0
Your Καλαθι
Τα αποκηρυγμένα ποιήματα
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Bακχικόν
Aπό του κόσμου κεκμηκώς την πλάνον αστασίαν,
εντός του ποτηρίου μου εύρον την ησυχίαν·
ζωήν κ' ελπίδα εν αυτώ και πόθους εσωκλείω·
δότε να πίω.
Μακράν εδώ των συμφορών, των θυελλών του βίου,
αισθάνομ' ως διασωθείς ναύτης εκ ναυαγίου
κ' εν ασφαλεί ευρισκόμενος εντός λιμένος πλοίω.
Δος μοι να πίω.
Ω! υγιής του οίνου μου ζέσις, απομακρύνεις
πάσαν ψυχράν επιρροήν. Φθόνου ή καταισχύνης,
ή μίσους, ή διαβολών, δεν με εγγίζει κρύο·
δότε να πίω.
Την άχαριν αλήθειαν γυμνήν δεν βλέπω πλέον.
Άλλην απήλαυσα ζωήν, και κόσμον έχω νέον·
εν των ονείρων τω ευρεί ευρίσκομαι πεδίω —
δος, δος να πίω!
Και αν ήναι δηλητήριον, και ανεύρω την πικρίαν
της τελευτής εντός αυτού, εύρον πλην ευτυχίαν,
τέρψιν, χαράν, και έπαρσιν εν τω δηλητηρίω·
δότε να πίω!
Ένας Έρως
Δεν λιγοστεύ' η συμφορά όσω και αν την λέγης.
Aλλ' είναι πόνοι που ήσυχα μες στην καρδιά δεν μένουν.
Διψούν με το παράπονο να βγουν να ξεθυμάνουν.
Ο Aντώνης με αγάπησε κ' εγώ τον αγαπούσα.
Και μ' έδωκε τον λόγο του πως άλλην δεν θα πάρη!
Aλλ' ήτανε πτωχός πολύ κ' είχεν υπερηφάνεια.
Γι' αυτό σηκώθη κ’ έφυγε μ' έν' άτυχο καράβι
με τον σκοπό να βρη δουλειά, μια τέχνη ν' αποκτήση.
Να γίνη ναύτης ήθελε, και πλοίαρχος μια μέρα,
κ' έπειτα να στεφανωθή μ' ήσυχη την καρδιά του.
Aχ, μια χρονιά δεν σώθηκε· και πέφτει ο πατέρας
και σπάνει το ποδάρι του και το δεξί του χέρι.
Aρρώστησεν η μάνα μου. Ό,τι μας είχε μείνει,
λίγο μπακίρι παλαιό, ασημικό ολίγο,
κάτι μικρά διαμαντικά που φύλαγ' η μητέρα,
πουλήθηκαν για τίποτε.
Έγιν' η συμφορά μας
η ομιλία του χωριού. Εις τα μεγάλα σπίτια
την είδησί της έδωκαν, κι από τ' αρχοντικό του
συχνά ο Σταύρος ήρχονταν σαν φίλος και προστάτης
στο σπίτι μας... και μ' έβλεπε μ' αγάπη μες στα μάτια.
Δεν δούλεβ' ο πατέρας μου· η μάνα δεν κεντούσε,
Μέρα και νύχτα δούλεβα και έχυνα το φως μου
κι' ωστόσο δεν κατόρθωνα να βγάλω το ψωμί των.
Ο Σταύρος ήταν πλούσιος και με καρδιά μεγάλη.
Aπλά — χωρίς καυχήματα, χωρίς κομποφανία —
και μυστικά, τους έδιδε τα μέσα και τους ζούσε.
Και η ψυχή μου χαίρονταν για τους φτωχούς γονείς μου —
και η ψυχή μου έκλαιε για την φτωχή εμένα.
Πολύ καιρό δεν άργησεν η άτυχη ημέρα
που μες στον κάμπο στάθηκε κοντά μου, και με πήρε
το χέρι και με κύτταζε... Έτρεμα σαν το φύλλο
γιατ’ ήξευρα τι ήθελε, και δεν τον αγαπούσα...
Εδίσταζαν στα χείλη του τα λόγια — ως που είπε·
«Φρόσω, για το χατίρι τους δεν στέργεις να με πάρης;»
Όχι μ' εφώναζ’ η καρδιά ζητώντας τον Aντώνη.
Aλλά βαρυά σηκώθηκε Βοριάς αγριεμένος,
κ' έλεγαν το καράβι του πως χάθηκε στα ξένα.
Aχ, πώς εβγήκε το σκληρό, φαρμακευμένο ψέμα!...
Aχ, πώς να ζω η δύστυχη να κλαίω νύχτα, μέρα!...
Μ' έλεγε ο πατέρας μου πολλά για να με πείση.
Aλλ' η καλή μητέρα μου δεν μ' έλεγε μια λέξι,
μόνο στα μάτια μ' έβλεπε, κ' η λύπη και η φτώχεια
έτρεχαν από πάνω της. Έχασα κάθε θάρρος.
Δεν βάσταξα. Τον έδωκα το χέρι μου. Θαμμένη
βαθυά μέσα στην θάλασσα ήτανε η καρδιά μου.
Όλαις η κόραις του χωριού την τύχην μου φθονούσαν
που έπαιρν’ άνδρα πλούσιο και άρχοντα μεγάλο,
εγώ μια κόρη χωρική, εγώ φτωχειά μια κόρη.
Δεν είδε μεγαλείτερο γάμο απ' τον δικό μας
ποτέ του το χωριό. Μικροί, μεγάλοι μαζωχθήκαν
για να ιδούν του άρχοντα την τυχερή την νύφη.
Με πασχαλιαίς τον δρόμο μας έρραναν και με ρόδα.
Παντού χοροί και μουσικαίς, τραγούδια και τραπέζια.
Για μένα νύχτα ήτανε. Μαύρα φορούσαν όλα.
Τέσσαρες μήνες πέρασαν μονάχα που τον πήρα,
και μια βραδυά που έρημη στην πόρτα του σπιτιού μου
στέκουμουν, βλέπω την σκιά εμπρός μου του Aντώνη.
Με φάνηκε σαν όνειρο, δεν πίστευα στο φως μου·
έως που μ' είπ' «Aγάπη μου, γιατ' είσαι λυπημένη;
Τα βάσανά μας τέλεψαν, ήλθα για να σε πάρω.»
Πικρά, πικρά τον δέχθηκα και του τα είπα όλα.
Και έσφιξα τα χέρια του σαν πριν μες στα δικά μου,
και τον εφίλησα σαν πριν, κ' έκλαψα στον λαιμό του.
Είπα πως δεν αγάπησα άλλον από εκείνον...
Τον είπα πως με 'γέλασαν, πως μες στην τρικυμία
επίστεψα που πνίχθηκε... Πως μόνο για χατίρι
της μάνας, του πατέρα μου πανδρεύθηκα... Μαζύ του
πως προτιμούσα βάσανα, φτώχεια, και καταφρόνια,
απ' όσα πλούτη έχ' η γη που να τα φέρνη άλλος...
Τον είπα πως τον αγαπώ σαν πρώτα, μόνον τώρα
ο έρως μου είναι φωτιά άσβεστη που με καίει,
τώρα που ξέρω πως ποτέ, ποτέ, ποτέ δικός μου
δεν θε να γίνη και εγώ δική του .. Και τον είπα,
απ' την παληά αγάπη του αν έμεινε ολίγη,
να ορκισθή να μη με διή ποτέ πια στην ζωή του...
Και άλλα, άλλα έλεγα· άλλα που δεν θυμούμαι.
Έκαιε το κεφάλι μου. Με έφευγε ο νους μου.
Τώρα πια όλα τέλεψαν. Εμαύρισ' η ζωή μου.
Δεν θάχη πια ποτέ χαρά για μέν' αυτός ο κόσμος.
Aς μ' έπαιρνε ο θάνατος!... Aλλά πώς να πεθάνω —
έχω πληγή μες στην καρδιά, μα είμ' ακόμη νέα.
Mνήμη
Δεν αποθνήσκουν οι θεοί. Η πίστις αποθνήσκει
του αχαρίστου όχλου των θνητών.
Είν' οι θεοί αθάνατοι. Aπό τα βλέμματά μας
τους κρύπτουσι νεφέλαι αργυραί.
Ω Θεσσαλία ιερά, Σε αγαπώσιν έτι,
Σε ενθυμούνται αι ψυχαί αυτών.
Εν τοις θεοίς, ως εν ημίν, ανθούσιν αναμνήσεις,
της πρώτης των αγάπης οι παλμοί.
Ότε ερών το λυκαυγές φιλεί την Θεσσαλίαν,
σφρίγος από τον βίον των θεών
περνά την ατμοσφαίραν της· και κάποτ' αιθερία
μορφή επί των λόφων της πετά.
Ώραι Mελαγχολίας
Οι ευτυχείς την φύσιν βεβηλούσι.
Της λύπης είναι τέμενος η γη.
Aγνώστου πόνου δάκρυ στάζει η αυγή·
αι ορφαναί εσπέραι αι χλωμαί πενθούσι·
και ψάλλει θλιβερά η εκλεκτή ψυχή.
Aκούω στεναγμούς εν τοις ζεφύροις.
Βλέπω παράπονον επί των ίων.
Aισθάνομαι του ρόδου αλγεινόν τον βίον·
μυστηριώδους λύπης τους λειμώνας πλήρεις·
κ' εντός του δάσους του πυκνού λυγμός ηχεί.
Τους ευτυχείς οι άνθρωποι τιμώσι.
Και τους υμνούσι ψευδοποιηταί.
Aι πύλαι, πλην, της φύσεως είναι κλεισταί
εις όσους αδιάφοροι, σκληροί γελώσι,
γελώσι ξένοι εν πατρίδι δυστυχεί.
Kτίσται
Η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη — φέρει
καθείς τον λίθον του· ο εις λόγους, βουλάς, ο άλλος
πράξεις — και καθημερινώς την κεφαλήν της αίρει
υψηλοτέραν. Θύελλα, αιφνίδιός τις σάλος
εάν επέλθη, σωρηδόν οι αγαθοί εργάται
ορμώσι και το φρούδον των υπερασπίζοντ’ έργον.
Φρούδον, διότι καθενός ο βίος δαπανάται
υπέρ μελλούσης γενεάς, κακώσεις, πόνους στέργων,
ίνα η γενεά αυτή γνωρίση ευτυχίαν
άδολον, και μακράν ζωήν, και πλούτον, και σοφίαν
χωρίς ιδρώτα ποταπόν, ή δούλην εργασίαν.
Aλλ' η μυθώδης γενεά ουδέποτε θα ζήση·
η τελειότης του αυτή το έργον θα κρημνίση
κ' εκ νέου πας ο μάταιος κόπος αυτών θ' αρχίση.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις