τα προσχολικά του χρόνια ως τα όψιμα μαθητικά, ως την πρώτη ερωτική του εμπειρία, το πρώτο άγγιγμα.
Ο νέος για τον οποίο γίνεται λόγος είναι ο μόνος ήρωας του αφηγήματος που έχει όνομα, συμβατικά δοσμένο, κάτι σαν «ας τον πούμε Πέτρο». Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου εμφανίζεται και το όνομα της Μάρθας, της κοπέλας που κάνει την καρδιά του Πέτρου να σκιρτήσει. Ολα τα άλλα πρόσωπα του αφηγήματος και δεν είναι λίγα δεν έχουν όνομα. Είναι ο πατέρας, η μητέρα, ο μπακάλης της γειτονιάς, ο περιπτεράς, η γριά της διπλανής πόρτας, οι συγγενείς, ο δάσκαλος, οι συμμαθητές, οι εχθροί, οι φίλοι κ.ο.κ. Ανώνυμη είναι και η οικογένεια του Πέτρου, μια τυπική μικροαστική οικογένεια που ζει σε μια τυπική αθηναϊκή συνοικία, «την πιο νερόβραστη γειτονιά της Αθήνας», όπως λέει κάπου ο αφηγητής. Τόσο τυπικά είναι όλα αυτά που αισθάνομαι τον πειρασμό να προσθέσω ότι τελικά γίνονται αρχετυπικά.
Ο συγγραφέας επέλεξε μια ριψοκίνδυνη αφηγηματική μέθοδο. Στο μυθιστόρημα, κατά κανόνα, αφετηρία είναι η λεπτομέρεια, το ατομικό στοιχείο, το συγκεκριμένο το απτό, και η εναργής παράστασή του ή αναπαράστασή του. Στο γενικό, στο καθολικό, μια αφήγηση οδηγείται σταδιακά αν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, φυσικά μέσα από μικρά ή μεγάλα συγκεκριμένα επεισόδια, μέσα από χαρακτηριστικά επεισόδια, επιλεγμένα με τέτοιο τρόπο ώστε ο αναγνώστης να συγχρωτίζεται, ούτως ειπείν, με τον ήρωα, να τον αισθάνεται γνώριμο, ζωντανό, οικείο, από τη μια μεριά, και από την άλλη, όταν κλείσει το βιβλίο, να τον σκέφτεται σαν μορφή αντιπροσωπευτική μιας κατηγορίας ανθρώπων, μιας κοινωνικής ομάδας, μιας εποχής.
Στο «Πρώτο άγγιγμα» η πορεία αυτή έχει αντιστραφεί. Τα επεισόδια δεν παρουσιάζονται ως συμβαίνοντα «εδώ και τώρα». Η αφήγηση, ως επί το πλείστον, διενεργείται σε ενεστώτα χρόνο, σε τρίτο ρηματικό πρόσωπο, έναν ενεστώτα όμως που δεν δηλώνει το στιγμιαίο αλλά το διαρκές ή το συχνάκις επαναλαμβανόμενο. Ενας τέτοιος τρόπος αφήγησης, αποστασιοποιημένος και αποστασιοποιητικός, δεν οδηγεί τον αναγνώστη σε συγκινησιακή μέθεξη αλλά σε μια στοχαστική διάθεση, από την οποία ευτυχώς δεν απουσιάζει εντελώς η συγκίνηση και η οποία δεν αίρει την περιέργεια και το ενδιαφέρον του για την εξέλιξη του ήρωα.
Η εξέλιξη του ήρωα, επαναλαμβάνω, είναι τυπική: της ελληνικής κοινωνίας, της αθηναϊκής μικροαστικής γειτονιάς, της δεκαετίας του '60. Ο ήρωας θα μεγαλώσει μέσα στο κουκούλι μιας μέσης νεοελληνικής οικογένειας· προστατευμένος, φροντισμένος, καλοθρεμμένος· λιγάκι μπούλης, λιγάκι μαμμόθρεφτο και αρκετά εσωστρεφής. Προικισμένος, ωστόσο, με γερό μυαλό και υπερτροφική συνείδηση. Εξ απαλών ονύχων παρατηρεί και σκέφτεται όσα συμβαίνουν μέσα στο σπίτι του, αργότερα στη γειτονιά του, μετά στο σχολείο του. Στο σχολείο θα διακριθεί για τις επιδόσεις του και, μαζί με το καμάρι, θα γνωρίσει τον πόνο και τον φθόνο των συμμαθητών του. Ενα τροχαίο ατύχημα θα τον κάνει να γνωρίσει και τον φόβο. Μια ύπουλη επίθεση από άγνωστους εχθρούς θα τον φέρει αντιμέτωπο με την ακατανόητη ανθρώπινη κακία. Ενα εφηβικό πάρτι θα τον φέρει αντιμέτωπο με την αμηχανία και την ταραχή που προκαλεί πάντα στους εφήβους η πρώτη συνάντηση με το άλλο φύλο.
Με δύο λόγια, ο Πέτρος θα μεγαλώσει. Κανένα «κουκούλι» δεν θα τον εμποδίσει να έρθει σε επαφή με τον κόσμο, να τον γνωρίσει, και συνάμα να γνωρίσει τον εαυτό του. Να πληγωθεί, να αισθανθεί, να στοχαστεί. Ο συγγραφέας εγκαταλείπει τον ήρωά του ακριβώς τη στιγμή που απλώνει το χέρι του και θωπεύει τρυφερά το πρόσωπο ενός κοριτσιού. Δεν ξέρουμε, φυσικά, ποια θα είναι η πορεία του Πέτρου μετά το «πρώτο άγγιγμα». Μάθαμε όμως πώς επωάσθηκε μια ανθρώπινη συνείδηση. Με τον ιδιάζοντα τρόπο του Βασ. Καραποστόλη. Με την αποστασιοποιημένη, ευαίσθητη και στοχαστική ματιά του· και με τη χυμώδη, καλλιεργημένη γλώσσα του.
Εν τέλει, όταν κλείνουμε το βιβλίο, ο Πέτρος δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα ή ένα αρχέτυπο, όπως είπα πιο πάνω. Είναι μια ζωντανή περίπτωση παιδιού που γνωρίσαμε και συμπαθήσαμε. Και είμαστε πια σε θέση, εμείς οι αναγνώστες, να τον ανασυστήσουμε με όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που δεν του χάρισε ο συγγραφέας, αρνούμενος να γράψει ένα ακόμη εύκολο, δήθεν αναπαραστατικό, μυθιστόρημα.
Σπύρος Τσακνιάς
ΤΟ ΒΗΜΑ, 11-10-1998
Ο Βασίλης Καραποστόλης μάς ήταν γνωστός από τις επιστημονικές του μελέτες και τα στοχαστικά του δοκίμια. Καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έγραψε σημαντικά βιβλία για τα ήθη στον σύγχρονο κόσμο, την κοινωνική συμβίωση, την ηπιότητα και τη βία στη γλώσσα κ.ά. Η κλίση του για τη λογοτεχνία μπορούσε να ανιχνευθεί και μέσα στον δοκιμιακό του λόγο. Πριν από τρία χρόνια μάς ξάφνιασε ευχάριστα με ένα βαθύτατα αισθαντικό αφηγηματικό έργο, το βιβλίο «Χειροποίητη πόλη η Αθήνα ανάμεσα στο ναι και το όχι». Μια περιπλάνηση σε γνωστά και άγνωστα τοπία της πόλης στην οποία ζούμε, το οδοιπορικό ενός μοναχικού και ευαίσθητου στοχαστή μέσα σε χιλιοπερπατημένους δρόμους και απόμερες γειτονιές, ιδωμένα όλα ξανά με παρθενικό βλέμμα, σαν να ήταν η πρώτη φορά, ξεναγεί τον αναγνώστη σε αυτή την οικεία και συνάμα ανοίκεια πρωτεύουσα, την πόλη που «μας πλάθει και που μας διώχνει», εντοπίζοντας την ασχήμια της και την ομορφιά της, πέρα από στερεότυπες περιγραφές και επαναλαμβανόμενα φραστικά cliches.
Αν κάποιος συγχέει τη λογοτεχνία με τη μυθοπλασία, σκόπιμο θα ήταν πιστεύω να του συστήσουμε να αναζητήσει τη λογοτεχνικότητα της «Χειροποίητης πόλης» στην ευαίσθητη ματιά του αφηγητή και στην εύχυμη γλώσσα του. Ανάλογη προσέγγιση θα συνιστούσα και στον αναγνώστη του πρόσφατου βιβλίου «Πρώτο άγγιγμα» του Βασίλη Καραποστόλη. Κι εδώ επίσης απουσιάζει η μυθοπλασία με την κοινή και συνηθισμένη έννοια του όρου. Γι' αυτό ίσως ο συγγραφέας διστάζει να προσδιορίσει το είδος του αφηγήματός του. Μόνο στο «αφτί» του βιβλίου ο εκδότης, υποθέτω, το χαρακτηρίζει μυθιστόρημα. Και από μιαν άποψη, ουσιαστική θα έλεγα, είναι μυθιστόρημα. Ή, αν οι ετικέτες δεν έχουν εν τέλει μεγάλη σημασία, έχουμε κι εδώ μια στοχαστική και ευαίσθητη περιδιάβαση: στον χρόνο αυτή τη φορά και όχι στον χώρο. Ο αφηγητής μάς ξεναγεί στην παιδική και εφηβική ηλικία ενός νέου, μας αφηγείται την πορεία του από τα προσχολικά του χρόνια ως τα όψιμα μαθητικά, ως την πρώτη ερωτική του εμπειρία, το πρώτο άγγιγμα.
Ο νέος για τον οποίο γίνεται λόγος είναι ο μόνος ήρωας του αφηγήματος που έχει όνομα, συμβατικά δοσμένο, κάτι σαν «ας τον πούμε Πέτρο». Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου εμφανίζεται και το όνομα της Μάρθας, της κοπέλας που κάνει την καρδιά του Πέτρου να σκιρτήσει. Ολα τα άλλα πρόσωπα του αφηγήματος και δεν είναι λίγα δεν έχουν όνομα. Είναι ο πατέρας, η μητέρα, ο μπακάλης της γειτονιάς, ο περιπτεράς, η γριά της διπλανής πόρτας, οι συγγενείς, ο δάσκαλος, οι συμμαθητές, οι εχθροί, οι φίλοι κ.ο.κ. Ανώνυμη είναι και η οικογένεια του Πέτρου, μια τυπική μικροαστική οικογένεια που ζει σε μια τυπική αθηναϊκή συνοικία, «την πιο νερόβραστη γειτονιά της Αθήνας», όπως λέει κάπου ο αφηγητής. Τόσο τυπικά είναι όλα αυτά που αισθάνομαι τον πειρασμό να προσθέσω ότι τελικά γίνονται αρχετυπικά.
Ο συγγραφέας επέλεξε μια ριψοκίνδυνη αφηγηματική μέθοδο. Στο μυθιστόρημα, κατά κανόνα, αφετηρία είναι η λεπτομέρεια, το ατομικό στοιχείο, το συγκεκριμένο το απτό, και η εναργής παράστασή του ή αναπαράστασή του. Στο γενικό, στο καθολικό, μια αφήγηση οδηγείται σταδιακά αν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, φυσικά μέσα από μικρά ή μεγάλα συγκεκριμένα επεισόδια, μέσα από χαρακτηριστικά επεισόδια, επιλεγμένα με τέτοιο τρόπο ώστε ο αναγνώστης να συγχρωτίζεται, ούτως ειπείν, με τον ήρωα, να τον αισθάνεται γνώριμο, ζωντανό, οικείο, από τη μια μεριά, και από την άλλη, όταν κλείσει το βιβλίο, να τον σκέφτεται σαν μορφή αντιπροσωπευτική μιας κατηγορίας ανθρώπων, μιας κοινωνικής ομάδας, μιας εποχής.
Στο «Πρώτο άγγιγμα» η πορεία αυτή έχει αντιστραφεί. Τα επεισόδια δεν παρουσιάζονται ως συμβαίνοντα «εδώ και τώρα». Η αφήγηση, ως επί το πλείστον, διενεργείται σε ενεστώτα χρόνο, σε τρίτο ρηματικό πρόσωπο, έναν ενεστώτα όμως που δεν δηλώνει το στιγμιαίο αλλά το διαρκές ή το συχνάκις επαναλαμβανόμενο. Ενας τέτοιος τρόπος αφήγησης, αποστασιοποιημένος και αποστασιοποιητικός, δεν οδηγεί τον αναγνώστη σε συγκινησιακή μέθεξη αλλά σε μια στοχαστική διάθεση, από την οποία ευτυχώς δεν απουσιάζει εντελώς η συγκίνηση και η οποία δεν αίρει την περιέργεια και το ενδιαφέρον του για την εξέλιξη του ήρωα.
Η εξέλιξη του ήρωα, επαναλαμβάνω, είναι τυπική: της ελληνικής κοινωνίας, της αθηναϊκής μικροαστικής γειτονιάς, της δεκαετίας του '60. Ο ήρωας θα μεγαλώσει μέσα στο κουκούλι μιας μέσης νεοελληνικής οικογένειας· προστατευμένος, φροντισμένος, καλοθρεμμένος· λιγάκι μπούλης, λιγάκι μαμμόθρεφτο και αρκετά εσωστρεφής. Προικισμένος, ωστόσο, με γερό μυαλό και υπερτροφική συνείδηση. Εξ απαλών ονύχων παρατηρεί και σκέφτεται όσα συμβαίνουν μέσα στο σπίτι του, αργότερα στη γειτονιά του, μετά στο σχολείο του. Στο σχολείο θα διακριθεί για τις επιδόσεις του και, μαζί με το καμάρι, θα γνωρίσει τον πόνο και τον φθόνο των συμμαθητών του. Ενα τροχαίο ατύχημα θα τον κάνει να γνωρίσει και τον φόβο. Μια ύπουλη επίθεση από άγνωστους εχθρούς θα τον φέρει αντιμέτωπο με την ακατανόητη ανθρώπινη κακία. Ενα εφηβικό πάρτι θα τον φέρει αντιμέτωπο με την αμηχανία και την ταραχή που προκαλεί πάντα στους εφήβους η πρώτη συνάντηση με το άλλο φύλο.
Με δύο λόγια, ο Πέτρος θα μεγαλώσει. Κανένα «κουκούλι» δεν θα τον εμποδίσει να έρθει σε επαφή με τον κόσμο, να τον γνωρίσει, και συνάμα να γνωρίσει τον εαυτό του. Να πληγωθεί, να αισθανθεί, να στοχαστεί. Ο συγγραφέας εγκαταλείπει τον ήρωά του ακριβώς τη στιγμή που απλώνει το χέρι του και θωπεύει τρυφερά το πρόσωπο ενός κοριτσιού. Δεν ξέρουμε, φυσικά, ποια θα είναι η πορεία του Πέτρου μετά το «πρώτο άγγιγμα». Μάθαμε όμως πώς επωάσθηκε μια ανθρώπινη συνείδηση. Με τον ιδιάζοντα τρόπο του Βασ. Καραποστόλη. Με την αποστασιοποιημένη, ευαίσθητη και στοχαστική ματιά του· και με τη χυμώδη, καλλιεργημένη γλώσσα του.
Εν τέλει, όταν κλείνουμε το βιβλίο, ο Πέτρος δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα ή ένα αρχέτυπο, όπως είπα πιο πάνω. Είναι μια ζωντανή περίπτωση παιδιού που γνωρίσαμε και συμπαθήσαμε. Και είμαστε πια σε θέση, εμείς οι αναγνώστες, να τον ανασυστήσουμε με όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που δεν του χάρισε ο συγγραφέας, αρνούμενος να γράψει ένα ακόμη εύκολο, δήθεν αναπαραστατικό, μυθιστόρημα.
Σπύρος Τσακνιάς
ΤΟ ΒΗΜΑ, 11-10-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις