Και η ζωή τελειώνει στα σκουπίδια ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ

4.95
Τιμή Πρωτοπορίας
+
2229608080018
Συγγραφέας: Καραβούλιας, Τρύφων
Εκδόσεις: Οξύ
Σελίδες:127
ISBN:2229608080018

Περιγραφή


- Εκατό λέξεις.

- Τί εκατό λέξεις;

- Να γράψεις ρε Τρύφωνα μια περίληψη του βιβλίου σε εκατό λέξεις.

- Παλάβωσες; Περίληψη σε εκατό λέξεις; Και τι να γράψω;

- Δεν ξέρω... Κάτι πιασάρικο, κάτι τραβηχτικό, να ψήνει τον άλλο να το αγοράσει.

- Να γράψω στίχους από κανένα συλάδικο που έχει πουλήσει καλά;

- Λοιπόν, κόψε την πλάκα και να μιλήσουμε σοβαρά. Θες να πουλήσει;

- ...

- Γιατί το εκδίδεις;

- ...

- Δεν ξέρεις γιατί το εκδίδεις;

- Θες να σου πω γιατί το έγραψα; Αυτό είναι κάτι που το γνωρίζω.

- Άκου να σου πω, κανέναν δεν ενδιαφέρει γιατί το έγραψες. Αυτό που ενδιαφέρει είναι να πάρει ο αναγνώστης το βιβλίο στα χέρια του, να το γυρίσει στο οπισθόφυλλο και να πάρει μια γαμημένη γεύση.

- Και αυτό θα το κάνω εγώ;

- Ποιό;

- Αυτό μ' αυτή την πώς την είπες; Γεύση; Τουλάχιστον βλέπεται;

- Δεν τρώγεσαι μωρέ. Λοιπόν, εκατό λέξεις και το βιογραφικό σου αύριο για τί μεθαύριο πάμε τυπογραφείο.

- Πάντως για το βιογραφικό να είσαι σίγουρος.




Tο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου



Γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά και μπήκε στο δωμάτιο.

Πέταξε το παλτό του στον καναπέ και κλώτσησε τα παπούτσια του κάπου στο πάτωμα.

Λάθος, το ένα κάπου στο πάτωμα, το άλλο μέσα στο ενυδρείο. Έσκυψε πάνω από την μικρογραφία της θάλασσας και είδε τις δυο μινιατούρες της Carreta-Carreta τρομοκρατημένες, αγουροξυπνημένες, κολλημένες στο απέναντι τζάμι να κοιτούν το παπούτσι με δέος. Το άφησε εκεί, σκεπτόμενος ότι κάποια στιγμή θα το συνηθίσουν.

Ήταν πολύ κουρασμένος. Έβαλε το θερμοσίφωνα, γδύθηκε κι άναψε τσιγάρο. Έφτιαξε έναν καφέ κι άκουσε τα μηνύματα στον αυτόματο τηλεφωνητή.

Η αγάπη του έλεγε ότι τον αγαπάει, η μητέρα του ότι της λείπει, ένας φίλος του ότι τον έχασε, το αφεντικό του ότι τον ψάχνει και γενικώς τον θέλουν όλοι.

Κι αυτός όμως ήθελε κάτι και πήγε να το βρει. Έναν καθρέφτη. Σκατά. Είχε μια μούρη σαν δυσκοίλια αγελάδα. Τέλος πάντων.

Έκανε το μπάνιο του, ξυρίστηκε, κόπηκε κι άραξε στην τηλεόραση. Πήρε το χάπι του και το ήπιε με καφέ αντί για νερό. Η τηλεόραση έλεγε τα δικά της. Την έκλεισε. Έβαλε μουσική και βγήκε στο μπαλκόνι. Έκανε κρύο. 'Αναψε άλλο ένα τσιγάρο. Έβλεπε ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι της Αθήνας.

Γαλάτσι. Υποβαθμισμένη περιοχή, αναβαθμισμένη θέα. Τον είχε συνεπάρει η μουσική κι ενώ άκουγε ένα σαφέστατο τα τα τα, τα, τα, τα, τα τα, θυμήθηκε ότι έχει κι άλλες δουλειές να κάνει εκτός από το να ψυχαναλύει την Γαλατσίου.

Κοίταξε το ρολόϊ του, είχε περάσει η μία ώρα. 'Αφησε το ποτήρι του στο πάτωμα της βεράντας και τράβηξε μια βαθιά τελευταία τζούρα από το τσιγάρο του. Ύστερα το στρίμωξε, σχεδόν σύνθλιψε ανάμεσα στον αντίχειρα και τον μέσο και το εκσφενδόνισε απ' τον πέμπτο όροφο στο όπου πάει.

Μπήκε στο δωμάτιο. Προχώρησε λίγο προς τα μέσα κι έπειτα έκανε μεταβολή. Ξεκίνησε με μεγάλα και γρήγορα βήματα. Έβαλε το χέρι στο κάγκελο σαν μοχλό και πέρασε το σώμα του από πάνω. Αρχισε να πέφτει και λόγω της ταχύτητος που ανέπτυσσε, έκανε πολύ κρύο τώρα. Την επόμενη σκέφτηκε, θα πέσω με το παλτό μου.

Έβλεπε τον ουρανό του καινούριου αυτοκινήτου του γείτονα, να τον πλησιάζει.

«Να δεις που αυτή η κεραία, θα μου το βγάλει το μάτι». Ήταν πολύ κοντά τώρα, έβλεπε μόνο την κεραία. Σκέφτηκε τι μούτρα θα έκανε ο γείτονας μετά από λίγο.

Έσκασε πάνω στον ουρανό του αυτοκίνητου κι ένοιωσε τη λαμαρίνα να υποχωρεί κάτω από το σώμα του, ενώ ταυτόχρονα κομματιαζόντουσαν και τα κόκαλά του. Αυτά τα καινούρια μοντέλα είναι ψεύτικα, τι πληρώνουμε. Τς τς τς τς τς.

Η κεραία βέβαια είχε δεν είχε του το έβγαλε το μάτι, αλλά έσπασε. Χα!

Πόναγε κι άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του. Ήταν επόμενο, μ' όλα αυτά τα σπασμένα κόκαλα.

Αρχισε να χτυπάει ο συναγερμός του αυτοκινήτου κι αυτός άρχισε να πεθαίνει. Το χειρότερο όμως ήταν ότι μ' όλες αυτές τις δουλειές που είχε να κάνει, ξέχασε ανοιχτό το θερμοσίφωνα. Ζημιά στην ζημιά. Πέθανε.

Αμέσως βρέθηκε μέσα σε κάτι υγρό και σκοτεινό. Προσπαθούσε να εστιάσει κάπου με τα μάτια του αλλά μάταια. Σκοτάδι μαύρο.

Σκατά, απέτυχε. Μπράβο μαλάκα μου, συνεχάρει τον εαυτό του. Μια χαρά τα κατάφερες.

Προσπάθησε να κουνηθεί. Τίποτα. Σκοτάδι, θόρυβοι από νερό κι αυτός να κολυμπάει μέσα στο πουθενά. Ούτε το σώμα του δεν μπορεί να πιάσει με τα χέρια του.

Ευχαριστημένος ο κύριος ερευνητής; ρώτησε τον εαυτό του, που αν μπορούσε να τον δει θα τον έφτυνε. Τώρα κάτσε εδώ και κοίτα τον ήλιο που λέμε. Δηλαδή ποιόν ήλιο; το τίποτα.

Προσπάθησε να μιλήσει, να ψελλίσει έστω. Άδικος κόπος. Ούτε να μιλήσει δεν μπορούσε ο μαλάκας. Δεν υπάρχει κι ένας τοίχος να χτυπήσει το κεφάλι του. Δηλαδή και να υπάρχει δεν φαίνεται, αλλά και να φαινόταν, ποιό το όφελος; αφού δεν μπορεί να κουνηθεί.

Τον έπιασε πανικός. Κόλαση. Αυτό είναι. Κόλαση. Πώς αλλιώς να μεταφράσεις αυτό το πνιγηρό σκοτάδι. Μα ούτε μια ταμπέλα, κάτι. Τέτοια ανοργανωσιά; ακόμη και στην αιωνιότητα, αυτά συμβαίνουν; αιωνιότητα; εδώ μέσα για πάντα; Δηλαδή τι μέσα; μπορεί να είναι κι έξω. Αλλά πού να ξέρεις;

Προσπάθησε ν' αποφύγει τον πανικό του και να σκεφτεί επιστημονικά, όπως είχε μάθει όταν ήταν ακόμη εν ζωή.

Γιατί να πάει στην κόλαση; Όταν πέθανε ήταν μόνο είκοσι έξι χρόνων. Δεν είχε σκοτώσει, δεν είχε κλέψει, δεν είχε μοιχέψει. Τιμούσε τον πατέρα του και την μητέρα του. Συμπερασματικά με τη θρησκεία ήταν κομπλέ. Γιατί λοιπόν να πάει στην κόλαση;

Όταν ήταν στο λύκειο είχε διατυπώσει σε έκθεσή του, κάποια θεωρία.

Τη θεωρία που είναι υπεύθυνη για το προσχεδιασμένο, πρόωρο και τελικά άδοξο τέλος του.

"Όλ' αυτά που περικλείει μέσα του ένα ανθρώπινο σώμα (αισθήματα, αναμνήσεις, λογική, διανόηση, ψυχή) δεν μπορεί να χάνονται, να πεθαίνουν, να σβήνουν αμετάκλητα στο χάος επειδή πεθαίνει και το σώμα".

Η φιλόλογός του τότε του είπε, μετά την ανάγνωση της έκθεσης, ότι η θρησκεία τα εξηγεί όλ' αυτά, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι η ψυχή δεν πεθαίνει. Όμως αυτός δεν μπορούσε να καλυφθεί από τη θεωρία της θρησκείας.

Αυτός εννοούσε να ζήσει η ψυχή, αλλά άφθαρτη. Όχι να περάσει από φίλτρα και καθαρτήρια, έστω και θεϊκά. Να ζήσει με τα προτερήματα, τα ελαττώματα και τις συνήθειές της.ο θεολόγος του έθεσε το θέμα σε ακόμη πιο ανατριχιαστική βάση: "Από τις γραφές γνωρίζουμε ότι στον παράδεισο υπάρχουν ο Αγιος Πέτρος, οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, αγγελάκια, γαλήνη, ηρεμία, αλλά τέκνον μου οι γραφές δεν κάνουν λόγο για αλκοόλ, έρωτα και φαγητό".

Αυτό ήταν, ανατρίχιασε.

Θα ζήσει η ψυχή του, αλλά δεν θα ξανακοιμηθεί ποτέ. Aν είναι δυνατόν. Δεν θα κάνει έρωτα, δεν θα τρώει, δεν θα βαρυστομαχιάζει. Τέτοια ζωή να τη βράσει. Τον απέκλειαν απ' όλες τις ηδονές. Τον απέκλειε αυτός ο τραγόπαπας.

Γεγονός είναι ότι όταν κάποιος βρίσκεται στην εφηβεία, λέει αυτά ακριβώς που σκέφτεται και αυτός είναι εξάλλου ο λόγος που οι μεγαλύτερη αναπολούν την εφηβεία με νοσταλγία.

"Ε, α να χαθείς ανέραστε" του είπε. Πέντε μέρες αποβολή. Δεν πειράζει, με τις υγείες μας.

Τελειώνοντας το λύκειο, έδωσε εξετάσεις και μπήκε στην ιατρική, με πολύ καλούς βαθμούς μάλιστα. Στους καθηγητές του συγκαταλεγόταν και ένας κορυφαίος χειρουργός, ο οποίος του είχε δώσει την άδεια να πηγαίνει όποτε ήθελε στο εργαστήριο του νοσοκομείου που δούλευε και να κάνει τις εργασίες του, ή τυχόν πειράματα.

Αλλο που δεν ήθελε. Κλείστηκε εκεί μέσα με τα μερόνυχτα. Ούτε που σκέφτηκε να φτιάξει το ελιξίριο που επιμηκύνει την ζωή. Σ' αυτήν την παγίδα είχαν πέσει οι περισσότεροι επιστήμονες και διανοούμενοι όλων των εποχών. Αυτός είχε ξεκαθαρίσει τους στόχους του.

Συμφωνούσε μ' όλους ότι ο άνθρωπος πεθαίνει. Το σώμα αποτελείται από ύλη, γι' αυτό φθείρεται και πεθαίνει. Γνώριζε ότι αυτό ήταν και το μη αναστρέψιμο. Όμως πίστευε παράλληλα ότι, πεθαίνοντας η συνείδηση του ανθρώπου μετενσαρκώνεται, σε κάποιο άλλο σώμα. Το ζητούμενο ήταν σ' αυτό το ταξίδι, να κουβαλήσει και το μυαλό του. Να θυμάται την προηγούμενη ζωή του και να καταφέρει να το αποδείξει στους άλλους.

Όταν τόλμησε να εκμυστηρευτεί τις σκέψεις του στην κοπέλα του, αυτή ξέχασε όλα όσα του έλεγε πριν, πόσο πολύ τον αγαπάει κ.λ.π., θεώρησε καλό να σηκωθεί και να φύγει, λέγοντας του πως είναι για τα σίδερα.

Αυτός δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα λόγια της. Είχε ήδη βρει μια ουσία που τον βοηθούσε να έχει πλήρη διαύγεια, ακόμη και στον ύπνο του.

Όταν ήταν είκοσι ετών είχε πάει διακοπές στην Αίγυπτο, μαζί με τους γονείς του. Εκεί σ' ένα από τ' απέραντα παζάρια του Καΐρου, βρήκε ένα βιβλίο γραμμένο στ' Αραβικά, το οποίο κατά τον ιδιοκτήτη του αναφερόταν στην μετενσάρκωση. Αγοράστηκε σχεδόν για πλάκα. Το θέμα εξάλλου τον ενδιέφερε από παλιότερα.

Στην επιστροφή ο καινούριος του ιδιοκτήτης καταπιάστηκε με την μετάφρασή του, που δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση. Του πήρε γύρω στα τρία χρόνια.

Ο συγγραφέας ισχυριζόταν ότι είχε ανακαλύψει μια ουσία, που μπορεί να περνάει την συνείδησή του από τον θάνατο στην ζωή ως έχει.

Παρέθετε μάλιστα και τη συνταγή, που όμως το τελευταίο στοιχείο της, ήταν μισοσβησμένο από την πολυκαιρία. Ήταν πράγματι πολύ παλιό.

Ο νεαρός επιστήμονας τραβήχτηκε άλλα δύο χρόνια, για να αποκωδικοποιήσει και να μετατρέψει τα βότανα που έγραφε ο συγγραφέας σε χημικές ενώσεις. Μέχρι να βρει και το τελευταίο στοιχείο, που ήταν μισοσβησμένο, ταλαιπωρήθηκε ατελείωτες ώρες μέσα στο εργαστήριο, μα τελικά το βρήκε. Κι ο ίδιος βέβαια είχε τις αμφιβολίες του, αν είναι σωστό και κατά πόσο λειτουργούσε. Το σίγουρο ήταν, πως η ουσία αυτή λειτουργούσε εν μέρει. Τον βοηθούσε να έχει πλήρη διαύγεια στον ύπνο του. Έπαιρνε το χάπι, κοιμόταν και όποια στιγμή ήθελε άνοιγε τα μάτια του, έλυνε ένα σταυρόλεξο και πήγαινε πάλι για ύπνο σα να μη συμβαίνει τίποτα. Μπορούσε να ελέγχει ακόμη και τα όνειρά του.

Έπειτα προχώρησε ακόμη παραπέρα. Κάπνισε χασίς και παρόλο που δεν ήταν συνηθισμένος σε αυτού του είδους τις ουσίες, δεν έπεσε σε κανενός είδους λήθαργο ή χάσιμο. Το ίδιο και με μορφίνη. Τελευταίο του πείραμα με τα ναρκωτικά ήταν όταν πήρε Ecstasy. Ο προμηθευτής του υποσχέθηκε ότι για τρεις μέρες θα είναι στα σύννεφα. Έκανε χρήση και πήγε να γράψει εξετάσεις στο πανεπιστήμιο.

Σε άλλο του πείραμα βρήκε έναν διάσημο υπνωτιστή, ο οποίος τον υπνώτισε. Ο δικός μας όμως, χάρη στο χαπάκι του, συνήλθε μόνος του αφήνοντας άναυδο τον υπνωτιστή.

Έτσι λοιπόν κατάφερε να κρατάει σ' εκγρήγορση την συνείδησή του σ' όλες τις περιπτώσεις οι οποίες χαρακτηρίζονται από την απώλειά της. Με το μόνο που δεν είχε δοκιμάσει ήταν με τον ένα, τον μοναδικό και αυθεντικό θάνατο. (Εδώ ακούγονται χειροκροτήματα). Το δοκίμασε κι αυτό και το πείραμα πέτυχε. Είχε διαύγεια, πλήρη καθαρότητα πνεύματος, ευστροφία, όλα δουλεύανε ρολόι. Όχι ακριβώς αλλά...

Δεν μπορούσε να μιλήσει, να κουνηθεί και δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το που βρισκότανε. Η εγχείρηση πέτυχε, αλλά ο ασθενής απεβίωσε.

Να. Σκέφτηκε, ρίχνοντας ένα νοερό φάσκελο στα μούτρα του.

Κι αν είμαι στην κόλαση; θα εμφανιστεί ο κερατάς με την τρίαινα;

Μα ναι. Ήταν στην κόλαση. Μπορεί να μην έκανε αμαρτίες όσο ζούσε, πέθανε όμως με αμαρτωλό τρόπο. Αυτοκτονία. Ασε που αν μάθαινε ο Αγιος Πέτρος το λόγο που αυτοκτόνησε και το χάπι που ανακάλυψε, θα τον πλάκωνε στις σφαλιάρες. Του ήρθε στο νου η εικόνα και χαμογέλασε. Τέλος πάντων προσπάθησε να χαμογελάσει.

Ο Αγιος να τρέχει, κρατώντας την χλαμύδα του με το ένα χέρι για να μην την πατήσει και τσακιστεί και να του φωνάζει: "Βρε αχαΐρευτε άμα πας εκεί κάτω και τους πεις ότι κανείς δεν πεθαίνει, ξέρεις πόσες οικογένειες θα πεινάσουν; παπάδες, παπαδοπαίδια, ψάλτες, καντηλανάφτες, αγιογράφοι, μητροπολίτες. Τι θα κάνει ο πάπας βρε αθεόφοβε; τσαντάκιας θα γίνει;" και δωσ' του σφαλιάρες.

Τώρα θα μου πεις, σκέφτηκε, άμα σου πουν ότι δεν πεθαίνεις ποτέ, ή που πας όταν θα πεθάνεις, δεν έχει κανένα γούστο. Είναι σα να πας να δεις αστυνομική ταινία και η ταξιθέτρια να σου ψιθυρίσει στην είσοδο:

"ο μπάτλερ είναι ο δολοφόνος". Χάνεται όλο το μυστήριο. Κοίτα ρε όρεξη που την έχω. Μέσα στο μαύρο κι εγώ δεν ξέρω που σκοτάδι και θέλω και χιούμορ.

Νύσταζε του κερατά. Αποφάσισε να κοιμηθεί κι όταν σηκωθεί, τρόπος του λέγειν, όταν ξυπνήσει λοιπόν με καθαρό κεφάλι, αν έχει ακόμη, θα σκεφτεί τι θα κάνει.

Ύστερα από ώρα, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει πόση, ξύπνησε. Αιτία ήταν ένας θόρυβος, σα νερό που τρέχει. Ακουγόταν σαν καταρράκτης. Ανοιξε απότομα τα μάτια του και όπως πριν, δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα. Αισθανόταν μόνο ότι αυτό το ρεύμα νερού, τον παρασύρει μαζί του. Φοβήθηκε, προσπάθησε να πιαστεί από κάπου. Όμως δεν μπορούσε να κουνηθεί και ν' αντιδράσει, ήταν φριχτό. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και να σκεφτεί λογικά, να βρει μία εξήγηση για όλ' αυτά που του συμβαίνουν.

Προσπάθησε ν' αντισταθεί, να φωνάξει βοήθεια, χωρίς αποτέλεσμα.

Ξαφνικά τον διαπέρασε ένα ρίγος. Πανικοβλήθηκε, κατατρόμαξε, του κόπηκε η χολή, με λίγα λόγια χέστηκε απ' το φόβο του. Ένοιωσε ένα χέρι να του πιάνει το κεφάλι και να τον τραβάει. Επειδή όμως δεν είχε καμία αίσθηση του χώρου και ήταν ανίκανος να προσανατολιστεί, δεν ήξερε αν τον τραβάει προς τα πάνω, ή προς τα κάτω, προς τα μέσα ή προς τα έξω. Πάντως για ένα θα έβαζε στοίχημα. Είχε τραβήγματα.

Καλά νέα: Έπειτα από το τράβηγμα ήταν σίγουρος ότι έχει τουλάχιστον κεφάλι. Κι αυτό το κεφάλι, δεν μπορούσε να βγαίνει απ' το πουθενά. Είχε και λαιμό και ώμους και θώρακα με πνευμόνια για να τροφοδοτούν τον εγκέφαλο με αέρα και καρδιά για να τον τροφοδοτεί με αίμα. Αρα ήταν ζωντανός.

Βέβαια σα γιατρός που ήταν, ήξερε ότι το κεφάλι για να υπάρχει δεν είναι απαραίτητο να του κάνουν παρέα και 1) πόδια, 2) μάτια, 3) μύτη, 4) αυτιά, 5) γλώσσα, 6) χέρια, 7) μαλλιά, 8) γεννητικά όργανα. Μετά το τελευταίο ανατρίχιασε για δεύτερη φορά και παράτησε το μακάβριο κατάλογο. Αλλωστε το ανατρίχιασμα μπορεί να ήταν και φανταστικό, γιατί δεν γνώριζε αν έχει τρίχες.

Ασχημα νέα: Ποιός μπορούσε να ήταν αυτός που του τράβαγε το κεφάλι, τι σκοπούς είχε, ποιανού εντολές εκτελούσε; Απ' ότι ένοιωθε, αυτός δεν είχε χέρι, κουπί είχε. Και πολλή δύναμη. Εδώ που φτάσαμε σκέφτηκε, τρεις περιπτώσεις υπάρχουν: Με τραβάει ή ο θεός, ή ο διάολος, ή ποιός ξέρει τι σκατά θα δω αν καταφέρει να με τραβήξει κοντά του.

Αμέσως ο τύπος άρχισε να τραβάει σαν τρελλός, λες και άκουσε τις σκέψεις του και ήθελε να του λύσει τις απορίες του μια ώρα αρχύτερα. Μάλλον θα τον έκανε κομμάτια από το τράβηγμα, πριν προλάβουν να του λυθούν οι απορίες. Το άλλο καθόλου αμελητέο πρόβλημα ήταν, ότι προς τα εκεί που τον τράβαγε ο χώρος στένευε επικίνδυνα.

Σε κάποια φάση ήταν πολύ στενά, συν του ότι για κάποιον άγνωστο σ' αυτόν λόγο δεν είχε πολύ αέρα.

Πνιγόταν, πόναγε και πνιγόταν. Τον πόναγαν όλα του τα κόκαλα. Τι κρίμα, τώρα που διαπίστωνε πως έχει κόκαλα, άρα και σώμα, θα πέθαινε από πνιγμό.

Ο άλλος απ' έξω έδωσε μια και ο δικός μας, ένοιωσε σα να τον τραβάει τρακτέρ. 'Ασε δε που το χέρι του τύπου ήταν πολύ μεγάλο. Χούφτιαζε εύκολα το κεφάλι του και αυτό δεν πρέπει να ήταν για καλό του. Τι κέρατο; Στην χώρα των γιγάντων βρέθηκε;

Κι εκεί που κόντευε να χάσει τις αισθήσεις του από τον πόνο και την έλλειψη οξυγόνου, άκουσε ένα πλορπ σα να ξεβουλώνουν νεροχύτη και είδε φως. Έκλεισε όμως τα μάτια του γιατί τυφλώθηκε και λιποθύμησε.

Όταν συνήλθε, άνοιξε αργά τα μάτια του. Ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα και το κεφάλι του ήταν ακουμπισμένο πάνω στο αριστερό του αυτί, πάνω σ' ένα σεντόνι. Έτσι έβλεπε τα πάντα απ' το πλάϊ. Προσπάθησε να κινηθεί, αλλά δεν τα κατάφερε. Δεν του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός, μάλιστα ήταν ευχαριστημένος που έβλεπε.

Αυτό που έβλεπε ήταν το σεντόνι και δίπλα στα μάτια του, ακουμπισμένο το χέρι ενός μωρού. Είχε τα δαχτυλάκια του κλειστά σε σχήμα γροθιάς και στον καρπό του ένα καρτελάκι με ένα όνομα, σαν αυτά που βάζουν στα νεογέννητα στα νοσοκομεία. Νεογέννητα; νοσοκομεία; Μα αυτό το χέρι ήταν δικό του. Τελικά πέτυχε. Όλο αυτό το τραβολόγημα, δεν ήταν τίποτε άλλο από μια φυσιολογικότατη γέννα.

Πέθανε και γεννήθηκε. Του ήρθε να ουρλιάξει από χαρά. Αλλά το ξανασκέφτηκε και μετάνοιωσε. Τι θα πουν αν δουν ένα νεογέννητο να χορεύει φωνάζοντας: "Ζήτω γεννήθηκα".

Εκτός αυτού, δεν μπορούσε να σηκωθεί. Μήπως αν προσπαθούσε λίγο; και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την σκέψη του, ήταν ήδη στον αέρα. Πω πω ύψος, του κοπήκανε τα ύπατα. Η νοσοκόμα τον πήρε αγκαλιά και τον τύλιξε με μια κουβέρτα. Με λίγα λόγια την έβγαλε στο νοσοκομείο μερικές μέρες, όπως όλα τα φυσιολογικά μωρά. Ήταν αγόρι, τρία διακόσια, υγιέστατο όπως έλεγε κι ο γιατρός, προφανώς για να πάρει φουσκωμένο φακελάκι. Τον θήλαζε η μάνα του, κοιμόταν, τα έκανε πάνω του κ.λ.π.

Όμως πέρα από μωρό, ήταν κι ένας επιστήμονας, ερευνητής. Από τη γλώσσα κατάλαβε ότι ήταν στην Ελλάδα. Είδε το ρολόϊ μιας νοσοκόμας, που έδειχνε έντεκα και μισή. Και το πιο ωραίο, ήταν είκοσι επτά Οκτωβρίου. Αυτό το διάβασε στο ημερολόγιο τοίχου, απέναντι από την κούνια του.

Στις είκοσι έξι, στις δώδεκα και τέταρτο, είχε πηδήξει από το μπαλκόνι κι έπειτα από οχτώ, δέκα ώρες περίπου, γεννήθηκε πάλι στην Ελλάδα. Βρισκόταν στην Κατεχάκη, γιατί οι γιατροί και οι νοσοκόμες φορούσαν στολές της στρατιωτικής αεροπορίας. Βέβαια δυσκολευόταν λιγάκι σε πρακτικά πράγματα. Παραδείγματος χάριν, ήθελε να πιει μια μπουκάλα βότκα. Να το γιορτάσει βρε αδερφέ. Μια φορά (;) γεννιέται κανείς.

Δεν μπορούσε να μιλήσει, να καπνίσει, να ξεκοκαλίσει μια μπριζόλα και τα έκανε αναγκαστικά πάνω του. Είναι σκληρό για έναν τόσο μεγάλο επιστήμονα, να έχει τόσο μικρό σώμα.

Προσπαθούσε απεγνωσμένα να μιλήσει, αλλά μόνο άναρθρες κραυγές και κλάματα πετύχαινε. Οι φωνητικές του χορδές, δεν τον βοηθούσαν καθόλου.

Ένα από τα πρώτα του βράδια στο καινούριο του σπίτι, ήπιε το γάλα του και την έπεσε, ή μάλλον τον έβαλε η μάνα του για ύπνο. Στη διάρκεια της νύχτας ξύπνησε από αφόρητους πόνους. Είχε πλακώσει το αριστερό του χέρι και πόναγε. 'Αρχισε να κλαίει. Το σιχαινόταν αυτό το κλαψούρισμα, άσε δε που του έσπαγε και τα νεύρα. Έλα όμως που δεν είχε άλλον τρόπο επικοινωνίας.

Έρχεται η μάνα του με τα νυχτικά, βάζει το χέρι της στην πλάτη του και αρχίζει να τον κουνάει, ενώ με το άλλο της χέρι κάλυπτε ένα χασμουρητό. Πάει την ξαγρύπνησα την γυναίκα, σκέφτηκε ο μικρός, η οποία εντωμεταξύ τον είχε πλακώσει στο κούνημα και στα ωοοοοο, για να κοιμηθεί. Όπως του πίεζε την πλάτη όμως, πιεζόταν και το πονεμένο του χέρι. Δωσ' του κλάμα ο μικρός, δωσ' του κούνημα αυτή, δωσ' του πόνο το χέρι. Θα μου το σπάσει η μαλακισμένη σκεφτότανε και δωσ' του κι έκλαιγε. Θα με ξενυχτήσει το σκασμένο έλεγε η μάνα του και δωσ' του χασμουρητό. ΄Ωσπου κάποια στιγμή ο μικρός δεν αντέχει άλλο και ακούει τον εαυτό του να λέει: "το χέλι μου γαμώ την κοινωνία μου", σε άπταιστα Ελληνικά.

Η μάνα του τραβιέται τρομαγμένη, πιάνει το παιδί, το γυρνάει και βλέπει το χέρι του, κόκκινο από την πίεση. Το πρωΐ ξύπνησε μέσα στην κούνια του, από ομιλίες που προέρχονταν από την κουζίνα κι έστησε αυτί.

-Καταλαβαίνω ότι δεν με πιστεύεις, αλλά σου λέω ότι το άκουσα με τα ίδια μου τ' αυτιά Δημήτρη, σοβαρολογώ.

-Τι άκουσες να λέει το μωρό "το χέρι μου γαμώ την κοινωνία μου"; Ασε μας ρε Ρούλα, νύσταζες. Είσαι και κουρασμένη αυτόν τον καιρό. Φυσικό είναι.

Κάπως έτσι πέρναγε ο περίγυρος του μωρού τις μαλακίες του. Γιατί δεν έκανε και λίγες. Αλλά έτσι, ο ένας δεν πίστευε τον άλλον.

Απ' ότι καταλάβαινε ο αναστημένος, έμενε στου Παπάγου. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός όπως και όλοι οι γείτονες, όπως επίσης και πολλοί συγγενείς του. Εξάλλου και το σπίτι του ήταν γεμάτο από κειμήλια και πίνακες, που απεικόνιζαν ένδοξους παππούδες. Το μωρό το φώναζαν Κωστάκη και το αγαπούσαν πολύ όπως τα περισσότερα μωρά του κόσμου.

Ο Κωστάκης φαινόταν έξυπνο αγοράκι και ποτέ δεν γκρίνιαζε. Έτρωγε κανονικά και ήταν υγιές. Μόνο που μερικές φορές καθόταν απορροφημένος, σε κάτι άγνωστο για τους άλλους. Γενικά, δεν είχε την υπερκινητικότητα των παιδιών της ηλικίας του. Ο Κώστας όμως δεν ήταν αφύσικος, απλά ήταν μεγάλος. Του έδιναν αυτοκινητάκια και κάτι άλλα παιχνίδια με αριθμούς, αυτός όμως τα βαριότανε. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε, ότι έπρεπε να παριστάνει τον χαζό. Αν έπαιρναν κάτι χαμπάρι θα τον πήγαιναν στους γιατρούς. Από εκεί και πέρα τα γνώριζε πολύ καλά. Τεστ, πειράματα και τελικά όλα χαμένα από χέρι. Ήταν πολύ χαρούμενος που το πείραμά του πέτυχε και ήθελε να πει σε κάποιον όλα όσα ήξερε.

Όμως γνώριζε, ότι αυτό θα ήταν πολύ επικίνδυνο για τον ίδιο. Θα έκανε την παλαβή μέχρι να μεγαλώσει αρκετά. Όλη η μέρα και η νύχτα ήταν δικές του να παίζει, να χαζεύει και γενικά, να κάνει ότι θέλει.

Κάποιο από αυτά τα βαρετά πρωϊνά, έπαιζε αμέριμνος μ' ένα άλλο πιτσιρίκι μεγαλύτερό του.

Ακούγεται το κουδούνι της εξώπορτας και η μάνα του πήγε ν' ανοίξει. Ανοίγοντας χαμογέλασε χαρούμενα.

- Βρε βρε, καλώς την κυρία στρατηγού, είπε βλέποντας την παλιά της φίλη στην πόρτα. Δεν σας περιμέναμε τόσο νωρίς.

- Γειά σου Ρούλα μου, είπε η άλλη και την αγκάλιασε. Τι μου κάνεις; μια χαρά φαίνεσαι βρε θηρίο. Έχω τόσο καιρό να σε δω και δεν άλλαξες καθόλου.

- Μ' έφαγε η μοναξιά εδώ που με παράτησες, απάντησε η Ρούλα αστειευόμενη.

- Τώρα θα μείνουμε μόνιμα, είπε η Ντίνα. Ο άντρας μου τέλειωσε με τη θητεία του στα βόρεια. Εξάλλου όπως ξέρεις δεν τον χωρίζει πολύς καιρός από τη σύνταξη.

- Ναι ναι, το έμαθα από το γράμμα σου και ξέρεις πόσο χάρηκα. Μα πέρνα μέσα, μην στέκεσαι.

- Που είναι ο μικρούλης που μου έγραψες; ρώτησε η κ. στρατηγού, εξερευνώντας με τα γαλάζια μάτια της το σαλόνι.

Μόλις την είδε ο Κώστας, έμεινε κόκαλο. Τι κ. στρατηγού, αυτή ήταν η μις κόσμος.

Μπήκε μέσα στο σαλόνι το άλογο και με μια φόρα πήρε τον κακομοίρη τον Κωστάκη και τον σφήνωσε ανάμεσα στα δίδυμα του θανάτου.

- Να σας ζήσει, τι γλυκούλης που είναι, καλέ φτυστός ο σμηναγός φτου να μην το ματιάσω, είπε φτύνοντας το παιδί ως είθισται.

Ο Κώστας σκουπίστηκε με το μανικάκι του. Αυτό το φτούσου το είχε σιχαθεί πια, αλλά και τι να έκανε; δεν μπορούσε ν' αρχίσει όλο τον κόσμο στις ροχάλες. Δεν το επέτρεπε η ηλικία του. Αφού τον φίλησε, τον τσίμπησε, τον ζούληξε, τον έπαιξε, εν τέλει κάποια στιγμή τον άφησε στο πάτωμα η δίμετρη κι έκατσε με τη μάνα του στον καναπέ. Οι δύο γυναίκες είχαν καιρό να τα πουν από κοντά κι αφοσιώθηκαν μεμιάς στην κουβέντα.

Ο μικρός έχει αράξει στο χαλί, κρατάει στα χέρια του κάτι αυτοκινητάκια και κάνει πως παίζει. Η ουσία όμως είναι τα μπούτια της κυρίας. Έχει να δει τόσο ωραία γυναίκα ο Κωστάκης, από τότε που πέθανε. Βλέπεις δεν τον πολυβγάζανε έξω.

- Θα μου κρυώσει το παιδί, έλεγε η μάνα του κι όταν έβγαιναν, ο πατέρας αναλάμβανε την έξοδό του από το σπίτι και oci είσοδό του, άμεση στο αυτοκίνητο. τον τυλίγανε με κουβέρτες και τον έκαναν μπόγο. Μόλις έφταναν στην είσοδο της πολυκατοικίας, άνοιγε η γυναίκα την πόρτα. Ο σμηναγός ξεχυνότανε τρέχοντας με το μπόγο αγκαλιά και κατευθυνόταν στο αυτοκίνητο, βλαστημώντας όποτε σκόνταφτε. Έφτανε κάποτε στ' αμάξι, όπου τον περίμενε η άλλη η τρελλή με την πόρτα ανοιχτή και ανήμπορη ν' ανασάνει από την τρεχάλα.

Βάζανε τον Κωστάκη μέσα στο αυτοκίνητο, του οποίου η μηχανή και το καλοριφέρ δουλεύανε γύρω στο μισάωρο πριν, με αποτέλεσμα η καμπίνα των επιβατών να έχει γίνει φούρνος του Αουσβιτς από τη ζέστη. Κι όπου πήγαιναν επαναλαμβανόταν η απόβαση της Νορμανδίας. Το μόνο που μπορούσε να δει ο Κωστάκης, ήταν το από μέσα μέρος της κουβέρτας του και ν' ακούει τον καλπασμό και τ' αγκομαχητά του πατέρα του. Βλέποντας αυτή την γυναικάρα, θυμήθηκε ότι ήταν άντρας.

Το μωράκι μας κάθεται αθώο, τρυφερό και τάχα αμέριμνο, σε απόσταση αναπνοής από τις γάμπες της κυρίας στρατηγού. Αυτή εν τω μεταξύ και χωρίς να διακόψει την κουβέντα της με την οικοδέσποινα, σκύβει και χαϊδεύει το κεφαλάκι του μωρού. Ο Κώστας βλέπει και τι δεν βλέπει, τα βλέπει όλα. Το κακό είναι ότι δε νοιώθει, αλλά που θα πάει σε καμιά δεκαριά χρόνια, υπομονή.

Η κυρία στρατηγού, μάλλον από ένστικτο, καταλαβαίνει ότι αν όχι ο μικρός, πάντως κάποιος άντρας την παρακολουθεί. Αρχίζει να κουνάει νευρικά τα πόδια της. Ανασηκώνεται, ξανακάθεται, η φούστα της σηκώνεται λίγο πιο ψηλά και αποκαλύπτονται όλο και περισσότερο τα καλλίγραμμα πόδια της. Το μάτι του μικρού επιστήμονα έχει θολώσει και κρατιέται με τα δόντια να μη χυμήξει.

Κι εκεί πάνω στο καλό τον πλησιάζει η πιτσιρίκα. Δεν ήταν πάνω από τριών ετών. Στέκεται όρθια μπροστά του και του δείχνει μυξοκλαίγοντας μια κούκλα της, που της είχε φύγει το κεφάλι. Η κούκλα εντελώς συμπτωματικά ήταν στην ίδια κατάσταση με τον Κώστα. Η μικρή όμως δεν τα καταλάβαινε αυτά. Αρχισε να τσιρίζει: "Κοίτα, Κώστα, κοίτα". Ψευδά. Και το χειρότερο είναι ότι του κόβει τη θέα. Την πιάνει ο Κώστας από το φουστανάκι της και την τραβάει να κάνει πιο 'κει. Τίποτα αυτή. Τα 'χει στυλώσει κάτω και δεν κουνιέται βήμα, παρά μόνο φωνάζει: "Κοίτα, Κώστα, κοίτα".

Κρατιέται ο Κώστας να μην τη γαμοσταυρίσει μπροστά στον κόσμο. Για να την αναγκάσει να φύγει, της παίρνει την αποκεφαλισμένη κούκλα και με την λιγοστή του δύναμη, την πετάει λίγο πιο πέρα. Βάζει τις τσιρίδες το άλλο και γίνεται μια κατάσταση τρελλοκομείο. Σηκώνεται ο Κωστάκης με κόπο (μόλις που περπάταγε) για ν' αλλάξει οπτική γωνία και να δώσει τόπο στην οργή. Τίποτα η μικρή, όπου πάει στέκεται μπροστά του και κλαίει. Διαολίζεται ο δικός μας, οι γυναίκες είναι απορροφημένες από την κουβέντα και δεν έρχονται να μαζέψουν το τσογλανάκι, oηκώνεται, ισορροπεί και της σκάει μια φάπα, μπας και σκάσει. Η μικρή πέφτει κάτω και πλαντάζει στο κλάμα. Ο Κώστας χάνει την ισορροπία του και ξαναβρίσκεται απότομα καθιστός. Τότε οι δύο γυναίκες συνέρχονται. Με το που ακούει ο Κώστας "βρε", καταλαβαίνει ότι θα τις αρπάξει και αναδιπλώνεται.

Καθιστός όπως βρίσκεται, βάζει τα κλάματα. Αφήνει σαλάκια να βγουν από το φαφούτικο στοματάκι του. Ακουμπάει τα χέρια του με τις ανάστροφες πάνω στα δυο του μπουτάκια και τεντώνει το κορμάκι του λες και τον πνίγει το άδικο. Το είδε η κυρία στρατηγού και λίγωσε. Είδε και το άλλο, μα δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία.

Ο Κωστάκης, να μιλάμε αντικειμενικά τώρα, είχε σαφώς καλύτερη σκηνική παρουσία. Σηκώνεται η αλόγα και βουτάει κατευθείαν τον μικρό για να τον παρηγορήσει.

Η μαμά του Κώστα, πήρε αγκαλιά το κοριτσάκι της κυρίας ταγματάρχη από τον δεύτερο όροφο και πήγε να ρίξει μια ματιά στο φαΐ, που σιγοκαιγότανε προ πολλού στην κουζίνα.

Μόλις έσκυψε η κυρία στρατηγού, ο Κωστάκης ανάμεσα στα κροκοδείλια δάκρυά του, είδε τα δύο μεγάλα και ολοστρόγγυλα βυζιά της, να αιωρούνται πάνω από το λιλιπούτειο κεφαλάκι του.

Αγόρι μου, πασά μου, κούκλε μου και διάφορα τέτοια χαζά του 'λεγε να τον ησυχάσει. Ε, τον έσφιγγε και πάνω της, όσο να 'ναι άλλαξε η διάθεση του παιδιού. Κάθησε στον καναπέ, τον έβαλε καθιστό στα γόνατά της και τον κούναγε. Ο Κώστας όμως βαρέθηκε το κούνημα και πήγε να σηκωθεί όρθιος. Χάσαμε και το μάτι με το μαλακισμένο σκέφτηκε. Αλλά αποφάσισε να μην αφήσει το τσογλανάκι να του χαλάσει το κέφι.

Για να σηκωθεί, πιάστηκε από το στήθος της κυρίας. Με υπολογισμένη αφέλεια βούτηξε τις δυό της ρώγες. Ανασηκώθηκε λίγο και μετά, προσποιήθηκε πως πέφτει. Το έκανε δυό-τρεις φορές, με αποτέλεσμα να τραβολογάει τα βυζιά της με μανία. Οι ρώγες των οποίων, έπειτα από αυτή τη διαδικασία, έψαχναν μάτι για να βγάλουν. Η κυρία στρατηγού σαστισμένη, μα και φανερά ικανοποιημένη δεν έτεινε χέρι βοηθείας στον μικρό, που έτσι κι αλλιώς δεν χρειαζόταν. Έριξε μόνο μια κλεφτή ματιά στην κουζίνα, να δει μήπως έρχεται η φίλη της. Όταν βεβαιώθηκε ότι όλα είναι εντάξει, έγειρε πίσω το κεφάλι της αφήνοντας ένα αγκομαχητό ηδονής, που άφησε άναυδο τον μικρό μας φίλο. Αμέσως, συνεπαρμένος κι αυτός από την εξέλιξη των γεγονότων, τραβήχτηκε για τα καλά από τα δύο εποχούμενα χερούλια της γυναίκας, πάτησε γερά πάνω στα μπούτια της, κόλλησε το προσωπάκι του στον λαιμό της κι άρχισε να γλείφει με την μικρή αλλά θαυματουργή του γλωσσίτσα το αυτί της. Η γυναίκα, αρχικά χαλάρωσε και αμέσως μετά την διαπέρασε ένα ευχάριστο ρίγος. Μόλις περάσανε μερικά δευτερόλεπτα όμως, γούρλωσε τα μάτια της, έπιασε τον μικρό και τον κράτησε μπροστά της, με τα χέρια της ελαφρώς τεντωμένα.

Ο μικρός επιστήμονας αντιλήφθηκε τι κόπανος που είναι και πως κινδυνεύει ν' αποκαλυφθεί. Χασμουρήθηκε μωρουδίστικα, αφήνοντας στο τελείωμα του εν λόγω χασμουρητού και λίγη γλωσσίτσα να περισσεύει έξω από το στοματάκι του, έτσι εντελώς ανέμελα. Έτριψε το μουτράκι του άγαρμπα με τις δύο μικροσκοπικές γροθιές του και μα την παναγία σε τίποτα δεν έμοιαζε με Λατίνο εραστή. Η έκφραση του προσώπου της κυρίας στρατηγού μαλάκωσε. Βεβαιώθηκε ότι δεν κρατάει στα χέρια της έναν δαίμονα και τον ξαναπήρε απαλά στην αγκαλιά της. Ο Κωστάκης τον Γερμανό.

Ο γόνος όμως μιας παραδοσιακά στρατιωτικής οικογένειας, έπρεπε και να βαπτισθεί. Τ' όνομα είχε ήδη αποφασιστεί. Κώστας.

Κωνσταντίνος ονομαζόταν ο πατέρας του σμηναγού. Ο ένδοξος αυτός άνδρας, πολέμησε στην Αλβανία και είχε να το λέει ο σμηναγός:

«Ο γέρο-Κάσδαγλης έπεσε ηρωϊκά μαχόμενος», και φούσκωνε το στήθος του σαν κόκορας.
Κωστάκη τον φωνάζανε κιόλας απ' όταν γεννήθηκε. Η εντολή του σμηναγού, ήταν ρητή:

"Όποιος αποκαλέσει τον γιο μου μπέμπη, θα 'χει να κάνει μαζί μου. Το Κασδαγλέϊκο, δεν βγάζει μπέμπηδες".

Ο Κώστας γνώριζε πού και πότε θα βαπτισθεί. Ήξερε ακόμη ότι η νονά του θα είναι η κυρία στρατηγού. Ήταν απολύτως σίγουρος ότι αυτή δεν θα έχανε με τίποτα έναν τέτοιο βαφτισιμιό.

Το Σάββατο, την προηγούμενη μέρα από τα βαπτίσια τον έβαλαν νωρίς για ύπνο, διότι το πρωΐ είχαν ταξίδι.

Την επομένη, ήρθε η μάνα του μέσα στα μαύρα χαράματα να τον ξυπνήσει, η ώρα ήταν πέντε. Θα τον βάφτιζαν σ' ένα παρεκκλήσι στο δρόμο Καλαμάτας-Σπάρτης, πάνω σε κάτι κατσάβραχα , αλλά λέει ήταν γραφικό.

Η μαμά του αντίθετα από εκείνον αυτό το πρωΐ ήταν σε πολύ καλή διάθεση.

-Σήκω αντρούλη μου, σήκω. Τι θα του κάνει σήμερα η νονά του; τι; Την αγαπάει τη νονά του; την αγαπάει;

Ακου τώρα ερώτηση πρωΐ-πρωΐ με την τσίμπλα στο μάτι, σκεφτόταν ο Κώστας αφήνοντας ένα νυσταγμένο ναι, να βγει από το παιδικό του στόμα.

Κοίτα να δεις ανασφάλειες που έχει ο κόσμος. Αν αγαπάω τη νονά μου.

Ο μικρός είχε τα μαύρα του τα χάλια. Δεν του έδιναν eae μια τζούρα καφέ ν' ανοίξει το μάτι του. Απ' το βάθος της σκάλας, άκουσε τις φωνές τις νονάς του. Ήταν ήδη κάτω κι ετοίμαζε το γάλα του. Μπήκε στο δωμάτιο του μικρούει και του μπούκωσε στο στόμα, ένα μπιμπερό με χλιαρό γάλα και καθόλου ζάχαρη. Μια αηδία και μισή. Αλλά ο καημένος ο Κώστας πείναγε, τι να έκανε, το ήπιε.

Η νονά είπε στη μάνα του να πάει να ετοιμαστεί, θα έντυνε αυτή τον μικρό. Τον πήρε αγκαλιά και τον πήγε στο μπάνιο, για το πρωϊνό του μαρτύριο. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Κώστα να την μεταπείσει, αυτή τον πήγε στο νιπτήρα και του έριξε τρεις χούφτες παγωμένο νερό στα μούτρα. Εκεί ο Κώστας τα είδε όλα. Το θεό μου μουρμούρισε τι τραβάω πρωΐ-πρωΐ. Ύστερα από την ψυχρολουσία επέστρεψαν στην κρεβατοκάμαρα. Του έβγαλε τις πιτζάμες κι άρχισε να τον ντύνει. Έγινε για πολλοστή φορά το ηλίθιο παιχνίδι με το πουλί του, όπου η νονά του του έπιανε το τσουτσούνι και τον ρωτούσε:

- Τι είναι αυτό;

- Πουλάκι, απαντούσε ο Κώστας βαριεστημένα.

- Και τι θα γίνει αν δεν είσαι καλό παιδί;

- Νιάου το φάει. Έχε χάρη που αδυνατώ οργανικά σκεφτόταν, αλλιώς θα σου 'λεγα εγώ ποιός θα το έτρωγε.

Αφού τον έντυσε πήγαν στο χωλ, όπου περίμενε ο σμηναγός, η γυναίκα του και ο στρατηγός. Θα πήγαιναν όλοι μαζί με το αυτοκίνητο του σμηναγού.

Ο Κώστας μέσα στη νύστα του, ξέχασε τα χειρότερα. Θα πήγαινε ταξίδι με οδηγό το σμηναγό και συνοδηγό τον στρατηγό. Ανίκανοι και οι δύο ακόμα και για τα συγκρουόμενα στο Λούνα-Παρκ.

Όποτε έμπαινε σ' αυτό το αυτοκίνητο, πάθαινε φρίκη. "Τη γλύτωσα από τον θάνατο και θα την βρω από την Ελληνική αεροπορία."

Ο σμηναγός όταν οδηγούσε νόμιζε ότι έκανε επίθεση στην Αγκυρα με F-16 και δεν λογάριαζε τίποτα. Αν ήταν δυνατόν να εγκαταστήσει ρουκετοβόλο στο μπροστινό καπό για να μπορεί με το πάτημα ενός κουμπιού, να καθαρίζει τον δρόμο από την σαβούρα. Χώρια που μετά από κάθε άσχετη μανούβρα που έκανε κλείνοντας τον δρόμο, έκανε και κριτική: "Αυτά κάνουν και σκοτώνονται".

Βολεύτηκαν οι μπροστινοί, που ήταν οι δύο άντρες.Φορούσαν και ζώνες ασφαλείας, τρομάρα τους. Ο Κώστας είχε βολευτεί ανάμεσα στα βυζιά της νονάς του και χουχουλιαζότανε, γιατί έκανε ένα διαβολεμένο κρύο. Οι δύο αξιωματικοί φορούσαν τις επίσημες στολές τους και είχαν μια χαρά που δεν περιγράφεται. Λες και θα βάφτιζαν τους ίδιους. Τον Κωστάκη -είχε πλέον μεγαλώσει αρκετά και δεν ζέσταιναν από πριν το αυτοκίνητο- αλλά παρ' όλα αυτά τον είχαν φασκιώσει με κουβέρτες.

Ο σμηναγός ξερόβηξε λες και θα έβγαζε λόγο κι ύστερα γύρισε το κλειδί, για να βάλει μπροστά την μηχανή. Είχε όμως το ελάττωμα να βάζει μπροστά το αυτοκίνητο, με όλα του τα ηλεκτρικά συστήματα σε λειτουργία. Αναμμένοι οι προβολείς, το καλοριφέρ, το κασετόφωνο, η αντίσταση του πίσω τζαμιού. Ο λόγος ήταν ότι ήθελε έπειτα να τα σβήνει ένα-ένα, για να μπορεί να νοιώσει, τι ακριβώς του παρέχει η τεχνολογία, με τα λεφτά που έδωσε. Αφού η μπαταρία τράβηξε της αλεπούς τον τάραχο να γυρίσει τον κινητήρα μ' όλα τα ηλεκτρικά να δουλεύουν στο φουλ, συν το κρύο, το αυτοκίνητο πήρε τελικά μπροστά. Ο σμηναγός άρχισε να πατάει έναν-έναν τους διακόπτες για να σβήσουν τα ηλεκτρικά συστήματα με αρχοντικές, ως συνήθως, κινήσεις, λέγοντας στον συνοδηγό του:

- Τσακμάκι ε;

- Τα Γερμανικά καημένε απάντησε ο στρατηγός, σκυλιά...

Ο Κώστας γνωρίζοντας ότι αυτή η ηλίθια κουβέντα γι' αυτοκίνητα μεταξύ ασχέτων θα τελείωνε στην Καλαμάτα, κοιμήθηκε.

Ύστερα από μερικές ώρες ξύπνησε ακούγοντας τον πατέρα του να λέει: "Μα είναι τώρα αυτό το πράγμα Εθνική οδός; κοίτα πώς πάει τ' αμάξι. Κωλόδρομοι".

Ο Κώστας ένοιωθε το αυτοκίνητο να κλυδωνίζεται, ανασηκώθηκε στα πόδια της νονάς του και κοίταξε το κοντέρ. Ογδόντα. Ο σμηναγός δεν πήγαινε πάνω από ογδόντα, ειδικά όταν φορούσε τη στολή του. "Εμείς οι στρατιωτικοί", έλεγε, "πρέπει να δίνουμε το καλό παράδειγμα".

Το αυτοκίνητο πήγαινε χορεύοντας και ακουγόταν ένας θόρυβος πίσω δεξιά. Τους είχε πιάσει λάστιχο. Ο σμηναγός χαμπάρι. Χόρευαν όλοι, μαζί με το αυτοκίνητο.

Κάποια στιγμή λέει η νονά του, απευθυνόμενη στον σμηναγό:

- Δημήτρη, μήπως μας έχει πιάσει λάστιχο; σαν πολύ δεν κουνάει το αμάξι;

Γυρνώντας το κεφάλι του πίσω ο στρατηγός απάντησε στη γυναίκα του πριν προλάβει να μιλήσει ο Δημήτρης.

- Τι είναι αυτά που λες βρε γυναίκα, αφού τα λάστιχα είναι καινούρια. Εκτός του ότι είναι Γερμανικά και όπως ξέρεις οι Γερμανοί δεν είναι βλάκες. Ό,τι φτιάχνουν είναι αθάνατο.

Η Ντίνα γνωρίζοντας τι αγύριστο κεφάλι είναι ο άντρας της, δεν έδωσε συνέχεια. Ο στρατηγός αφού έδωσε τις απαραίτητες εξηγήσεις, γύρισε μπροστά συνεχίζοντας να χορεύει, όπως όλοι, στο ρυθμό που έδινε το σκασμένο λάστιχο και που θα είχε γίνει πια πατσαβούρα.

Οι δύο στρατιωτικοί κουνιόντουσαν σα να ήταν βιδωμένοι στο αμάξωμα. Στητοί, κορδωμένοι, λες και είχαν καταπιεί λοστό. Δεν υπήρχε ίχνος ανοχής στο σώμα τους. Όλο το ταρακούνημα περνούσε μέσα από τα καμαρωτά κορμιά τους, χωρίς να προσπαθούν να το ελαττώσουν έστω και λίγο. Δεν τους επέτρεπε η θέση τους, η στολή τους, να χαλαρώσουν λίγο για να αποσβέσουν τους κραδασμούς που όσο πέρναγε η ώρα, γινόνταν όλο και πιο έντονοι.

Αν δεν πει κάποιος κάτι, σκέφτηκε ο Κώστας αυτοί οι δύο θα διαλύσουν την σπονδυλική τους στήλη, προτού μείνει το αυτοκίνητο με την ζάντα και σκοτωθούμε.

- Μπαμπά, είπε ο Κώστας με δήθεν παιδική αφέλεια.

- Έλα γιε μου, ξύπνησες; τον ρώτησε καμαρώνοντας ο σμηναγός-σέϊκερ.

- Μπαμπά, γιατί δεν κάνει κούνια αυτό; είπε δείχνοντας το διπλανό αυτοκίνητο που τους προσπερνούσε, με σπασμένα μωρουδίστικα.

Μετά από μισού λεπτού σιγή και ανταλλαγές βλεμμάτων από το κεντρικό καθρεφτάκι, οι μεγάλοι αποφάσισαν ότι έπρεπε να σταματήσουν και να ρίξουν μια ματιά στα λάστιχα.

Με μείον ένα λάστιχο και μια ζάντα Γερμανικής προελεύσεως και κατασκευής έπειτα από ώρες και με ρυθμό νταλίκας (το καλό παράδειγμα) έφτασαν στο εκκλησάκι, χωρίς άλλες ευτυχώς απώλειες.

Εκεί περίμεναν οι υπόλοιποι συγγενείς και φίλοι, όπως και ο παπάς ο οποίος διαμαρτυρήθηκε επειδή άργησαν, αλλά δεν το παρατράβηξε, σκεφτόταν και το μεροκάματο. «Ανάθεμα την ανάγκη μου».

Ο Κώστας ενώ τον έγδυναν αναρωτήθηκε: αν έλεγε στον παπά ότι αυτή είναι η δεύτερη φορά που βαφτίζεται, θα του έκαναν καλύτερη τιμή σαν τακτικού πελάτη; Κάτι σαν τις πίτσες. Στις δύο βαφτίσεις, δώρο η μια, ή ένα λίτρο λάδι. Θεώρησε όμως φρονιμότερο να το βουλώσει, όπως και ο παπάς θεώρησε εξίσου φρόνιμο ν' αρχίσει, γιατί τον είχε κόψει η πείνα.

Η σεμνή τελετή άρχισε εκεί πάνω στα κατσάβραχα της Μάνης. Η Ντίνα κρατάει αγκαλιά και τυλιγμένο με κουβερτούλα το βρέφος. Το βρέφος ανησυχεί μην τυχόν και αρπάξει καμιά πούντα μόλις το τσιτσιδώσουνε και το βουτήξουν στο νερό. Ο παπάς μουρμουρίζει τα λόγια μέσα από τα δόντια του, μάλλον δεν τα καλοθυμότανε, σκέφτεται και την ψαρόσουπα της παπαδιάς.

Όταν είπε όσα είχε να πει, τόσα ώστε να φαίνονται αρκετά, κάνει νόημα στη νονά να πάει προς την κολυμπήθρα. Εκεί του βγάζουν την κουβερτούλα, τον αλείφουνε με λάδι και τον κάνουν σαν ποντικό. Ποιός το φανταζόταν, σκέφτεται ο Κώστας και χαμογελάει, λίγο πριν αρχίσουν οι καταδύσεις. Θα διηγούμαι στα παιδιά μου τα βαφτίσια μου.

Στη συνέχεια ο παπάς αρπάζει τον Κώστα από τις μασχάλες και συνεχίζοντας να μουρμουρίζει μισοξεχασμένες φράσεις από παλιές ψαλμωδίες, τον βουτάει στην κολυμπήθρα. Ο Κώστας διατηρεί την ψυχραιμία του. Δεν κλαίει και πριν από την επερχόμενη και αναγκαστική βουτιά, παίρνει μια ανάσα και αφήνει τον παπά να τον βυθίσει ήρεμα στο νερό.

Στην δεύτερη βουτιά ο παπάς ψέλνει χαμογελώντας, αυτό είναι παιδί, σκέφτεται. Ο Κώστας έχει πάρει προηγουμένως την δεύτερη απαιτούμενη ανάσα του και περιμένει υπομονετικά μέσα στην κολυμπήθρα. Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι αναπνοές δεν ήταν πραγματικά απαραίτητες, αφού έτσι κι αλλιώς, το κεφαλάκι του δεν βυθίζεται στο νερό. Νιώθει όμως ασφάλεια γιατί στην ηλικία του μπορεί να πνιγεί με το παραμικρό.

Τι να κάνουμε; θα το πιω κι αυτό το ποτήρι, χάριν της επιστήμης.

Βγαίνοντας από την δεύτερη βουτιά εκπνέει και αμέσως βοηθούμενος από τον ιερέα που του δίνει τον απαιτούμενο χρόνο, παίρνει μια τρίτη και τελευταία αναπνοή. Γαμώ τα τάϊμινγκ.

Ο στρατηγός που παρακολουθεί με δέος την εναρμόνιση του παιδιού με το υγρό στοιχείο, αποφασίζει υπό τη σκέπη του ναού να εντάξει τον βαφτισιμιό της γυναίκας του, στις ομάδες υποβρυχίων καταστροφών του Ελληνικού στρατού.

Είναι σίγουρος ότι θα καταφέρει να μεταπείσει τον σμηναγό με τις σαχλές ιδέες του περί αεροπορίας, εξάλλου ο νεαρός είναι γεννημένος βατραχάνθρωπος, φως φανάρι.

Στην τρίτη όμως βουτιά, ακούγεται μια στριγγιά φωνή.

Η φωνή ανήκει σε μια γυναίκα που στέκεται δύο, τρία μέτρα μέσα από την πόρτα της εκκλησίας και στην αγκαλιά της κρατάει ένα μωρό.

- Ώστε το μωρό τραγόπαπα δεν είναι δικό σου και μόνο ο θεός ξέρει ποιανού είναι, είπε με βραχνή φωνή και φαινόταν έτοιμη να χυμήξει σ' όποιον θ' αντιμιλούσε. Αφού λοιπόν έχεις αλισβερίσι με τον θεό, σου αφήνω εδώ το μπασταρδάκι σου και ρώτα τον εσύ ποιανού είναι.

Η γυναίκα άφησε το παιδί στο πάτωμα της εκκλησίας, έκανε μεταβολή κι έφυγε γρήγορα.

Οι καλεσμένοι που όλοι τώρα είναι γυρισμένοι προς την μεριά της εξόδου, έχουν παρακολουθήσει την σκηνή κι έχουν μείνει εμβρόντητοι.

Ο παπάς που έχει δει τα γεγονότα να εκτυλίσσονται με ρυθμό δελτίου ειδήσεων, έχει κοκαλώσει και είναι εμβρόντητος επίσης.

Ο Κώστας που βρίσκεται εδώ και κάμποση ώρα κάτω από το νερό, αφού ο παπάς τον βύθισε ολόκληρο από την ταραχή του, δεν γνωρίζει τίποτα απ' όλη την ιστορία. Δεν άκουσε τίποτα, γιατί τ' αυτιά του είναι πλημμυρισμένα από λάδι και νερό. Αλλά και ν' άκουγε δεν θα τον ενδιέφερε. Δεν ήταν εμβρόντητος, σαν τους υπόλοιπους παρευρισκομένους, αλλά σιχτιρισμένος.

Του είχε τελειώσει ο αέρας και κόντευε να σκάσει. Μα τι περιμένει και δεν με βγάζει ο κόπανος, σκέφτηκε κι άρχισε να κουνάει τα χέρια του.

Σε μια παύση του κλάματος που έκανε το μπάσταρδο για να πάρει ανάσα, η μάνα του Κώστα άκουσε τους παφλασμούς του νερού στην κολυμπήθρα, που δημιουργούσε η απελπισμένη κίνηση των χεριών του γιου της. Και ξαφνικά θυμήθηκε για ποιόν λόγο είχαν πάει εκεί και που βρισκόταν ο Κώστας. Γύρισε απότομα και τσίριξε:

- Το παιδί.

Ο παπάς σα να τον τσίμπησε μύγα, τράβηξε απότομα το παιδί από το νερό.

Ο Κώστας αφού πήρε μια πνιγμένη αναπνοή, είπε κοιτάζοντας τον παπά.

- Μα τι σκατά, πνίγηκα.

Ήδη όμως επικρατούσε μια οχλαγωγία μέσα στο ναό κι έτσι τα λόγια του Κώστα, τ' άκουσε μόνο ο παπάς, ο οποίος σάστισε αλλά δεν έδωσε συνέχεια, γιατί είχε άλλες έννοιες στο μυαλό του.

Η τελετή τελείωσε κουτσά-στραβά κι ο παπάς μάζεψε το μπάσταρδό του, σκεπτόμενος ότι με τα καινούρια μπλεξίματα που προέκυπταν, θα ήταν φρονιμότερο να ξεχνούσε για σήμερα και ίσως γι' αρκετές ημέρες την ψαρόσουπα.

Το εκκλησάκι, ήταν πράγματι γραφικό. Μετά το πέρας της επεισοδιακής τελετής, πήγαν στο σπίτι ενός ξάδερφου του Δημήτρη, για το απαιτούμενο τραπέζωμα. Από εκείνο το σπίτι οι καλεσμένοι, ακόμα και τα πιτσιρίκια, έφυγαν με τρύπες στις κάλτσες. Ο Κωστάκης, έκλεβε αναμμένα τσιγάρα από τα τασάκια και μπουσούλαγε δήθεν αδιάφορα ανάμεσα σε συγγενείς και φίλους, κάτω από τα τραπέζια. Σφήνωνε το τσιγάρο ανάμεσα στο παπούτσι και την κάλτσα. Μέχρι ν' ακουστεί το βασανισμένο "αχ" του θύματος, ο δράστης βρισκόταν δυο πολυθρόνες μακριά, μαστορεύοντας αμέριμνος το αυτοκινητάκι του, δακρυσμένος από την προσπάθειά να συγκρατήσει τα χαχανητά του. Αυτές ήταν από τις ακίνδυνες και ανώδυνες γι' αυτόν πλάκες,που έδιναν ένα χρώμα στη μωρουδίστικη ζωή του.

Η μαμά του είχε να το λέει, ότι ήταν το πιο ήσυχο μωρό. Ποτέ δεν γκρίνιαζε και δεν παραπονιόταν.

Είχε ιδιορρυθμίες, αλλά δεν ενοχλούσαν κανέναν. Άπλωνε ας πούμε πάντοτε τα παιχνίδια του, πάνω σε μία εφημερίδα και πάντα προτιμούσε μία συγκεκριμένη. Παρακολουθούσε ήσυχος τις ειδήσεις μουσική και τις καλές ταινίες, όποτε ξέφευγε η ώρα από την προσοχή της μητέρας του. Ήταν όπως επιβεβαίωναν συγγενείς και φίλοι σαν μεγάλος.

Όλες οι φίλες, ανιψιές, ξαδέρφες, θείες, γειτόνισσες τον αγαπούσαν. Μα πιο πολύ απ' όλες η νονά του, η κυρία στρατηγού. Αυτή του έφερνε τα καλύτερα παιχνίδια, τον έπαιρνε μαζί στο εξοχικό της στο Χαλκούτσι και του έκανε όλα τα χατίρια. Η μητέρα του, δεν είχε σε ποιά να τον πρωτοαφήσει, όταν της τύχαινε κάποια δουλειά. Βλέπεις ο Κωστάκης ήταν καλός με όλες.

Όμως παρά το μικρό της ηλικίας του, είχε ένα πραγματικά μεγάλο πρόβλημα να λύσει. Πως θα μπορούσε, έστω αφού μεγαλώσει αρκετά, ν' ανακοινώσει την μεγάλη του επιστημονική ανακάλυψη.

Ο κόσμος θ' αντιδρούσε απρόβλεπτα. Το μόνο προβλέψιμο στοιχείο ήταν ότι θα δημιουργείτο κλίμα αναρχίας. Αυτό φυσικά δεν συμφέρει κανέναν κι έτσι θα εξέθετε σε μεγάλο κίνδυνο τον εαυτό του.αν και ο κίνδυνος ήταν μια έννοια πολύ σχετική στη δική του περίπτωση. Το χειρότερο που θα μπορούσαν να του κάνουν θα ήταν να τον σκοτώσουν. Αφού όμως αυτός θα είχε πάρει το χάπι του, απλώς θα έπρεπε να υποστεί πάλι το νταβαντούρι της γέννας.

Μέχρι τότε όμως υπήρχε άλλος ένας κίνδυνος και μάλιστα άμεσος. Στο Αραβικό βιβλίο απ΄ όπου είχε και την συνταγή, ο συγγραφέας τόνιζε ότι δεν γνώριζε την διάρκεια της εφεύρεσης. Ίσως μάλιστα να λειτουργούσε για μια μετενσάρκωση μόνο. Αν πέθαινε απρόβλεπτα από κάτι; δεν θα είχε πάρει το χάπι του και θα ξέχναγε τα πάντα.

Αλλά πως να φτιάξει το χάπι του. Ήταν μόνο πέντε χρόνων και δεν μπορούσε να προμηθευτεί τα υλικά από μόνος του. Ούτε μπορούσε να ζητήσει δώρο για τα Χριστούγεννα, χλωριούχο κάλιο από την μάνα του.

Για ν' αποφύγει αυτόν τον απρόσμενο θάνατο, που θα τα τίναζε όλα στον αέρα, έφτιαξε ένα σχέδιο δράσης.

Ένα πρωΐ ο πατέρας του έμεινε έκπληκτος. Ήταν η πρώτη φορά που ο μικρός του ζήτησε παιχνίδι. Του ζήτησε ένα ποδήλατο, τόοοοοσο μεγάλο. Ο σμηναγός γέλασε και του υποσχέθηκε ότι την επόμενη μέρα, θα τον πήγαινε στο καλύτερο μαγαζί να διαλέξει όποιο θέλει. Η επιλογή του Κώστα υπήρξε άριστη. Ο πατέρας του αγόρασε ένα με ταχύτητες και πανάλαφρο. Ο καταστηματάρχης απόρησε. Τέτοιες ηλικίες συνήθως κλαίγανε για κάτι κόκκινα με φιοριτούρες. Ο Κώστας όμως δεν ήθελε να παίξει, αλλά αυτό το γνώριζε μόνο ο ίδιος.

Τις Κυριακές άφηναν τον Κωστάκη να γυρνάει μέσα στο γκαράζ της πολυκατοικίας, πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα της μαμάς του ή της νονάς του.

Ένα από αυτά τα απογεύματα, η μητέρα του σηκώθηκε από το παγκάκι που καθότανε και πήγε να κοιτάξει το γλυκό που είχε στον φούρνο λέγοντας στον Κώστα: "Δεν θ' αργήσω, προσοχή ε;"

Και βέβαια πρόσεχε ο Κώστας. Μόλις άναψε η ένδειξη του ανελκυστήρα ότι ανεβαίνει, κατέβηκε από το ποδήλατο. Πήγε σε μια γλάστρα και πήρε ένα δεκατεσσάρι γερμανικό κλειδί που είχε κρύψει. Καβάλησε πάλι το ποδήλατο, κατέβηκε τη ράμπα που είναι για τα καροτσάκια της λαϊκής και βρέθηκε στο δρόμο. Αφού έκανε δυο τρία χιλιόμετρα, έστριψε από τον κεντρικό δρόμο σ' ένα στενάκι και σταμάτησε. Ξεβίδωσε με το κλειδί τις βοηθητικές ρόδες του ποδηλάτου και τις πέταξε. Πήρε ξανά το ποδήλατο και κατηφόρισε τα στενά του Χολαργού, με κατεύθυνση την Μεσογείων. Έπειτα από μια ώρα περίπου, βρέθηκε κάτω από το παλιό του σπίτι. Παράτησε το ποδήλατο στο πεζοδρόμιο κι έριξε μια ερευνητική ματιά για γνωστά αυτοκίνητα. Διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν άλλοι στο σπίτι εκτός από τους γονείς του, αν και γνώριζε ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα λάθους γιατί είχαν περάσει πέντε χρόνια. Έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας και χτύπησε αποφασιστικά το κουδούνι που έγραφε το όνομα Νικολακόπουλος.

Η πόρτα της εισόδου άνοιξε ως συνήθως, χωρίς περιττές ερωτήσεις από το θυροτηλέφωνο. Μπήκε στον ανελκυστήρα και ανέβηκε στον πέμπτο όροφο. Είχε βουρκώσει. Σ' αυτό το σπίτι είχε ζήσει είκοσι έξι χρόνια. Αυτοί ήταν οι γονείς του. Τώρα δεν ήταν ικανός να νοιώσει ασφάλεια ή φόβο, απ' τη στιγμή που γεννήθηκε. Η κυρία σμηναγού, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μέσο μετάβασής του σ' αυτή την διάσταση. Κάτι σαν τραμ.

Ήξερε ότι αν τα πράγματα είχαν καλή εξέλιξη, δεν θα είχε την ευκαιρία να ζήσει πάλι την γονική στοργή. Δεν θα μπορούσε να νοιώσει δέος ή σεβασμό και να θεωρεί τον εκάστοτε πατέρα του αλάνθαστο, όπως όλα τα πιτσιρίκια. Η κρίση του λειτουργούσε ώριμα κατευθείαν με το που έβγαινε από την κοιλιά της γυναίκας που τον γεννούσε. Θα πέθαινε και θα γεννιόταν έτσι απλά. Σα να πηγαίνεις για ύπνο το βράδυ και να ξυπνάς το πρωΐ. Μόνο που για να χαρεί την κάθε καινούρια ζωή του, θα έπρεπε να περιμένει δώδεκα, δεκαπέντε χρόνια για να μεγαλώσει το σώμα μέσα στο οποίο θα γεννιόταν. Ποιός θα το πίστευε, ένα ώριμο μυαλό, μέσα σ' ένα νεογέννητο σώμα.

Η πόρτα άνοιξε και ο Κώστας ταράχτηκε. Η μάνα του ήταν ντυμένη στα μαύρα και αρκετά γερασμένη. Ο πόνος της ήταν εμφανής.

- Τι θέλεις αγόρι μου; ρώτησε.

Γνώριζε ότι θα ήταν δύσκολο να επιβληθεί και να γίνει πιστευτός, λόγω της ηλικίας του.

- Καλησπέρα σας κυρία Χριστίνα. Είναι μέσα ο κύριος Νίκος; είπε παίρνοντας το επισημότερο ύφος, που η ηλικία του επέτρεπε.

- Μέσα είναι απάντησε η γυναίκα, αλλά εσύ ποιός είσαι;

- Θα σας εξηγήσω, μπορώ όμως να δω και τον κύριο Νίκο;

Ο πατέρας του καθόταν στο σαλόνι κι έβλεπε τηλεόραση. Όταν τα μάτια του συνάντησαν το απορημένο βλέμμα της γυναίκας του, ρώτησε:

- Τι είναι αυτό;

Ο Κώστας κοίταζε, ανίχνευε επίμονα τον πατέρα του. Αυτά τα τελευταία πέντε χρόνια, τον είχαν τσακίσει. Στο νου του πέρασε η εικόνα σαν αστραπή. Ο Νίκος και η Χριστίνα αγουροξυπνημένοι και με τις πιτζάμες, να κοιτούν το νεκρό γιο τους ξαπλωμένο μέσα στα αίματα. Κοιτούν και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Τους έκανα μεγάλο κακό σκέφτηκε.

- Σας παρακαλώ είπε, μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό; κι ένα δάκρυ ξέφυγε από τα μάτια του.

- Τι συμβαίνει αγόρι μου; χάθηκες; ποιανού είσαι; ρώτησε η μάνα του και τον αγκάλιασε στοργικά, μη ξέροντας τι άλλο να κάνει για ένα τόσο μικρό παιδί που εμφανίζεται ξαφνικά στην πόρτα του σπιτιού της ολομόναχο.

Ο μικρός έκατσε στην πολυθρόνα, ήπιε το νερό του και αφού βρήκε την αυτοκυριαρχία του, άρχισε να μιλάει στο έκπληκτο ζευγάρι.

- Θα ήθελα να με ακούσετε, χωρίς να με διακόψετε. Θα σας φανούν απίστευτα αυτά που θα σας πω, αλλά πρέπει να με πιστέψετε.

Είστε ο Νίκος Νικολακόπουλος, του Κώστα και της Θεοδώρας το γένος Χαραλαμπίδη. Γεννηθήκατε στην Πάτρα, είστε εξήντα χρόνων, υπηρετήσατε στο πεζικό, σπουδάσατε στην Πάντειο, δουλεύετε υποδιευθυντής σε μια μεταφορική εταιρεία στην οδό Αγίας 'Αννης, στο τριάντα επτά νούμερο και πριν πέντε χρόνια είχατε μια Alfa Romeo κόκκινη, χίλια οχτακόσια κυβικά.

Εσείς συνέχισε ο μικρός, είστε η κυρία Χριστίνα Καστελιώτη του Νίκου και της Μαρίας, το γένος Πασσαλάρη, γεννηθήκατε στο Ναύπλιο, είστε πενήντα επτά ετών, δουλεύετε σ' ένα αρχιτεκτονικό γραφείο στη Σόλωνος, στο ογδόντα επτά νούμερο κι έχετε μία αδερφή την Καίτη, η οποία είναι σαράντα δύο χρόνων κι έχει δύο κόρες την Μαίρη και την Λίτσα, τον άντρα της τον λένε Κώστα.

- Αυτό το αστείο είναι καλό είπε γελώντας ο Νίκος, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω ποιός σ' έστειλε και πως τ' αποστήθισες όλ' αυτά.
- Δεν αποστήθισα τίποτα. Τα γνωρίζω. Σας γνωρίζω πολύ καλά. Είχατε έναν γιο, τον Χρήστο. Αυτοκτόνησε πριν από πέντε χρόνια ενώ ήταν είκοσι έξι ετών.

- Πιτσιρίκο, δεν ξέρω ποιός είσαι και τι παριστάνεις αλλά μ' αυτά που λες θα τις φας.
- Ηρεμήστε σας παρακαλώ κύριε Νίκο. Απ' ότι ξέρω όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, πίνετε ένα ουϊσκάκι. Επειδή έχω να σας πω κάτι πολύ σοβαρό, δεν βάζετε ένα;

- Κι εσύ που ξέρεις τι πίνω και τι δεν πίνω;
- Σας είπα, σας ξέρω.
- Ε, αϊ στο διάολο είπε ο Νίκος και κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του μικρού.
- Μη Νίκο είναι μωρό, φώναξε η Χριστίνα προσπαθώντας να συγκρατήσει τον άντρα της.
- Εσένα σου φαίνεται να μιλάει σαν μωρό;
- Έχει δίκιο κυρία Χριστίνα, δεν είμαι και τόσο μωρό όσο φαίνομαι. Μπορείτε να μου κάνετε μια χάρη;
- Τι θέλεις, ρώτησε η Χριστίνα που δεν ήταν σίγουρη για πόσο θ' άντεχε προτού πετάξει αυτό τον αναιδή πιτσιρικά, έξω από το σπίτι.
- Αν το δωμάτιο του γιου σας το έχετε αφήσει όπως ήταν, στη μεγάλη βιβλιοθήκη, στο επάνω δεξί ράφι, είναι ένα κόκκινο ντοσιέ. Μπορείτε να μου το φέρετε;
- Νίκο φοβάμαι, αυτό δεν είναι παιδί ψέλλισε η Χριστίνα και τραβήχτηκε προς τα πίσω.
- Δεν κάνετε τίποτα με το να με φοβάστε. Σας παρακαλώ, φέρτε το ντοσιέ. Εκεί εξηγούνται όλα.
Η Χριστίνα γύρισε έπειτα από λίγο, κρατώντας το ντοσιέ. Το έδωσε στον Νίκο. Αυτός το κρατούσε στα χέρια μην ξέροντας τι να κάνει. Και οι δύο κρεμόντουσαν πλέον από τα χείλη του πιτσιρικά.
- Αν ανοίξετε το ντοσιέ, θα δείτε ότι είναι αριθμημένος είπε ο μικρός.
- Ναι, είπε ο Νίκος ανοίγοντάς τον.
- Μπορείτε να πάτε στη σελίδα εβδομήντα τρία και να μας διαβάσετε τι γράφει;

Ο Νίκος βρήκε την σελίδα, έβγαλε τα γυαλιά του από την τσέπη του πουκαμίσου του κι άρχισε να διαβάζει:

"Αγαπητοί μου γονείς.

Ελπίζω να μην βρήκατε αυτό το γράμμα πριν από την ώρα του. Αύριο θ' αυτοκτονήσω. Περνάω πολύ καλά και δεν μου φταίτε εσείς. Ούτε η ζωή μου φταίει, ούτε κανείς. Θ' αυτοκτονήσω για συγκεκριμένο λόγο. Αν όλα πάνε καλά (το εύχομαι) κάποια μέρα θα καταλάβετε γιατί αυτοκτόνησα. Κι όσο κι αν φαίνεται παράλογο δεν θα στεναχωρηθείτε καθόλου.

Δεν μπορώ να γράψω τίποτε άλλο τώρα. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι σε δέκα μέρες αλλά μπορεί και σε δέκα χρόνια, θα έρθει κάποιος άγνωστος να σας βρει. Δεν ξέρω την ηλικία του, το φύλο του, την εθνικότητά του, ή ακόμα και το χρώμα του. Σας παρακαλώ να τον ακούσετε προσεκτικά και να κάνετε ότι κι αν σας πει. Αυτός θα σας εξηγήσει τα πάντα γύρω από τον θάνατό μου."
- Ο γιος σας όταν έπεσε από την μπαλκονόπορτα του διαμερίσματός του στον από πάνω όροφο, ξέχασε ανοιχτό τον θερμοσίφωνα και στο τασάκι του άφησε ένα σβηστό τσιγάρο. Κάπνιζε Camel σκέτο. Εκείνο το βράδυ κάπνισε δύο τσιγάρα, αλλά το δεύτερο το πέταξε από το μπαλκόνι, γι' αυτό και δεν το βρήκατε.
- Αφού εσύ τότε δεν ζούσες, ξέσπασε σε κλάματα η Χριστίνα. Τι πράγμα είναι αυτό; Προσπαθείς να μας τρελλάνεις;

-Κύριε Νίκο σας παρακαλώ μπορείτε ν' ανεβείτε στο πατάρι; Έχετε ένα παλιό αυτοκίνητο ποδήλατο του Χρήστου. Κάτω από το καπάκι της κόρνας είναι άλλο ένα κείμενο. Μπορείτε να μας το φέρετε;

Ο Νίκος κατεβαίνοντας από το πατάρι, κρατούσε στα χέρια του, μερικές διπλωμένες σελίδες.
- Αυτά βρήκα είπε, δείχνοντας τα στον Κώστα.
- Αυτά είναι απάντησε εκείνος, μπορείς να μας τα διαβάσεις;
- "Αγαπημένοι μου γονείς, άρχισε πάλι να διαβάζει ο Νίκος.

Το άλλο γράμμα δεν έλεγε τίποτα σπουδαίο γιατί φοβόμουν μην τυχόν και πέσει σε λάθος άνθρωπο. Αφού κρατάτε αυτό εδώ σημαίνει (εκτός κι αν ξεβράστηκε σε καμιά μετακόμιση) ότι έχετε μπροστά σας εμένα με νέο σώμα".

Ο Νίκος σταμάτησε να διαβάζει κι έριξε μια ερευνητική ματιά πάνω από τα γυαλιά του στον μικρό που καθότανε στην απέναντι πολυθρόνα.

"Δεν ξέρω την ηλικία μου συνέχισε να διαβάζει, δεν ξέρω το φύλο μου, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω κάτι για το καινούριο μου σώμα.

Όλα ξεκίνησαν από εκείνο το Αραβικό βιβλίο που μου είχε αγοράσει ο μπαμπάς στο Κάϊρο. Το μετάφρασα με πολύ κόπο. Εκεί μέσα βρήκα την συνταγή που υποτίθεται χάριζε την αιώνια ζωή, για το μέγα έλεος δεν ανέφερε τίποτα.

Η αυτοκτονία όπως θα καταλάβατε ήταν ένα πείραμα για να διαπιστώσω αν λειτουργεί αυτή η ουσία που κατασκεύασα με την βοήθεια του βιβλίου.

Μην αρχίζετε να γκρινιάζετε και να μου λέτε ότι είμαι θεότρελλος. Στο κάτω-κάτω εσείς θέλατε να γίνω επιστήμονας. Η επιστήμη όμως ως γνωστόν, απαιτεί θυσίες.

Για να πειστείτε ότι αυτό που βρίσκετε μπροστά σας αυτή την στιγμή είμαι εγώ, παρακάτω παραθέτω ένα μικρό κείμενο.

Μην το πείτε σ' αυτόν (αυτήν) που βρίσκετε τώρα εκεί, αλλά ζητήστε να το επαναλάβει. Ελπίζω να το θυμάται (θυμάμαι)".

- Λοιπόν γιε μου, είπε σε αστείο τόνο ο Νίκος προσπαθώντας να διασκεδάσει την ταραχή του. Γνωρίζεις τι γράφει πιο κάτω;

- Βέβαια και γνωρίζω απάντησε ο Κώστας.

- Νίκο είπε η Χριστίνα παίρνοντας στο χέρι της το χαρτί. Αυτός ο γραφικός χαρακτήρας είναι του Χρήστου.

- Το είδα, απάντησε ο Νίκος.

- Λοιπόν διέκοψε την κουβέντα ο μικρός, πιο κάτω γράφει ένα ποίημα.

- Ακούμε είπε ο Νίκος.

- Νύχτα ο λαγός εβγήκε

λαχανόκηπο εβρήκε.

Μπαίνει μέσα και αρχίζει

την κοιλιά του να γεμίζει.

- Που το ξέρεις αυτό; ρώτησε η Χριστίνα με δάκρυα στα μάτια.

- Μου το έλεγε η μητέρα σου, όταν ήμουν πιτσιρικάς, εννοώ όταν ήμουν πραγματικά πιτσιρικάς. Γιατί τώρα είμαι μόνο σωματικά. Είναι ποίημα της γιαγιάς.

- Εγώ αυτή την πλάκα δεν είμαι διατεθειμένος να την ανεχτώ άλλο, είπε ο Νίκος και σηκώθηκε από την καρέκλα του. Πάρε τηλέφωνο την αστυνομία, είπε στην Χριστίνα. Στο κάτω-κάτω είμαστε υπεύθυνοι γι' αυτό το παιδί.

Η μισή νύχτα πέρασε με τις προσπάθειες του μικρού να τους πείσει ότι ήταν πραγματικά γιος τους. Τους εξιστόρησε οικογενειακές διακοπές. Κουβέντες που είχαν οι τρεις τους, τους θύμισε πως αγόρασαν το σπίτι ή το αυτοκίνητο, τους είπε ακόμη λεπτομέρειες για τους μικροκαυγάδες που είχε το αντρόγυνο. Η Χριστίνα, πότε έπεφτε στην αγκαλιά του παιδιού κλαίγοντας και πότε το κοίταζε με καχυποψία. Προς το τέλος της νύχτας, ο Νίκος που έφερνε και την πιο σθεναρή αντίσταση σε όλα αυτά, πείστηκε.

Συμφώνησε και αυτός πως είναι αδύνατον να γνωρίζει κάποιος ξένος ολ' αυτά τα γεγονότα σε τέτοια έκταση και με όλες αυτές τις λεπτομέρειες. Όταν εκτονώθηκε κάπως η κατάσταση ο Νίκος ρώτησε:

- Και καλά πως έγινε, ξαναγεννήθηκες;

- Ακριβώς απάντησε ο Χρήστος που καθόταν τώρα δίπλα στη μητέρα του, που του χάϊδευε τα παιδικά του χέρια.

- Δεν μπορώ να το πιστέψω είπε ο πατέρας του.

- Μήπως μπορώ εγώ; απάντησε ο γιος.

- Και πότε γεννήθηκες; ρώτησε η Χριστίνα.

- Όταν πέθανα εδώ από κάτω άρχισε ο Χρήστος, βρέθηκα κατευθείαν στην κοιλιά της Ρούλας χωρίς ούτε εγώ να γνωρίζω που βρίσκομαι. Έπειτα από καμιά δεκαριά ώρες ξαναγεννήθηκα, στο στρατιωτικό νοσοκομείο της αεροπορίας.

- Στρατιωτικός είναι ο......., άφησε την φράση της μετέωρη η Χριστίνα, μην ξέροντας πως ν' αποκαλέσει τους καινούριους γονείς του γιου της.

- Ο πατέρας; βοήθησε ο Χρήστος. Ναι σμηναγός.

- Δηλαδή ρώτησε ο Νίκος γυρνώντας την κουβέντα στις προηγούμενες απορίες του, πέθανες και γεννήθηκες, έτσι;
- Έτσι.
- Και δεν είδες τίποτα;
- Σαν τι να δω;
- Ξέρω 'γω; τον θεό, τους αγγέλους, άλλους πεθαμένους, κάτι.
- Τίποτε απολύτως. Από το αμάξι του γείτονα, κατευθείαν στην κοιλιά της κυρίας σμηναγού.
- Εδώ που τα λέμε είπε η Χριστίνα γελώντας ακόμη χρωστάς την ζημιά του αυτοκινήτου.
- Μωρέ ασ' το αυτοκίνητο την έκοψε ο Νίκος. Δηλαδή για να καταλάβω, η μάνα μου έχει ξαναγεννηθεί και ζει κάπου;

- Ναι του απάντησε ο Χρήστος, φυσικά δεν θυμάται τίποτα από την προηγούμενη ζωή της. Μπορεί ας πούμε να ήταν η γραμματέας που είχες στο γραφείο. Ελπίζω να μην είχες κάνει τίποτα μαζί της, γιατί καταλαβαίνεις φαντάζομαι, τι κυρώσεις επισύρει μια τέτοια πράξη.

- Χριστέ μου είπε ο Νίκος συνεχίζοντας το αστείο του γιου του.

- Αυτόν δεν τον είδα είπε ο Χρήστος κι έχω αρχίσει ν' αμφιβάλλω αν θα τον πετύχω πουθενά.

Στη σκέψη του πλανιόντουσαν τα λόγια του πατέρα του.

"Χρήστο αυτή η ανακάλυψη θα αλλάξει την ροή της ιστορίας". Κι αυτός το γνώριζε. Το γνώριζε από την πρώτη στιγμή. Αλλά δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Συνάμα το όλο εγχείρημα, παρά ήταν επικίνδυνο.

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!