0
Your Καλαθι
Η παλαιά διαδρομή
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Φθορά, θλίψη, εγκατάλειψη είναι η κυρίαρχη διάθεση στα είκοσι εννέα ποιήματα της ενδέκατης ποιητικής συλλογής του Σπύρου Κατσίμη.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Σπύρος Κατσίμης, τουλάχιστον στις συλλογές του μετά το 1980, αναδεικνύεται σε έναν από τους πιο συνεπείς συνεχιστές της νεοσυμβολιστικής παράδοσης. Και, λέγοντας «νεοσυμβολιστικής παράδοσης», δεν υπαινίσσομαι αόριστα κάποια ποιητική καταγωγή που χάνεται στα πρώτα χρόνια του μεσοπολέμου. Εννοώ τον κύκλο ορισμένων σύγχρονων ποιητών, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης μετά το 1965, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Κλείτος Κύρου, ο Κώστας Στεργιόπουλος, αλλά και μερικούς ακόμα νεότερους, όπως ο Γιώργος Μαρκόπουλος και ο Γιώργος Καραβασίλης, που χτίζουν κυριολεκτικά την ποιητική τους με άξονα την αίσθηση του μεταίχμιου.
Ώς τα τέλη της δεκαετίας του '70, μπορώ να πω ότι η αίσθηση του μεταίχμιου ήταν πιο ευκρινής ή, μάλλον, ήταν περιγράψιμη με μεγαλύτερη σαφήνεια και καθαρότητα, στα ποιήματα του Κατσίμη. Αναμφίβολα, υπήρχε και τότε -στον Νάρκισσο (1955) και στο Χαμόγελο (1959)- η ανάγκη καταφυγής σ' έναν κόσμο άδολο, όμως η νοητή «διαχωριστική γραμμή» που έτεμνε το πεδίο μεταξύ του εδώ και του εκεί επηρεαζόταν πολύ περισσότερο από τη ζέουσα συνείδηση του παρόντος, από το περιβάλλον και την κοινωνική ζωή του ποιητή. Με τον Τρελό (1983) αυτή η γραμμή αρχίζει να γίνεται ακαθόριστη, συγκεχυμένη, και τούτο όχι λόγω κάποιας μεταβολής της όρασης του ποιητή, όσο λόγω του ότι συρρικνώθηκε αισθητά η πραγματική επικοινωνία του με τον κόσμο, όπως αυτός έχει. Στη συλλογή αυτή, μάλιστα, εντυπωσιάζει γενικότερα, η αντίληψη με την οποία ο Κατσίμης δραματοποιεί τη θέση του ποιητή, ως μορφής μοναχικής και αιρετικής που δεν έχει άλλη διέξοδο από το να αντιστέκεται στην κρατούσα λογική των πραγμάτων.
Η Παλαιά διαδρομή ουσιαστικά αποτελεί τη συνέχεια ενός άλλου κύκλου ποιημάτων που άρχισε με Το κίτρινο (1987) και όπου η προηγούμενη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο υλικά υπαρκτό και στο φανταστικό, ανάμεσα στην εμπειρικά σχηματισμένη μνήμη και στην υπερβατική φαντασίωση έχει εξαφανιστεί. Γι' αυτό και, κατά την προσφιλή άλλωστε τακτική του ποιητή της Στέγης (1993), συνήθως το ποίημα εισάγει σ' ένα τοπίο ή σ' ένα σκηνικό που αποδίδεται σχεδόν ρεαλιστικά. Για να αρχίσει όμως ταχύτατα να αποσυνθέτει τα σταθερά του περιγράμματα, να αλλοιώνει μέσω συμβολικών εικόνων τη λογική αλληλουχία του και να ανοίγει διάπλατα την προοπτική του αναγνώστη προς το παράδοξο που ταυτόχρονα είναι και αποκαλυπτικό του τρόπου με τον οποίο ο ποιητής στοχάζεται συμπερασματικά ή αποφθεγματικά, αν και πάντοτε με μια λυρική θλίψη για κάτι που παραμένει πάντα άπιαστο.
Με τόση ταχύτητα, οδηγώντας, δεν θα το δεις ποτέ
το σπίτι όπου θέλεις να φτάσεις.
Είναι άλλωστε καλά κρυμμένο μέσα στα δέντρα.
Και δεν προβάλλει πουθενά την παρουσία του.
Θα το αφήνεις πάντα πίσω σου και συ
θα τρέχεις προς την περασμένη σου ζωή.
(Αδημονία, σελ. 42)
Αυτό το κάπως αινιγματικό κλείσιμο επαναλαμβάνεται αν όχι σε όλα πάντως στα περισσότερα ποιήματα του Σπύρου Κατσίμη, και ακριβώς σ' αυτό το κλείσιμο συγκεντρώνεται, όπως νομίζω, η συμβολική τροπή τους. Δεν θέλω να πω ότι αυτή η συμβολική τροπή, που άλλωστε προεκτείνει τη δραστικότητα του ποιήματος στον κόσμο του αναγνώστη, είναι πάντοτε λειτουργική, ότι δηλαδή μεταφέρει με ευστοχία αυτό που θέλει να υποβάλει ο ποιητής. Υπάρχουν και στην Παλαιά διαδρομή ποιήματα που η ευρηματική τους ολοκλήρωση μένει μετέωρη, επειδή ακριβώς ο μεταφορικός λόγος χρησιμοποίησε εκεί σύμβολα που παρέμειναν κλειστά. Αλλά χωρίς άλλο, το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής διακρίνεται αμέσως για την υποδειγματική του αρχιτεκτονική αρμονία, για το ότι σε ποιήματα όπως «Τα εγκαίνια», «Η παράσταση», «Ομοιομορφία», «Η νέα ζωή» πραγματοποιείται εύρυθμα η κίνηση της ποιητικής φαντασίας του Κατσίμη, η οποία με αρχικό πυρήνα της την προσωπική συγκίνηση αρχίζει από το γενικό και με μία επιγραμματική ευστροφία καταλήγει στο στοχαστικά ουσιώδες.
Θα πρόσθετα, μάλιστα, ότι παρά τα όσα αντίθετα ξέρουμε από τη μοντερνιστική ρητορική, όπου στην Παλαιά διαδρομή ο ποιητικός λόγος εξακτινώνεται από ένα απόθεμα άδολης προσωπικής συγκίνησης ή άμεσης ελεγειακής αναπόλησης, εκεί εντυπωσιάζει και η διαυγής λιτότητα στην έκφραση. Όπως στο ποίημα «Όνειρο» με το οποίο κλείνει η συλλογή:
Δεν ξέρω τι είναι αυτά τα φώτα που διακρίνω
σε όλα μου τα ταξίδια, πάντα
στο ίδιο κοντινό σημείο.
Κάποια ζωή άγνωστη σε με, κάποια χαρά
θα υπάρχει εκεί πέρα.
Η απόσταση είναι μικρή και όμως
μέσα στη νύχτα πίσω μου τ' αφήνω
για να τα βρω και να τα προσπεράσω πάλι
σαν όνειρο που τελευταίο θα με δεχτεί.
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/03/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις