0
Your Καλαθι
Ο πλαστογράφος
Περιγραφή
Ο Πίτερ Κάρεϊ, ο Αυστραλός συγγραφέας που έχει βραβευθεί δύο φορές με το βραβείο Booker, δημιουργεί σ' αυτό το βιβλίο ένα πλάσμα εξίσου μοναδικό με τον Φρανκεστάιν.
Δεκαετία του '40, Μελβούρνη: ένας νεαρός συντηρητικός ποιητής, ο Κρίστοφερ Τσαμπ, αποφασίζει να δώσει ένα μάθημα στην πατρίδα του για την αλήθεια και το ψέμα. Βάζει στόχο το πιο πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό στο οποίο υποβάλλει για δημοσίευση τα άπαντα κάποιου Μπομπ Μακόρκλ, ποιητή, που προέρχεται από εργατική οικογένεια και του οποίου τα γραπτά ξεχωρίζουν για την άγρια δύναμη και τη σεξουαλική τους ελευθεριότητα. Υποτίθεται ότι ο τύπος που γεννάει η φαντασία του Κρίστοφερ Τσαμπ πέθανε είκοσι τεσσάρων χρόνων. Ο εκδότης του περιοδικού εξαπατάται από την πλαστογραφία και μάλιστα οι τοπικές αρχές του κάνουν αγωγή επειδή δημοσίευσε άσεμνο υλικό. Στη δίκη που επακολουθεί, κάποιος τύπος που μοιάζει τρομερά στην πλαστογραφημένη φωτογραφία του επινοημένου Μακόρκλ εξεγείρεται. Έντρομος ο Τσαμπ βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπος με το μοχθηρό πλάσμα που κατασκεύασε ο ίδιος.
Μια μανιακή, γοητευτική και διεισδυτική ωδή όπου η πλαστογραφία φτάνει στο απόγειο της αληθοφάνειας και η αλήθεια στο απόγειο της πλασματικότητας. Ένα μυθιστόρημα που αγγίζει το κέντρο της λογοτεχνικής αλχημείας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πριν από 60 χρόνια ένα αυστραλιανό πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό με την ονομασία Angry Penguins δημοσίευσε ένα τολμηρό ποίημα με τίτλο «Αμαυρωμένη εκλειπτικότητα», το οποίο αποδόθηκε στον Ερν Μάλεϊ, έναν άγνωστο μηχανικό αυτοκινήτων που πέθανε σε νεαρή ηλικία. Αυτά τα βιογραφικά στοιχεία παρουσίασε ο εκδότης του περιοδικού Μαξ Χάρις, για να ανακαλύψει λίγο αργότερα ότι είχε πέσει θύμα απάτης δύο ταλαντούχων ποιητών, εχθρών του μοντερνισμού (των Χάρολντ Στιούαρτ και Τζέιμς Μακόλεϊ), οι οποίοι είχαν σκοπό να πλήξουν την «επιτηδευμένη και στερημένη νοήματος» μοντέρνα ποίηση. H ταπείνωση που υπέστη ο εκδότης ήταν ολοκληρωτική, όταν σύρθηκε στο δικαστήριο κατηγορούμενος για προσβολή της δημοσίας αιδούς εξαιτίας εκείνων των άσεμνων και πορνογραφικών - όπως χαρακτηρίστηκαν - δημοσιεύσεων. Αυτό το θλιβερό επεισόδιο στη λογοτεχνική ιστορία της χώρας που, μεταξύ άλλων, καταδεικνύει την πολιτιστική αβεβαιότητα και την επαρχιώτικη νοοτροπία της αυστραλιανής κοινωνίας της εποχής έρχεται να αναπλάσει μυθιστορηματικά με το νέο βιβλίο του ο Πίτερ Κάρεϊ.
Ενα προς ένα
Ο βραβευμένος δύο φορές με Μπούκερ (Οσκαρ και Λουσίντα, 1988, εκδόσεις Aquarius, και H αληθινή ιστορία της συμμορίας Κέλι, 2001, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα) αυστραλός συγγραφέας αντιστοιχεί τα πραγματικά πρόσωπα της ιστορίας σχεδόν ένα προς ένα με τους μυθοπλαστικούς του ήρωες: στη θέση του εκδότη Μαξ Χάρις τοποθετεί τον Εβραίο της Διασποράς Ντέιβιντ Βάις (ο οποίος, όντας ξένος, οδηγείται εύκολα όχι μόνο στην ταπείνωση και στον εξευτελισμό αλλά και στον θάνατο), ενώ οι δύο πλαστογράφοι συγχωνεύονται σε ένα πρόσωπο, τον ποιητή Κρίστοφερ Τσαμπ, που, θέλοντας να αποδείξει την «απόλυτη παρακμή του νοήματος και της δεξιοτεχνίας» στην ποίηση και φοβούμενος μήπως ο ίδιος παρασυρθεί και «ασπαστεί το δευτεροκλασάτο, το δευτερογενές, το ρηχό, το επαρχιακό», επινοεί τον αυτοδίδακτο ποιητή Μπομπ Μακόρκλ. H κριτική που ασκεί ο Κάρεϊ στον πουριτανικό συντηρητισμό και στη θρασύδειλη υποκρισία που κυριάρχησαν στην αυστραλιανή πολιτιστική σκηνή μετά τον B/ Παγκόσμιο Πόλεμο οξύνεται με την παράθεση αυτολεξεί των ποιημάτων που αποδίδονται στον Μάλεϊ, ενώ - όπως σημειώνει στο επίμετρό του ο συγγραφέας - χρησιμοποιούνται αυτούσια αποσπάσματα από τα πρακτικά της δίκης για να γίνει εμφανής ο παραλογισμός και η παραδοξολογία της νομικής επιχειρηματολογίας.
Εδώ όμως σταματούν οι ομοιότητες με τα πραγματικά γεγονότα καθώς στο μυθιστόρημα ο επινοημένος ποιητής παίρνει σάρκα και οστά και, όπως το τέρας του Φρανκενστάιν - στο οποίο άλλωστε μοιάζει ως προς τις γιγάντιες διαστάσεις του -, καταδιώκει τον δημιουργό του με σκοπό να του αποσπάσει διαπιστευτήρια της ύπαρξής του αλλά και το δικαίωμα να αναζητήσει την ανεξαρτησία, την ελευθερία και την ευτυχία που του ανήκει. Είναι σαφείς οι παραλληλισμοί που κάνει ο Κάρεϊ ανάμεσα στη σχέση του αλλόκοτου πλάσματος με τον δημιουργό του και στην αποικιοκρατική σχέση της Αυστραλίας με τη μητροπολιτική Αγγλία. Τις σχέσεις εξουσίας και εξάρτησης διαδέχεται η πολιτιστική αποδέσμευση και η οικονομική και πολιτική χειραφέτηση, όχι όμως προτού και οι δύο πλευρές υποστούν τις συνέπειες της αλληλεπίδρασης. Ισως γι' αυτό ο Κάρεϊ υπερτονίζει τη σαρκική φύση του ποιητή-τέρατος, επιμένοντας να απαριθμεί τα τραύματα και τις ουλές πάνω στο σώμα του. Οπως η Αγαπημένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Τόνι Μόρισον επιστρέφει 20 χρόνια μετά τον θάνατό της όχι σαν φάντασμα αλλά σαν μια νεαρή γυναίκα με απαιτήσεις και επιθυμίες, έτσι και ο πλαστογραφημένος ήρωας διεκδικεί την αναγνώριση και οικογενειακή ζωή που του στέρησε ο δημιουργός του. Επιπλέον, ως άλλος μετα-αποικιοκρατικός Κάλιμπαν, επιδιώκει να καταρρίψει τον μύθο του Πρόσπερου υπερβαίνοντας τον ποιητικό λόγο του δημιουργού του και μεταλλάσσοντάς τον σε αληθινό «ύμνο του αυτοδίδακτου, του αποίκου, του πληγωμένου κτήνους των Αντιπόδων».
Το παιχνίδι των προβολών
Και αν ο Κάρεϊ αντιστρέφει τους ρόλους μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος, διώκτη και θύματος, για να τονίσει την άνιση συγγένεια και αλληλεπίδραση μεταξύ της αποικιοκρατίας και των πρώην αποικιών, σκόπιμα επίσης μεταφέρει την καταδίωξη του πλαστογραφημένου ποιητή από τον Τσαμπ στο αποχαυνωτικό τροπικό χάος της Κουάλα Λαμπούρ. Οπως η Αφρική του Κόνραντ και η Ινδία του Φόστερ, η Μαλαισία του Κάρεϊ προσφέρεται περισσότερο από την Αυστραλία ως ένας σύγχρονος τόπος όπου τα δεινά της αποικιοκρατίας είναι ακόμη εμφανή: μια χώρα που μαστίζεται από εμφύλιους πολέμους, εθνικιστικές επαναστάσεις και συγκρούσεις αποικιακών συμφερόντων, όπου ο λευκός αντιμετωπίζεται ως ύποπτος ή παρείσακτος και οι αυτόχθονες κάτοικοι απεικονίζονται ως μυστηριώδεις και ακατανόητοι. Οσο όμως εξωτικός ή απόμακρος, ελκυστικός ή αποκρουστικός και αν φαντάζει αυτός ο τόπος βρίσκεται σε μια διαρκή σχέση συνάντησης, διασταύρωσης, αλληλοδιαμόρφωσης και αλληλεπικάλυψης με τον κόσμο της Δύσης, με κύριο σημείο επαφής την ποίηση. Οι συνεχείς αναφορές σε ποιητές όπως ο Γέιτς, ο T.Σ. Ελιοτ, ο Ρίλκε, ο Οντεν, τα ερωτήματα που τίθενται για την εθνική ταυτότητα ή την υπερεθνική αξία της ποίησης, καθώς και το πλήθος των ποιητών και εραστών της ποίησης που συνυπάρχουν στο μυθιστόρημα, υπογραμμίζουν την πεποίθηση του συγγραφέα ότι οι κουλτούρες αναμειγνύονται μεταξύ τους και ότι - για να θυμηθούμε τον Εντουαρντ Σαΐντ - κανένας πολιτισμός «δεν είναι μοναδικός και γνήσιος, όλοι είναι υβριδικοί και ετερογενείς». Ισως γι' αυτόν τον λόγο ο αυστραλός συγγραφέας υιοθετεί την τριτοπρόσωπη γραφή, όπου αφηγητές και αφηγήματα εναλλάσσονται και διαπλέκονται δημιουργώντας ένα παιχνίδι προβολών, αντικατοπτρισμών, ειδώλων και αντανακλάσεων, όπου αίρεται η διάζευξη μεταξύ του δημιουργού και των ηρώων του, του συγγραφέα και του αναγνώστη, της μυθοπλασίας και της πραγματικότητας.
H οντολογική αυτή σύγχυση και οι πολλαπλές αφηγηματικές εστιάσεις που χρησιμοποιούνται στο μυθιστόρημα δυσχεραίνουν το μεταφραστικό πόνημα. Ωστόσο η Αργυρώ Μαντόγλου πετυχαίνει να αποδώσει ικανοποιητικά τον ρυθμό και την αίσθηση, τα γλωσσικά παιχνίδια και τις υπαινικτικές αναφορές του αγγλικού κειμένου.
Ντόρα Τσιμπούκη (καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 31-10-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις