Πότε μίλα πότε φίλα

162677
Συγγραφέας: Καρατζάς, Διονύσης
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες:48
Ημερομηνία Έκδοσης:01/12/2003
ISBN:9789603756613


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Σε ξέρω από τη βροχή

Σε ξέρω από τη βροχή·
στα ίδια δέντρα ξενυχτήσαμε,
στα ίδια μάτια ονειρευτήκαμε,
στην ίδια θάλασσα χυθήκαμε.

Σε ξέρω από τη βροχή
σελ. 28 του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



Δίκαια η δεκαετία του '70 θεωρείται ορόσημο στην πορεία των ελληνικών γραμμάτων και ειδικότερα στην ποίηση. Σ' αυτήν παρατηρείται μια πρωτοφανής ανανέωση όχι μόνο στη θεματογραφία, αλλά και στη μορφή και στην αξιοποίηση νέων εκφραστικών μέσων.

Μέχρι τότε, και ακολουθώντας μια μακραίωνη παράδοση, η ποίηση είχε εγκλωβιστεί σε περίπου ανώδυνη για τον αναγνώστη θεματογραφία, με άξονες κυρίως πολιτικούς και κοινωνικούς. Μεγάλοι τεχνίτες οι Ελληνες ποιητές, είχαν δουλέψει πανάξια το στίχο, αυτοπεριοριζόμενοι σε θέματα που -η υψηλή, βέβαια- ποίηση της Επτανησιακής Σχολής είχε επιβάλει.

Ελα, όμως, που στις αρχές του αιώνα εμφανίστηκαν και οι πρώτες «αιρετικές» φωνές του Καβάφη και του Καρυωτάκη που, όσο και να προσπάθησαν η παλαμική πατριδολατρία, η σεφερική δυτικότροπη ενδοσκόπηση και η φρενιτιώδης ηλιοποσία του Ελύτη δεν κατάφεραν να τις απαλείψουν από το μυαλό τής λεγόμενης (καλύτερα αυτοαποκαλούμενης) Γενιάς του '70. Αυτή η γενιά, λοιπόν, χωρίς να πάσχει από λογοτεχνική Αλτσχάιμερ, επιχείρησε μια πιο ανθρωποκεντρική ερμηνεία της ζωής και κατάφερε να εστιάσει το ενδιαφέρον της στις διαπροσωπικές σχέσεις -το μέγα πρόβλημα της εποχής μας.

Η ποίηση του Διονύση Καρατζά ανήκει σ' αυτό ακριβώς το είδος, στην ανθρωποκεντρική ποίηση, με μία μόνη διαφορά: ότι διαθέτει κατεργασμένο λυρισμό. Ο Καρατζάς χτύπησε τη πλουσιότερη χρυσοφόρα φλέβα της λογοτεχνίας, το λυρισμό, αξιοποίησε το κοίτασμα και παρέδωσε κοσμήματα.

Η λυρική ποίηση, με την τεράστια παράδοσή της σ' όλο τον κόσμο, μίλησε στην καρδιά του Διονύση Καρατζά, ο οποίος όμως, δεν συνέχισε το δρόμο των μεγάλων λυρικών, αλλά οδήγησε τη γραφίδα του σε πιο δύσβατη διανοητική και εκφραστική περιοχή: στο συνδυασμό του ελεγχόμενου λυρισμού με την αγωνιώσα, οντολογική αντιμετώπιση του ποιητικού ζητούμενου, που δεν είναι άλλο παρά η γενικευτική ερμηνεία προσωπικών περιστατικών.

Η ποίηση του Καρατζά, χωρίς να αποβλέπει στην κατάργηση των λογικών σχημάτων, προχωρεί σε καθαρά μετασυμβολιστικές μεθόδους. Επιλέγοντας το υλικό του από τον αγρό του λυρισμού, ο Καρατζάς μάς προβάλλει τον ποιητή του εικοστού πρώτου αιώνα, τον ποιητή που μακριά από λογοτεχνικούς συσχετισμούς και κρυπτομνησίες, αναζητά την ουσία της ποίησης σε αποκλίνουσες αλλά φαινομενικά παράλληλες οδούς.



«Μη ρίχνεις βράδυ στην καρδιά.

Τόσο φεγγάρι πού θα βρω

να ταξιδέψω στο κορμί σου;»



Το εγχείρημα της αναγωγής της καθημερινής ομιλίας σε ποιητικό λόγο είχε ήδη δώσει τα πρώτα δείγματά του στους λογοτέχνες της λεγόμενης Δεύτερης Μεταπολεμικής Γενιάς. Η γενιά αυτή είχε αποτινάξει το ζυγό του άκρατου δημοτικισμού και ήδη από τη δεκαετία του '60 μας είχε οδηγήσει σε μια πιο αυθόρμητη, λεκτικά και νοηματικά, ερμηνεία των προσωπικών και κοινωνικών δεδομένων. Διδαγμένος και επηρεασμένος, όπως όλοι οι ποιητές της γενιάς του, από τα κείμενα της Δεύτερης Μεταπολεμικκής Γενιάς, ο Διονύσης Καρατζάς καταγράφει με καθημερινό αλφάβητο τα βιώματα του ποιητή της εποχής του.



«Μακάρι να ήσουνα βροχή.

Θα γυάλιζε η νύχτα σαν καθρέφτης,

μέσα της να λάμπω ουρανός».



Η εποχή που ο Γρυπάρης με τα θαυμάσια ελληνικά του μιλούσε για «νεράιδες περδικόστηθες και μαρμαροτραχήλες» έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η γενιά του Διονύση Καρατζά κατάλαβε ότι ο «δημοτικισμός του εργαστηρίου» ήταν εξίσου επιζήμιος με το στείρο καθαρευουσιανισμό. Η γενιά τού Καρατζά κατάλαβε τι μεγάλη μπλόφα είναι να εγκλωβίζεσαι σε γλωσσικές κατασκευές.

Ας θυμηθούμε τον γραφικό πια Βασίλη Ρώτα, που υπέταξε τα σεξπιρικά κείμενα σε έναν γλωσσικό μαρξισμό, μια γλώσσα που δεν μιλήθηκε ποτέ, και ακούσαμε, για παράδειγμα από θεατρικές σκηνές, το βασιλιά να λέει στο διάδοχο γιο του, «Κοπέλι μου, δεν απαντέχω μπλιό!»

Ε, ναι, ίσως τότε (αν και αμφιβάλλω) αυτοί οι γλωσσικοί ακροβατισμοί να θεωρούνταν «στιλ», απαραίτητο κυρίως στους λυρικούς. Ομως, για τη Γενιά του '70 όλα ετούτα αποτελούσαν παρελθόν. Ηδη από τις πρώτες ποιητικές του συλλογές, «Ξημέρωμα στη γη» (1972), «Μέρες βροχής, ή τα χαλασμένα παιχνίδια» (1973) ο Καρατζάς κατάφερε να κρατήσει αλώβητο όλο το λυρισμό του και να τον φέρει στα καθημερινά και τόσο αληθινά. Συνεχίζοντας με τις επόμενες συλλογές του, «Αντιόπη» (1982), «Κατερίνα» (1984), «Ως αρχαίος άνεμος» (1987) κατακτά και άλλον έναν στόχο: να φυτέψει το κατανοητό με το αναπάντεχο στο ίδιο ποίημα, στο χωράφι που μόνον η ποίηση ξέρει και καλλιεργεί.

Μέσα από μια μεγάλης ευαισθησίας καταγραφή προσωπικών και φυσικών φαινομένων, ο Διονύσης Καρατζάς επισημαίνει το σπάνιο που είναι προσιτό σε κάθε άνθρωπο, το πολύτιμο που τείνεις λίγο το χέρι και το πιάνεις.

Διαβάζω την επιγραμματική «Κατάρα» του:



«Από αγάπη να χαθείς

και στο φιλί να σβήσεις».



Ενας δεκαπεντασύλλαβος στίχος είναι όλο κι όλο το ποίημα.

Αλλά ο ποιητής, κρατώντας τα παραδοσιακά μέτρα, έχει διδαχτεί και από την οικονομία των «Χάι - Κάι» και από τα κελεύσματα του υπερρεαλισμού, αλλά και από την ανάγκη της εποχής μας να αποβάλει το μεγαλόσχημο και στη θέση του να ενθρονίσει ηγεμόνα το γνήσιο.

Βλέπετε, ο Καρατζάς, που τρυφερά ψιθυρίζει,



«Πιάσε ένα γρήγορο τραγούδι

όσο να στρώσω την αγάπη...»



αξιοποιεί την ευαισθησία της ψυχής, γιατί δεν έχει ανάγκη (και επιμένω σ' αυτό, μιας και μιλάμε για ουσιαστικά λυρική ποίηση), δεν έχει ανάγκη το πλάσιμο μιας λέξης, όσο το πλάσιμο μιας σχέσης. Οι ποιητές της Γενιάς του '70 γνωρίζουν καλά πως ποίηση δεν γίνεται μόνο με «κονταροχτυπήματα στα μαρμαρένια αλώνια», αλλά και με λέξεις και εκφράσεις καθημερινές, οικείες, ζεστές. Η Γενιά του '70 έχει διδαχτεί από την Κική Δημουλά, που ξεκινάει ένα από τα ωραιότερα ποιήματά της με το στίχο. «Παρασκευή είναι σήμερα, θα πάω στη λαϊκή...», όπως έχει διδαχτεί και από τον Πάμπλο Νερούντα, ο οποίος έχει γράψει «Ωδή στις τηγανητές πατάτες». Η ουσία της ποίησης αναζητιέται και βρίσκεται από τον Καρατζά μέσα στην έξαρση της ψυχής, που, όμως, έχει γειωθεί από τον ορθολογισμό της καθημερινότητας, χωρίς να χάσει στο ελάχιστο την ποιότητά της.



«Τα μάτια σου

μια πουλιά, μια παιδιά.

Γύρευε από τι ταξίδια

κρατάνε ουρανό».



Το παιχνίδι με τις λέξεις, η αναγωγή του θνητού σε ουράνιο και η σύζευξη λυρικών και πραγματικών στοιχείων χαρακτήρισε την ποίηση του Καρατζά και στις επόμενες συλλογές του, «Ανθοφορία της νύχτας» (1997) και «Στα νερά βαθαίνει ο ουρανός» (2001). Στη δε τελευταία πετυχαίνει τη χημική ένωση που έχει ανάγκη η ποίηση στη στροφή της καινούριας χιλιετίας: συνενώνει το ρομαντικό και το καθημερινό. Ο τίτλος του βιβλίου είναι «Πότε μίλα, πότε φίλα». Βλέπεις γραμμένο τον τίτλο και είναι ερωτική επίκληση. Ακούς τον τίτλο και είναι ένα οπωροφόρο δέντρο και τα φύλλα του. Να, λοιπόν, τι είναι η ποίηση του Διονύση: η ευαίσθητη καταγραφή προσωπικών καταστάσεων που δένει καρπό και φυλλώνει και στη δικιά μας την καρδιά.



ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΠΕΛΙΕΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 05/09/2003

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!