0
Your Καλαθι
Η Σμύρνη των Σμυρνιών
Περιγραφή
«Και τώρα στη δύση του βίου μου, τώρα που λιγόστεψε η όρασή μου και οι δυνάμεις μου και δεν μπορώ πλέον εύκολα ούτε να γράψω ούτε να διαβάσω, καθισμένος απέναντι στο μαγνητόφωνο και κλείνοντας τα μάτια κάνω μαζί σας ένα σεργιάνι. Προσπαθώ με τα μάτια της ψυχής πλέον να αναπολήσω τις ομορφιές και τις χάρες της αγαπημένης πατρίδος, της γαλανόλευκης Σμύρνης, της πεντακάθαρης Σμύρνης, της Σμύρνης της χαράς και της εργασίας, της Σμύρνης της προκοπής, της Σμύρνης που όταν έβγαινες το βραδάκι και χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να ξοδέψεις, παρακολουθώντας το σωστό κομπολόι από ορχήστρες που υπήρχαν απ' τη μια άκρη της προκυμαίας, απ' του «Κράμερ» ώς την άλλη όπου ήτο το «Καφέ Κόρσο», άκουγες μουσικές και τραγούδια, ανέπνεες τη χαρά που υπήρχε.» [...]
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μια ακμάζουσα Σμύρνη, γεμάτη από τις μουσικές, τις ομιλίες και τα αρώματα των ελλήνων αστών αλλά και την αργκό των λαϊκών, την Γκιαούρ Ιζμίρ - Σμύρνη των Απίστων -, όπως την έλεγαν οι Τούρκοι, προτού την αφανίσει η μεγάλη φωτιά και οι Τσέτες, αναπολεί ο Σμυρνιός Γιώργος Θ. Κατραμόπουλος στο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε στη σειρά «Πλωτές πόλεις» των εκδόσεων Ωκεανίδα. Και πασχίζει να την αναστήσει μπρος στα μάτια μας με όλη την απαράμιλλη σαγήνη της: την παραλία του «Και» και τα Πριγκιποννήσια, την οδό Τράσων με την ταβέρνα του Τατάκη, τον Φραγκομαχαλά με τα πολυκαταστήματα «Μπον Μαρσέ» και «Σολάρι», τους σιδηροδρομικούς σταθμούς στην Πούντα και το Μπασμά Χανέ, το περίφημο «Καφενείο των Τζαμπάσηδων», τον κινηματογράφο Πάλλας της παραλίας, το νεκροταφείο με τους όμορφα διακοσμημένους τάφους, δίπλα στα στάδιο του Πανιωνίου, το Κορδελιό με τις καλαίσθητες βίλες και τις εξέδρες για κολύμπι, τα μεγαλοαστικά προάστια του Μπουτζά και του Μπουρνόβα με τα γήπεδα του τένις, το εργατικό Σεβδίκιοϊ με τα αναρίθμητα αμπέλια και τις καπνοφυτείες.
Συγκροτούσαν μια παραδοσιακή, μεταπρατική κοινωνία, με αυστηρά καθορισμένους ρόλους και τυπικό οι Ελληνες της Σμύρνης. Την ίδια στιγμή που οι άντρες αβγάταιναν τα λεφτά τους στην Μπόρσα ή κουμαντάριζαν τις αλευροβιομηχανίες για να καταθέσουν τα κέρδη τους στη γαλλικών συμφερόντων Banque Ottomane και την Τράπεζα της Ανατολής, οι σμυρνιές νοικοκυρές ασχολούνταν με τον ντοματοπελτέ, τις πράσινες τσακιστές ελιές και το άπλωμα του τραχανά, ενώ τα παιδιά μάθαιναν καλλιγραφία, συντακτικό και ξένες γλώσσες σε ιδρύματα αυστηρά, όπως η Ευαγγελική, το Αμερικανικό Κολέγιο του Μακλάχλαν ή η Σχολή Πασχάλη. Και βέβαια την Κυριακή εκκλησιάζονταν στην Αγία Φωτεινή με το θεόρατο καμπαναριό - επί τρεις ημέρες είχαν βαλθεί στην Καταστροφή να το γκρεμίσουν οι Οθωμανοί με δυναμίτη -, την Αγία Τριάδα, την Ευαγγελίστρια, τον Αϊ-Τρύφωνα ή τον Αϊ-Δημήτρη, ντυμένοι τα ακριβά εγγλέζικα κασμίρια που προμηθεύονταν στα ευρωπαϊκά καταστήματα νεωτερισμών ή τέρπονταν με Πουτσίνι, Σούμπερτ και εξ Αθηνών ηθοποιούς που παρακολουθούσαν στο μέγαρο του Κεντρικού Παρθεναγωγείου ή στο «Θέατρο της Σμύρνης». Για να καταλήξουν προς το σούρουπο για έναν καφέ στο «Κράμερ», στο «Καφέ Φώτη», στο «Κόρσο», στο «Λούνα Παρκ» ή για ένα παγωτό στον μεγάλο κήπο του «Σπόρτινγκ».
Δεν είναι μνημόσυνο για μια νεκρή, ξεθωριασμένη και ξεχασμένη Σμύρνη το βιβλίο του Κατραμόπουλου. Εναργής όσο ποτέ, η αγαπημένη πολιτεία πλέει καταπάνω στους καιρούς, συντροφευμένη από την Ιστορία. Ζωντανή πάντοτε και πολύβουη. Ετσι όπως τη γνώρισε εκείνος στα παιδικά και νεανικά του χρόνια.
Δ. ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 26-01-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις