0
Your Καλαθι
Πέρα από τη μεταφυσική και τον επιστημονισμό
Ο διεπιστημονικός υλισμός του Max Horkheimer
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
[...] Ο «διεπιστημονικός υλισμός» του Max Horkheimer ήθελε να αποτελέσει έλλογη απάντηση στην κοινωνική και πολιτισμική κρίση των ανεπτυγμένων κοινωνιών του Μεσοπολέμου - απάντηση που θα απέφευγε τόσο την οπισθοχώρηση στη μεταφυσική όσο και την προσχώρηση σ' έναν μονόπλευρο επστημονισμό, συνδυάζοντας προσφυώς τη φιλοσοφία με την επιστήμη. Η προσεκτική ανασυγκρότηση αυτού του πρώιμου προγράμματος, που ενέπνευσε τον κύκλο του ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας της Φρανκφούρτης μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '40, αποκαλύπτει την αμείωτη επικαιρότητα μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής σκέψης και υποδεικνύει τα θεωρητικά οφέλη που θα μπορούσαμε να αποκομίσουμε από μια «υλιστική διόρθωση» της σύγχρονης επικοινωνιακής κριτικής θεωρίας.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το ότι η Σχολή της Φραγκφούρτης εκπροσώπησε το υψηλότερο σημείο της φιλοσοφικής αυτοσυνειδησίας του εικοστού αιώνα είναι, νομίζω, κάτι που ελάχιστοι σήμερα θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν. Τοποθετημένη στο σημείο μιας κρίσιμης διασταύρωσης της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, των θεωρητικών και πρακτικών αξιώσεων ενός επαναστατικού μαρξισμού, της μοντερνιστικής αισθητικής, της φροϊδικής ψυχανάλυσης κι ενός πολύπλοκα υφασμένου δικτύου αλληλοσυσχετίσεων σε ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών επιστημών, αποτέλεσε το μοντέλο της μόνης αληθινά σύγχρονης φιλοσοφίας που συνεχίζει να δικαιούται αυτό το όνομα, μπροστά στην οποία μοιάζουν αθεράπευτα παιδαριώδεις όλες οι όψιμες αναβιώσεις μιας παρωχημένης μεταφυσικής όσο και οι διάφοροι τελευταίας κοπής θετικισμοί και αναλυτικές φιλοσοφίες. Το έργο των σημαντικότερων εκπροσώπων της, οι οποίοι συχνά παρουσιάζουν αξιοσημείωτες αποκλίσεις μεταξύ τους, άφησε μιαν ανεξίτηλη επίδραση στη φιλοσοφική σκέψη που συνεχίζει ακόμα να γράφεται στην Ευρώπη και στην Αμερική, ενώ από τη δεκαετία του '60 και ύστερα άρχισε να παράγεται μια ολόκληρη σειρά ιστορικών μελετών και μονογραφιών πάνω σε διάφορες όψεις και πτυχές αυτού του έργου.
Στον κορμό μια τέτοιας φιλολογίας, στην Ελλάδα τουλάχιστον, αξιοσημείωτο εμφανίζεται το έργο ενός νεαρού ερευνητή που είναι σήμερα λέκτορας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης, του Κωνσταντίνου Καβουλάκου. Το 1996 δημοσίευσε την ογκώδη διδακτορική του διατριβή πάνω στη φιλοσοφία του Jurgen Habermas και προσφάτως εξέδωσε το δεύτερο έργο του, μια απόπειρα επανεκτίμησης της φιλοσοφίας του ιδρυτή της σχολής Max Horkheimer στο φως ορισμένων σύγχρονων πολιτικών προβληματισμών με τους οποίους βρίσκεται αντιμέτωπη η Κριτική Θεωρία. Οπως ο ίδιος το θέτει προγραμματικά (μολονότι στο τέλος του βιβλίου του), «η επιστροφή στο πρώιμο εγχείρημα του Χορκχάιμερ μπορεί τελικά να σημαίνει κάτι παραπάνω από μια ανιαρή περιήγηση σε κάποιο ξεχασμενο μουσείο ελευθεριακών ιδεών. Αντιθέτως, μπορεί να μας δώσει τα μέσα για μια διόρθωση ορισμένων ανεπαρκειών της σύγχρονης επικοινωνιακής κριτικής θεωρίας, ενόψει των νέων θεωρητικών και πρακτικών καθηκόντων που θέτει η σημερινή εποχή» (σ. 217).
Το ποιες είναι αυτές οι ανεπάρκειες γίνεται σαφές ήδη από την κριτική κατακλείδα του προηγούμενου βιβλίου του για τον Habermas. Εκεί κρίνεται η συνολική στρατηγική του φιλοσόφου που θέλησε να προβληθεί ως αναθεμελιωτής της Κριτικής θεωρίας, και ιδιαίτερα η δεύτερη περίοδος του έργου του που ακολουθεί το Γνώση και Διαφέρον, ως συμβιβασμός με θετικιστικές και τεχνοκρατικές θεωρίες που κρύβει μία ακόμη πιο ανησυχητική συνθηκολόγηση στο πολιτικό πεδίο: «Η αντιπαράθεση μεταξύ των συστημικών επιταγών και των βιοκοσμικών επικοινωνιακών ωθήσεων μπορεί να είναι καθοριστική μόνο για μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική που προσπαθεί να πετύχει βελτιώσεις του υπαρκτού. Αντίθετα, μια ριζοσπαστική, αριστερή πολιτική δεν γνωρίζει τέτοιους διαχωρισμούς, αλλά αντιλαμβάνεται το κοινωνικό ως ενιαίο πεδίο της πολιτικής, της οικονομικής και της ιδεολογικής εξουσίας» (σ. 340).
Ηδη μια τέτοια διατύπωση, με την οποία κλείνει το προηγούμενο βιβλίο του Κωνσταντίνου Καβουλάκου, υποδεικνύει το χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα σε αυτά που αποκάλεσαν Παλαιά και Νέα Κριτική Σχολή, και προαναγγέλλει κατά κάποιον τρόπο το ενδιαφέρον του για μια εκ νέου εμβάπτιση στο ριζοσπαστισμό της πρώιμης Κριτικής Θεωρίας. Οι ιστορικές εμπειρίες που εν τω μεταξύ μεσολάβησαν, η ανικανότητα των σοσιαλδημοκρατιών να ανακόψουν την πορεία ενός επιθετικού καπιταλισμού που καταδικάζει στην έσχατη εξαθλίωση όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού της Γης, η πρακτική των ωμών διεθών επεμβάσεων και το νέο οικουμενικό καθεστώς κυριαρχίας μετά τον ψυχρό πόλεμο, η ανεξέλεγκτη προέλαση μιας τεχνολογίας που οδηγεί αναπόδραστα στο θάνατο της βιόσφαιρας και του πλανήτη, φωτίζουν μ' ένα όλο και πιο ειρωνικό φως τα «εκδημοκρατιστικά» ενδιαφέροντα του Habermas και του κύκλου του και μοιάζουν να δικαιώνουν αναδρομικά το ζοφερό πεσιμισμό αλλά και την ασυνθηκολόγητη κριτική της νεωτερικότητας που χαρακτήριζε το πρώιμο έργο της Κριτικής Σχολής, ιδιαίτερα εκείνο του Theodor Adorno και του Max Horkheimer. Ετσι, μια εκ νέου αναδίφηση στο έργο του τελευταίου σημαίνει, ακριβώς, την απόπειρα να ξανασκεφτούμε τη γένεση μιας μεγάλης ιστορικής φιλοσοφίας στα πρώτα της βήματα.
Στα τρία βασικά κεφάλαια του βιβλίου του ο Κωνσταντίνος Καβουλάκος ανασυγκροτεί με πιστότητα και ακρίβεια το θεωρητικό εγχείρημα του Max Horkheimer, στις κρίσιμες δεκαετίες του '30 και του '40: τη διαμόρφωση ενός «διεπιστημονικού υλισμού» που αντίκειται σε κάθε αφηρημένη μεταφυσική θεμελίωση, προκειμένου να φωτίσει τους υλικούς και ιστορικούς όρους παραγωγής του στοχασμού, αλλά και σε κάθε επιστημονική ιδεολογία που δεν κατανοεί την επιστημονική «αλήθεια» ως κρυστάλλωση ειδικών και συγκεκριμένων κοινωνικών εμπειριών· το σχέδιο μιας αλληλοσύνδεσης όλων των επιμέρους γνωστικών πεδίων υπό την καθοδήγηση μιας μη εμπειριστικής θεωρίας που ωθείται από ένα απαραμείωτο απελευθερωσιακό διαφέρον· την προσπάθεια, τέλος, να εξηγηθεί η εμμονή της κυριαρχίας, παρ' όλο που οι αντικειμενικές συνθήκες για την ανατροπή της είχαν εκπληρωθεί, μέσ' από την προσφυγή σε ρηξικέλευθες μελέτες στη σφαίρα του «εποικοδομήματος» -από την ενσωμάτωση της ψυχανάλυσης έως την κριτική της μαζικής κουλτούρας.
Ο συγγραφέας αφήνει τη σκέψη του Horkheimer περίπου στη Διαλεκτική του διαφωτισμού, σκεπτικός καθώς φαίνεται απέναντι σε μια τόσο βαθιά και ολομέτωπη κριτική του πολιτισμού ως προόδου στη βαρβαρότητα και της ίδιας της εννοιακής σκέψης ως ιδεολογίας, και βεβαίως δεν θίγει καν τις όψιμες, οιονεί θεολογικές και δραματικά απαισιόδοξες σκέψεις του Max Horkheimer. Θα επικρίνει ένα κατάλοιπο οικονομισμού που διαβλέπει σε όλο το πρώιμο εγχείρημα του φιλοσόφου -ίζημα προφανώς ενός ανεπαρκώς επεξεργασμένου μαρξισμού- και κάτι που του φαίνεται ως προσκόλληση στην παραδοσιακή -μάλλον εγελιανή- φιλοσοφία του υποκειμένου, ενώ από την άλλη μεριά θα επισημαίνει σε διάφορα σημεία την εγγύτητα και τη δυνατότητα περαιτέρω συνομιλίας με ορισμένες εκδοχές της Ερμηνευτικής παράδοσης. Εκείνο που κυρίως τον απασχολεί είναι, όπως είπα, η αξιοποίηση ενός πολιτικού ριζοσπαστισμού που είναι διάχυτος στο έργο εκείνης της περιόδου της Σχολής της Φραγκφούρτης -υπό τον όρο ότι θα υπερκερασθούν οι εσωτερικές αντινομίες που απέκοψαν εντέλει τον ίδιο την Horkheimer και τους συνεργάτες του από κάθε πολιτική δράση και ελπίδα στο παρόν. Βεβαίως είναι πέραν των δυνατοτήτων αυτής της προσπάθειας να υποδείξει έστω την κατεύθυνση μιας ικανοποιητικής άρσης τέτοιων πραγματικών αντινομιών· η αξία του εγχειρήματος του Κωνσταντίνου Καβουλάκου, πέρα από την καλή διδακτική του ανασυγκρότηση εκτεταμένων περιοχών της Κριτικής Θεωρίας, έγκειται μάλλον στις ευκαιρίες για γόνιμο και κριτικό αναστοχασμό που μας προσφέρει μέσ' από μια τολμηρή και έντιμη, σε καμία περίπτωση εύκολη ή προαποφασμένη, αντιπαράθεση της πρώιμης με την ύστερη Κριτική Σχολή.
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 10/01/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις