0
Your Καλαθι
Ενορία της Αγίας Κωνσταντινουπόλεως. Τζιμπαλί
Περιγραφή
Το βιβλίο αυτό είναι η πρώτη έντυπη έκδοση του ΙΜΕ. Εξετάζει μια σημαντική αλλά σχετικά άγνωστη ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, την Αγιά, από την εποχή της Άλωσης έως τα μέσα του 20ού αιώνα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Το Τζιμπαλί "του παλαιού καλού καιρού" είναι χρόνια τώρα που έχει οριστικά χαθεί» γράφει ο Ακύλας Μήλλας στον πρόλογό του στο βιβλίο Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως, Τζιμπαλί. «Μαζί του έσβησε και όλος ο ποικίλος εκείνος κόσμος των οσπιτάνων, των πεκιάρηδων και των οικατόρων του. Εντελώς δε πρόσφατα μεγάλο τμήμα της παλαιάς επικράτειας εξαφάνισαν οι απαλλοτριώσεις των πολυσυζητημένων έργων μιας δήθεν αναβαθμίσεως της περιοχής Κερατίου». Και ενώ ένα ακόμη χτύπημα της μοίρας (από φυσικά αίτια αυτή τη φορά) πλήττει την περιοχή, τον μαχαλέ-ι Αγιά, ένα βιβλίο έρχεται να μιλήσει στη μνήμη. Τα κεφάλαια που το αποτελούν έχουν τίτλους: Κεράτιος κόλπος, Ενορία της Αγιάς, οσπίτανοι και οικάτορες, με ενότητες Ναός Αγίου Νικολάου, Παρεκκλήσιο και αγίασμα Αγίου Χαραλάμπους, «Γκιαβγκίρι» επιτροπικό, Διοίκηση ενορίας, Εκπαιδευτήρια, Συσσίτια, Γυμναστικός σύλλογος «Αχιλλεύς», Γυμναστικός Διδασκαλικός Σύλλογος, Λέσχη «Μνημοσύνη». Το τελευταίο κεφάλαιο έχει τίτλο Πεκιάρικα και πεκιάρηδες και αναφέρεται στους μάστορες και εργάτες που έρχονταν στην Πόλη για να εξοικονομήσουν χρήματα και συνήθως κατοικούσαν στους χώρους εργασίας και ήταν παρόντες σε όλες τις μικροεπιχειρηματικές (και όχι μόνο) δραστηριότητες.
Πόλη, θέμα πάντα επίκαιρο
Είναι πάντοτε εξαιρετικά δύσκολο να γίνει βιβλιοκριτική σε μια έκδοση της οποίας δεν είναι σαφής ο χαρακτήρας. Και αυτό επειδή ανάλογα με το είδος της έκδοσης προσδιορίζονται και τα κριτήρια με τα οποία κρίνεται ένα έργο. Αλλα είναι τα κριτήρια για τα βιβλία ιστορίας, άλλα για τα βιβλία ανθρωπολογίας, άλλα είναι για τα ταξιδιωτικά και άλλα για τα χρονικά. Το έργο της Μέλπως Κεσίσογλου-Καρυστινού δεν εμπίπτει σε κανένα από τα παραπάνω είδη. Καταγράφει όμως με συστηματικό τρόπο ένα σύνολο πληροφοριών από πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές, συντάσσοντας το ιστορικό της Κοινότητας της Αγιάς. Η Αγιά, περισσότερο γνωστή ως Τζιμπαλί, συνορεύει με το Φανάρι και αποτελεί μία από τις πιο παλιές ενορίες των Ρωμιών της Πόλης. Το θέμα «Πόλη» είναι ένα θέμα που γενικά «πουλάει». Αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό, μόνο που πολλές φορές υπονομεύει την αναγκαία κριτική θεώρηση των βιβλίων που πραγματεύονται όψεις της ζωής των Ρωμιών της Πόλης.
Σε αντίθεση με τα βιβλία που γράφονται για πολλά άλλα θέματα, οι συγγραφείς των οποίων είναι αναγκασμένοι να ακολουθήσουν συγκεκριμένους κανόνες στους οποίους έχει συναινέσει η αντίστοιχη επιστημονική κοινότητα, αυτό δεν φαίνεται να ισχύει για πολλά από τα βιβλία που γράφονται για την Πόλη. Δεν είναι όμως μονάχα αυτό το πρόβλημα. Το γεγονός όμως ότι εκδίδονται βιβλία στα οποία καταγράφονται σημαντικές και πολύτιμες πληροφορίες από αρχειακό υλικό που δεν είναι σαφές ούτε πώς αποκτήθηκε ούτε σε ποιον ανήκει ούτε και πώς μπορεί να είναι προσβάσιμο σε άλλους μελετητές αποτελεί μια εξαιρετικά σοβαρή παραβίαση της επιστημονικής δεοντολογίας. Αναφέρομαι κυρίως στους συγγραφείς οι οποίοι με μεγάλη ευκολία μετατρέπουν την απλή μετεγγραφή αρχειακού υλικού που έχουν αποκτήσει πώς άραγε; σε βιβλία. Βέβαια η δημιουργική χρήση του αρχειακού υλικού αποτελεί μεγάλη τέχνη και υπερβαίνει την απλή μεταγραφή του.
Με τα παραπάνω δεν υπονοώ ότι οι συγγραφείς αυτοί δεν έχουν το δικαίωμα να γράφουν βιβλία. Προφανώς και έχουν. Αλλού είναι το πρόβλημα: πώς θα αντιμετωπίσει αυτά τα βιβλία η επιστημονική κοινότητα, όχι για να εκμηδενίσει τη συμβολή τους αλλά για να αρχίσει ένας διάλογος για το πώς τα βιβλία αυτά μπορούν να αποτελέσουν υλικό παραπέρα έρευνας και επεξεργασίας και για το πώς μπορεί το αρχειακό υλικό που έχουν στη διάθεσή τους οι συγγραφείς να δημοσιοποιηθεί και να αξιοποιηθεί πολύπλευρα για το τόσο σύνθετο έργο που λέγεται «ιστορία των Ρωμιών της Πόλης». Όσο οι επαγγελματίες ιστορικοί σνομπάρουν το έργο των μη επαγγελματιών και όσο οι δεύτεροι περιχαρακώνονται στον δικό τους κόσμο τόσο θα εντείνεται το αδιέξοδο. Και βέβαια, όπως και αλλού, την ευθύνη για τις πρωτοβουλίες που πρέπει να ληφθούν ώστε να σπάσει ο φαύλος αυτός κύκλος την έχουν στο ακέραιο οι επαγγελματίες ιστορικοί. Το γεγονός ότι πολλά άτομα αισθάνονται αμηχανία απέναντι σε αυτά τα βιβλία δεν βοηθάει καθόλου τον σκοπό που ρητά ή άρρητα προσπαθούν να προωθήσουν οι συγγραφείς των αντίστοιχων βιβλίων και ο οποίος γενικά εμπίπτει σε αυτό που συνήθως λέμε «να κρατηθούν ζωντανές οι μνήμες». Η αμηχανία όμως αυτή οδηγεί και στο να αγνοηθούν τελικά πολλά εξαιρετικά έργα, αφού ούτε και αυτά αποτελούν αντικείμενο συζήτησης, μια και τσουβαλιάζονται μαζί με όλα τα άλλα που γράφονται για την Πόλη. Τα έργα αυτά είναι ορισμένες προσωπικές μαρτυρίες που δεν διεκδικούν τίποτε περισσότερο από αυτό που είναι, όπως και ορισμένες καταγραφές που με πολύ κόπο και απόλυτη ειλικρίνεια έχουν ολοκληρωθεί. Κυρίως όμως η «μπάλα» παίρνει και τις εξαιρετικές μονογραφίες που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία έτη.
Μια ξεχωριστή κοινότητα
Αντλώντας στοιχεία από αρκετούς κώδικες της Ενορίας της Αγιάς και από πολλά άλλα βιβλία σχετικά με την ιστορία της Πόλης μετά την Αλωση, η κυρία Κεσίσογλου-Καρυστινού ανασυγκροτεί το ιστορικό του Ναού του Αγίου Νικολάου καθώς και του Ναού και του Αγιάσματος του Αγίου Χαραλάμπους, και μας παρέχει πολλές και χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τη διοίκηση της ενορίας, τα σχολεία, τα συσσίτια, τους γυμναστικούς συλλόγους και τη λέσχη «Μνημοσύνη». Το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου αποτελεί το κεφάλαιο σχετικά με τους πεκιάρηδες. Η περιοχή των πεκιάρηδων εξαπλωνόταν σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από την περιοχή του Τζιμπαλιού και στο τμήμα αυτό του βιβλίου της η συγγραφέας δεν αναδεικνύει μονάχα τη σχεδόν άγνωστη καθημερινότητα των πεκιάρηδων αλλά και τη συμβολή των διαφόρων συντεχνιών στις οποίες δούλευαν ή ανήκαν οι πεκιάρηδες στην οικονομική στήριξη της Κοινότητας της Αγιάς αλλά, ως έναν βαθμό, και του Πατριαρχείου. Οι πεκιάρηδες ήταν οι άγαμοι παρεπίδημοι που έρχονταν στην Πόλη για να δουλέψουν και να συγκεντρώσουν κάποια χρήματα προτού γυρίσουν στις πατρίδες τους. Η εικόνα μοιάζει πολύ περισσότερο με τις περιγραφές του Λονδίνου από τον Ντίκενς και μας προσφέρει μια πολύ πιο σύνθετη πραγματικότητα της ζωής των Ρωμιών της Πόλης σε σύγκριση με πολλές άλλες περιγραφές που υπονοούν την ειδυλλιακή συνύπαρξη των διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων των Ρωμιών ως θεματοφυλάκων του Γένους.
Η Μέλπω Κεσίσογλου-Καρυστινού κατάφερε να διατηρήσει μια άριστη ισορροπία ανάμεσα στην καταγραφή της προφορικής αφήγησης κάποιων ατόμων, στην επιλογή χωρίων από άλλες προσωπικές αφηγήσεις, στη χρήση των πληροφοριών από τους κώδικες και άλλο αρχειακό υλικό, και στη χρήση της δευτερογενούς βιβλιογραφίας ώστε να προσδιοριστεί το ιστορικό πλαίσιο για τη δική της αφήγηση. Αυτή δε η ισορροπία αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία όταν αναλογιστούμε ότι το εγχείρημα της συγγραφέως ήταν ιδιαίτερα φορτισμένο συναισθηματικά, αφού ο πυρήνας του υλικού της προέρχεται από το υλικό που είχε συλλέξει ο πατέρας της, ο οποίος για πολλά χρόνια ήταν πρόεδρος της Κοινότητας του Τζιμπαλιού και, θα προσέθετα εγώ, μία από τις πιο δραστήριες και ευγενικές μορφές στις τόσο περίπλοκες δραστηριότητες των ενοριών της Πόλης τη δεκαετία του 1950.
Σε πολλά από τα βιβλία που γράφονται για τους Ρωμιούς της Πόλης δίνεται μεγάλη έμφαση στη χρήση των πρακτικών συνεδριάσεων των διαφόρων συλλογικών οργάνων. Κανείς δεν θα διαφωνήσει με αυτό. Αυτό όμως που αγνοείται σχεδόν παντελώς είναι η εξίσου συστηματική χρήση των άλλων τεκμηρίων, από τα οποία υπάρχουν, ευτυχώς, πολλά ακόμη. Τα λογής ταμεία που για ευνόητους λόγους είχαν φυλαχθεί και από τα οποία προκύπτουν όχι απλώς τα έξοδα και τα έσοδα αλλά και μια σημαντική διάσταση της δραστηριότητας της ενορίας παραμένουν ανεκμετάλλευτο υλικό. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα, όχι από την Κοινότητα της Αγιάς, το οποίο είναι μεν ακραίο αλλά πολύ χαρακτηριστικό, σε σχέση με τις πληροφορίες που μπορούν να αντληθούν από τα ταμεία. Από το καθολικό ταμείο της οικοδομής της Μεγάλης του Γένους Σχολής μαζί και με το ημερολόγιο πληρωμών του 1880-1881, στο οποίο καταγράφονται αναλυτικά και σε καθημερινή σχεδόν βάση οι πληρωμές στους διαφορετικούς τεχνίτες και η αγορά συγκεκριμένης ποσότητας οικοδομικών υλικών, μπορεί κανείς να ανασυγκροτήσει τη δομή του εργοταξίου και σε εβδομαδιαία σχεδόν βάση την εξέλιξη της οικοδομής κάτι που δεν ταυτίζεται καθόλου με τον τρόπο εξέλιξης μιας οικοδομής σήμερα. Από τα ταμεία λοιπόν προκύπτουν μεν αριθμοί αλλά προκύπτουν και δραστηριότητες, πρακτικές και επιλογές. Αλλες πηγές που προσφέρονται για στατιστικούς πίνακες είναι τα μαθητολόγια, τα οποία εμπεριέχουν και το επάγγελμα του πατέρα, ή τα πιστοποιητικά θανάτου, που συχνά αναφέρουν και την αιτία θανάτου κτλ.
Η συγκεκριμένη έκδοση έγινε από το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Μια έκδοση, ιδιαίτερα για τέτοια θέματα, θα πρέπει να κρίνεται και από το πόσο συνεισφέρει ο εκδότης όχι μόνο στην ποιότητα της εκτύπωσης αλλά και στο επεξηγηματικό και εικονογραφικό υλικό που συμπεριλαμβάνεται και το οποίο πρέπει να αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα του κειμένου. Ας πάρουμε δύο παραδείγματα. Στην παρουσίαση του ιστορικού μιας κοινότητας οι πολεοδομικοί χάρτες και τα αρχιτεκτονικά σχέδια διαφόρων κτισμάτων περιέχουν εξαιρετικά χρήσιμες πληροφορίες. Υποτιμούν πολλές φορές τα αντίστοιχα βιβλία ότι η χωρική κατανομή των κατοίκων και των μαγαζιών τους είναι συχνά ενδεικτική και του τρόπου ζωής μιας κοινότητας. Οι δυνατότητες που έχουμε σήμερα με την καταχώριση των διαφόρων πληροφοριών σε πολεοδομικούς χάρτες που έχουν γίνει ψηφιακοί μπορεί να μας οδηγήσουν σε μοναδικές πια εκδόσεις, οι οποίες να παρουσιάζουν με εύχρηστο τρόπο τα είδη των πληροφοριών που είναι τόσο απαραίτητα για τέτοιου είδους μελέτες. Ας πάρουμε ένα μικρό παράδειγμα. Σε ένα από τα παραρτήματα του βιβλίου η κυρία Κεσίσογλου-Καρυστινού περιλαμβάνει αναλυτικές καταγραφές των ενοριτών. Πόσο πιο πολύτιμο θα ήταν να είχαμε αυτά τα στοιχεία και σε σχέση με τη χωρική κατανομή τους σε έναν συμβατό πολεοδομικό χάρτη!
Αντίστοιχο πρόβλημα έχουμε και με τις αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις. Τι νόημα έχουν τα διάφορα σκιτσάκια σε μια επιστημονική έκδοση; Ποιος ο λόγος αντί της αναπαραγωγής μιας γκραβούρας να έχουμε το σκίτσο ενός τμήματός της; Ή να γίνεται το ίδιο με έναν χάρτη; Χτυπητό παράδειγμα, τα δύο (μόνο) αρχιτεκτονικά σχέδια του κ. Α. Πορίδη και η τεράστια διαφορά στο είδος των πληροφοριών που μας παρέχουν. Επειδή όμως ούτε η ένταξη των πληροφοριών σε χάρτες ούτε και τα αρχιτεκτονικά σχέδια ήταν δυνατό να γίνουν από τη συγγραφέα, εφόσον προϋποθέτουν αρκετές ανθρωποώρες και τα αντίστοιχα κονδύλια, θα ήταν κάτι που θα έπρεπε να ενδιαφέρει τον εκδότη, όταν μάλιστα ο εκδότης είναι το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Το δεύτερο παράδειγμα είναι η επαγγελματική φωτογράφιση διαφόρων τεκμηρίων που ακόμη επιβιώνουν. Οι εικόνες και τα αφιερώματα στις εκκλησίες, τα σπίτια αλλά και πολλές από τις προσόψεις κτισμάτων θα αποτελούσαν ένα εξαιρετικά πολύτιμο συμπλήρωμα στο κείμενο. Χάθηκε μία ευκαιρία και για το Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού να χρηματοδοτήσει μια τέτοια φωτογραφική τεκμηρίωση. Και εδώ βλέπει κανείς τη μεγάλη διαφορά όταν συγκρίνει τι πολλά προσφέρουν οι ελάχιστες φωτογραφίες των κ. Δ. Παλαβίδη και Α. Πετρίδη.
Πολλά από τα παραπάνω γράφτηκαν με αφορμή το βιβλίο της Μέλπως Κεσίσογλου-Καρυστινού και δεν αναφέρονται άμεσα στο βιβλίο της. Μάλιστα ο λόγος που έθιξα ορισμένα από τα παραπάνω είναι ακριβώς επειδή το βιβλίο της κυρίας Κεσίσογλου-Καρυστινού αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα δουλειάς σε αυτό το είδος.
Κώστας Γαβρόγλου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-08-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις