0
Your Καλαθι
Φιλοσοφία και επιστήμη
Ενάς διάλογος μέ τόν Γεώργιο Λ. Ευαγγελόπουλο
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης υπήρξε αναντίρρητα ένας από τους πιο σημαντικούς στοχαστές του εικοστού αιώνα, ένας βαθύνους και οξυδερκής μελετητής της κοινωνίας και της πολιτικής, αλλά και της ψυχανάλυσης και της επιστήμης. Η άρρηκτη σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης, η σημασία της συνειδητοποίησης αυτής της σχέσης αλλά και των διακριτών ρόλων της φιλοσοφίας και της επιστήμης στην κοινωνία και κατ' επέκταση στην ιστορία του ανθρωπίνου πολιτισμού, καθώς και η αγωνία του Καστοριάδη για τους προσανατολισμούς και την πορεία αυτών των δύο πνευματικών δραστηριοτήτων στην εποχή μας, αποτελούν τα κεντρικά ζητήματα που θίγονται στον εκτενή και γόνιμο διάλογο του φιλοσόφου με τον Γεώργιο Λ. Ευαγγελόπουλο. Μια ιδιαίτερη πτυχή της σκέψης του Καστοριάδη που αναδύεται μέσα από αυτόν τον διάλογο είναι η εντυπωσιακή γνώση του για τα πιο σύγχρονα επιτεύγματα της επιστήμης. Το παρόν βιβλίο, λοιπόν, φωτίζει μια σημαντική, αλλά "παραμελημένη", πλευρά του έργου του φιλοσόφου και προσφέρει υλικό για σκέψη και προβληματισμό στον ανήσυχο αναγνώστη.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, δεν έχει βεβαίως να προσθέσει πολλά στο θεωρητικό προφίλ του Κορνήλιου Καστοριάδη, αφού στο μεγαλύτερο μέρος του συνοψίζει και αναδιατυπώνει θέσεις οι οποίες υπάρχουν ήδη ανεπτυγμένες στα μείζονα φιλοσοφικά γραπτά του Ελληνα διανοητή. Μένει μόνο να απολαύσει κάποιος έναν ζωηρό διάλογο ανάμεσα σε δύο πνευματώδεις και εξαιρετικά ενημερωμένους συνομιλητές, σε ένα πεδίο όπου σπάνια οι φιλόσοφοι μπαίνουν με προθυμία· πέραν αυτού, ίσως, δίνει αφορμή για κάποιους περαιτέρω αναστοχασμούς πάνω στις προκλήσεις που εγείρει σήμερα η τεχνοεπιστήμη στην κριτική σκέψη.
Πρόκειται για την καταγραφή δύο συζητήσεων που έγιναν στο σπίτι του Κ. Καστοριάδη στην Τήνο, τον Αύγουστο του 1995, με πρωτοβουλία του Γ. Ευαγγελόπουλου, η οποία δημοσιεύτηκε τον επόμενο χρόνο στο φυσικομαθηματικό περιοδικό Quantum (του οποίου ιδρυτικό μέλος και για μία περίοδο διευθυντής ήταν ο Γ. Ευαγγελόπουλος, υποψήφιος διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο London School of Economics σήμερα). Για τις ανάγκες της παρούσας έκδοσης, ο τελευταίος προσέθεσε εξαντλητικές βιβλιογραφικές σημειώσεις, κατά κύριο λόγο -και σε αντίθεση με τις κενές επιδείξεις πολυμάθειας στις οποίες μας έχει συνηθίσει η πλειονότητα των επιδόξων και ενεργεία ακαδημαϊκών- στην ελληνική γλώσσα, αφού ο στόχος ήταν να βοηθηθεί το ελληνικό κοινό, στο οποίο πρωτίστως απευθύνεται, να συμμετάσχει σε μία ούτως ή άλλως δύσβατη και εξειδικευμένη περιοχή προβλημάτων. Εχει επίσης προστεθεί ένας πρόλογος του Γιώργου Γραμματικάκη, στον οποίον ο γνωστός φυσικός καταθέτει μια συναισθηματικά φορτισμένη μαρτυρία από την προσωπική του σχέση με τον Κ. Καστοριάδη.
Εδώ ίσως θα χρειαστεί να κάνουμε μιαν αναδρομή. Πολλοί άνθρωποι με θητεία στον φυσικοεπιστημονικό χώρο εμφανίζονται εντυπωσιασμένοι από τις εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις που διέθετε ο Κ. Καστοριάδης. Ο Καστοριάδης βέβαια είναι γνωστό ότι ήταν ένα εγκυκλοπαιδικό πνεύμα με απέραντη περιέργεια για όλα τα δυνατά γνωστικά πεδία -ένα αναγεννησιακό σχεδόν είδος φιλοσόφου, που φαίνεται κάπως εκτός εποχής σήμερα· ωστόσο η ενασχόληση από τα πολύ νεανικά του χρόνια με εξειδικευμένες οικονομικές αναλύσεις τον υποχρέωσε να εξοικειωθεί με προχωρημένα μαθηματικά: στις δεκαετίες του '50 και του '60, άλλωστε, βιοπορίστηκε ως επί το πλείστον από την επεξεργασία οικονομοτεχνικών προγραμμάτων. Αυτό του επέτρεψε να παρακολουθεί με σχετική άνεση τις συζητήσεις σε άλλα επιστημονικά πεδία, αφού η «επιστημονικότητα» της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης δεν συνίσταται σε τίποτε άλλο από τη μετάφραση ενός πολλαπλού πεδίου προβλημάτων σε μαθηματική γλώσσα. Χάρη σε ένα υγιές κριτικό ένστικτο, ωστόσο, δεν έχασε ποτέ από τα μάτια του την ορθή σχέση πολιτικής και τεχνικής (πράξεως και τέχνης, στην αριστοτελική γλώσσα). Οταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο των μεταπολεμικών θεωρητικών συζητήσεων ως κριτικός του μαρξισμού, ακολουθώντας σε αυτό τον άλλο μεγάλο Ελληνα πρωτοπόρο Κώστα Παπαϊωάννου, έδειξε ότι το δυνητικά ολοκληρωτικό στοιχείο που ελλόχευε μέσα στη σκέψη του ίδιου του Μαρξ, σε εξοντωτική αντιπαλότητα με την άλλη, κριτική πλευρά τής επιχειρηματολογίας αυτού τού μεγάλου στοχαστή, ήταν ακριβώς η αξίωση της επιστημονικότητας με τα ετερονομικά κανονιστικά της θεμέλια. Από αυτού του είδους την «αποδόμηση» του μαρξικού έργου1 γεννήθηκε, εν πολλοίς, η θεωρία της αυτονομίας, που έγινε σταδιακά το διακριτικό θεωρητικό στίγμα του Καστοριάδη.
Στη συζήτηση που έχουμε τώρα μπροστά μας, ο Γ. Ευαγγελόπουλος «πολιορκεί» τον Καστοριάδη θέτοντάς του ζητήματα από την πλευρά ενός επιστημονικά σκεπτόμενου πνεύματος, και αφήνει μάλλον ευγενικά τον συνομιλητή του να αναπτυχθεί με τον τρόπο και ώς εκεί που θέλει εκείνος. Ο Καστοριάδης, θα έλεγε κανείς ότι ξεκινάει με μια διακήρυξη θέσεων (σελ. 46-54), όπου εγκαθιστά την κρίσιμη επιστημολογική διάκριση μεταξύ επιστημονικού και φιλοσοφικού σκέπτεσθαι με τους κλασικούς ερμηνευτικούς όρους της εξήγησης και/ή κατανόησης, επισυνάπτοντας ένα τρίτο πεδίο, αυτό της διαύγασης, που προορίζεται προφανώς να παίξει τον ενοποιητικό ρόλο αλλά με τρόπο ο οποίος προσιδιάζει ήδη στην κατανόηση. Είναι σαν να λέμε ότι η προτεραιότητα του πολιτικού έναντι του τεχνικού πεδίου (οφείλει να) είναι αδιαπραγμάτευτη, και από εδώ συνάγονται ευθέως οι μετέπειτα κρίσιμες πολιτικές του παρατηρήσεις σχετικά με τον έλεγχο της τεχνοεπιστήμης (σελ. 126-8). Το άλλο σημείο που πασχίζει να θεμελιώσει σε όλο το μήκος της συζήτησης είναι η απερίσταλτη δημιουργικότητα του ανθρώπινου πνεύματος, πράγμα που καθιστά θεμελιωδώς ανεπαρκή κάθε «συνολοταυτιστικό» τρόπο σκέψης στον οποίον στηρίζονται τα μαθηματικά, και ως εκ τούτου κάθε έννοια θετικής επιστήμης. Απαξιώνει -ορθά- κάθε αφελή φιλοδοξία των επιστημόνων να φτάσουν στον έσχατο Νόμο του σύμπαντος (ως εάν υπήρχε τέτοιος), και αποδίδει μια τέτοιαν αφέλεια στις παραδεδομένες προκαταλήψεις των ίδιων των επιστημόνων και στην ανεπαρκή εκ μέρους τους φιλοσοφική και ανθρωπιστική παιδεία. «Η φιλοσοφία», θα πει σε μια υψηλότονη αποστροφή του, «διακρίνει το σκεπτόμενο ανθρώπινο ον από τον επιστημονικό πειραματικοαλγοριθμικό τεχνοκράτη, ο οποίος είναι τυφλός» (σελ. 62).
Η σχέση φιλοσοφίας και μαθηματικών καταλαβαίνει κανείς ότι συνιστά το κρισιμότερο σημείο όλης αυτής της συζήτησης. Σε ένα βαρυσήμαντο χωρίο όπου, μεταξύ άλλων, ο Καστοριάδης δίνει και τον ορισμό αυτών που αποκαλεί «μάγματα» -καταστάσεις τού όντος που αφορούν όλη την ανθρώπινη και φυσική πραγματικότητα μη επιδεχόμενες συνολοταυτιστική ανακατασκευή- θα δηλώσει επίσης: «Η φιλοσοφία ασχολείται με την πραγματικότητα ενώ τα μαθηματικά δεν ασχολούνται με αυτήν» (σελ. 77). Εδώ ανακύπτει ωστόσο ένα σοβαρό πρόβλημα. Αν σύμφωνα με την παραπάνω εύστοχη διατύπωση τα μαθηματικά είναι ένα κλειστό αυτοαναφορικό σύστημα -για να το πούμε ωμά: μια απέραντη ταυτολογία- πώς εξηγείται η «παράλογη αποτελεσματικότητά» τους; Επ' αυτού ο Καστοριάδης σκιαγραφεί δύο τύπους απάντησης. Πρώτον, υποθέτει την ύπαρξη ενός ορισμένου χώρου μέσα στο απεριόριστο πεδίο του πραγματικού (η λεγόμενη «πρώτη φυσική στοιβάδα») που διέπεται από σταθερές αλληλουχίες τις οποίες όντως περιγράφει, σε βαθμό πρακτικώς επαρκή, η συνολοταυτιστική γλώσσα· αυτό θα εξηγούσε άλλωστε τα «ασυνείδητα μαθηματικά» του πρωτόγονου που κατασκευάζει συστήματα συγγένειας ή του σκύλου που εκτιμά την καμπύλη καταδίωξης του λαγού. Δεύτερον, με κάποια έννοια τα μαθηματικά είναι «δημιουργικά» -που σημαίνει, έχουν μια απεριόριστη δυνατότητα κατασκευής υποθετικών τόπων και αξιωμάτων χωρίς να δεσμεύονται από καμία πραγματικότητα (ως εκ τούτου, εξυπακούεται, μπορούν να επιδρούν διαμορφωτικά στην πραγματικότητα). Αυτή η δεύτερη θέση όμως είναι προβληματική, όχι μόνο επειδή φαίνεται να αντιφάσκει στην πρώτη αλλά κι επειδή μοιάζει να ουσιοποιεί εκ νέου τα μαθηματικά: αν οι διηνεκείς δημιουργίες της ανθρώπινης φαντασίας ή εν-κόσμω-δράσης μπορούν να λάβουν και (κάποιου είδους) μαθηματική απεικόνιση, γιατί αυτή η δημιουργικότητα θα πρέπει να εκχωρηθεί στην ίδια την απεικονιστική γλώσσα; Εδώ ο Καστοριάδης μοιάζει να έχει παγιδευτεί στην ίδια αμφιλογία που παγίδευσε κάποτε τον Καντ, ως μη ώφειλε όμως, σύμφωνα με τις δικές του ρητές θεωρητικές προθέσεις.
Αντιπαρέρχομαι πολλά άλλα δευτερεύοντα ζητήματα που φέρνει στην επιφάνεια η συζήτηση, μολονότι είναι εξίσου ενδιαφέροντα (παράδειγμα: οι σχέσεις μαθηματικών και μουσικής), για να θίξω τελειώνοντας ένα άλλο σημείο που μου φαίνεται μεγάλης σημασίας. Οταν ο Γ. Ευαγγελόπουλος θέτει εμμέσως το ζήτημα επιστήμης και θρησκείας (ενν. θεολογίας), ο Καστοριάδης νιώθει την ανάγκη για μια μάλλον παλαιομοδίτικη διακήρυξη πίστεως, διαφωτιστικού τύπου, στην απροκατάληπτη έρευνα και στην ελευθερία τού θαυμάζειν (που είναι υποτίθεται η καλή όψη της επιστήμης) έναντι του θρησκευτικού σκοταδισμού. Δύο παρατηρήσεις όμως θα έδειχναν ότι το θέμα δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Πρώτον, το «θαυμάζειν» δεν είναι αποκλειστικό, ούτε καν ιδιάζον, προνόμιο της επιστήμης αφού διαποτίζει εξίσου, αν όχι και περισσότερο, τη φιλοσοφία, την τέχνη και τον θρησκευτικό μυστικισμό. Δεύτερον, η επιστήμη και η δογματικά ανεπτυγμένη θρησκεία, αν αναλυθούν προσεκτικά στη δομή τους, αποκαλύπτουν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε κλειστές, ετερονομικές κατασκευές που αξιώνουν την ισχύ τους όχι επιχειρηματολογικά αλλά με προσφυγή στον θεσμικό τύπο τής παραγωγής των αξιωμάτων τους και στο θεσμικό κύρος των διαχειριστών τους· και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μία επ' ουδενί κριτική αλλά αυστηρά νομολογική σύσταση της «αλήθειας» -και ο Michel Serres έδειξε πολύ ωραία στις ημέρες μας τη δικανική προέλευση της επιστημονικής αγόρευσης (όπως ακριβώς διαδηλώνεται κατάφωρα στη μονοθεϊστική ρητορική). Οσο για τον μύθο της επιστημονικής αναθεώρησης και αλλαγής (η «διαψευσιμότητα» τύπου Popper) έναντι του διηνεκώς αμετάτρεπτου θεολογικού δόγματος, αρκεί να προσέξουμε καλύτερα τι επιτυγχάνεται μέσα από τη διαρκή ερμηνεία και επανερμηνεία των λεγόμενων ιερών κειμένων.
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/11/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις