0
Your Καλαθι
Το κατοικείν των τσιγγάνων
Ο βιο-χώρος και ο κοινωνιο-χώρος των τσιγγάνων
Περιγραφή
Η Έφη Καραθανάση το 1983, ξεκίνησε ένα ταξίδι στον κόσμο των Τσιγγάνων και κατέληξε στη δια του χώρου ερμηνεία της τσιγγάνικης κοινωνίας, στην ερμηνεία της αντίληψής τους για το χώρο, της δομής του χώρου, στον τρόπο της χρήσης του, στη συμβολή του στη μακραίωνη επιβίωση της ίδιας της κοινωνίας δια του ελέγχου του. Η ζωή πλάι τους, μαζί τους, συγκροτούσε σταδιακά τη μέθοδο της συμμετοχικής παρατήρησης. Η σχέση που δομήθηκε μέσα από αυτή τη συμμετοχική παρατήρηση είναι μια σχέση αγάπης που οδήγησαν την ερευνήτρια στο έργο της, κι αργότερα στη σύνταξη της διδακτορικής διατριβής. Με λόγια και όρους που δύσκολα έβρισκε, προσδιόρισε το «κατοικείν» των Τσιγγάνων, το μεταφερόμενο κοινωνικό γίγνεσθαι, την έκφραση ενός πολιτισμού φερόμενου δια της κοινωνίας και δια του χώρου στο χώρο, στον φυσικό χώρο.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οι Τσιγγάνοι είναι μια κοινωνική ομάδα που επιμένει, παρά τις φανερές ή λανθάνουσες πιέσεις της ευρύτερης κοινωνίας, να διατηρεί τα πολιτισμικά της χαρακτηριστικά. «Πρόκειται για μια ιδιαίτερη στάση ζωής που η ινδική σκέψη τη χαρακτηρίζει ως "μη-πρόσδεση"... μια αποστασιοποίηση από τα πράγματα και από την περιβάλλουσα κοινωνία, μια ανεξαρτησία ήπιας μορφής, κάτι σαν την παθητική αντίσταση του Γκάντι», σημειώνει ο καθηγητής Δ. Τσαούσης προλογίζοντας το βιβλίο της Εφης Καραθανάση.
Τα αίτια αυτής της «μη-πρόσδεσης», αλλά και η σχέση των ανθρώπων αυτών με το χώρο, ο τρόπος με τον οποίο τον αντιλαμβάνονται, τον χρησιμοποιούν και τον διαχειρίζονται, η σχέση τους με την ευρύτερη κοινωνία, που ορίζεται από τη συνύπαρξη και τη σύγκρουση, απασχολούν την Καραθανάση, αρχιτέκτονα-πολεοδόμο, με σπουδές Κοινωνιολογίας εδώ και είκοσι χρόνια. Εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο πάνω σε αυτό το θέμα και τώρα τη δημοσιεύει σε ελεύθερη απόδοση, ως βιβλίο με τον τίτλο Το κατοικείν των Τσιγγάνων. Ο βιο-χώρος και οι κοινωνιο-χώρος των Τσιγγάνων, που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και μπορεί να διαβαστεί από όλους και όχι μόνον από ειδικούς.
Ομως, δεν πρόκειται απλώς για ένα ακόμη βιβλίο που αναφέρεται στους Τσιγγάνους. Πρόκειται για μια εντελώς πρωτότυπη σύλληψη του θέματος, βασισμένη σε μία έρευνα που διεξήχθη με συμμετοχική παρατήρηση, μη-δομημένες συνεντεύξεις, με σχέσεις συναισθηματικής υφής ανάμεσα στην ερευνήτρια και τα υποκείμενα της έρευνας, οι οποίες όμως δεν αναιρούν την επιστημονική δεοντολογία, χωρίς να χρησιμοποιηθούν ερωτηματολόγια και στατιστικές αναλύσεις, παρά μόνον κάποιες ποσοτικοποιήσεις, που αφορούν κυρίως δημογραφικά δεδομένα και στοιχεία που αποδεικνύουν την κινητικότητα και την εξέλιξη του τόπου διαμονής τους.
Το κατοικείν των Τσιγγάνων είναι ένα κοινωνικό γίγνεσθαι, και μάλιστα μεταφερόμενο στο χώρο, που εκφράζει την πολιτισμική τους ταυτότητα και τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά -μια κλειστή κοινωνική δομή σε σχέση με τη μη-τσιγγάνικη κοινωνία, φαινόμενο που παρατηρείται και στις τσιγγάνικες ομάδες που δεν είναι συγγενείς μεταξύ τους, και μια ανοιχτή οικονομική δομή, δραστηριότητες- συναλλαγές με την ευρύτερη κοινωνία.
Μ' αυτήν τη λογική το τισγγάνικο κατοικείν ορίζεται κυρίως με το ανήκειν στην ομάδα, τη συμμετοχή στον κόσμο των Τσιγγάνων.
Η ζωή των Τσιγγάνων κυλά με μιαν αέναη κινητικότητα, τόσο μέσα στην ομάδα όσο και έξω από αυτήν, σημειώνει η συγγραφέας, σε ένα δυαδικό σύστημα μετακινήσεων που αλλάζει διαρκώς τη σύνθεση και το καθεστώς της ομάδας. Το σύστημα αυτό αποτελεί ένα στοιχείο που διαφοροποιεί την τσιγγάνικη ομάδα από τις νομαδικές ή ημινομαδικές ομάδες και εδραίες κοινωνίες. Ετσι, η συγγραφέας επιλέγει να χρησιμοποιήσει για τους Τσιγγάνους που φαίνονται μόνιμα εγκαταστημένοι, τον όρο «εδραιοποιημένοι», με την έννοια της εν δυνάμει μετακίνησης, της ανά πάσα στιγμή κατάργησης της εγκατάστασης. Καραβάνια Τσιγγάνων μπορεί να μην υπάρχουν πια, αλλά όταν δεν μπορούν να εργαστούν στη γύρω περιοχή φεύγουν, άλλοτε μετακινούνται για να συναντήσουν συγγενείς...
«μπεσάς-λαντεβάς-νασάς» (καθόμαστε, φορτώνουμε, φεύγουμε).
Η κίνηση και η προσωρινή στάση, η μετακίνηση και η «εδραιοποίηση» ορίζουν στο χώρο δίκτυα σύνδεσης με μιαν ακατάπαυστη ροή, που συνέχουν ταυτόχρονα όλα τα «κοινωνικά μέρη», τις τσιγγάνικες ομάδες, ανεξαρτήτως αν είναι ή όχι συγγενή, και αποτελούν έτσι το συνεκτικό ιστό της τσιγγάνικης κοινωνίας.
Επιλέγουν διαφορετικά κελύφη, το σπίτι, την καλύβα ή το τσαντίρι ή την καρότσα του ημιφορτηγού αυτοκινήτου, τα οποία ενίοτε εναλλάσσουν συχνά, αναπτύσσοντας όμως τη ζωή τους έξω από αυτό, στον κοινό υπαίθριο χώρο, όπου τα παιδιά από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους μαθαίνουν να ζουν, με πλήθος πρότυπα ολόγυρα, που ορίζουν το πρέπον και το σωστό. Ετσι, ισχυροποιείται το «εμείς», και το σόι, η φάρα, η ομάδα (κουμπανία) αποτελούν σημείο αναφοράς για το άτομο.
Οι τισγγάνικες ομάδες ελέγχουν το «χώρο», δηλαδή το κατοικείν τους, και επομένως την αυτοκυριαρχία τους, απλώς και μόνον μέσα από τη χρήση, αφού τα πάντα είναι παροδικά. Ο έλεγχος ασκείται με ένα είδος νομής. Η ιδιοκτησία δεν είναι απαραίτητη. Ο χώρος ανήκει στην ομάδα και μάλιστα μόνο προσωρινά. Πρόκειται για μια «οιονεί νομή», η οποία μάλιστα είναι «ασύμπτωτος» με βάση τα πραγματικά εννοούμενα του Εμπράγματου Δικαίου.
Οι Τσιγγάνοι που «καταπατούν» οικόπεδα ιδιωτικής ή δημόσιας ιδιοκτησίας, δεν έχουν πρόθεση να εξουσιάσουν το αντικείμενο και εν προκειμένω το χώρο, τονίζει η συγγραφέας. Η πραγματική τους πρόθεση είναι να διασφαλίσουν τον τόπο τους και την εδαφοκυριαρχία τους έναντι των άλλων ομάδων, συγγενών και μη-συγγενών. Να διασφαλίσουν προσωρινά τον «κοινωνιο-χώρο» και το «βιο-χώρο» τους.
Τελικά, έχουν τη δική τους κοινωνική στρατηγική, που συνίσταται στο διά του χώρου ελέγχο της κοινωνίας τους που συμβάλλει στην επιβίωσή τους, πλάι στην ευρύτερη κοινωνία, με την οποία ταυτόχρονα έχουν δομικές διαφορές (σελ. 284) «το πάντα σταθερό στους μη-Τσιγγάνους / δυαδικό σύστημα στους Τσιγγάνους, ιδιοκτησία / οιονεί νομή, ατομική ιδιοκτησία / ομαδική χρήση, διαχείριση βασισμένη στο άτομο / στην ομάδα».
Οι Τσιγγάνοι συχνά αποτέλεσαν αντικείμενο διάφορων πολιτικών, που στόχο τους έχουν την αφομοίωση. Αλλά και ακόμα όταν οι προθέσεις της πολιτείας συγκλίνουν στην ένταξη των Τσιγγάνων, συχνά μένουν χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, γιατί οι λύσεις που προτείνονται (διασπορά οικογενειών στην πόλη, οικιστικά προγράμματα, υποχρεωτική διαμονή σε ορισμένες γειτονιές της πόλης), δεν λαμβάνουν υπόψη τους τα διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, τη δομική ετερότητα και τελικά οι Τσιγγάνοι έχουν κάθε φορά να επιλέξουν ανάμεσα στην αφομοίωση και την περιθωριοποίηση. Η Καραθανάση, στο τελευταίο μέρος του βιβλίου της, προτείνει εναλλακτικές πολιτικές που θα στηρίζονται στις συμμετοχικές διαδικασίες: κατοικίες που θα επιλέγουν οι ίδιοι, όχι τυποποίηση, διάθεση έκτασης -όχι βέβαια σε υποβαθμισμένες περιοχές- και για μία μόνο κοινωνική ομάδα κάθε φορά, με βάση τα δικά της ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά και τις δικές της ανάγκες και κατόπιν συνεννοήσεως με τους ίδιους τους Τσιγγάνους.
ΑΝΝΑ ΛΥΔΑΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/08/2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οι Τσιγγάνοι είναι μια κοινωνική ομάδα που επιμένει, παρά τις φανερές ή λανθάνουσες πιέσεις της ευρύτερης κοινωνίας, να διατηρεί τα πολιτισμικά της χαρακτηριστικά. «Πρόκειται για μια ιδιαίτερη στάση ζωής που η ινδική σκέψη τη χαρακτηρίζει ως "μη-πρόσδεση"... μια αποστασιοποίηση από τα πράγματα και από την περιβάλλουσα κοινωνία, μια ανεξαρτησία ήπιας μορφής, κάτι σαν την παθητική αντίσταση του Γκάντι», σημειώνει ο καθηγητής Δ. Τσαούσης προλογίζοντας το βιβλίο της Εφης Καραθανάση.
Τα αίτια αυτής της «μη-πρόσδεσης», αλλά και η σχέση των ανθρώπων αυτών με το χώρο, ο τρόπος με τον οποίο τον αντιλαμβάνονται, τον χρησιμοποιούν και τον διαχειρίζονται, η σχέση τους με την ευρύτερη κοινωνία, που ορίζεται από τη συνύπαρξη και τη σύγκρουση, απασχολούν την Καραθανάση, αρχιτέκτονα-πολεοδόμο, με σπουδές Κοινωνιολογίας εδώ και είκοσι χρόνια. Εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο πάνω σε αυτό το θέμα και τώρα τη δημοσιεύει σε ελεύθερη απόδοση, ως βιβλίο με τον τίτλο Το κατοικείν των Τσιγγάνων. Ο βιο-χώρος και οι κοινωνιο-χώρος των Τσιγγάνων, που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και μπορεί να διαβαστεί από όλους και όχι μόνον από ειδικούς.
Ομως, δεν πρόκειται απλώς για ένα ακόμη βιβλίο που αναφέρεται στους Τσιγγάνους. Πρόκειται για μια εντελώς πρωτότυπη σύλληψη του θέματος, βασισμένη σε μία έρευνα που διεξήχθη με συμμετοχική παρατήρηση, μη-δομημένες συνεντεύξεις, με σχέσεις συναισθηματικής υφής ανάμεσα στην ερευνήτρια και τα υποκείμενα της έρευνας, οι οποίες όμως δεν αναιρούν την επιστημονική δεοντολογία, χωρίς να χρησιμοποιηθούν ερωτηματολόγια και στατιστικές αναλύσεις, παρά μόνον κάποιες ποσοτικοποιήσεις, που αφορούν κυρίως δημογραφικά δεδομένα και στοιχεία που αποδεικνύουν την κινητικότητα και την εξέλιξη του τόπου διαμονής τους.
Το κατοικείν των Τσιγγάνων είναι ένα κοινωνικό γίγνεσθαι, και μάλιστα μεταφερόμενο στο χώρο, που εκφράζει την πολιτισμική τους ταυτότητα και τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά -μια κλειστή κοινωνική δομή σε σχέση με τη μη-τσιγγάνικη κοινωνία, φαινόμενο που παρατηρείται και στις τσιγγάνικες ομάδες που δεν είναι συγγενείς μεταξύ τους, και μια ανοιχτή οικονομική δομή, δραστηριότητες- συναλλαγές με την ευρύτερη κοινωνία.
Μ' αυτήν τη λογική το τισγγάνικο κατοικείν ορίζεται κυρίως με το ανήκειν στην ομάδα, τη συμμετοχή στον κόσμο των Τσιγγάνων.
Η ζωή των Τσιγγάνων κυλά με μιαν αέναη κινητικότητα, τόσο μέσα στην ομάδα όσο και έξω από αυτήν, σημειώνει η συγγραφέας, σε ένα δυαδικό σύστημα μετακινήσεων που αλλάζει διαρκώς τη σύνθεση και το καθεστώς της ομάδας. Το σύστημα αυτό αποτελεί ένα στοιχείο που διαφοροποιεί την τσιγγάνικη ομάδα από τις νομαδικές ή ημινομαδικές ομάδες και εδραίες κοινωνίες. Ετσι, η συγγραφέας επιλέγει να χρησιμοποιήσει για τους Τσιγγάνους που φαίνονται μόνιμα εγκαταστημένοι, τον όρο «εδραιοποιημένοι», με την έννοια της εν δυνάμει μετακίνησης, της ανά πάσα στιγμή κατάργησης της εγκατάστασης. Καραβάνια Τσιγγάνων μπορεί να μην υπάρχουν πια, αλλά όταν δεν μπορούν να εργαστούν στη γύρω περιοχή φεύγουν, άλλοτε μετακινούνται για να συναντήσουν συγγενείς...
«μπεσάς-λαντεβάς-νασάς» (καθόμαστε, φορτώνουμε, φεύγουμε).
Η κίνηση και η προσωρινή στάση, η μετακίνηση και η «εδραιοποίηση» ορίζουν στο χώρο δίκτυα σύνδεσης με μιαν ακατάπαυστη ροή, που συνέχουν ταυτόχρονα όλα τα «κοινωνικά μέρη», τις τσιγγάνικες ομάδες, ανεξαρτήτως αν είναι ή όχι συγγενή, και αποτελούν έτσι το συνεκτικό ιστό της τσιγγάνικης κοινωνίας.
Επιλέγουν διαφορετικά κελύφη, το σπίτι, την καλύβα ή το τσαντίρι ή την καρότσα του ημιφορτηγού αυτοκινήτου, τα οποία ενίοτε εναλλάσσουν συχνά, αναπτύσσοντας όμως τη ζωή τους έξω από αυτό, στον κοινό υπαίθριο χώρο, όπου τα παιδιά από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους μαθαίνουν να ζουν, με πλήθος πρότυπα ολόγυρα, που ορίζουν το πρέπον και το σωστό. Ετσι, ισχυροποιείται το «εμείς», και το σόι, η φάρα, η ομάδα (κουμπανία) αποτελούν σημείο αναφοράς για το άτομο.
Οι τισγγάνικες ομάδες ελέγχουν το «χώρο», δηλαδή το κατοικείν τους, και επομένως την αυτοκυριαρχία τους, απλώς και μόνον μέσα από τη χρήση, αφού τα πάντα είναι παροδικά. Ο έλεγχος ασκείται με ένα είδος νομής. Η ιδιοκτησία δεν είναι απαραίτητη. Ο χώρος ανήκει στην ομάδα και μάλιστα μόνο προσωρινά. Πρόκειται για μια «οιονεί νομή», η οποία μάλιστα είναι «ασύμπτωτος» με βάση τα πραγματικά εννοούμενα του Εμπράγματου Δικαίου.
Οι Τσιγγάνοι που «καταπατούν» οικόπεδα ιδιωτικής ή δημόσιας ιδιοκτησίας, δεν έχουν πρόθεση να εξουσιάσουν το αντικείμενο και εν προκειμένω το χώρο, τονίζει η συγγραφέας. Η πραγματική τους πρόθεση είναι να διασφαλίσουν τον τόπο τους και την εδαφοκυριαρχία τους έναντι των άλλων ομάδων, συγγενών και μη-συγγενών. Να διασφαλίσουν προσωρινά τον «κοινωνιο-χώρο» και το «βιο-χώρο» τους.
Τελικά, έχουν τη δική τους κοινωνική στρατηγική, που συνίσταται στο διά του χώρου ελέγχο της κοινωνίας τους που συμβάλλει στην επιβίωσή τους, πλάι στην ευρύτερη κοινωνία, με την οποία ταυτόχρονα έχουν δομικές διαφορές (σελ. 284) «το πάντα σταθερό στους μη-Τσιγγάνους / δυαδικό σύστημα στους Τσιγγάνους, ιδιοκτησία / οιονεί νομή, ατομική ιδιοκτησία / ομαδική χρήση, διαχείριση βασισμένη στο άτομο / στην ομάδα».
Οι Τσιγγάνοι συχνά αποτέλεσαν αντικείμενο διάφορων πολιτικών, που στόχο τους έχουν την αφομοίωση. Αλλά και ακόμα όταν οι προθέσεις της πολιτείας συγκλίνουν στην ένταξη των Τσιγγάνων, συχνά μένουν χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, γιατί οι λύσεις που προτείνονται (διασπορά οικογενειών στην πόλη, οικιστικά προγράμματα, υποχρεωτική διαμονή σε ορισμένες γειτονιές της πόλης), δεν λαμβάνουν υπόψη τους τα διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, τη δομική ετερότητα και τελικά οι Τσιγγάνοι έχουν κάθε φορά να επιλέξουν ανάμεσα στην αφομοίωση και την περιθωριοποίηση. Η Καραθανάση, στο τελευταίο μέρος του βιβλίου της, προτείνει εναλλακτικές πολιτικές που θα στηρίζονται στις συμμετοχικές διαδικασίες: κατοικίες που θα επιλέγουν οι ίδιοι, όχι τυποποίηση, διάθεση έκτασης -όχι βέβαια σε υποβαθμισμένες περιοχές- και για μία μόνο κοινωνική ομάδα κάθε φορά, με βάση τα δικά της ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά και τις δικές της ανάγκες και κατόπιν συνεννοήσεως με τους ίδιους τους Τσιγγάνους.
ΑΝΝΑ ΛΥΔΑΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/08/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις