0
Your Καλαθι
Prima materia
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Η Ράνια Καραχάλιου με γλώσσα υποβλητική, ρυθμική, σχεδόν χορευτική, δημιουργεί ένα παράδοξο ποιητικό σύμπαν που διαρκώς πεθαίνει και αναγεννάται. Το μόνο που απαιτείται για να μπει κανείς στον κόσμο της prima materia είναι να θέλει να χορέψει. Γιατί όλα χορεύουν σε αυτό το βιβλίο. Ημερολόγια και ξόρκια, κίτρα, πυγολαμπίδες, ξύλινα αλογάκια, ο Τιούρινγκ, ο Καρυωτάκης και η Πάβλοβα, όλα στροβιλίζονται φρενήρη, μεταλλάσσονται, ιδροκοπούν και λάμπουν.
Παραδομένη στη δίνη, η Καραχάλιου εξερευνά την ποίηση ως αλχημιστική πράξη.
χρόνια τώρα στέκομαι μπροστά σ’ ετούτο το φόβητρο κουτί, χωρίς να το κουνήσω ρούπι, περνούν περαστικοί, με λυπούνται, τόσες μέρες, τόσες νύχτες προσοχή, μου ρίχνουν κέρματα στο στόμα, μα εγώ δεν είμαι παιχνίδι κουρδιστό, δεν παίρνω μπρος, δεν φεύγω· τις προάλλες, μια κυρία που πότιζε τους κήπους, ήρθε κι εμένα να ποτίσει, έκτοτε, έρχεται μία στο τόσο, μετράει το ύψος μου, κι όλο στραβομουτσουνιάζει, κι όλο δυσανασχετεί· ένας κύριος μόλις έπιασε βροχή στάθηκε πλάι μου με μια πελώρια ομπρέλα-σαμαρείτη, να μην βραχείς, μην πλευριτώσεις μου ’λεγε με άχραντο χαμόγελο οξύ, δεν κινδυνεύω απ’ τον καιρό, κάγχαζα εγώ ασάλευτη, στητή, δεν βλέπετε το φόβητρο κουτί; κι απόκριση καμία· άλλοτε, με πλησιάζουν ο δείνα και η τάδε, δεν γίνεται να είσαι άγαλμα, μου λένε, και να μην αγαλλιάζουμε σαν σε κοιτάμε· μου κόβουν τα νύχια, μου χτενίζουν τα μαλλιά, μου ρίχνουν στον ώμο ένα σάλι, και μόλις την εύνοιά τους αποκτήσω, θαρρώ πως μονάχη μου έκοψα τα νύχια και χτενίστηκα, πως είχα ανέκαθεν στον ώμο ένα σάλι, κι έτσι όλο ξεχνώ πως είμαι εγώ το φόβητρο-κουτί, κι έτσι όλο ξεχνώ, να μ’ αγαπήσω
Παραδομένη στη δίνη, η Καραχάλιου εξερευνά την ποίηση ως αλχημιστική πράξη.
χρόνια τώρα στέκομαι μπροστά σ’ ετούτο το φόβητρο κουτί, χωρίς να το κουνήσω ρούπι, περνούν περαστικοί, με λυπούνται, τόσες μέρες, τόσες νύχτες προσοχή, μου ρίχνουν κέρματα στο στόμα, μα εγώ δεν είμαι παιχνίδι κουρδιστό, δεν παίρνω μπρος, δεν φεύγω· τις προάλλες, μια κυρία που πότιζε τους κήπους, ήρθε κι εμένα να ποτίσει, έκτοτε, έρχεται μία στο τόσο, μετράει το ύψος μου, κι όλο στραβομουτσουνιάζει, κι όλο δυσανασχετεί· ένας κύριος μόλις έπιασε βροχή στάθηκε πλάι μου με μια πελώρια ομπρέλα-σαμαρείτη, να μην βραχείς, μην πλευριτώσεις μου ’λεγε με άχραντο χαμόγελο οξύ, δεν κινδυνεύω απ’ τον καιρό, κάγχαζα εγώ ασάλευτη, στητή, δεν βλέπετε το φόβητρο κουτί; κι απόκριση καμία· άλλοτε, με πλησιάζουν ο δείνα και η τάδε, δεν γίνεται να είσαι άγαλμα, μου λένε, και να μην αγαλλιάζουμε σαν σε κοιτάμε· μου κόβουν τα νύχια, μου χτενίζουν τα μαλλιά, μου ρίχνουν στον ώμο ένα σάλι, και μόλις την εύνοιά τους αποκτήσω, θαρρώ πως μονάχη μου έκοψα τα νύχια και χτενίστηκα, πως είχα ανέκαθεν στον ώμο ένα σάλι, κι έτσι όλο ξεχνώ πως είμαι εγώ το φόβητρο-κουτί, κι έτσι όλο ξεχνώ, να μ’ αγαπήσω
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις