0
Your Καλαθι
Κουστούμι στο χώμα ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
75%
75%
Περιγραφή
Ο Κυριάκος Ρουσιάς πήγε στην Αμερική στα δεκαπέντε του. Στα σαράντα τρία του μένει στο Γκαίηθερσμπεργκ και δουλεύει στο Φρέντερικ, ερευνητής στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας. Δεν πολυμιλάει για το σόι του, δεν πολυμιλάει για τα παλιά. Το καλοκαίρι του '98, απροειδοποίητα, επιστρέφει στο χωριό του για πρώτη φορά. Και πέφτει πάνω στον άλλο Κυριάκο Ρουσιά. Ακούει εκείνη τη φωνή που τρυπούσε το ρόδι και ξεφλούδιζε το πετραμύγδαλο. Ψάχνει κάποια Μάρω με μια ελιά σα δάκρυ στην πίσω μεριά της γάμπας. Αναρωτιέται πώς είναι το βλέμμα του ανθρώπου τη στιγμή που παίρνει μια μοιραία απόφαση.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο καινούργιο της μυθιστόρημα, Κουστούμι στο χώμα, η Ιωάννα Καρυστιάνη καταφέρνει να φτιάξει ένα Σύμπαν πρωτότυπο, διεισδυτικό και -παρά το βαρύ θέμα- σε κάποιες πλευρές του διασκεδαστικό. Ένα ολόκληρο Σύμπαν: αυτό δεν είναι λίγο· είναι ένα κατόρθωμα. Δεν συμφωνώ πλήρως με αυτό το βιβλίο, παρακάτω θα πω γιατί, ομολογώ επίσης ότι δυσκολεύτηκα να εισαχθώ στην ιστορία που αφηγείται. Οι πρώτες σελίδες με κούρασαν, αλλά τελικά σχηματίστηκε μπροστά μου ένας κόσμος που με γοήτευσε στην καλλιτεχνική του αυτονομία, αλλά και στον τρόπο που ανανεώνει την όραση της πραγματικότητας.
Το βιβλίο έχει συζητηθεί κιόλας αρκετά. Όλοι γνωρίζουν ότι αφορά μια βεντέτα στα βουνά της Κρήτης. Ο ψηλός, καλοφτιαγμένος, μορφωμένος και διάσημος Κυριάκος από την Αμερική γυρνά, ύστερα από πολυετή απουσία, στο χωριό του, για να αναμετρηθεί με το παρελθόν του. Το παρελθόν του περιέχει μια σειρά από φονικά και τώρα «κανονικά» είναι η σειρά του να σκοτώσει. Φονιάς του πατέρα του είναι ο ξάδελφος με το ίδιο όνομα, ο άλλος Κυριάκος, ο κοντός, ο φτωχός και ο άσημος βοσκός. Κανείς ωστόσο δεν τον ωθεί στο φόνο. Αυτή την εποχή η κοινωνία των Σφακιών ζει μάλλον τη χαρά της συμφιλίωσης: όλες οι παλιές βεντέτες φαίνεται να κλείνουν πανηγυρικά. Ούτε η μάνα του τον ωθεί να σκοτώσει ούτε άλλος συγγενής. Αντιθέτως, όταν μια βραδιά εξαφανίζεται, όλοι τρέμουν μήπως κάνει καμιά ανοησία. Ούτε κι ο ίδιος σκέφτεται το φόνο (αν και ορισμένοι αναγνώστες είδαν το αντίθετο, καθώς μαρτυρούν κάποιες κριτικές)· σκέφτεται μόνο πώς είναι δυνατόν να σκοτώσει κανείς, προσπαθεί να μπει στη λογική ή τον παραλογισμό, πάντως στην ψυχή αυτών που έχουν φονεύσει. Εν τέλει συμφιλιώνεται με τον ξάδελφο, χωρίς τυμπανοκρουσίες και χωρίς να το μάθει κανείς, μια διακριτική και όχι πλήρης συμφιλίωση: κάτι που ανήκει, πιστεύω, στα μεγάλα αισθητικά πλεονεκτήματα του βιβλίου.
Η αφήγηση, όταν ξεπεράσει κανείς την αργή εισαγωγή και τη συνήθεια της Καρυστιάνη να μη βάζει τελείες (οπότε ο αναγνώστης απλώς υποχρεώνεται ο ίδιος να βάζει νοητά τις τελείες, για να πιάσει το νόημα), αποκτά ένα ρυθμό πολύ γοητευτικό. Το κείμενο αποτελείται από μικρές σκηνές με κάποια αυτονομία, στις οποίες χρειάζεται προσοχή και κινητοποίηση της φαντασίας για να μπει κανείς· αρχίζουν με εικόνες και φράσεις που δεν είναι απολύτως κατανοητές στον αναγνώστη, για να τελειώσουν με την ανάδειξη του πλήρους νοήματος. Αυτό το παιχνίδι με τον αναγνώστη, επικίνδυνο, αλήθεια, λόγω δυσκολίας, το έχει παίξει πριν από πολλά (εξήντα κιόλας) χρόνια η Μέλπω Αξιώτη, στο υπέροχο εκείνο κεφάλαιο από τις Δύσκολες νύχτες όπου περιγράφεται ο λαϊκός κόσμος της Μυκόνου στην καθημερινότητά του. Η Ιωάννα Καρυστιάνη στήνει κι αυτή την αφήγησή της με μαεστρία: ο κόπος που καταβάλλει ο αναγνώστης για να κατανοήσει τι συμβαίνει συμβάλλει στην αισθητική απόλαυση (το ότι το βιβλίο έχει πουλήσει ήδη αρκετές χιλιάδες αντίτυπα δείχνει μια εκπληκτική άνοδο της αναγνωστικής επάρκειας στην Ελλάδα - η Μέλπω Αξιώτη είχε εκτιμηθεί σχεδόν μόνο από τους ομοτέχνους της).
Αυτό όμως που καθιστά ιδιαίτερα γοητευτικό το Σύμπαν της Καρυστιάνη είναι μια παράξενη ανάμιξη. Ο παραδοσιακός κόσμος των βοσκών και των ορεινών τοπίων που περιγράφει αναμιγνύεται με τον υπερ-σύγχρονο πολιτισμό: οι βοσκοί με τα κινητά τηλέφωνα και οι κυρίες που ψεκάζουν με λακ τους βοστρύχους τους πριν πιάσουν το μαντίλι του χορού, τα μαύρα πουκάμισα με τα μηχανάκια και οι εκσυγχρονισμένοι της πόλης που βαράνε μπαλοθιές στα γλέντια, ο «Αμερικάνος» με το e-mail του μέσα στο αρχαϊκό σπίτι της μάνας του, το αιώνιο τοπίο των βουνών με τις εκπυρσοκροτήσεις από τις εξατμίσεις των μηχανών - το παρδαλό ανακάτωμα όλων αυτών είναι δοσμένο με χιούμορ και όχι με την τετριμμένη ματιά του «παλιού καλού κόσμου που χάνεται».
Η καινούργια οπτική γωνία, το χιούμορ, μας οδηγεί να δούμε ένα καινούργιο τοπίο, μια νέα πραγματικότητα, κι από την άποψη αυτή η Ιωάννα Καρυστιάνη πετυχαίνει εκείνο το τόσο σπάνιο αποτέλεσμα που λέγαμε στην αρχή: ανανεώνει την εικόνα του κόσμου μας. Ισως κάτι τέτοιο έχει κάνει και ο Κουστουρίτσα, αν σωστά θυμάμαι σκηνές από την ταινία «Ασπρη γάτα, μαύρος γάτος», όπου κυριαρχούσε και εκεί μια παράδοξη συνάφεια ετερογενών πραγμάτων. Και πράγματι η Καρυστιάνη έχει σαφή, και γνωστή άλλωστε, συγγένεια με τις οπτικές τέχνες: οι εξαίρετες εικαστικές λεπτομέρειες του βιβλίου της το επιβεβαιώνουν.
Ας περάσουμε όμως και στις επιφυλάξεις. Και ας τις ξεκινήσουμε με μια κατάφαση: Συμφωνούμε ότι επιθυμούμε όχι να καταγγείλουμε, αλλά να κατανοήσουμε την κοινωνία της βεντέτας. Ωραία. Ωστόσο, αν σε μεγάλο βαθμό επιτυγχάνεται, νομίζω, αυτή η κατανόηση, σε ένα σημείο έχω τη γνώμη πως χωλαίνει. Στη σειρά των φονικών που περιγράφονται περιλαμβάνεται και ένα ιδιαίτερα ειδεχθές: ο φονέας σφάζει στην ποδιά του σαν αρνί ένα δεκαεννιάχρονο παιδί και το αφήνει να σπαρταράει για ώρα. Ο «Αμερικάνος» συμβαίνει να είναι ο γιος του φονέα αυτού και να προσπαθεί να εννοήσει την πράξη του πατέρα του. Δεν πρόκειται για ένα φονικό με όπλο, από απόσταση, όπως τα υπόλοιπα, αλλά για μια πράξη βουτηγμένη στο καυτό αίμα.
Ο «Αμερικάνος», και μαζί με αυτόν η συγγραφέας, καταλήγει σε ένα συμπέρασμα: ότι ο φόνος αυτός έγινε με τέτοιο βάναυσο τρόπο, επειδή ο φονέας δεν ήθελε να σκοτώσει: «Από τρόμο. Γιατί σκότωσε παρά τη θέλησή του. Γιατί δεν πήγαινε το χέρι του» (280-1). Ομολογώ ότι δεν έχω εντρυφήσει στις απόψεις των ειδικών για τους ειδεχθείς φόνους. Μπορώ να καταλάβω ωστόσο πως όταν είναι κανείς αναγκασμένος να ξεπεράσει μια μεγαλύτερη ενδόμυχη αναστολή, ίσως τότε γίνεται ακόμα πιο βίαιος. Ομως από τι προέρχεται αυτή η αναστολή; Από καλοσύνη; Από φιλοσοφημένη άρνηση να αφαιρέσει κανείς μια ανθρώπινη ζωή;
Φοβάμαι πως αυτή η εκδοχή είναι κάπως πολύ ευνοϊκή για το θύτη μας. Κι αν οι ειδεχθείς φόνοι γίνονται απλώς από τους πιο δειλούς; Αυτό το ενδεχόμενο δεν εξετάζεται στο μυθιστόρημα, όσο και αν η προσωπογράφηση του φονέα δεν είναι εντελώς θετική. Λέγεται, ας πούμε, στο κείμενο ότι παραφύλαγε και σκότωσε το καμάρι της αντίπαλης οικογένειας, το διάσημο ήδη δεκαεννιάχρονο νεαρό τραγουδιστή, και όχι το δίδυμο αδελφό του, που τον είχε διαρκώς μες στα πόδια του. Επιθυμούσε λοιπόν ο θύτης όχι απλώς να ξεπληρώσει το φόνο, αλλά να πλήξει καίρια την αντίπαλη οικογένεια, να της αφαιρέσει ό,τι πιο πολύτιμο είχε.
Μου φαίνεται, με άλλα λόγια, πως η συγγραφέας, στην προσπάθειά της να κατανοήσει τον κόσμο της βεντέτας και από αντίθεση σε όσους την απέτρεπαν, όπως έχει πει, να ασχοληθεί με το θέμα αυτό, έκανε κάποια βήματα προς την άλλη κατεύθυνση, μη αποφεύγοντας ένα βαθμό εξωραϊσμού.
Αλλά και όλο το ανθρώπινο πλήθος του μυθιστορήματος -όπως και το φυσικό τοπίο- διακρίνεται για την εξαιρετική του ωραιότητα και ευγένεια. Αδελφές και ανιψιές, χωροφύλακες και καφετζήδες, μικροί και μεγάλοι, όλοι έχουν μια ολοφάνερη ή πιο κρυφή ομορφιά. Ακόμα και ο εργολάβος που κατασκευάζει σε μια νύχτα παράνομα τουριστικά συγκροτήματα, ακόμα κι αυτός είναι τρυφερός οικογενειάρχης, καλός φίλος και μέγας χουβαρντάς (είναι τέτοια η τέχνη της συγγραφέως, που με πείθει). Τελειώνει κανείς το μυθιστόρημα, αλήθεια, με μια αίσθηση ανάτασης.
Δεν ειρωνεύομαι -κάθε άλλο. Είναι ωραίο το αίσθημα της γλυκύτητας, της ειρήνης και της συμφιλίωσης, όταν κλείνει κανείς ένα βιβλίο. Και το προτιμώ χίλιες φορές από το ζοφερό πέρα ως πέρα κόσμο που παρουσίαζε παλιότερα η ελληνική πεζογραφία. Η Ιωάννα Καρυστιάνη έχει το πλεονέκτημα μάλιστα, χάρη στο χιούμορ της, να κρατιέται μακριά από γλυκασμούς, στους οποίους κάποτε περιπίπτει η αξιόλογη, τον τελευταίο καιρό, πεζογραφία των καλών αισθημάτων. Ομως ένα βήμα πιο πέρα, σκέφτομαι, ίσως να βρίσκεται η απλούστευση, που μπορεί να υπονομεύσει όχι μόνο το ιδεολογικό βάθρο αλλά και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 05/01/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις