0
Your Καλαθι
Ακροβατώντας στα όρια
Περιγραφή
Ο Έντμουντ Κήλυ, ο σημαντικότερος μεταφραστής ελληνικής ποίησης στα αγγλικά, εξομολογείται. Οι εμπειρίες μιας ζωής ανάμεσα στη φυσική του πατρίδα, την Αμερική, και τη θετή, την Ελλάδα, είναι η πρώτη ύλη του αυτοβιογραφικού του αφηγήματος. Από τις αλάνες της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής στην προπολεμική Θεσσαλονίκη των παιδικών του χρόνων, ως τα γήπεδα του μπέιζμπολ στην Ουάσινγκτον της εφηβείας του, τα βιώματα από δύο διαφορετικές κοινωνίες και δύο διαφορετικές γλώσσες σηματοδοτούν τα ίχνη μιας περιπέτειας που οδήγησε στη διαμόρφωση αυτής της εντελώς ξεχωριστής προσωπικότητας. Με το αφήγημα αυτό, που ξεχειλίζει από χιούμορ, ο Κήλυ αποδεικνύει ότι το απαράμιλλο μεταφραστικό του έργο οφείλεται στη βιωμένη εμπειρία της ακροβασίας στα όρια που ενώνουν και χωρίζουν δύο κόσμους.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στα σύνορα της αμερικανικής και της ελληνικής συνείδησης. Μεταξύ μητέρας και θετής πατρίδας. Πάνω στη γραμμή όπου συνομιλούν ή συγκρούονται διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις και διαφορετικές ταυτότητες. Εκεί διάλεξε να ζήσει ο Έντμουντ Κήλυ, και έτσι καλλιέργησε μια διπλή οπτική - ελληνική και αμερικανική - για τα πράγματα. Πώς έφτασε εκεί; Μα αυτό ακριβώς είναι το θέμα των αναμνήσεών του, που θα κυκλοφορήσουν τη Δευτέρα από την Ωκεανίδα, με τίτλο, τι άλλο; «Ακροβατώντας στα όρια»!
Το βιβλίο αυτό θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, τη «Γλώσσα που δεν κόπηκε» του νομπελίστα Ελίας Κανέτι, ο οποίος, σε αντίστοιχη ηλικία, αφηγήθηκε την πορεία του προς την ενηλικίωση, μιλώντας τελικά για τη διαμόρφωση της πολυπολιτισμικής ταυτότητάς του. H διαδικασία αυτή στον Κήλυ κρατά περίπου μία εικοσαετία, μεταξύ 1936 και 1954. Μέσα σ' αυτό το διάστημα, ο 8χρονος γιος του Αμερικανού προξένου που προσγειώνεται στην πολυεθνική προπολεμική Θεσσαλονίκη θα εξελιχθεί σε έναν νεαρό καθηγητή του αμερικανικού Πρίνστον, παντρεμένο με Ελληνίδα της Αλεξάνδρειας, ο οποίος διδάσκει Αγγλικά και Δημιουργική Γραφή, παρεμβάλλοντας στα μαθήματά του εισηγήσεις για Έλληνες ποιητές και προχωρώντας στις πρώτες μεταφράσεις σύγχρονης ελληνικής ποίησης ενώ συνθέτει τα πρώτα του μυθιστορήματα με φόντο την Ελλάδα.
Μην περιμένετε όμως μια απαρίθμηση γλυκερών αναμνήσεων ή μια φιλελληνική ελεγεία. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Κήλυ έχει αρετές μυθιστορήματος και ενδιαφέρει τον σημερινό αναγνώστη, επειδή ακριβώς παρακολουθεί βήμα βήμα τις αντιφατικές εμπειρίες που διέπλασαν τη συνείδησή του και μπόλιασαν τον Έλληνα εαυτό του με αμερικανικά στοιχεία, και τον Αμερικανό με ελληνικά. Κάτι διδακτικό για όσους δαιμονοποιούν την Παγκοσμιοποίηση...
«Εντάξει μαλάκα!»
Ο Κήλυ είναι απολαυστικός όταν αναπλάθει τα παρεΐστικα ελληνικά που μιλούσε παιδί με τους Μακεδόνες, Αρμένιους, Πόντιους, Σμυρνιούς φίλους του στη Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης: «Εντάξει μαλάκα. Χριστός και Παναγιά! Μα μαλάκας είσαι; Σου είπα να ρίξεις την μπάλα σε μένα ρε χαλβά. Σε μένα είπα. Δώσε μου την ευκαιρία και θα κάνω τα αβγά του τερματοφύλακα λάχανα». Αλλά είναι εξίσου απολαυστικός όταν στέκεται στην αργκό ενός φίλου του από το μπάσκετ, ο οποίος προσπαθεί να τον μυήσει στο τυπικό τού «μάτσα-μούτσα», όπως το έκαναν οι έφηβοι στην πουριτανική Αμερική του '40. Στο περιθώριο της αφήγησής του άλλωστε διαγράφεται πάντα το ιστορικό-πολιτικό-κοινωνικό προφίλ καθεμιάς από τις πατρίδες του, αλλά μόνο όπως (και όσο) το αντιλαμβανόταν εκείνη τη δεδομένη περίοδο. Ο Κήλυ περιγράφει π.χ. τη ναζιστική και τη μεταξική προπαγάνδα στη νεολαία της Θεσσαλονίκης, όπως τη βίωσε με δυσφορία ως μαθητής της Γερμανικής Σχολής. Επίσης, το πογκρόμ των Αμερικανών κατά τη διάρκεια του B' Παγκοσμίου Πολέμου εναντίον όσων κατοίκων των ΗΠΑ είχαν οποιαδήποτε σχέση με την Ιαπωνία, όπως το εισέπραξε μέσα από το σκοτεινιασμένο ύφος (και αργότερα μέσα από τα αρχεία) του πατέρα του, που υπήρξε επιθεωρητής των σχετικών στρατοπέδων-καταυλισμών. «Ήταν ένας προάγγελος του Γκουαντανάμο», λέει σήμερα. Αντίθετα, δεν αναφέρει τη δολοφονία, εκείνη την εποχή, του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ που θα αποτελέσει αργότερα αφορμή για τη γνωστή, παρεμβατική, μελέτη του. Ούτε στέκεται στον βομβαρδισμό της Χιροσίμα περισσότερο απ' όσο χρειάζεται για να εξηγήσει τι τον ώθησε να διακόψει τις σπουδές του και να καταταγεί εθελοντής στο αμερικανικό Ναυτικό. H αφήγησή του έχει μια θερμοκρασία και δημιουργεί μια αίσθηση σασπένς, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο: επειδή δεν πέφτει στην παγίδα του ετεροχρονισμού, δεν έχει ακαδημαϊκή οπτική, και συνταράσσεται από νεανικές ανησυχίες.
Το βιβλίο δίνει το στίγμα του από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Ο συγγραφέας μάς πληροφορεί ότι με το που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, τα αδέλφια του κι εκείνος άρχισαν να μιλούν στους γονείς τους σε τρίτο πρόσωπο. Με αυτόν τον τρόπο ο Κήλυ όχι μόνο ξεκλειδώνει τις προσωπικές του στιγμές, αλλά υποδηλώνει και πόσο τον σημαδεύει η διασταύρωσή του με τον Αλλο, με τις διαφορετικές κουλτούρες και γλώσσες (κάτι που θα αποτυπωθεί στα βιβλία του) ενώ ταυτόχρονα υπαινίσσεται ότι ο κόσμος αρχίζει να αλλάζει, οι σχέσεις να αναθεωρούνται, τα δεδομένα να ανατρέπονται.
Ο μικρός Μάικ «κολλάει» Ελλάδα στην προπολεμική Θεσσαλονίκη που έχει γεμίσει πρόσφυγες, μυρίζει μπαρούτι, μαστίζεται από την ελονοσία αλλά και πάλλεται από ανθρωπιά. Εκεί, στον παράδεισο της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής που πρόσφερε άσυλο σε όλους τους κατατρεγμένους, κάνει τους πρώτους του φίλους, μαθαίνει τα πρώτα του ελληνικά, συνδέεται με μια μεγαλύτερή του προσφυγοπούλα που τον διδάσκει πολλά μυστικά της ζωής και ανακαλύπτει τη μαγεία της φύσης. Εκεί ξυπνά και η πολιτική και η κοινωνική του συνείδηση που όμως θα διαμορφωθεί στην Αμερική όπου θα επιστρέψει 12χρονος πια με την οικογένειά του, πριν από την κήρυξη του Πολέμου. Το σοκ είναι μεγάλο καθώς αισθάνεται ξένος και έρχεται απότομα αντιμέτωπος με τον φυλετικό διαχωρισμό, τις προκαταλήψεις των λευκών, τον ανταγωνισμό στο σχολείο, τη σεμνοτυφία στις προσωπικές σχέσεις. Ωστόσο το βάζει σκοπό του να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων σαν καθαρόαιμος Αμερικανός κι ας μην ξεχνά την αίσθηση της Ελλάδας. Ο αναγνώστης τον παρακολουθεί να ψάχνεται με τα σπορ, με τις συμμορίες, τις λέσχες, τους προσκόπους, τις πολιτικές νεολαίες, να περνά από τους Ρεπουμπλικανούς στους Φιλελευθέρους (κάτι που ήθελε κότσια στο ελιτίστικο πανεπιστήμιο όπου πήγαινε), να ερωτεύεται διάφορες Λολίτες, (οι σκηνές των φλερτ είναι από τις πιο πετυχημένες), να απογοητεύεται, να στραβοπατάει, να αυτοσαρκάζεται και να αναζητά την έφεσή του χωρίς ιδιαίτερη βοήθεια από τους δικούς του.
H επιστροφή στην Ελλάδα
H λογοτεχνία, πρώτα η αμερικανική, μπαίνει στη ζωή του στο Ναυτικό, στα διαλείμματα ανάμεσα στα καψώνια, όπου ανακαλύπτει και την ικανότητά του να διηγείται φανταστικές ιστορίες. Ωστόσο εκείνο που θα λειτουργήσει καταλυτικά πάνω του είναι η επιστροφή του στην Ελλάδα στο τέλος του Εμφυλίου, ο ένας χρόνος που περνάει στη Γεωργική Σχολή ως καθηγητής πια στα 21 του (1949-50), η επανασύνδεση και ο χωρισμός του με την παλιά του φίλη. Τώρα συνειδητοποιεί ότι δεν άλλαξε μόνο ο κόσμος, αλλά και ο εαυτός του. Τώρα ξέρει ότι δεν θέλει να γίνει διπλωμάτης όπως ο πατέρας του αλλά να προασπίσει την ανεξαρτησία του και να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Έτσι αποφασίζει να ειδικευτεί στη λογοτεχνία. H «συνάντησή» του με τα ελληνικά γράμματα αργεί ωστόσο ακόμα. Θα γίνει στην Οξφόρδη όπου φθάνει για μεταπτυχιακές σπουδές και θα επισφραγιστεί με τη διατριβή του για τις «Αγγλοσαξονικές επιρροές στη σύγχρονη ελληνική ποίηση» και με την αλληλογραφία που ξεκινά με τον Γιώργο Σεφέρη, σύμβουλο τότε στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. H (γνωστή) ιστορία του Κήλυ ως κορυφαίου πρεσβευτή της νεοελληνικής κουλτούρας στην Αμερική.
ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ
ΤΑ ΝΕΑ, 07-02-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις