0
Your Καλαθι
Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι ΙΙ
8ος - 10ος αιώνας
Έκπτωση
25%
25%
Περιγραφή
Ο δεύτερος τόμος του εγχειριδίου Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι (8ος-10ος αι.) πραγματεύεται την ελληνική ιστοριογραφία μετά από τους σκοτεινούς αιώνες και τις απαρχές της Εικονομαχίας έως τα τέλη του δέκατου αιώνα. Ένα τέτοιο εγχείρημα υπό μορφή σύνθεσης και κριτικής θεώρησης των πηγών, που παρακολουθεί το πέρασμα από τις απλές χρονογραφικές καταγραφές των γεγονότων σε πιο σύνθετες διηγήσεις, με επίκεντρο τα έργα και τις ημέρες αυτοκρατόρων και επωνύμων ανδρών, οπωσδήποτε έλειπε από τη βιβλιογραφία. [...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο νέος επιβλητικός τόμος του καθηγητή στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων A.-Δ. Καρπόζηλου έρχεται, πέρα από κάθε αμφιβολία, να καλύψει ένα σημαντικό κενό τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή βιβλιογραφία. Σε σχέση με το πρώτο μέρος, το οποίο ήταν αφιερωμένο στην πραγμάτευση της ιστοριογραφίας κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (4ος-7ος αι.), ο νέος τόμος εμφανίζει μια θεματική συρρίκνωση, εφόσον καλύπτει στην ουσία μόνο δύο αιώνες ιστοριογραφικής παραγωγής στον χώρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο περιορισμός όμως του θεματικού ορίζοντα όχι μόνο είναι απόλυτα θεμιτός αλλά επιβάλλεται, θα λέγαμε, εκ των πραγμάτων.
Εικονομαχία και Θεοφάνης
Ο 9ος και ο 10ος αιώνας συνιστούν ίσως την πιο γόνιμη και συναρπαστική περίοδο της μεσαιωνικής μας γραμματείας. Υστερα από μια φάση πνευματικής κάμψεως, στις αρχές του 9ου αιώνα ο βυζαντινός λόγιος συνειδητοποιεί την ανάγκη επανασύνδεσης με τη λαμπρή παράδοση της ιστοριογραφίας, η οποία δεν εκδηλώνεται ωστόσο ως ξερή μίμηση των παλαιών προτύπων αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο σύντονων προσπαθειών για έναν νέο αυτοπροσδιορισμό του βυζαντινού ανθρώπου, μέσα σε ένα πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον που διαρκώς μεταλλάσσεται.
Ο 9ος αιώνας αρχίζει δυναμικά και εντυπωσιακά με τη χρονογραφία του Θεοφάνη του Ομολογητή, έργο μεγαλόπνοο, που μας παρέχει ένα μοναδικό πανόραμα της ιστορίας της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου, από τη μεταφορά της πρωτεύουσας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη ως την έναρξη σχεδόν της δεύτερης φάσης της εικονομαχίας. H έκφραση της βυζαντινής οικουμενικότητας ως εκδήλωσης του πολιτισμού μιας αυτοκρατορίας που αισθάνεται τον εαυτό της συνέχεια του ρωμαϊκού κράτους και κληρονόμο της αποστολής και των ιδανικών του. Γνωστά ιστορικά κείμενα της πρωτοβυζαντινής περιόδου, όπως ο Προκόπιος και ο Μαλάλας, αγιολογικές αφηγήσεις, χαμένα συριακά χρονικά, πατέρες της Εκκλησίας, αλλά και έργα ιστορικά, γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα οποία σήμερα είναι παραδομένα στους βυθούς της λήθης, για να θυμηθούμε μια προσφιλή έκφραση των Βυζαντινών, αποτελούν μερικές μόνο από τις πηγές που αξιοποίησε ο Θεοφάνης, για να δώσει ένα έργο πολύτιμο για την κατανόηση όχι μόνο της ιστορίας του Βυζαντίου αλλά και όλων των λαών των Βαλκανίων, που κάνουν τότε τα πρώτα δειλά βήματα προκειμένου να αποκτήσουν κρατική οντότητα. Ο Θεοφάνης όμως είναι περισσότερο στραμμένος στο παρελθόν, όπως γίνεται σαφές από το βιβλίο του Καρπόζηλου. Θα πρέπει να φθάσουμε στα μέσα του 10ου αιώνα, στην ακμή της λεγόμενης Μακεδονικής αναγέννησης, για να δούμε τους ιστορικούς να ενδιαφέρονται όχι μόνο για τη μονοδιάστατη καταγραφή της ιστορικής πραγματικότητας αλλά και για τη σκιαγράφηση των κινήτρων των πρωταγωνιστών, τα οποία δεν ερμηνεύονται πλέον υπό το πρίσμα μιας μανιχαϊκού τύπου αντίληψης για την πάλη Καλού και Κακού αλλά διυλίζονται μέσα από μια περισσότερο σύγχρονη αντίληψη για τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του ατόμου, που προέρχεται σαφώς από την οικείωση με τα κλασικά πρότυπα, ιδίως τους βίους του Πλουτάρχου.
Οπως γίνεται αντιληπτό από τις προκαταρκτικές αυτές παρατηρήσεις, το έργο του σύγχρονου μελετητή, ο οποίος, κινούμενος εξ ανάγκης αφαιρετικά, προσπαθεί να εντάξει την πολυσχιδή πνευματική παραγωγή της περιόδου στο στενό πλαίσιο ενός εγχειριδίου, είναι εξαιρετικά δυσχερές. Ο συγγραφέας όμως, δόκιμος μελετητής της περιόδου αλλά και έμπειρος πανεπιστημιακός δάσκαλος ταυτόχρονα, συνδυάζοντας δημιουργικά τα πλεονεκτήματα που του προσφέρουν οι δύο αυτές ιδιότητες δίνει ένα έργο πραγματικά υποδειγματικό. Κάθε κεφάλαιο έχει τη μορφή μιας καλά προετοιμασμένης πανεπιστημιακής παράδοσης: έμφαση στα ουσιώδη, συνθετική παρουσίαση των πορισμάτων της σύγχρονης έρευνας, γραμματολογική σαφήνεια και ακρίβεια. Την ίδια στιγμή όμως κάθε ενότητα αποτελεί προσφορά στην έρευνα: αφορμώμενος συνήθως από ένα απόσπασμα του έργου που τον απασχολεί, ο Καρπόζηλος υποβάλλει σε κριτικό έλεγχο τη βιβλιογραφία του παρελθόντος, ελέγχει πλάνες που έχουν επικρατήσει, επισημαίνει προβλήματα που δεν έχουν τύχει της δέουσας προσοχής, καταλήγοντας έτσι πολύ συχνά σε συμπεράσματα πρωτότυπα ή υποδεικνύοντας νέες κατευθύνσεις για τον μελετητή του μέλλοντος. Με τον τρόπο αυτόν ο τόμος ξεφεύγει από τα στενά όρια ενός εγχειριδίου και γίνεται πραγματικά instrumentum studiorum (εργαλείο έρευνας).
Πηγές, πληροφορίες, κείμενα
Ο Καρπόζηλος προσπαθεί με μεγάλη επιτυχία να συνδυάσει την παραδοσιακή προσέγγιση των κειμένων που αναλύει με μια περισσότερο νεωτερική αντίληψη για τη λογοτεχνία και τον πνευματικό δημιουργό. Υστερα από την περιεκτική και πάντα προσεγμένη στις λεπτομέρειες εισαγωγή στον κάθε συγγραφέα και στο έργο του, αναλύονται, εξονυχιστικά ορισμένες φορές, χαρακτηριστικά αποσπάσματα των έργων του, με έμφαση στα ζητήματα των πηγών, στη διασταύρωση των πληροφοριών με τα δεδομένα παρεμφερών κειμένων, αλλά και στην εξακρίβωση των ιδεολογικών κατευθύνσεων του δημιουργού. H νεωτερική προσέγγιση είναι περισσότερο ορατή στα εισαγωγικά κεφάλαια, όπου συζητούνται τα θέματα της πρόσληψης των κειμένων, του αναγνωστικού κοινού, καθώς και της σχέσης συγγραφέα-πολιτικής εξουσίας - καίριο ζήτημα, ιδιαίτερα στα χρόνια του Κωνσταντίνου Z' Πορφυρογέννητου (913-957), όταν η ιστορία εξυπηρετεί, συνειδητά, τους στόχους της επίσημης αυτοκρατορικής προπαγάνδας και λειτουργεί, σε έναν πρωτόγνωρο βαθμό, ως μέσο πολιτικής νομιμοποίησης της κρατούσας Μακεδονικής δυναστείας.
Πρόκειται για βιβλίο που θα ικανοποιήσει όχι μόνο τον φοιτητή των Φιλοσοφικών Σχολών, ο οποίος αποκτά έναν έγκυρο οδηγό στην προσπάθειά του να προσανατολιστεί στον δαιδαλώδη χώρο της βυζαντινής ιστοριογραφίας, αλλά και τον διδάσκοντα, ο οποίος συχνά αισθάνεται αμήχανα μπροστά στην έλλειψη παρόμοιων συστηματικών έργων, γραμμένων στη γλώσσα μας. Και ο ειδικός ερευνητής όμως έχει πολλά να αποκομίσει. Ευχόμαστε σύντομα να κυκλοφορήσει και ο τελευταίος τόμος, ο οποίος προγραμματίζεται να περιλάβει το σύνολο της ιστοριογραφικής παραγωγής του Βυζαντίου από τον 11ο αιώνα ως την Αλωση. Συγχαρητήρια αξίζουν και στις εκδόσεις Κανάκη, που συνεχίζουν την προσφορά τους στον χώρο του βιβλίου για το Βυζάντιο, καθιστώντας προσιτά σε ένα ευρύτερο κοινό σημαντικά μνημεία του βυζαντινού λόγου, με κείμενα που εντυπωσιάζουν τόσο με το υψηλό επιστημονικό τους επίπεδο όσο και με την άψογη τυπογραφική τους εμφάνιση.
Ιωάννης Δ. Πολέμης (καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 05-10-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις