0
Your Καλαθι
Παράδεισος
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Η Χάννα Λάκραφτ γνωρίζει τη γεύση του παραδείσου, που κρύβεται στη γαλήνη της εξοχής, γλυκαίνει την επιδερμίδα του εραστή της, αρωματίζει το κάθε ποτό που ήπιε στη ζωή της· μόνο που είναι φευγαλέα.
Λίγο πριν από τα σαράντα, χωρίς δική της οικογένεια και καριέρα, η Χάννα Λάκραφτ, εξαρτημένη ήδη από το ποτό, αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά με τη ζωή της. Οι ενοχές του παρελθόντος την στοιχειώνουν, το σώμα της την εγκαταλείπει. Ο Ρόμπερτ, ένας οδοντίατρος που κάνει ανάλογη ζωή, φαίνεται να της προσφέρει την αγάπη που εκείνη αναζητά. Αποδεικνύεται όμως και ο ίδιος αδύναμος και εφήμερος.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μυθιστορήματα με θέμα τον αλκοολισμό έχουν γραφτεί πολλά. Συγγραφείς όπως ο Τόμας Χάρντι, ο Χέμινγουεϊ, ο σύγχρονος Ιρβιν Γουέλς αλλά και κάποιες τολμηρές καινοτόμοι γυναίκες στο πλαίσιο του μοντερνισμού, όπως η Τζούνα Μπαρνς και η Τζιν Ρις, περιέγραψαν τον αλκοολικό όχι μόνο μέσα από τα μάτια των άλλων, των παρατηρητών της πτώσης του, αλλά και το πώς ο ίδιος βιώνει τη μέθη του, το πώς δηλαδή συλλαμβάνει τον κόσμο μια συνείδηση βουτηγμένη σε καυτό υγρό. Εναν κόσμο που παρουσιάζεται αποσπασματικά, παραμορφωμένος, θαμπός και υπό κατάρρευση, αλλά με περιγραφές οι οποίες αποδίδουν τα μελανά του χρώματα, την ευθραυστότητα και την παρακμή του - ιδιότητες που μόνον ένα οξυμένο, υπό την επήρεια του αλκοόλ, βλέμμα θα μπορούσε να αποδώσει με τόση ακρίβεια.
Η ηρωίδα της Κένεντι, Χάνα Λάκραφτ, μια «επαγγελματίας πότης» που διηγείται την ιστορία της σε πρώτο πρόσωπο, σε μια «αχαλίνωτη» ροή της συνείδησής της, αποτελεί μια ικανή επίγονο της Τζιν Ρις και μοιάζει να έχει βγει από τις σελίδες τού «Καλημέρα, μεσάνυχτα», που γράφτηκε το 1939, και να μεταφυτεύτηκε στον 21ο αιώνα. Η Χάνα διαθέτει τον κυνισμό, την ευθραυστότητα, την οξυμένη κρίση, την αγοραφοβία και την προκλητικότητα της ηρωίδας της Ρις, Σάσας Τζάνσεν, ενορχηστρώνοντας τις αντιφατικές, εσωτερικές φωνές που κατακλύζουν τον εγκέφαλό της, μεταλλάσσοντάς τες σε έναν πολυδιάστατο, πολύτροπο και κριτικά οξυδερκή λόγο.
Εκεί όμως που η Σάσα βίωνε την ύπαρξη των φωνών ενοχικά και ήθελε να τις αναγκάσει να πάψουν, η ηρωίδα τής Κένεντι, 70 χρόνια αργότερα, τις ενθαρρύνει, δεν τις φιμώνει και παρότι και οι δύο λαχταρούν την αφάνεια και τη λυτρωτική αναισθησία, η σύγχρονη κατορθώνει να αποδυναμώσει την εξουσία των άλλων, των παρατηρητών του μεθυσιού της, υιοθετώντας μια αδιάφορη στάση.
Η Σάσα νιώθει απροστάτευτη, χωρίς κέλυφος στην έρημο του Παρισιού, λόγω της αδυναμίας της να είναι σαν τους άλλους, ενώ η Χάνα, έρημη στο παγκόσμιο διαπλανητικό τοπίο του κόσμου, νιώθει τον κόσμο αυτόν να καταρρέει και όσους είναι γύρω της να ακολουθούν την πτώση του. Κι οι δύο συγγραφείς, μέσα από τις ηρωίδες τους, μας παρουσιάζουν μια άκρως υποκειμενική εικόνα του κόσμου και οι κρίσεις τους, παρ' ότι είναι σαφώς επηρεασμένες από το οινόπνευμα είναι άκρως διεισδυτικές και αποκαλυπτικές, εκφέροντάς τες σε μια γλώσσα πολυεπίπεδη, η οποία αποδομεί συνεχώς τον εαυτό της, δίνοντας καινούριες διαστάσεις στο κλισέ και στα τετριμμένα, μετά την αναβάπτισή τους στο καθαγιαστικό αλκοολούχο υγρό.
Η Κένεντι, επίσης, κατορθώνει, με αφηγηματικούς ελιγμούς να αποφύγει την παγίδα στην οποία πέφτουν συχνά οι αλκοολικοί πρωτοπρόσωποι αφηγητές: τον αυτοοικτιρμό και την αδικαιολόγητη επιθετικότητα. Η αφηγήτριά της, επιστρατεύοντας μια ειρωνική ματιά, εντοπίζει τα κακώς κείμενα, σχολιάζοντας τις συνθήκες εκείνες που ευθύνονται για την κατάπτωση των ανθρώπων, την ανεργία, την ανισότητα, τις κακοπληρωμένες δουλειές, τους πολέμους και όλα όσα την ωθούν στο να επιθυμεί τον αφανισμό της, επιθυμία που απορρέει από μια ακραία αυτοσυνείδηση, η οποία θέλει να την απαλλάξει από το βάρος της ευθύνης για όσα συμβαίνουν.
Σε στιγμές οδυνηρής διαύγειας αποφαίνεται για το σύμπτωμά της: «Είμαι ευαίσθητη και ο κόσμος δεν πάει καθόλου καλά, είναι αδιανόητος και δεν είμαι προετοιμασμένη, οπλισμένη, εξοπλισμένη. Δεν τα καταφέρνω. Αν μπορούσα να κάνω κάτι χρήσιμο, θα το έκανα - αλλά δεν μπορώ. Κι έτσι πίνω».
Ο αναγκαίος βαθμός του κενού
Η Χάνα είναι 37 χρόνων και δεν πίστευε ποτέ πως θα περνούσε τα 30· ζει μόνη, χωρίς σύζυγο, παιδί ή χόμπι -μόλις την απέλυσαν από μια κακοπληρωμένη δουλειά, όπου εργαζόταν ως πωλήτρια χαρτονένιων οικολογικών συσκευασιών σε αγρότες-, κάνοντας σποραδικές επισκέψεις στους γονείς της που τη φροντίζουν και τη στηρίζουν οικονομικά και ηθικά, ενώ ο μικρότερος αδελφός της, Σάιμον, που ετοιμάζεται να φέρει στον κόσμο το πρώτο του παιδί, έχει απομακρυνθεί και ντρέπεται για λογαριασμό της.
Τη Χάνα την πρωτοσυναντάμε σε ένα ανώνυμο αγγλικό ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο του Χίθροου, να μην είναι σε θέση να ανακαλέσει το τι έκανε το προηγούμενο βράδυ και το πώς έφτασε στο συγκεκριμένο κατάλυμα.
Η Χάνα, που «πίνει για να αφήσει τον εαυτό της ήσυχο», όταν οι αναμνήσεις επιτίθενται και «αφήνουν μελανιές» στην ψυχή της, αργότερα παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για τη Σκοτία, επαναφέροντας αποσπασματικά την περιπέτεια της ζωής της, και μαθαίνουμε πως έχει μόλις επιστρέψει από μια κλινική του Καναδά, έκανε μια στάση στη Βουδαπέστη και μετά ήρθε αεροπορικώς στο Λονδίνο. Σταδιακά, κι ενώ το μυαλό της αρχίζει να λειτουργεί και να βάζει τις σκέψεις της σε μια στοιχειώδη τάξη, μαθαίνουμε πώς κατάφερε να φτάσει σε αυτό το ξενοδοχείο, πώς έκανε σεξ με έναν άχαρο περαστικό και πώς βρέθηκε στα χέρια της μια ξένη πιστωτική κάρτα.
Η Χάνα, μη αντέχοντας την επέλαση των αναμνήσεών της και μη μπορώντας να ζήσει για πολύ στην επιφάνεια και στη βία της πραγματικότητας, μόλις τα πράγματα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν, καταφεύγει ταχύτατα στο περιεχόμενο του επόμενου μπουκαλιού, στοχεύοντας στο λυτρωτικό κενό τής μνήμης.
Αυτή είναι η μοναδική διαθέσιμη σε εκείνη λογική μέθοδος: η επίσπευση του κενού της μνήμης με ένα ποτό, προκειμένου να ξεχάσει ό,τι την πληγώνει: «Οταν ξεκινήσεις να έχεις κενά μνήμης, δεν σταματάς ποτέ, οπότε το πριν και το μετά δεν υπάρχουν - έχεις αναπτύξει την τέχνη της διαφυγής από τον γραμμικό χρόνο. Τα άλματα και τα τινάγματα παίρνουν λίγο καιρό να τα συνηθίσεις... αλλά αυτό σε κρατάει ζωηρό και σε εγρήγορση, πανέτοιμο. Και δεν υπάρχει τίποτε το αφύσικο σ' αυτό, τίποτε το τρομερό: κάποιος βαθμός κενού είναι αυτό που επιτρέπει στους περισσότερους ανθρώπους να επιβιώνουν».
Ο «Παράδεισος» είναι γραμμένος σύμφωνα με τις μεταπτώσεις της συνείδησης της ηρωίδας του και χρειάζονται κάμποσες σελίδες ανάγνωσης για να αρχίσεις να την παρακολουθείς και να αποδεχτείς τη μη γραμμικότητα της σκέψης της, τα άλματα και τα τινάγματα στο παρελθόν ή στο μέλλον, τις αποσπασματικές καταγραφές μιας ζωής με συνεχείς διακοπές και υψηλούς βαθμούς κενού, τις λυτρωτικές βουτιές σε αλκοολούχους ωκεανούς. Η Αλεξάνδρα Κονταξάκη επιτέλεσε τη μετάφραση του απαιτητικού αυτού κειμένου εξαιρετικά, αποδίδοντας τους ρυθμούς, τις αντιστροφές, τις παρηχήσεις και τα υπόγεια υπαινικτικά σχόλια του πρωτότυπου.
Εμφιαλωμένος έρωτας
Μετά την εξερεύνηση διαφόρων μορφών σχέσεων στα προηγούμενά της έργα, η Κένεντι στον «Παράδεισο» ανατέμνει την περίπλοκη σχέση ανάμεσα στον πότη και στο ποτό: η σχέση με το ποτό για τη Χάνα είναι ερωτική και η εξάρτησή της είναι το ίδιο δυνατή όσο και η εξάρτησή της από έναν ακατάλληλο εραστή. Και ο αγαπημένος τής Χάνα, ο Ρόμπερτ, ένας παντρεμένος οδοντίατρος, είναι πράγματι ακατάλληλος, καθώς είναι κι αυτός αλκοολικός και μοιράζονται το ίδιο πάθος. Η σχέση τους είναι στην κυριολεξία μεθυστική, καθώς ο ένας ενισχύει την επιθυμία του άλλου για ένα ακόμα τονωτικό ποτήρι, σέρνοντάς τους πίσω στη δική τους παγιωμένη κατάσταση που τροφοδοτείται από το αλκοόλ και παραμένει δυνατή, παρά τις κρίσεις, τις προσπάθειες απαλλαγής, τις οπισθοδρομήσεις και την επακόλουθη λυτρωτική συμφιλίωση.
Παρακολουθώντας τη Χάνα να μπαινοβγαίνει στις κλινικές, παρακολουθούμε και την ήδη διαλυμένη ζωή της να εμφανίζεται αποσπασματικά, αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα και την απαίτησή μας για μια έστω και στοιχειώδη πλοκή, καθώς από τις πρώτες σελίδες διαφαίνεται πως η δημιουργός της είναι αποφασισμένη να παραμείνει εστιασμένη στην ψυχολογία της ηρωίδας της, μιας απενοχοποιημένης, εξαρτημένης γυναίκας που δεν παύει να σκέφτεται, να κρίνει και να κάνει διαγνώσεις τόσο για τον εαυτό της όσο και για τους συμπολίτες της και να επιδίδεται στην ανάλυση των κοινωνικών ασθενειών που οδηγούν τους ανθρώπους στη μηδενιστική άρνηση, στις κάθε λογής εξαρτήσεις και στην τελική αποδοχή του σκληρού μαθήματος της ζωής: «οτιδήποτε υπήρξε γεμάτο, στο τέλος θα αδειάσει».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 31/08/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις