0
Your Καλαθι
Ανάμεσα σε κράτος και αγορά
Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1944-2000
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Η ανα χείρας μελέτη αναφέρεται στην πρόσφατη ιστορική περίοδο 1944-2000. Αναδεικνύει προβλήματα που είναι και σήμερα επίκαιρα και προσπαθεί να συγκεράσει τις ανάγκες του ενημερωμένου πολίτη με τις απαιτήσεις του ειδικού.
Η μελέτη αυτή δεν είναι ένα απλό χρονικό οικονομικών γεγονότων, αποφάσεων οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και θεσμικών αλλαγών. Αντίθετα, επιχειρεί ευρύτερες συνθέσεις, αναδεικνύει μακροχρόνιες τάσεις και προτείνει τις απαραίτητες ερμηνείες για συζήτηση. Προς το σκοπό αυτό αξιοποιεί τη θεωρία και τις δυνατότητες του επιστημονικού διαλόγου ανάμεσα σε ιστορία-αφήγηση και σε πολιτική και οικονομική θεωρία. Συγκροτεί, κατά προέκταση, δημηγορία υπέρ μιας ιστοριογραφίας με όσο γίνεται πιο αποσαφηνισμένα αλλά και με συνέπεια εφαρμοζόμενα ερμηνευτικά σχήματα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η μεταπολεμική αισιοδοξία: Στις αρχές της δεκαετίας του '50 ένα από τα σχεδιαζόμενα μεγάλα έργα ήταν το μετρό των Αθηνών (σ. 169).
Το ψυχροπολεμικό κλίμα: Παρά την ευκαιρία που πρόσφερε πρόσκληση της ΕΣΣΔ προς τον Σπ. Μαρκεζίνη να επισκεφθεί τη Μόσχα το 1959, η ελληνική κυβέρνηση έκανε παν το δυνατόν ώστε να μην αναβαθμισθεί η επικοινωνία μεταξύ της ελληνικής και της σοβιετικής κυβέρνησης (σ. 249).
Το νέο βιβλίο του Π. Καζάκου, καθηγητή και διευθυντή του προγράμματος μεταπτυχιακών ευρωπαϊκών και διεθνών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι ταυτόχρονα μαρτυρία και επιστημονική προσέγγιση της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Η μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας μάς είναι οικεία και ταυτόχρονα λίγο γνωστή. Είναι μια περίοδος όπου συναντώνται δύο ειδών ιστορίες: η προσωπική, δηλαδή η ιστορία όπως την έχουν βιώσει οι μεγαλύτεροι από τους σημερινούς ενηλίκους, και η συστηματική, η ιστορία όπως την έχουν προσεγγίσει λίγοι ειδικοί μελετητές. Συγκριτικά με άλλες περιόδους, το εύρος της βιβλιογραφίας για τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες είναι μικρό. Υπάρχουν κάποιες μελέτες κοινωνικής ανθρωπολογίας, γραμμένες από γάλλους, βρετανούς και έλληνες ειδικούς που έχουν ερευνήσει μικρές κοινότητες με έμφαση στο πώς μεταβάλλονταν οι κοινωνικές σχέσεις κατά τη μετάβαση από την παραδοσιακή στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Επίσης μερικές διδακτορικές διατριβές κοινωνιολογίας για την κοινωνική κινητικότητα, την κοινωνική στρωμάτωση, τη μετανάστευση και τις πόλεις, ορισμένες μελέτες πολιτικής επιστήμης για τον στρατό, τα πολιτικά κόμματα, το κράτος, την εκλογική συμπεριφορά, τη διπλωματία και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, κάποιες οικονομετρικές μελέτες για την εξέλιξη μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, καθώς και αρκετές διατριβές για το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα και για την ένταξη της Ελλάδας στις ΕΚ. Ακόμη, ελάχιστες μελέτες για συγκεκριμένους τομείς πολιτικής, όπως, π.χ., η αγροτική, η βιομηχανική, η εκπαιδευτική και η χωροταξική πολιτική. Τέλος, ακόμη λιγότερα γενικά έργα, γραμμένα από δημοσιογράφους που αφηγούνταν τα πολιτικά γεγονότα. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ανανέωση του ενδιαφέροντος για τη μεταπολεμική περίοδο και έχουν εκδοθεί συλλογικοί τόμοι και μονογραφίες. Ξεχωρίζουν το συλλογικό έργο Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τόμος ΙΣΤ (Εκδοτική Αθηνών) και Ο μύθος του ξένου ή η Pechiney στην Ελλάδα του Κ. Π. Κωστή (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Εν όψει των ελλείψεων της συστηματικής έρευνας, το βιβλίο του Καζάκου, που βρίσκεται στο μεταίχμιο της πολιτικής και της οικονομικής ανάλυσης, έρχεται να καλύψει ένα κενό. Κύριο ερώτημα του βιβλίου είναι ποιες συνθήκες διαμόρφωσαν την οικονομική πολιτική και τις οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα μεταξύ 1944 και 2000. Για να απαντήσει στο ερώτημα ο Καζάκος επικαλείται τις μεταλλαγές του διεθνούς και του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος και τις μετατοπίσεις της οικονομικής σκέψης, οι οποίες διαμεσολαβούνται από αυτό που ο ίδιος ονομάζει «εσωτερικό πολιτικοοικονομικό χώρο» (κυβέρνηση, εργαζόμενοι, επιχειρηματίες, πολιτικές παραδόσεις και θεσμοί και αρχικές συνθήκες εκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, σ. 21). Το ανωτέρω ερμηνευτικό σχήμα χρησιμοποιείται χαλαρά για να φωτίσει όψεις του «συνεχώς διευρυνόμενου ρόλου του κράτους στην οικονομία» (σ. 468). Το βιβλίο δεν είναι αφηρημένο θεωρητικό σύγγραμμα αλλά τεκμηριωμένη, διαδοχική ανάλυση έξι υποπεριόδων της μεταπολεμικής ιστορίας. Πίνακες εξέλιξης μακροοικονομικών μεγεθών, αποσπάσματα από κείμενα-σταθμούς για τις οικονομικές εξελίξεις (π.χ., προγραμματικές δηλώσεις ελληνικών κυβερνήσεων, κείμενα της Ευρωπαϊκής Ενωσης κτλ.), σελίδες από απομνημονεύματα πολιτικών και οικονομικών παραγόντων του τόπου και άλλα πολύτιμα συγκεντρωτικά στοιχεία διανθίζουν την ανάλυση. Ενα βασικό συμπέρασμα είναι ότι «η κυριότερη πηγή δυσλειτουργιών σε οικονομία και κοινωνία [ήταν] το διογκωμένο, βραδυκίνητο και αναποτελεσματικό κράτος», το οποίο εξακολουθεί να «ρίχνει τη βαριά σκιά του στο μέλλον» (σ. 512).
Ο Καζάκος δεν είναι εξ ορισμού απορριπτικός ως προς τον κρατικό παρεμβατισμό. Πιστεύει ότι πριν από τη δικτατορία «ο κρατισμός... είχε μια έντονη αναπτυξιακή διάσταση, με την έννοια ότι... υπηρετούσε τον σκοπό της δημιουργίας αγορών». Μετά τη δικτατορία η διάσταση αυτή «συρρικνώνεται κατά τρόπο απελπιστικό» (σ. 469). Αν οι διαπιστώσεις του συγγραφέα φαίνονται σήμερα οικείες, ωστόσο ως πρόσφατα δεν ήταν και ίσως να μην είναι γενικά αποδεκτές. Ο Καζάκος ρίχνεται με ειλικρίνεια στη μάχη των ιδεών. Αντιπαρατίθεται ευθέως στις απόψεις ορισμένων αναλυτών, ασκώντας κριτική στους Τ. Γιαννίτση (σ. 241-42, 398, 402, 408-09), Λούκα Κατσέλη (σ. 441 και 453) και Κ. Τσουκαλά (σ. 27 και 40), μεταξύ πολλών άλλων. Φαίνεται να συμφωνεί περισσότερο με τις απόψεις των Γ. Αλογοσκούφη (σ. 453-54), Τρ. Κολλίντζα και Γ. Μπήτρου (σ. 457-58) και Ν. Χριστοδουλάκη (σ. 453 και 459), τους οποίους θεωρεί πολέμιους του κρατισμού.
Το ερώτημα όμως δεν είναι πια πόσο βλαβερός είναι ο κρατισμός αλλά το αν, με ποιον τρόπο και ποιες συνέπειες επιχειρήθηκε η καταπολέμησή του. Μπορεί να προβάλει κανείς την προφανή αντίρρηση ότι η διεύρυνση του ρόλου του κράτους στο παρελθόν και η συρρίκνωσή του σήμερα προκαλούν θύματα μεταξύ ορισμένων, των ίδιων πάντοτε, κοινωνικών τάξεων και κατηγοριών, ενώ αφήνουν άλλες στο απυρόβλητο. Στη μεταπολεμική Ελλάδα σχεδόν σε καμία περίοδο δεν εξισορροπήθηκαν τα συμφέροντα της επιχειρηματικής τάξης και των ελεύθερων επαγγελματιών με εκείνα των λαϊκών στρωμάτων, έστω με τον τρόπο που αυτό συνέβη και σε όποιον βαθμό συνέβη σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Στατιστικοί πίνακες της εξέλιξης της κερδοφορίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων και της κατά επαγγελματική κατηγορία φοροληπτικής ικανότητας του κράτους (οι οποίοι λείπουν από το βιβλίο) θα πιστοποιούσαν αυτή την άποψη. Γιατί μπορεί, όπως το τεκμηριώνει ο συγγραφέας, το κράτος να υπήρξε κατά διαστήματα όμηρος ειδικών συμφερόντων και των συνδικάτων του δημόσιου τομέα αλλά σχεδόν ποτέ δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να αντισταθεί σοβαρά στις πιέσεις των οικονομικά ισχυρότερων (τάξεων, ομάδων και συγκεκριμένων επιχειρηματιών). Μπορούσε το ελληνικό κράτος να κάνει αλλιώς; Η σχετική συζήτηση, η οποία διαρκεί εδώ και πενήντα χρόνια και την οποία τόσο εύστοχα συνόψισε ο Καζάκος, προτείνοντας συνάμα και τη δική του ερμηνεία, έχει πολύ μέλλον ακόμη.
Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 09-09-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Π. Καζάκος ξεκινάει το βιβλίο του με τα προβλήματα της ανασυγκρότησης μετά στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, του οποίου αναλύει τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες, ενώ εξετάζει και τη θεσμική διείσδυση που δημιουργεί η ξένη βοήθεια, καθώς από την ανασυγκρότηση η οικονομία περνάει στην ανάπτυξη, με μια «νέα αναπτυξιακή συναίνεση», χωρίς να λείπουν οι θεωρητικές διαφωνίες για την ακολουθούμενη πολιτική. Εξετάζονται οι ξένες επενδύσεις, δίνονται στοιχεία για την ελληνική βιομηχανία και για τον κρατικό παρεμβατισμό στον αγροτικό τομέα, ενώ ο συγγραφέας θεωρεί ότι είχαμε μια οικονομική απογείωση, παρ' όλο που υπάρχει η σκοτεινή πλευρά της μετανάστευσης. Η συνολική κριτική της οικονομικής στρατηγικής είναι σχετικά σύντομη, αλλά ουσιαστική και περιλαμβάνει στη σελίδα 208 ένα μεγάλο απόσπασμα από μια μελέτη του Ομίλου «Αλέξανδρος Παπαναστασίου» για τις κοινωνικο-πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Εξετάζοντας συνολικά τις οικονομικές επιδόσεις και τις μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν στην περίοδο 1961-1967, που χαρακτηρίζεται από οξείες πολιτικές αντιπαραθέσεις, ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι «η οικονομική άνοδος δεν σταμάτησε κατά τη διάρκεια των πολιτικών αναταράξεων το 1961-1967 που θα πρέπει να θεωρήσουμε ως την πρώτη "κρίση εκσυγχρονισμού"».
Στη διάρκεια της δικτατορίας υπήρξε μια επίπλαστη ευημερία, με έξαρση των αντι-παραγωγικών επενδύσεων και δραστηριοτήτων και ενδυνάμωση συμπεριφορών που αργότερα θα παγιωθούν: αποφυγή φορολογικών υποχρεώσεων έναντι ενός κακού κράτους, παράκαμψη κανόνων και περιορισμών, προσανατολισμός στην άμεση απόδοση, διεκδικήσεις των αγροτών χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα. Μετά τον υπερπληθωρισμό του 1972-74 και την πτώση της δικτατορίας έχουμε μια οικονομική πολιτική, που αποβλέπει στην εξυγίανση της οικονομίας, στο πλαίσιο ενός «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού», που δεν αποκλείει την παρέμβαση του κράτους, με στόχο τη βελτίωση και τη βιωσιμότητα, στο πλαίσιο της πορείας από τη σύνδεση με την ΕΟΚ στην ένταξη, με την κυβέρνηση της Ν.Δ. να χάνει στα τέλη της δεκαετίας του 1970 τον έλεγχο της οικονομίας, ενώ φτάνει στο αποκορύφωμά της η θεωρητική συζήτηση για τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους από την ένταξη, που προβάλλει το ΠΑΣΟΚ ως αντιπολίτευση. Ο Π. Καζάκος παρακολουθεί με ανατομική λεπτομέρεια τις θεωρητικές αυτές συζητήσεις, εκθέτοντας τεκμηριωμένα κυρίως τη στάση του ΠΑΣΟΚ απέναντι στην ένταξη. Ομως, παρ' όλες τις εκρηκτικές δηλώσεις του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες παρατίθενται, στην πραγματικότητα δεν έγινε τίποτε απ' αυτά που απειλούσε ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ και παρ' όλο ότι οι σχέσεις με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ήταν δύσκολες στην αρχή, πολύ γρήγορα ομαλοποιήθηκαν.
Η ένταξη στην ΕΟΚ δεν εμπόδισε το ΠΑΣΟΚ να εφαρμόσει την πολιτική του, φτάνοντας πολύ γρήγορα το 1985 στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ώστε να γίνει απαραίτητη η διορθωτική πολιτική του Κ. Σημίτη ως υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που ανατράπηκε για λόγους εκλογικών σκοπιμοτήτων. Ο συγγραφέας εκθέτει με λεπτομέρειες τα κεντρικά στοιχεία της οικονομικής πολιτικής, τη δοκιμασία των προβληματικών επιχειρήσεων, την κρίση της αποβιομηχάνισης και, τέλος, τις οικονομικές επιδόσεις της δεκαετίας συνολικά, πράγμα που του επιτρέπει να μιλήσει για «χαμένη δεκαετία του οικονομικού λαϊκισμού», κάνοντας αναφορές και στο βιβλίο του Ν. Χριστοδουλάκη «Το νέο τοπίο της ανάπτυξης». Ο Π. Καζάκος παρακολουθεί την περίοδο των πολιτικοοικονομικών σκανδάλων 1989-1990, χρησιμοποιεί την έκφραση «μια διδακτική εμπειρία» για τις κυβερνήσεις συνασπισμού 1989-1990 και βάζει τον τίτλο «Στον αστερισμό του Μάαστριχτ» για την περίοδο 1990-2001. Κάτω απ' αυτόν το γενικό τίτλο βρίσκονται λεπτομερείς αναλύσεις για τις οικονομικές εξελίξεις στην περίοδο 1993-1998, για την απασχόληση και την ανεργία, για την κρίση του αγροτικού τομέα, για το ρόλο των ξένων εργατών και τελικά για την υστέρηση στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών και το μεταρρυθμιστικό έλλειμμα.
ΣΠΗΛΙΟΣ ΠΑΠΑΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/01/2002
Η μελέτη αυτή δεν είναι ένα απλό χρονικό οικονομικών γεγονότων, αποφάσεων οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και θεσμικών αλλαγών. Αντίθετα, επιχειρεί ευρύτερες συνθέσεις, αναδεικνύει μακροχρόνιες τάσεις και προτείνει τις απαραίτητες ερμηνείες για συζήτηση. Προς το σκοπό αυτό αξιοποιεί τη θεωρία και τις δυνατότητες του επιστημονικού διαλόγου ανάμεσα σε ιστορία-αφήγηση και σε πολιτική και οικονομική θεωρία. Συγκροτεί, κατά προέκταση, δημηγορία υπέρ μιας ιστοριογραφίας με όσο γίνεται πιο αποσαφηνισμένα αλλά και με συνέπεια εφαρμοζόμενα ερμηνευτικά σχήματα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η μεταπολεμική αισιοδοξία: Στις αρχές της δεκαετίας του '50 ένα από τα σχεδιαζόμενα μεγάλα έργα ήταν το μετρό των Αθηνών (σ. 169).
Το ψυχροπολεμικό κλίμα: Παρά την ευκαιρία που πρόσφερε πρόσκληση της ΕΣΣΔ προς τον Σπ. Μαρκεζίνη να επισκεφθεί τη Μόσχα το 1959, η ελληνική κυβέρνηση έκανε παν το δυνατόν ώστε να μην αναβαθμισθεί η επικοινωνία μεταξύ της ελληνικής και της σοβιετικής κυβέρνησης (σ. 249).
Το νέο βιβλίο του Π. Καζάκου, καθηγητή και διευθυντή του προγράμματος μεταπτυχιακών ευρωπαϊκών και διεθνών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι ταυτόχρονα μαρτυρία και επιστημονική προσέγγιση της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Η μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας μάς είναι οικεία και ταυτόχρονα λίγο γνωστή. Είναι μια περίοδος όπου συναντώνται δύο ειδών ιστορίες: η προσωπική, δηλαδή η ιστορία όπως την έχουν βιώσει οι μεγαλύτεροι από τους σημερινούς ενηλίκους, και η συστηματική, η ιστορία όπως την έχουν προσεγγίσει λίγοι ειδικοί μελετητές. Συγκριτικά με άλλες περιόδους, το εύρος της βιβλιογραφίας για τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες είναι μικρό. Υπάρχουν κάποιες μελέτες κοινωνικής ανθρωπολογίας, γραμμένες από γάλλους, βρετανούς και έλληνες ειδικούς που έχουν ερευνήσει μικρές κοινότητες με έμφαση στο πώς μεταβάλλονταν οι κοινωνικές σχέσεις κατά τη μετάβαση από την παραδοσιακή στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Επίσης μερικές διδακτορικές διατριβές κοινωνιολογίας για την κοινωνική κινητικότητα, την κοινωνική στρωμάτωση, τη μετανάστευση και τις πόλεις, ορισμένες μελέτες πολιτικής επιστήμης για τον στρατό, τα πολιτικά κόμματα, το κράτος, την εκλογική συμπεριφορά, τη διπλωματία και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, κάποιες οικονομετρικές μελέτες για την εξέλιξη μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, καθώς και αρκετές διατριβές για το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα και για την ένταξη της Ελλάδας στις ΕΚ. Ακόμη, ελάχιστες μελέτες για συγκεκριμένους τομείς πολιτικής, όπως, π.χ., η αγροτική, η βιομηχανική, η εκπαιδευτική και η χωροταξική πολιτική. Τέλος, ακόμη λιγότερα γενικά έργα, γραμμένα από δημοσιογράφους που αφηγούνταν τα πολιτικά γεγονότα. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ανανέωση του ενδιαφέροντος για τη μεταπολεμική περίοδο και έχουν εκδοθεί συλλογικοί τόμοι και μονογραφίες. Ξεχωρίζουν το συλλογικό έργο Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τόμος ΙΣΤ (Εκδοτική Αθηνών) και Ο μύθος του ξένου ή η Pechiney στην Ελλάδα του Κ. Π. Κωστή (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Εν όψει των ελλείψεων της συστηματικής έρευνας, το βιβλίο του Καζάκου, που βρίσκεται στο μεταίχμιο της πολιτικής και της οικονομικής ανάλυσης, έρχεται να καλύψει ένα κενό. Κύριο ερώτημα του βιβλίου είναι ποιες συνθήκες διαμόρφωσαν την οικονομική πολιτική και τις οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα μεταξύ 1944 και 2000. Για να απαντήσει στο ερώτημα ο Καζάκος επικαλείται τις μεταλλαγές του διεθνούς και του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος και τις μετατοπίσεις της οικονομικής σκέψης, οι οποίες διαμεσολαβούνται από αυτό που ο ίδιος ονομάζει «εσωτερικό πολιτικοοικονομικό χώρο» (κυβέρνηση, εργαζόμενοι, επιχειρηματίες, πολιτικές παραδόσεις και θεσμοί και αρχικές συνθήκες εκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, σ. 21). Το ανωτέρω ερμηνευτικό σχήμα χρησιμοποιείται χαλαρά για να φωτίσει όψεις του «συνεχώς διευρυνόμενου ρόλου του κράτους στην οικονομία» (σ. 468). Το βιβλίο δεν είναι αφηρημένο θεωρητικό σύγγραμμα αλλά τεκμηριωμένη, διαδοχική ανάλυση έξι υποπεριόδων της μεταπολεμικής ιστορίας. Πίνακες εξέλιξης μακροοικονομικών μεγεθών, αποσπάσματα από κείμενα-σταθμούς για τις οικονομικές εξελίξεις (π.χ., προγραμματικές δηλώσεις ελληνικών κυβερνήσεων, κείμενα της Ευρωπαϊκής Ενωσης κτλ.), σελίδες από απομνημονεύματα πολιτικών και οικονομικών παραγόντων του τόπου και άλλα πολύτιμα συγκεντρωτικά στοιχεία διανθίζουν την ανάλυση. Ενα βασικό συμπέρασμα είναι ότι «η κυριότερη πηγή δυσλειτουργιών σε οικονομία και κοινωνία [ήταν] το διογκωμένο, βραδυκίνητο και αναποτελεσματικό κράτος», το οποίο εξακολουθεί να «ρίχνει τη βαριά σκιά του στο μέλλον» (σ. 512).
Ο Καζάκος δεν είναι εξ ορισμού απορριπτικός ως προς τον κρατικό παρεμβατισμό. Πιστεύει ότι πριν από τη δικτατορία «ο κρατισμός... είχε μια έντονη αναπτυξιακή διάσταση, με την έννοια ότι... υπηρετούσε τον σκοπό της δημιουργίας αγορών». Μετά τη δικτατορία η διάσταση αυτή «συρρικνώνεται κατά τρόπο απελπιστικό» (σ. 469). Αν οι διαπιστώσεις του συγγραφέα φαίνονται σήμερα οικείες, ωστόσο ως πρόσφατα δεν ήταν και ίσως να μην είναι γενικά αποδεκτές. Ο Καζάκος ρίχνεται με ειλικρίνεια στη μάχη των ιδεών. Αντιπαρατίθεται ευθέως στις απόψεις ορισμένων αναλυτών, ασκώντας κριτική στους Τ. Γιαννίτση (σ. 241-42, 398, 402, 408-09), Λούκα Κατσέλη (σ. 441 και 453) και Κ. Τσουκαλά (σ. 27 και 40), μεταξύ πολλών άλλων. Φαίνεται να συμφωνεί περισσότερο με τις απόψεις των Γ. Αλογοσκούφη (σ. 453-54), Τρ. Κολλίντζα και Γ. Μπήτρου (σ. 457-58) και Ν. Χριστοδουλάκη (σ. 453 και 459), τους οποίους θεωρεί πολέμιους του κρατισμού.
Το ερώτημα όμως δεν είναι πια πόσο βλαβερός είναι ο κρατισμός αλλά το αν, με ποιον τρόπο και ποιες συνέπειες επιχειρήθηκε η καταπολέμησή του. Μπορεί να προβάλει κανείς την προφανή αντίρρηση ότι η διεύρυνση του ρόλου του κράτους στο παρελθόν και η συρρίκνωσή του σήμερα προκαλούν θύματα μεταξύ ορισμένων, των ίδιων πάντοτε, κοινωνικών τάξεων και κατηγοριών, ενώ αφήνουν άλλες στο απυρόβλητο. Στη μεταπολεμική Ελλάδα σχεδόν σε καμία περίοδο δεν εξισορροπήθηκαν τα συμφέροντα της επιχειρηματικής τάξης και των ελεύθερων επαγγελματιών με εκείνα των λαϊκών στρωμάτων, έστω με τον τρόπο που αυτό συνέβη και σε όποιον βαθμό συνέβη σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Στατιστικοί πίνακες της εξέλιξης της κερδοφορίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων και της κατά επαγγελματική κατηγορία φοροληπτικής ικανότητας του κράτους (οι οποίοι λείπουν από το βιβλίο) θα πιστοποιούσαν αυτή την άποψη. Γιατί μπορεί, όπως το τεκμηριώνει ο συγγραφέας, το κράτος να υπήρξε κατά διαστήματα όμηρος ειδικών συμφερόντων και των συνδικάτων του δημόσιου τομέα αλλά σχεδόν ποτέ δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να αντισταθεί σοβαρά στις πιέσεις των οικονομικά ισχυρότερων (τάξεων, ομάδων και συγκεκριμένων επιχειρηματιών). Μπορούσε το ελληνικό κράτος να κάνει αλλιώς; Η σχετική συζήτηση, η οποία διαρκεί εδώ και πενήντα χρόνια και την οποία τόσο εύστοχα συνόψισε ο Καζάκος, προτείνοντας συνάμα και τη δική του ερμηνεία, έχει πολύ μέλλον ακόμη.
Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 09-09-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Π. Καζάκος ξεκινάει το βιβλίο του με τα προβλήματα της ανασυγκρότησης μετά στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, του οποίου αναλύει τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες, ενώ εξετάζει και τη θεσμική διείσδυση που δημιουργεί η ξένη βοήθεια, καθώς από την ανασυγκρότηση η οικονομία περνάει στην ανάπτυξη, με μια «νέα αναπτυξιακή συναίνεση», χωρίς να λείπουν οι θεωρητικές διαφωνίες για την ακολουθούμενη πολιτική. Εξετάζονται οι ξένες επενδύσεις, δίνονται στοιχεία για την ελληνική βιομηχανία και για τον κρατικό παρεμβατισμό στον αγροτικό τομέα, ενώ ο συγγραφέας θεωρεί ότι είχαμε μια οικονομική απογείωση, παρ' όλο που υπάρχει η σκοτεινή πλευρά της μετανάστευσης. Η συνολική κριτική της οικονομικής στρατηγικής είναι σχετικά σύντομη, αλλά ουσιαστική και περιλαμβάνει στη σελίδα 208 ένα μεγάλο απόσπασμα από μια μελέτη του Ομίλου «Αλέξανδρος Παπαναστασίου» για τις κοινωνικο-πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Εξετάζοντας συνολικά τις οικονομικές επιδόσεις και τις μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν στην περίοδο 1961-1967, που χαρακτηρίζεται από οξείες πολιτικές αντιπαραθέσεις, ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι «η οικονομική άνοδος δεν σταμάτησε κατά τη διάρκεια των πολιτικών αναταράξεων το 1961-1967 που θα πρέπει να θεωρήσουμε ως την πρώτη "κρίση εκσυγχρονισμού"».
Στη διάρκεια της δικτατορίας υπήρξε μια επίπλαστη ευημερία, με έξαρση των αντι-παραγωγικών επενδύσεων και δραστηριοτήτων και ενδυνάμωση συμπεριφορών που αργότερα θα παγιωθούν: αποφυγή φορολογικών υποχρεώσεων έναντι ενός κακού κράτους, παράκαμψη κανόνων και περιορισμών, προσανατολισμός στην άμεση απόδοση, διεκδικήσεις των αγροτών χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα. Μετά τον υπερπληθωρισμό του 1972-74 και την πτώση της δικτατορίας έχουμε μια οικονομική πολιτική, που αποβλέπει στην εξυγίανση της οικονομίας, στο πλαίσιο ενός «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού», που δεν αποκλείει την παρέμβαση του κράτους, με στόχο τη βελτίωση και τη βιωσιμότητα, στο πλαίσιο της πορείας από τη σύνδεση με την ΕΟΚ στην ένταξη, με την κυβέρνηση της Ν.Δ. να χάνει στα τέλη της δεκαετίας του 1970 τον έλεγχο της οικονομίας, ενώ φτάνει στο αποκορύφωμά της η θεωρητική συζήτηση για τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους από την ένταξη, που προβάλλει το ΠΑΣΟΚ ως αντιπολίτευση. Ο Π. Καζάκος παρακολουθεί με ανατομική λεπτομέρεια τις θεωρητικές αυτές συζητήσεις, εκθέτοντας τεκμηριωμένα κυρίως τη στάση του ΠΑΣΟΚ απέναντι στην ένταξη. Ομως, παρ' όλες τις εκρηκτικές δηλώσεις του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες παρατίθενται, στην πραγματικότητα δεν έγινε τίποτε απ' αυτά που απειλούσε ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ και παρ' όλο ότι οι σχέσεις με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ήταν δύσκολες στην αρχή, πολύ γρήγορα ομαλοποιήθηκαν.
Η ένταξη στην ΕΟΚ δεν εμπόδισε το ΠΑΣΟΚ να εφαρμόσει την πολιτική του, φτάνοντας πολύ γρήγορα το 1985 στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ώστε να γίνει απαραίτητη η διορθωτική πολιτική του Κ. Σημίτη ως υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που ανατράπηκε για λόγους εκλογικών σκοπιμοτήτων. Ο συγγραφέας εκθέτει με λεπτομέρειες τα κεντρικά στοιχεία της οικονομικής πολιτικής, τη δοκιμασία των προβληματικών επιχειρήσεων, την κρίση της αποβιομηχάνισης και, τέλος, τις οικονομικές επιδόσεις της δεκαετίας συνολικά, πράγμα που του επιτρέπει να μιλήσει για «χαμένη δεκαετία του οικονομικού λαϊκισμού», κάνοντας αναφορές και στο βιβλίο του Ν. Χριστοδουλάκη «Το νέο τοπίο της ανάπτυξης». Ο Π. Καζάκος παρακολουθεί την περίοδο των πολιτικοοικονομικών σκανδάλων 1989-1990, χρησιμοποιεί την έκφραση «μια διδακτική εμπειρία» για τις κυβερνήσεις συνασπισμού 1989-1990 και βάζει τον τίτλο «Στον αστερισμό του Μάαστριχτ» για την περίοδο 1990-2001. Κάτω απ' αυτόν το γενικό τίτλο βρίσκονται λεπτομερείς αναλύσεις για τις οικονομικές εξελίξεις στην περίοδο 1993-1998, για την απασχόληση και την ανεργία, για την κρίση του αγροτικού τομέα, για το ρόλο των ξένων εργατών και τελικά για την υστέρηση στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών και το μεταρρυθμιστικό έλλειμμα.
ΣΠΗΛΙΟΣ ΠΑΠΑΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/01/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις