0
Your Καλαθι
Ο θάνατος της λογοτεχνίας
Περιγραφή
Η λογοτεχνία είναι νεκρή ή στην καλύτερη περίπτωση αργοπεθαίνει, γράφει ο συγγραφέας στην ανά χείρας συναρπαστική και προκλητική μελέτη. Και αποδεικνύει ότι ο θάνατος της λογοτεχνίας, σύμπτωμα κι αυτός της βαθιάς και μακροχρόνιας κοινωνικής αναστάτωσης «που τα τελευταία χρόνια κατέλυσε πολλούς παραδοσιακούς θεσμούς και αξιακά συστήματα», είχε από καιρό προαγγελθεί. Όχι μόνο γιατί η λογοτεχνία εξωθείται στο περιθώριο από μια κοινωνία κυριαρχούμενη από την τηλεόραση και τις άλλες μορφές ηλεκτρονικής επικοινωνίας, αλλά -το χειρότερο- γιατί απαξιώνεται μέσα στα ίδια τα πανεπιστήμια, από ριζοσπάστες κριτικούς που χρησιμοποιούν περιφρονητικά τον όρο «ανθρωπισμός» και θεωρούν την ποίηση και το μυθιστόρημα «πολιτιστικά εργαλεία μιας διεφθαρμένης και καταπιεστικής κοινωνικής τάξης».
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με 35 χρόνια διδασκαλίας στο ενεργητικό του στα επιφανέστερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ (Γέιλ και Πρίνστον) και έχοντας διατελέσει κοσμήτορας επί σειρά ετών στο Πρίνστον, ο Alvin Kernan διαθέτει οπωσδήποτε την εμπειρία αλλά και τη γνώση ώστε να διατυπώνει απερίφραστα τις δυσοίωνες προβλέψεις του για το μέλλον της λογοτεχνίας. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η λογοτεχνία είναι ένας κοινωνικός θεσμός και επομένως βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια με άλλους θεσμούς, όπως η οικογένεια, η δικαιοσύνη, η θρησκεία και το κράτος. Σε μια εποχή όπου σημειώνονται βαθιές πολιτισμικές αλλαγές η λογοτεχνία βάλλεται από δύο κατευθύνσεις: αφενός μέσα από το πανεπιστήμιο και τους κάθε λογής εικονοκλάστες κριτικούς και στοχαστές, οι οποίοι ασκούν επί της λογοτεχνίας την «ερμηνευτική της δυσπιστίας», όπως εύστοχα παρατήρησε ο Paul Ricoeur· αφετέρου, από τη ραγδαία εισβολή της ηλεκτρονικής πληροφόρησης στην καθημερινότητα, σε βαθμό που ο Sven Birkerts να μιλάει για μετάβαση από τον έντυπο στον ηλεκτρονικό πολιτισμό. Η συνεχής αυτοαμφισβήτηση και η μετατόπιση από τη «λεκτική» στην «εικονιστική» επιστημολογία οδηγούν στον αναπόφευκτο θάνατο της λογοτεχνίας, με την παραδοσιακή τουλάχιστον μορφή της. Μάλιστα η σταδιακή εγκατάλειψη της διαδικασίας της ανάγνωσης ως κατάστασης μυητικής, ονειρικής και στοχαστικής εξαιτίας της γρήγορης και θρυμματισμένης διασποράς της πληροφορίας γίνεται αντικείμενο έντονου προβληματισμού από τον Χάρη Βλαβιανό στον εμπεριστατωμένο πρόλογό του.
Βεβαίως, αν στις ημέρες μας ο θεσμός της λογοτεχνίας έχει χάσει τη σημασία του, αυτό οφείλεται σύμφωνα με τον Kernan στη σύντομη σχετικά ιστορία της λογοτεχνίας μέσα στα πανεπιστήμια (η αγγλική λογοτεχνία εμφανίστηκε ως επίσημο μάθημα στην Οξφόρδη το 1894) αλλά και στην αδυναμία της μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα να ορίσει επιστημονικά κριτήρια γνώσης. Από τον Mallarme και τον Τ.S. Eliot ώς τον F.R. Leavis και τον Wayne Booth η λογοτεχνία αντιμετωπίζεται ως «μια πολυσυλλεκτική κατηγορία που αποτελείται από τόσο διαφορετικά είδη κειμένων και από τόσο ποικίλες κριτικές απόψεις ώστε να μην έχει νόημα η σκέψη να ομαδοποιηθούν όλα αυτά σε ένα μοναδικό, συνεκτικό αντικείμενο». Αλλωστε η ίδια απροσδιοριστία όσον αφορά την ταυτότητα της λογοτεχνίας παρατηρείται και εκτός των πανεπιστημιακών ορίων, όπως απέδειξε με δραματικό τρόπο η δίκη της Λαίδης Τσάτερλι (1960), όπου οι κληθέντες επαγγελματίες λογοτέχνες στάθηκαν ανίκανοι να περιγράψουν με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας και τη θέση της στην κοινωνική ζωή.
Και ενώ η λογοτεχνία υφίσταται τον μαρασμό και την απαξίωση στον ευρύτερο κόσμο, βρίσκει έσχατο καταφύγιο στη νομοθεσία, όπου επιχειρείται η κατοχύρωση του κοπιράιτ και των ηθικών δικαιωμάτων του καλλιτέχνη, ωσάν η τέχνη να προσπαθεί να διατηρήσει την προνομιακή θέση που απολάμβανε σύμφωνα με τη ρομαντική και μοντέρνα ιδεολογία. Ο Στήβεν Δαίδαλος διαπραγματεύεται την ανεξαρτησία του το περίφημο non serviam παραχωρώντας αποφασιστική αρμοδιότητα στα δικαστήρια, τα οποία με τη σειρά τους απομυθοποιούν αυτές ακριβώς τις ρομαντικές και μοντερνιστικές αντιλήψεις περί τέχνης τις οποίες καλούνται να υπερασπίσουν. Από την άλλη, η έννοια του βιβλίου, ως διακριτή αντικειμενική ιδιοκτησία επί της οποίας βασίζεται το κοπιράιτ, χάνει ολοένα και περισσότερο έδαφος μέσα σε μια κινούμενη θάλασσα εικόνων, ήχων και λέξεων, ενώ ρομαντικές έννοιες όπως η πρωτοτυπία και η μοναδικότητα του έργου που μέχρι πρότινος είχαν ισχύ ανήκουν τώρα στο παρελθόν. Το λογοτεχνικό σκάνδαλο που ξέσπασε έναν χρόνο μετά τη δημοσίευση του White Hotel (1981) από τον D.Μ. Thomas θίγει με τον πιο καταφανή τρόπο το ζήτημα της λογοκλοπής και τη σύγχυση που επικρατεί όσον αφορά τη διασάφηση των ορίων μεταξύ λογοτεχνικής κλοπής και «εμπνευσμένης χρήσης». Ενώ π.χ. η λογοκλοπή για τον Ian McEwan συγχέεται πολύ συχνά με τη διακειμενικότητα και είναι πρωτίστως θέμα αισθητικής, η καλλιτεχνική πρωτοτυπία, σύμφωνα με τον Harold Bloom, είναι ένα άπιαστο όνειρο. Δέσμιος της «αγωνίας της επίδρασης» από τον πατέρα-προκάτοχό του ο καλλιτέχνης κυνηγάει το καινούργιο και διαφορετικό χωρίς ποτέ να είναι σίγουρος αν το πετυχαίνει ή αν όντας πάντοτε «αργοπορημένος» γίνεται αναπόφευκτα ένοχος λογοκλοπής.
Ωστόσο καμία σοβαρή μελέτη της λογοτεχνίας δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη την ακατάπαυστη πάλη για τον έλεγχο του λόγου και της λέξης. Ένα λεξικό όπως αυτό του Samuel Johnson που μεταβίβασε τη γλωσσική εξουσία από την αριστοκρατία στους επαγγελματίες της γραφής ή η Γαλλική Ακαδημία που αποφαίνεται για την ορθή χρήση της γλώσσας αποτελούν προφανή θεσμοποίηση γλωσσικού ελέγχου. Τόσο όμως στη ρομαντική όσο και στη μοντέρνα περίοδο είναι οι επαγγελματίες συγγραφείς οι απόλυτες αυθεντίες της δεξιοτεχνίας του λόγου και η λογοτεχνική γλώσσα «μια προνομιακή ιδιόλεκτος της τρέχουσας γλώσσας». Παρ' όλη την υπεροχή της, η λογοτεχνική γλώσσα αμφισβητείται στα τέλη της δεκαετίας του 1960 από τις «πιο σκοτεινές μορφές του στρουκτουραλισμού», γνωστές ως μετα-στρουκτουραλισμός και αποδόμηση, οι οποίες, σύμφωνα με τον συγγραφέα, εστιάζουν την προσοχή στην ατελή, ανεπαρκή, αντιφατική και ελαττωματική φύση των μορφών λόγου. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρει η περίπτωση του Paul de Man, ο οποίος προσελήφθη επί προεδρίας του ίδιου του Kernan στο Γέιλ και ο οποίος, ως ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αποδομισμού, υποστήριξε τη διάχυση και απροσδιοριστία του νοήματος εις βάρος της «αλήθειας», για να αποκαλυφθεί μετά τον θάνατό του (1983) η νεανική συνεργασία του με τους ναζιστές. Έχοντας υπόψη την ηρωική συμμετοχή του Kernan στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, την ίδια εποχή που ο De Man προτείνει λύσεις στο «εβραϊκό πρόβλημα», γίνεται κατανοητός αν και είναι απλοϊκός ο ισχυρισμός του συγγραφέα ότι αποτελεί ύβρη η απόρριψη οποιασδήποτε πραγματικότητας έξω από το κείμενο, όταν το Ολοκαύτωμα αποτελεί ένα απόλυτα πραγματικό γεγονός.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει o Χάρης Βλαβιανός, η δύναμη του βιβλίου του Kernan εντοπίζεται αφενός στην ορθολογική του επιχειρηματολογία και αφετέρου στο μετριοπαθές ύφος του. Ο συγγραφέας αποφεύγει ως επί το πλείστον τον καταγγελτικό τόνο ή τα απλουστευτικά συμπεράσματα των ομολόγων του. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει την προκατάληψη του Kernan απέναντι στην αποδομητική κριτική, στην οποία επιρρίπτει τις ευθύνες για τον εκφυλισμό της λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας αποκαλύπτει «τη βία, ακόμη και το μίσος» των αποδομιστών απέναντι στην παλαιά λογοτεχνία, ενώ καταδεικνύει τον υπερβάλλοντα ζήλο τους προκειμένου να αποδείξουν την «αθλιότητα και την κενότητα βιβλίων που για πολύ καιρό διδάσκονταν ως τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ανθρώπινης σκέψης». Παρά τις προσπάθειές του να διατηρήσει ίσες αποστάσεις, ο Kernan δεν κρύβει την πικρία του που η λογοτεχνία πλέον διδάσκεται ως πλάνη ή προπαγάνδα, ενώ «η δομή της και η μορφή της ξεπέφτει σε ρητορική της πειθούς και οι αξίες της σε ιδεολογία». Πέρα όμως από τις προσωπικές εκτιμήσεις του, διακρίνει κανείς μια εγγενή αντίφαση στην επιχειρηματολογία του Kernan. Αν πράγματι δέχεται, όπως ισχυρίζεται, ότι «η τέχνη είναι αυτό που αποφασίζει η κοινωνία πως είναι», τότε φαίνεται αφελής η απόδοση ευθυνών στον αποδομισμό για την κατάρρευση του ουμανισμού και την ανατροπή της δυτικής μεταφυσικής παράδοσης. Εφόσον η κοινωνία αλλάζει είναι όχι μόνο αναμενόμενη αλλά και επιθυμητή η διαφορετική προσέγγιση της λογοτεχνίας στις ημέρες μας. Αλλωστε η χωρίς αμφιβολία προσεκτική ανάγνωση των σύγχρονων κοινωνικών μεταμορφώσεων από τον Kernan δεν αποτελεί παρά μια (παρ)ερμηνεία η οποία προς μεγάλη απογοήτευση του συγγραφέα δεν είναι πλέον δυνατόν να θεωρηθεί ούτε ορθή ούτε αντικειμενική. Αξίζει ωστόσο το βιβλίο αυτό να γίνει αντικείμενο ανάγνωσης καθώς θα προβληματίσει ωφέλιμα τον αναγνώστη και θα συμβάλει στον διάλογο για το μέλλον της λογοτεχνίας και των ανθρωπιστικών σπουδών.
Ντόρα Τσιμπούκη, ΤΟ ΒΗΜΑ, 01-07-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο θάνατος της λογοτεχνίας δεν είναι, φυσικά, ούτε πρωτότυπη ούτε καινούργια ιστορία. Το ζήτημα έχει ηλικία τουλάχιστον τριάντα πέντε ετών, αλλά τα τελευταία χρόνια, με την υπερανάπτυξη των υπολογιστών και, πρωτίστως, με την ηγεμονική καθιέρωση της τηλεόρασης, μοιάζει αυτονόητο να έρχεται όλο και συχνότερα στο προσκήνιο. Ο Alvin Kernan έχει γεννηθεί το 1923 και είναι ομότιμος καθηγητής Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Πρίνστον. Στα ερευνητικά του έργα έχει συχνά καταπιαστεί με τις σχέσεις λογοτεχνίας και κοινωνίας (σχέσεις απολύτως καθοριστικές τόσο για τη ζωή όσο και για το θάνατο της λογοτεχνίας) και το ανά χείρας βιβλίο του αποτελεί μια αριστοτεχνική εισαγωγή σε όσα συμβαίνουν ή είναι πιθανόν να συμβούν στο λογοτεχνικό πεδίο στην αυγή του καινούργιου αιώνα.
Η ήττα του ρομαντισμού και του μοντερνισμού
Ο Kernan ξεκινάει το βιβλίο του με μια ζωτική παραδοχή: την παραδοχή ότι βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος της ρομαντικής και της μοντερνιστικής αντίληψης για τη λογοτεχνία, που δεν είναι άλλη από τη θεωρία (ο όρος και κατά την αρχαιοελληνική του έννοια) του υψηλού. Ρομαντικοί και μοντερνιστές, γράφει με έμφαση ο Kernan, πίστεψαν βαθιά στην ουμανιστική και την αισθητική (το βάρος της μορφής) αξία της λογοτεχνίας. Και η κατάσταση αυτή μπορεί να διήρκεσε αιώνες, αλλά, περιέργως, χρειάστηκε μόνο μερικές δεκαετίες για να καταρρεύσει.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στο ταχυδράμα της κράτησε ό,τι ο Πολ Ρικέρ τόσο εμπνευσμένα ονόμασε ερμηνευτική της δυσπιστίας: αποδομιστές, φροΰδιστές, μαρξιστές και φεμινίστριες έκαναν στον καιρό μας ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να κατεβάσουν τη λογοτεχνία από το βάθρο της αυτονομίας της (να την απομακρύνουν, για να το πω με διαφορετική διατύπωση, από ό,τι η καθαρή ποίηση του αβά Μπρεμόν και του Βαλερί ζητούσε με τόση ένταση: το πάθος για τις λέξεις), οδηγώντας στη σύνδεσή της με ένα ευρύ δίκτυο εξουσιαστικών θεσμών. Κι εδώ μπορούμε να σκεφτούμε περίπου τα πάντα: από την κυρίαρχη ιδεολογία και την ταξική ή τη φυλετική υπεροχή, ώς το πανεπιστήμιο και την κοινωνική ισχύ του κειμένου -τη δύναμή του, με άλλα λόγια, να καθιερώνει κοινώς αποδεκτά σύμβολα και μηνύματα.
Τι βρέθηκε, ωστόσο, στην άκρη μιας τέτοιας ξέφρενης κούρσας; Οι εξουσίες έμειναν, βεβαίως, απείραχτες στο πηδάλιό τους, ενόσω η τηλεόραση ήρθε αίφνης να τις υπερκεράσει συλλήβδην σε μέγεθος και αποτελεσματικότητα: ο τηλεοπτικός πολιτικός σήμανε με τον καθολικό του λόγο, λόγο καθαρού εισοδισμού (κανένα είδος αντίστασης δεν κατέστη δυνατόν να του προβληθεί) το τέρμα του πολιτισμού της ανάγνωσης, προωθώντας μια ριζικά νέα κοινωνική συνθήκη -μια συνθήκη όπου, όπως πολύ χαρακτηριστικά το λέει ο Kernan, η δημιουργικότητα και η λογοκλοπή είναι ολοένα και περισσότερο δύσκολο να καθοριστούν, ενώ η διαφήμιση και το image making έχουν αιχμαλωτίσει τη γλώσσα. Τούτο, ωστόσο, βιάζεται να προσθέσει (ή μάλλον να μας αφήσει να καταλάβουμε) ο Kernan, είναι μόνο η μισή αλήθεια. Αν ο ρομαντισμός και ο μοντερνισμός έχασαν κατά κράτος την ηθική μάχη του ουμανισμού και της αισθητικής, την ίδια ώρα κέρδισαν καθ' ολοκληρίαν το νομικό στοίχημα της ελευθερίας της έκφρασης και της προστασίας των οικονομικών και των εκδοτικών δικαιωμάτων του συγγραφέα. Σήμερα ουδείς διανοείται να παραγνωρίσει αυτές τις ρομαντικές και μοντερνιστικές αξίες. Το θέμα, όμως, του θανάτου της λογοτεχνίας είναι προφανές πως δεν μπορεί να αρθεί στα δικαστήρια.
Τι μέλλει γενέσθαι;
Τι απομένει να γίνει; Σε μια μεταβατική περίοδο τόσο σύνθετη όσο η σημερινή, υπογραμμίζει εύστοχα ο Χάρης Βλαβιανός στον πυκνό πρόλογό του, κάθε είδους πρόβλεψη κινδυνεύει να αποδειχθεί αφελής. Το ίδιο φαίνεται να ασπάζεται και ο Kernan, που όχι μόνο αποφεύγει τις προγνώσεις, αλλά και δείχνει να αποδέχεται ότι η λογοτεχνία δεν αποκλείεται να κατορθώσει μελλοντικά να διεκδικήσει εκ νέου μια θέση στην κοινωνική και την πολιτική ζωή. Μακριά από τη βαριά απαισιοδοξία του Τζορτζ Στάινερ (ενός, ας σημειωθεί, από τους τελευταίους μεγάλους ουμανιστές του καιρού μας, που βλέπει το πρότυπο της εποπτικής του παιδείας να υποχωρεί καθημερινά), ο Kernan θεωρεί πως μολονότι η λογοτεχνία έχει απολέσει μάλλον οριστικά τη θέση της στο δέντρο της γνώσης, τα πράγματα δεν κατευθύνονται κατ' ανάγκην σε μονόδρομο -αρκεί να επινοηθεί κάτι που σήμερα, όσο κι αν το θέλουμε, δεν είναι ακόμη διαθέσιμο: Μια νέα λογοτεχνία θα κάνει την εμφάνισή της μονάχα όταν κάποιος καινούργιος, αξιόπιστος και θετικός τρόπος διεκδικήσει για λογαριασμό των παραδοσιακών λογοτεχνικών έργων μια θέση που να έχει κάποια αξία και χρησιμότητα για τη ζωή του ατόμου και της κοινωνίας ως συνόλου.
Δεν θα πρέπει, νομίζω, να δούμε στο κάπως αμφίλογο αυτό συμπέρασμα ούτε στρεψοδικία ούτε φυγόδικο πνεύμα. Ο Kernan ξέρει ότι οι λύσεις δεν βρίσκονται στη θεωρία και ότι μόνο η ζωντανή πραγματικότητα μπορεί να μεταστρέψει στο τέλος και το θεωρητικό λόγο. Κι ας πω από τη μεριά μου και τούτο: ό,τι ήταν να γίνει μέσα στο πανεπιστήμιο με το μαρξισμό, την αποδόμηση, το στρουκτουραλισμό, την ψυχανάλυση και το φεμινισμό έγινε χωρίς να πεθάνει η λογοτεχνία, η οποία συνεχίζει ακατάβλητη το δρόμο της, παρ' όλους τους τηλεοπτικούς τριγμούς, ώς τις ημέρες μας. Κι αν το «ακατάβλητη» χωρεί πολύ νερό, άλλο τόσο νερό χωρεί κι η πεποίθηση πως τα πάντα έχουν τελειώσει. Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον θα μας φανερώσει (κι αρκετά σύντομα, φαντάζομαι) περισσότερα, μια και τα χρόνια μας βαδίζουν σ' ένα, ούτως ή άλλως, πολύ κρίσιμο μεταίχμιο.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/07/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις