Η μέτρηση του κόσμου
Περιγραφή
Γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα, δύο νεαροί Γερμανοί ετοιμάζονται να μετρήσουν τον κόσμο. O ένας, ο Αλεξάντερ φον Χούμπολτ, διασχίζει ζούγκλες και στέπες, διαπλέει τον Oρινόκο, δοκιμάζει δηλητήρια, μετράει ψείρες, σέρνεται σε σπηλιές, κατακτά κορυφές ηφαιστείων και συναντά θαλάσσια τέρατα και ανθρωποφάγους. O άλλος, ο μαθηματικός και αστρονόμος Καρλ Φρίντριχ Γκάους, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς γυναίκες, όμως πετάγεται από το κρεβάτι του την πρώτη κιόλας νύχτα του γάμου του για να σημειώσει μαθηματικές εξισώσεις - και αποδεικνύει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Γοτίγγη, ότι ο χώρος καμπυλώνει. Γερασμένοι, διάσημοι και κάπως παράξενοι, συναντιούνται στο Βερολίνο το 1828 και δίνουν το έναυσμα για να γραφεί ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων. Τεράστια λογοτεχνική και εμπορική επιτυχία στη Γερμανία, η "Μέτρηση του κόσμου" ήδη μεταφράζεται σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Ο αισθησιασμός και η ασκητική της γνώσης
Ο έλεγχος του υπαρκτού και του ανύπαρκτου
«Η μέτρηση του κόσμου» αποτελεί άλλο ένα δείγμα -ή κρούσμα- της αλλαγής η οποία παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στη γερμανόφωνη πεζογραφία, που καθορίζεται από την προσπάθεια να αποφύγει τη φήμη της ως περισπούδαστης και βαριάς, με προφανές ζητούμενο μια αφήγηση που θα εμφανίζεται απλώς να λέει μια καλή ιστορία. Η παραδοσιακή, ωστόσο, σοβαρότητα δεν είναι δυνατό να αποβληθεί προγραμματικά, ως προς τα βασικά τουλάχιστον στοιχεία της, και έτσι προκύπτει μια νέα σοβαρότητα, σύμφωνα με την οποία γράφονται έργα που συνδυάζουν την ευχάριστη ανάγνωση με έναν προβληματισμό που είναι σοβαρός, αλλά χωρίς αυτό να προβάλλεται. Ως προς το νέο ζητούμενο της γερμανικής πεζογραφίας, το συγκεκριμένο μυθιστόρημα αποδείχτηκε απολύτως επιτυχημένο, αφού για πολύ καιρό βρέθηκε στην πρώτη θέση των ευπώλητων, εκτοπίζοντας τη Ρόουλινγκ του «Χάρι Πότερ» και τον Νταν Μπράουν του «Κώδικα Ντα Βίντσι». Το μόνο, επομένως, που μένει να εξακριβωθεί είναι ο βαθμός στον οποίο εκπροσωπεί και τη νέα σοβαρότητα.
Αισθησιακός νους, νοησιακό σώμα
Η επιλογή του θέματος φαίνεται πως εξασφαλίζει το ζητούμενο της σοβαρότητας. Προς το τέλος του 18ου αιώνα, δύο νεαροί Γερμανοί βάζουν σκοπό να μετρήσουν τον κόσμο. Ο ένας, ο Πρώσος αριστοκράτης Αλέξανδρος φον Χούμπολντ, γνωστός ως ο Δεύτερος Κολόμβος, εξερευνητής, γεωγράφος και φυσιοδίφης, διασχίζει ερήμους και ζούγκλες, ταξιδεύει στη Νότια Αμερική για να χαρτογραφήσει τον ποταμό Ορινόκο, αναρριχάται στην υψηλότερη κορυφή στον Ισημερινό, κάνει συνεχώς μετρήσεις σε κάθε ποταμό, κάθε βουνό και κάθε λίμνη που βρίσκεται στον δρόμο του. Ελπίζει να μετρήσει οτιδήποτε πάνω στον πλανήτη, θεωρώντας αυτό μια στρατηγική κυριάρχησης πάνω σε έναν κόσμο στον οποίο δείχνει πως δεν μπορεί να συμμετάσχει με τρόπο που -συμβατικά τουλάχιστον- θεωρείται φυσιολογικός. Η μέτρηση είναι μια στρατηγική ελέγχου του αγνώστου, του μη ελέγξιμου: Οποτε τα πράματα προκαλούν φόβο, μια πολύ καλή ιδέα είναι να τα μετρήσεις. Ο άλλος, αντιθέτως, είναι ο αντικοινωνικός μαθηματικός και αστρονόμος Καρλ Φρίντριχ Γκάους, γνωστός ως ο σημαντικότερος μαθηματικός νους μετά τον Νεύτωνα, ο οποίος δεν αισθάνεται πως χρειάζεται να απομακρυνθεί από το σπίτι του στη Γοτίγγη για να αποδείξει πως ο χώρος καμπυλώνει.
Σημαντική πλευρά της διαφοράς τους αποτελεί το γεγονός πως ο κοινωνικός και πολυταξιδεμένος Χούμπολντ δεν ενδιαφέρεται για τις γυναίκες, ενώ ο αταξίδευτος Γκάους τις λατρεύει -αυτός, άλλωστε, φαίνεται πως είναι ο λόγος που νιώθει αυτάρκης στην ακινησία του: από τη στιγμή που μέσα στην κατάσταση μιας σχετικής ακινησίας μπορεί να έχει τις δύο μεγαλύτερες απολαύσεις (τη γνώση και τη γυναίκα), ποιος ο λόγος να μετακινηθεί; Σε ό,τι αφορά πάντως την ιεράρχηση αυτών των δύο απολαύσεων, ενδεικτικό είναι το γεγονός πως την πρώτη νύχτα του γάμου του πετάχτηκε από το κρεβάτι για να σημειώσει κάποιο μαθηματικό τύπο - αλλά κι αυτό δεν αποτελεί ασφαλή ένδειξη πως η απόλαυση της γνώσης υπερτερούσε, μια και η έμπνευση (είτε επιστημονική είτε καλλιτεχνική) δεν είναι καθόλου ξένη, αλλά ανάλογη και ομόλογη της επιθυμίας.
Το αισθησιακό έλλειμμα αναπληρώνει ο Χούμπολντ βάζοντας το ίδιο του το σώμα (το οποίο κρατά ωστόσο μακριά από τις ερωτικές επιθυμίες) στην υπηρεσία της γνώσης: το ταλαιπωρεί με μεγάλα και δύσκολα ταξίδια, δοκιμάζει σε αυτό την τοξικότητα δηλητηρίων, τις βλαβερές συνέπειες της επαφής με ηλεκτρικά χέλια, καθώς και τις ιδιότητες της σάρκας ως αγωγού ηλεκτρισμού. Ο Χούμπολντ είναι ένας ήρωας της γνωσιακής λειτουργίας του σώματος και της σάρκας - αλλά ανέραστος! Ο Γκάους είναι ένας ήρωας της αισθησιακής ικανότητας του νου - και φυσικά γυναικολάτρης. Η δεύτερη περίπτωση, εκείνη του εσωστρεφούς έως και αντικοινωνικού Γκάους, δείχνει περισσότερο φυσιολογική - αν και την απολύτως ολοκληρωμένη προσωπικότητα, τον πιο αποτελεσματικό ήρωα της γνώσης και της επιθυμίας θα αποτελούσε το κράμα των δύο περιπτώσεων.
Ο ταξιδευτής συναντά τον αταξίδευτο
Αυτά, λοιπόν, τα δύο αντίθετα δείγματα του τρόπου κατανόησης και εξήγησης (η τολμηρή περιπέτεια και οι ακριβείς εξισώσεις), σε προχωρημένη πια ηλικία, πολύ φημισμένοι αλλά και πολύ εκκεντρικοί, συναντιούνται το 1828 στο Βερολίνο, με την ευκαιρία ενός επιστημονικού συνεδρίου. Η Γερμανία βρίσκεται στην αναταραχή που έχει προκαλέσει η πτώση του Ναπολέοντα, ενώ αυτοί επιπλέον βρίσκονται αντιμέτωποι με τη σύγχυση που προκαλεί η καθολική, θορυβώδης αναγνώρισή τους -η οποία στον μεν Χούμπολντ αναστέλλει τη δημιουργικότητα, ενώ για τον Γκάους είναι κάτι ανυπόφορο. Στο μυθιστόρημα παρελαύνουν και άλλοι πεφωτισμένοι, όπως ο Καντ, ο Γκέτε, ο Σίλερ, ο Νταγκέρ και ο Τόμας Τζέφερσον, και με τον τρόπο αυτόν τον ρόλο του μυθιστορηματικού σκηνικού παίζει η πιο φωτεινή περίοδος της ιστορίας της Γερμανίας: ο Διαφωτισμός. Η σχετική επιλογή είναι ιδιαίτερα επιτυχημένη, γιατί από το ένα μέρος εξασφαλίζει την παρουσία μερικών από τις πιο ξεχωριστές προσωπικότητες, όχι μόνο της γερμανικής, αλλά γενικότερα της ευρωπαϊκής ιστορίας, ενώ από το άλλο μέρος επιλέγει μια εποχή που βρίσκεται πριν από τον 20ό αιώνα και τους δύο παγκόσμιους πολέμους που έχουν στοιχειώσει τη γερμανική ιστορία και λογοτεχνία.
Προς το τέλος του μυθιστορήματος ο ενθουσιασμός της μέτρησης/γνώσης του κόσμου υποχωρεί και αφήνεται να έλθει στην επιφάνεια η πικρία της εμπειρίας του αναπόφευκτου πληρώματος του χρόνου, ο οποίος μετρά τις μέρες που πέρασαν με μια βεβαιότητα μεγαλύτερη από εκείνη με την οποία τα μαθηματικά μετρούν τον κόσμο. Πρόκειται για μια θλίψη που είναι η άλλη -η σκοτεινή πλευρά- της γνώσης, μια θλίψη λανθάνουσα σε όλο το μυθιστόρημα, και τώρα αφήνεται να φανεί σε δύο επίπεδα: σε ένα φανερό και προσωπικό (που αφορά την αντιμετώπιση της θνητότητας και της σταδιοδρομίας των δύο επιστημόνων, δηλαδή σε μια διαδικασία που έχει μεγάλο παρελθόν, αλλά μικρό και αμφίβολο μέλλον), και σε ένα κρυφό και εθνικό επίπεδο, που προμηνύει ότι στο τέλος μιας πορείας πολιτισμού (:Διαφωτισμός) αναμένεται ένας αναπάντεχος ιστορικός τρόμος (:φασισμός).
Ο Κέλμαν, όπως και οι περισσότεροι από τους νέους Γερμανούς συγγραφείς, ξεχνά τον Τόμας Μαν και τον Γκρας ή τις θεωρίες του Αντόρνο, και αναζητεί την έμπνευση στον ισπανόφωνο μαγικό ρεαλισμό, ο οποίος εφαρμόζεται με τευτονική ακρίβεια για μια αναπαράσταση του γερμανικού κλασικισμού. Αφήγηση με γρήγορο ρυθμό, πρόζα ζωντανή και χιούμορ πικρόχολο σε μια διασκεδαστική αλλά διαφωτιστική απεικόνιση μιας περιόδου, αλλά κυρίως σε μια εύθυμη προσωπογραφία δύο απίθανων προσωπικοτήτων που μοιράζονται το ίδιο πάθος, να μετρήσουν με ακρίβεια το μέγεθος του κόσμου, αλλά οι μέθοδοί τους είναι τόσο διαφορετικές όσο και οι προσωπικότητές τους. Ωστόσο, παρά τις διαφορές τους, και οι δύο χαρακτηρίζονται από την ίδια αδυναμία: ότι δεν διαθέτουν τα όργανα με τα οποία θα μετρήσουν τις ανθρώπινες υποθέσεις, και ειδικά τις δικές τους. Ισως αυτή η αδυναμία τους να οφείλεται και στη μικρή εκτίμηση που είχαν για την τέχνη. Είναι δύο σπουδαία μυαλά που περιγράφουν και βάζουν σε τάξη τον κόσμο, αλλά δεν κατορθώνουν να εγκατοικήσουν την περιορισμένη προσωπική τους διάρκεια.
Ο Κέλμαν, σαν ένας άλλος Χούμπολντ ή/και Γκάους, επιχειρεί να μετρήσει κι αυτός με τη σειρά του κάποιον κόσμο: τον κόσμο δύο συνειδήσεων που εμψυχώνονται από την ίδια επιθυμία γνώσης, αλλά ενστικτωδώς ανταποκρίνονται σε αυτήν με διαφορετικό τρόπο. Ο μυθιστοριογράφος «μετρά» τις δύο διαφορετικές συνειδήσεις, και μέσα από τις διαφορές τους προσπαθεί να κάνει κάποιους υπολογισμούς σχετικά με την ανθρώπινη φύση. Η μέτρηση, άλλωστε, της ανθρώπινης φύσης εξακολουθεί να αποτελεί βασικό μέρος της μέτρησης του κόσμου.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/06/2007
Κριτικές
01/10/2010, 05:30
29/11/2009, 12:22