0
Your Καλαθι
Σίδνεϊ Τριάντα απρόβλεπτες μέρες
Περιγραφή
Το Σίδνεϊ μέσα από την οξυδερκή ματιά του πολυβραβευμένου Πίτερ Κάρεϊ, ο οποίος επιστρέφει στην πατρίδα του ύστερα από πολύχρονη απουσία και μας αποκαλύπτει τι κρύβεται πίσω από τη γυαλιστερή και ξένοιαστη όψη της πόλης που φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο συγγραφέας και οι φίλοι του αφηγούνται με τον πιο απολαυστικό τρόπο τις ιστορίες τους και μας παρασύρουν σε μια εμπειρία δυνατή όπως ο νοτιάς που σαρώνει τις όμορφες παραλίες της αλλοτινής «αποικίας των καταδίκων».
«Ένα βιβλίο που θα σας εντυπωσιάσει»
Publishers weekly
«Οι εικόνες που μας μεταφέρει μένουν ανεξίτηλες»
Booklist>
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η αξία της μαρτυρίας αυτής έγκειται κατά πρώτο λόγο στο ότι υπογράφεται από έναν ταλαντούχο, πολυβραβευμένο συγγραφέα, ο οποίος γνωρίζει όσο ελάχιστοι το εσωτερικό της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Αυστραλίας, αλλά και ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που χαρακτηρίζουν εν γένει την πολυπολιτισμική δυναμική της Ε' Ηπείρου.
Είναι προφανές από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου ότι δεν πρόκειται να κατακλυστούμε από τις συνήθεις παραθέσεις επιφανειακών πορισμάτων, αυθόρμητων αλλά περιττών εντυπώσεων και πλεοναστικών «αληθειών». Αντιθέτως, ο Πίτερ Κάρεϊ φροντίζει να προετοιμάσει τους αναγνώστες του καταλλήλως, ώστε να παρακολουθήσουν στη συνέχεια τις τολμηρές αλλά επαρκώς τεκμηριωμένες περιδιαβάσεις του στα ενδότερα του εκκωφαντικά αντιφατικού Σίδνεϊ. Γι' αυτό και η εισαγωγή είναι εξόχως δραματική: «Πατρίδα; Στο Σίδνεϊ έμεινα για πρώτη φορά όταν κόντευα πια να γίνω σαράντα χρόνων κι ακόμα και τότε κουβαλούσα στα μπαγκάζια μου μια χαρακτηριστική μελβουρνέζικη απέχθεια γι' αυτή την άξεστη, διεφθαρμένη πόλη των καταδίκων. [...] Αν έρχεσαι από τη Νέα Υόρκη, το μόνο που θα προσέξεις είναι η εμφανώς άνετη ζωή, το φως, η αίσθηση ότι ο πληθυσμός της βρίσκεται πάντα σε διακοπές. Ομως ένας πικρός πόλεμος έγινε εδώ, πάνω σ' αυτή τη γη και για χάρη της. Οι άνθρωποι της φυλής Εόρα, που συνέχιζαν να θεωρούν το Σίδνεϊ πατρίδα τους, κόλλησαν ευλογιά και πέθαιναν σαν τις μύγες. Κατάδικοι μαστιγώθηκαν. Κατάδικοι βίασαν γυναίκες των Εόρα. Αντρες των Εόρα παγίδεψαν και δολοφόνησαν καταδίκους. Διακόσια χρόνια μετά, το παρελθόν συνεχίζει να επιβάλλει την παρουσία του στο παρόν με τρόπους που είναι εκθαμβωτικά και σχεδόν απίστευτα ξεκάθαροι» (βλ. σελ. 10).
Η χρόνια αμφιθυμία και η όλη ιδιοπροσωπία της αυστραλιανής αυτής μεγαλούπολης, οι εναλλακτικοί τρόποι ζωής των κατοίκων της, που είναι ικανοί να ξενίσουν τις περισσότερες φορές ακόμη και τους πλέον φιλελεύθερους των Δυτικοευρωπαίων, η παρατεταμένη συμβίωση με όσους αυτόχθονες απέμειναν εκεί εν είδει ζωντανών μουσειακών εκθεμάτων, αλλά και η ευμάρεια, οι εξόφθαλμες ποιότητες του καθημερινού βίου, ο οποίος συχνά αναβαθμίζεται μέσα από «την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών», που επίσης διακρίνει το σύνολο των κατοίκων του Σίδνεϊ, αποτυπώνονται με ενάργεια στο κείμενο. Η αυτοελεγχόμενη ειρωνεία σε συνδυασμό με την κατ' οικονομίαν πάντα παροχή των αναγκαίων πληροφοριών αποδίδει όντως καρπούς. Η πολυεπίπεδη, ασθματική αυτή εξομολόγηση de profundis συνιστά εν τέλει ένα δόκιμο εγχειρίδιο πατριδογνωσίας.
Η ανανέωση της ταξιωτικής μαρτυρίας που επιχειρεί εδώ ο Πίτερ Κάρεϊ, που τιμήθηκε δύο φορές με την διάκριση Booker, το 1988 για το «Οσκαρ και Λουσίντα» και το 2001 για την «Αληθινή ιστορία της συμμορίας Κέλι», κρίνεται επιτυχής και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Η αφήγηση ξέρει πώς να διατηρήσει αλώβητες τις υφολογικές ισορροπίες, γνωρίζοντας επακριβώς τα όρια και την κειμενική της εμβέλεια. Η ετυμηγορία του Πίτερ Κάρεϊ είναι δηλαδή χρηστική από κάθε άποψη.
Τα ερωτήματα που πληθαίνουν προς το τέλος της κατάθεσης μαρτυρούν αυτόν ακριβώς τον αυτοπεριορισμό του λόγου, που αρνείται συνειδητά να τα δείξει, να τα αποκαλύψει όλα. Παραθέτω: «Αχ, έθνος διευθυντών και λογιστών, είναι αυτή η σπουδαιότερη ιστορία μας; Είναι στη φυλακή οι ποιητές μας; [...] Ποιο νέο φως; σκέφτηκα όπως άκουγα εκείνη την υπόκωφη, ζοφερή φωνή στα μεγάφωνα. Ποια σκοτεινά μέρη εννοούσαν;» (βλ. σελ. 245) σε συνδυασμό με τον ειλικρινή απολογισμό «Πώς να ελπίζω ότι θα μεταδώσω σε κάποιον αναγνώστη την εντύπωση που έχω για το Σίδνεϊ;» (βλ. σελ. 252)
Θα πρότεινα για μια περαιτέρω προσέγγιση του αμφιλεγόμενου αυτού τοπίου την ελληνική εκδοχή, που κατέθεσε ήδη ο εκεί διαμένων ημέτερος Δημήτρης Τζουμάκας, με τίτλο «Χαρούμενο Σίδνεϊ», που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1988 στην Καμπέρα από το Leros Press και δεύτερη το 1994 από τις εκδόσεις «Κανάκη» στην Αθήνα. Ο αναγνώστης θα μπορέσει ενδεχομένως να συνεκτιμήσει ανετότερα την ευθύτητα των εκφορών του Πίτερ Κάρεϊ.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/11/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις