0
Your Καλαθι
Τα γράμματα του Νίκου Καχτίτση στον Γιώργη Παυλόπουλο 1952-1967
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ο Νίκος Καχτίτσης στέλνει τα πρώτα γράμματα στον Γιώργη Παυλόπουλο από την Αθήνα τον Ιανουάριο του 1952 μέχρι και τις πρώτες ημέρες του 1953. Από αυτό το σημείο ξεκινάει η αλληλογραφία μεταξύ των δύο φίλων και συνεχίζεται για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια στο διάστημα των οποίων ο Νίκος Καχτίτσης ταξιδεύει σε ξένες χώρες προς αναζήτηση βιοπορισμού. Η Αθήνα, η Ντουάλα του Καμερούν και το Μόντρεαλ του Καναδά είναι τόποι που σημαίνουν όχι μόνο τις προσπάθειές του για μόνιμη εγκατάσταση, αλλά καθορίζουν και τις τρεις βασικές περιόδους της αλληλογραφίας με τον Γιώργη Παυλόπουλο, ο οποίος ζει μόνιμα στον Πύργο της Ηλείας. Ο Νίκος Καχτίτσης δεν παραλείπει να στέλνει «θυμήματα» στο φίλο του και από τους ενδιάμεσους σταθμούς των ταξιδιών του, όπως το Παρίσι όταν πρόκειται να μεταναστεύσει για την Αφρική, και το Λονδίνο όταν ξεκινάει για τον Καναδά.
Από το Εισαγωγικό Σημείωμα του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Επιτέλους, ένα πρώτο σώμα της μυθικής αλληλογραφίας του Νίκου Καχτίτση βλέπει το φως της δημοσιότητας. Για την περίπτωση Καχτίτση έχουν γραφτεί πολλά στα τριάντα δύο κιόλας χρόνια από τον θάνατό του, στις 25 Μαΐου 1970, στη μάχιμη ακόμη ηλικία των σαράντα τεσσάρων ετών. Κι όμως, ο Καχτίτσης παραμένει μια υπόθεση για λίγους, αποδεικνύοντας (αν υποθέσουμε ότι χρειάζεται απόδειξη) πόσο λίγους και ολοένα λιγότερους αφορά η ελληνική λογοτεχνία. Ενδεικτικό παράδειγμα, η τύχη της τρίτης έκδοσης του μυθιστορήματός του, Ο ήρωας της Γάνδης, από τον Κέδρο, Απρίλιο του 1997 (τριάντα ακριβώς χρόνια μετά την πρώτη έκδοση «με το imprint» του δικού του εκδοτικού οίκου, φέροντος την ονομασία «Λωτοφάγος», που πραγματοποιήθηκε μεταξύ Πύργου Ηλείας και Μοντρεάλης, και εννέα έτη μετά τη δεύτερη, την αθηναϊκή, από τον Αιμ. Καλιακάτσο, που απέμεινε, εν μέρει τουλάχιστον, σε ντάνες). Τα 2.000 αντίτυπα της τρίτης έκδοσης δεν έχουν ακόμη εξαντληθεί, όταν, εντός της τελευταίας, μυθιστοριογραφικώς εύφορης, πενταετίας, δεκάδες μικρομεσαίοι συγγραφείς έχουν εξαντλήσει από δύο-τρεις εκδόσεις έκαστος, αν όχι και περισσότερες. Παρόμοια άλλωστε τύχη είχε και Το μυθιστόρημα της κυρίας Ερσης του Ν. Γ. Πεντζίκη, κατά την τέταρτη, αθηναϊκή έκδοσή του, πριν από δέκα χρόνια. Συγγραφείς όπως ο Πεντζίκης και ο Καχτίτσης, την σήμερον ημέρα, προσφέρονται για άλλοθι λογοτεχνικού ενδιαφέροντος αλλά, προς Θεού, όχι για ανάγνωση. Γι' αυτό και, απουσία εμπορικού κέρδους, δεν πρόκειται ποτέ να εκδοθεί η αλληλογραφία του θεσσαλονικιού δασκάλου με τον «δέκατο τέταρτο στη στήλη των εφήβων» Καχτίτση - κατά την πεντζίκεια τάξη σε έναν «σκόρπιο» κόσμο. Αλίμονο, αυτούς τους δύο δεν έμεινε κανείς για να τους φροντίσει.
Για τον επιστολογράφο Καχτίτση γίνεται πολύς λόγος, που πιθανώς και να ήταν λιγότερος, αν είχαν εκδοθεί οι τόμοι της αλληλογραφίας του και παραταχθεί δίπλα, λ.χ., στην αλληλογραφία του «Γέρου», καθώς αποκαλούσαν τον Σεφέρη οι ηλείοι Διόσκουροι - Καχτίτσης και Παυλόπουλος. Εκκρεμές παραμένει το ερώτημα, «ποίοι οι Φίλοι» και ποίοι εξ αυτών οι αλληλογράφοι του, τακτικοί ή και περιστασιακοί. Θρυλική προβάλλει η αλληλογραφία με τον Ε. Χ. Γονατά, ίσως και γιατί, από καιρό σε καιρό, δημοσιεύονται δύο-τρεις επιστολές, υποδαυλίζοντας την περιέργεια των επιρρεπών σε αναγνωστικές ηδονές για το σύνολο, το οποίο εμπιστευμένο σε αβρές φιλολογικές φροντίδες μάλλον παραπέμπεται στις καλένδες. Αλλος φίλος από τους αρχαιότερους, «ο γιατρός Τάκης Σινόπουλος», σχεδόν δέκα χρόνια πρεσβύτερος των Διοσκούρων, βάρυνε αμφοτέρους, με επιδράσεις στο έργο τους εισέτι μη επαρκώς μελετημένες. Προτού πεθάνει ο Σινόπουλος (ανήμερα το Πάσχα του 1981) είχε στα σκαριά βιβλίο για τον Καχτίτση. Μέχρι τέλους η Μαρία Σινοπούλου είχε στα χέρια της τις επιστολές Καχτίτση και τα χειρόγραφα του βιβλίου. Θησαυρός που έκτοτε λανθάνει.
Βασικός αλληλογράφος του Καχτίτση ο Παυλόπουλος, αν όχι ο βασικότερος, τουλάχιστον με γνώμονα το χρονικό άπλωμα των επιστολών. Ακόμη μία φιλία του Καχτίτση που ξεκίνησε διά αλληλογραφίας, αν και η γνωριμία τους έγινε νωρίς, στην πρώτη νεότητα, το 1945. Και αυτή η αλληλογραφία ήταν γνωστή από σκόρπιες δημοσιεύσεις, ποιος όμως περίμενε ποτέ πως θα την χαιρόταν ολόκληρη ή σχεδόν, και δη με τη μορφή αυτού του πολυσέλιδου, πυκνοτυπωμένου και σεβαστικά επιμελημένου, πράγματι χορταστικού τόμου, που πιστεύουμε ότι «θα κάνει έξω φρενών από απόλαυση» τους θιασώτες του Καχτίτση, κυριολεκτικά «θα τους συντρίψει» - για να δανειστούμε τον ιδιότροπα οξύμωρο τρόπο έκφρασης του ίδιου του Καχτίτση.
Αν ωστόσο το πνεύμα του Καχτίτση μπορούσε να επικοινωνήσει διά επιστολών με τα εγκόσμια, ο Παυλόπουλος δεν θα τη γλίτωνε την απανταχούσα, την οποία φανταζόμαστε περίπου ως εξής: Αδελφούλη Γιώργη, με έθλιψε βαθύτατα η έκδοση. Για άλλη μία φορά το όνειρό μου, ένα βιβλίο με τα ονόματα και των δυο μας, ματαιώθηκε οικτρά. Τι αγαλλίαση ψυχική θα ήταν για μένα οι επιστολές μας δίπλα δίπλα. Με συγχωρείς, Γιώργη μου, που σε πικραίνω αλλά με αυτό το βιβλίο η μοναξιά μου στο Χάος μεγαλώνει. Και πάλι αισθάνθηκα κατωτερικός χωρίς ούτε ένα δικό σου πρόλογο. Σκέψου πόσο θα δυσκολευτούν οι ιστορικοί του μέλλοντος, κτλ. κτλ. (έστε επιεικείς, η μίμηση του καχτίτσειου ύφους, «με τα τυλίγματα της φράσης», δεν είναι για τα κότσια του πρώτου τυχόντος βιβλιοπαρουσιαστή).
Οσο για την απολογητική απάντηση του Παυλόπουλου πως οι σελίδες θα αβγάταιναν και το βάρος θα γινόταν δυσβάστακτο για τον εκδότη, θα την αντιμετώπιζε, υποθέτουμε, μετά περίσσιας πικρίας: Επέτειο είχα κι εγώ ο φτωχός το 2000, χάθηκε μια επιχορηγούμενη έκδοση, ουρά στο έτος του «Γέρου». Ωστόσο, για να μην κακοκαρδίσει «τον λατρευτό του φίλο», το πιθανότερο να πρόσθετε: Χαλάλι σου, ρε Γιώργη. Πρόσεξε όμως, «βρε Σαβοναρόλα, βρε κόμητα Καλλιόστρο, βρε θαυματοποιέ Χουντίνι, βρε Αρνέλλο», το 2003, στα γενέθλιά σου θέλω ένα βιβλίο από κοινού. «Θα σου στείλω όλα τα σχέδια - χωρίς μεγάλες απαιτήσεις, λιτά όλα, αλλά συγχρόνως ελκυστικά και καλοβαλμένα: Τα σχέδια του εξωφύλλου, της σελιδώσεως, κλπ., και επίσης πού ακριβώς θα πάνε 2-3 στολιδάκια που έχω ήδη διαλέξει από τη συλλογή μου». Αρκεί που σώζονται οι επιστολές μας. «Ευγνωμονώ το θεό που υπάρχεις» και με φροντίζεις. Αλήθεια, σώζονται οι επιστολές; Σφίγγα ο Παυλόπουλος, αφήνει το εισαγωγικό σημείωμα στην επιμελήτρια, αρκούμενος σε λακωνικές σημειώσεις, όχι ιδιαίτερα κατατοπιστικές, αφού τελικά η πληροφορία πως ο τάδε υπήρξε φίλος του Καχτίτση προκύπτει και από τις επιστολές, τα λοιπά βιογραφικά στοιχεία θα ενδιέφεραν (γιατί όχι και ένα ένθετο με συγκεντρωμένες τις φωτογραφίες των φίλων από τα κατά καιρούς αφιερώματα περιοδικών).
Τελικά, έτσι όπως εκδόθηκε η αλληλογραφία, με το ένα μόνο σκέλος της, δείχνει ως επιστολιμαίο μυθιστόρημα, μοντέρνο μετά ρομαντικών εξάρσεων. Ενα «μετακαφκικό» μυθιστόρημα και λόγω του κεντρικού ήρωα, πρόπλασμα του αφηγητή των κυοφορούμενων τότε ή και εκκολαπτόμενων πεζογραφημάτων του Καχτίτση. Ανθρωπος υπερευαίσθητος και εύθικτος, συχνά έρμαιο «ψυχονευρωτικών κυμάτων», που «όλα τα κάνει με πάθος». Αν και τα συναπαντήματα με «θεσπέσια πλάσματα», ικανά να εμπνεύσουν «έρωτες μέχρι φυματιώσεως και αυτοκτονίας», τις Σουηδίδες, όπως επιμένει να τις αποκαλεί, κατά το συλφίδες ή και το δρυίδες, φαίνονται σχεδόν δονκιχωτικά. Ενας μετρ της υπερβολής ο επιστολογράφος Καχτίτσης, αφηγείται ζοφερά ενύπνια, μακάβριες φάρσες και σκανδαλώδεις συμπτώσεις, που όλα συμβαίνουν σε πένθιμα μέρη γεμάτα υγρασία και ομίχλη, σαν σκηνές από βικτωριανό ή και απόκρυφο μυθιστόρημα.
Στον πυρήνα όμως των γραμμάτων φωλιάζουν το αδιέξοδο της ξενιτιάς, η μοναξιά και η νοσταλγία για «τη χώρα των θεών - την Πελοπόννησο». Ανασκαλεύοντας αδιάκοπα το παρελθόν του, επανέρχεται «στα ειδυλλιακά τοπεία της Ηλειακής πεδιάδας, κατάφυτης, καταπράσινης, κατααρωματισμένης, καταγάργαρης, καταερωτευμένης, κατακελαϊδημένης». Τις φαντασιώσεις του δυναστεύει μια λιλιπούτεια περιοχή σε σχήμα τραπεζιού στον χάρτη της υφηλίου, που ωστόσο ορίζεται από μυθικά μέρη που ακούν στο όνομα Γαστούνη - Κυλλήνη - Μανωλάδα - Πάτρα και Πύργος, της Ηλείας, το «μικρό Παρισάκι», το οποίο και «κατάντησε ο ομφαλός της Γης».
Επιστολές γραμμένες μετά έρωτος. «Θανάσιμη» χαρακτηρίζεται η ανάγκη επικοινωνίας. Στο λήμμα Καχτίτση της γραμματολογίας Σοκόλη, ο Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος θεωρεί αναγκαία την επισήμανση: «Η στάση του Καχτίτση έναντι των φίλων υπήρξε αυτόχρημα ερωτική. Οφείλω να διευκρινίσω ότι ο Καχτίτσης δεν είχε τάσεις ομοφυλοφιλικές: κάθε άλλο! Υπήρξε ένας μανιακός κυνηγός γυναικών...». Πράγματι, αν τα γράμματα διαβαστούν με το πολιτικώς ορθό πνεύμα του 2001, ο Καχτίτσης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ομοφυλόφιλος και ανδροκρατικών αντιλήψεων και ρατσιστής έως και αντισημίτης. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον να εκτιμηθούν οι επιστολές ως σπαράγματα ενός μεταμοντέρνου αφηγήματος, χρήσιμου και ως μέτρο σύγκρισης για τα επιστολικά μυθιστορήματα νεότερων συγγραφέων.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 19-05-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις