0
Your Καλαθι
Ψωνίζω άρα υπάρχω
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Η Ρεβέκκα τα έχει όλα: είναι νέα, ωραία, έχει καλή δουλειά και ζει στην πιο μοντέρνα γειτονιά του Λονδίνου. Δεν της λείπει τίποτα. Τότε, τι είναι όλες αυτές οι επιστολές από τις τράπεζες; Γιατί χρωστάει παντού; Γιατί, ό,τι και να της συμβαίνει, μια βόλτα στα μαγαζιά είναι η ψυχοθεραπεία της. Όταν η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο, δοκιμάζει τα πάντα: βιβλία αυτοβήθειας, περικοπές εξόδων, αύξηση εσόδων, ψέματα, φυγή, φλερτ μ' ένα πάμπλουτο αδιάφορο άντρα. Και, φυσικά, όλα πάνε υπέροχα στραβά.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο μυθιστόρημα «Ψωνίζω, άρα υπάρχω» της Σόφι Κινσέλα, οι βιτρίνες των καταστημάτων παρουσιάζονται σαν σκηνικά θεάτρου που όχι μόνο σαγηνεύουν το θεατή, αλλά υπόσχονται να του δώσουν κι ένα ρόλο, κάτι από τη μαγεία και τη γοητεία τους, μαζί με την υπόσχεση της μεταμόρφωσης, εφόσον φυσικά το αντέχει η τσέπη ή η κάρτα τους. Γιατί η κάθε αγορά δεν είναι απλώς μια διεκπεραιωτική διαδικασία, αλλά και η ψευδαίσθηση της εισόδου της αγοράστριας σε ένα γεμάτο αίγλη κόσμο, του οποίου μαγικά γίνεται μέλος. Αγοράζοντας μια συγκεκριμένη μάρκα προϊόντων ή ενδυμάτων, αγοράζεις και μια συγκεκριμένη ταυτότητα, η οποία δυστυχώς διαρκεί όσο και η συναλλαγή, καθώς οι ταυτότητες του είδους χρειάζονται συνεχώς ενίσχυση, εύθραυστες όσο και τα όνειρα με τα οποία επενδύονται. Ο Paco Underhill, στη μελέτη του Why we buy: The Science of Shopping παρατηρεί πως οι γυναίκες χρησιμοποιούν τα ψώνια ως «διασκέδαση, δωροδοκία, μια δικαιολογία για να απομακρυνθούν από το σπίτι ή το γραφείο ή για να σκοτώσουν το χρόνο». Οι βόλτες στα μαγαζιά μοιάζουν αθώα παιχνίδια εκτόνωσης και μια ευκαιρία των γυναικών να θρέψουν τον ατομισμό τους, αναπτερώνοντας την αυτοπεποίθησή τους. Παρ' ότι όμως ολόκληρη η διαδικασία παρουσιάζεται ως διασκέδαση, καθώς τα καταστήματα έχουν μετατραπεί σε παιχνιδότοπους για ενήλικες, με την ανάλογη μουσική, τα βίντεο, τα χάπενινγκ, συνήθως αυτές οι εξορμήσεις ακολουθούνται από ενοχές γιατί δεν βαραίνουν μόνο οι σακούλες με τα ψώνια, αλλά και οι κάρτες των οποίων οι λογαριασμοί «γέρνουν» από το βάρος των αγοραστικών «ασυδοσιών» και καταχρήσεων.
Ο κόσμος της αγοράς έχει μετατραπεί σε μια μεγάλη παγίδα για τις γυναίκες, καθώς υπόσχονται την εκπλήρωση κάθε φαντασίωσης, αρκεί να διαθέτουν το ανάλογο ποσόν για να την αγοράσουν, και αν δεν το διαθέτουν, οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες είναι τόσο αβάσταχτες, οπότε και αναγκάζονται να υποχωρήσουν, δίνοντας την κάρτα τους και μεταθέτοντας το πρόβλημα της εξόφλησης στο μέλλον. Αυτή η καταναγκαστική υποχώρηση μπροστά στα αντικείμενα του πόθου δεν είναι η παράδοση στην γοητεία ενός φορέματος ή σε ένα ζευγάρι παπούτσια, αλλά και η αποπλάνηση από ένα συλλογικό όνειρο που προβάλλεται ως η ύστατη ευδαιμονία μέσα από τη διαφήμιση. Ολόκληρη αυτή η περιπέτεια είναι σε μεγάλο βαθμό κατευθυνόμενη και για την προετοιμασία της πελάτισσας έχει επιστρατευτεί ένα ολόκληρο σύστημα «πλύσης εγκεφάλου» και ελέγχου, του οποίου η εφαρμογή στα πολυκαταστήματα γίνεται με τα βίντεο, τη μουσική ή τον τρόπο που τα εμπορεύματα είναι τοποθετημένα. Ολα στοχεύουν στον ψυχολογικό βιασμό των γυναικών, στη δημιουργία ενοχών αλλά και στην υπόσχεση της σωτηρίας. Από τη στιγμή δηλαδή που θα αποκτήσει το επιθυμητό προϊόν και το βάλει στο δέρμα της, στο σώμα της, στην ντουλάπα της, όλα μπορεί να αλλάξουν στη ζωή της.
Η Ρεβέκκα Μπλούμγουντ, ηρωίδα του σατιρικού μυθιστορήματος της Σόφι Κινσέλα, ανήκει στο είδος των γυναικών που έχει πλήρως απορροφηθεί από τις καταναλωτικές της συνήθειες. Εργάζεται ως οικονομική συντάκτρια σε μια μεγάλη εφημερίδα, αλλά φαίνεται πως δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τα δικά της οικονομικά. Ο κόσμος της είναι ο λαμπερός κόσμος των πολυκαταστημάτων, όπου τα αγαθά εκτίθενται με τέτοιο τρόπο, ώστε η Ρεβέκκα αδυνατεί να αντισταθεί και παραδίδεται στην προσωρινή ευχαρίστηση και στην αίσθηση της πολυτέλειας που της προσφέρει μία ακόμα αγορά. Το πρόβλημα όμως είναι πως συγχρόνως με την αφήγηση της Ρεβέκκας και τη λεπτομερή περιγραφή των αγορών της, παρουσιάζονται και μια σειρά από σχεδόν απειλητικές επιστολές από τράπεζες, καταστήματα και λογαριασμοί οι οποίοι θα πρέπει άμεσα να εξοφληθούν. Η Ρεβέκκα δεν είναι σε θέση να καλύψει τα χρέη της, υπάρχουν αγορές που δεν θυμάται πώς και γιατί τις έκανε, λες και λειτουργούσε σε καθεστώς σύγχυσης και γι' αυτό αποφασίζει να σβήσει την πραγματικότητα, να απορροφηθεί πλήρως από τον τεχνητό κόσμο των αγαθών και να υποταχθεί στη λατρεία του «Θεού της αγοράς».
Οταν η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο, αποφασίζει να κάνει περικοπές, να σταματήσει τις αγορές και να ξοδεύει μόνο τα απαραίτητα, όμως η κάθε μέρα οικονομίας οδηγεί την επόμενη σε μια ασυλλόγιστη σπατάλη. Η Ρεβέκκα δεν μπορεί να ξεφύγει από τη βασανιστική της συνήθεια, ύστερα από μια μέρα στέρησης χρειάζεται μια δόση shopping therapy, για να μπορέσει να αναστηλωθεί προσωρινά, αλλά και για να επιδεινώσει χειρότερα την κατάστασή της.
Αυτό που μας κάνει να συμπάσχουμε με τη Ρεβέκκα, είναι πως στο πρόσωπό της αναγνωρίζουμε πλήθος καθημερινών γυναικών που εξορμούν στα μαγαζιά για να αγοράσουν τη «λύτρωσή» τους, αναγνωρίζουμε επίσης πως το πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο από ό,τι παρουσιάζεται. Πίσω από τη μονομανία της για αγορές κρύβεται το σχεδόν τραγικό γεγονός πως μόνο έτσι υπάρχει. Η χαμηλή αυτοεκτίμησή της την ωθεί να αποκτήσει ένα ακόμα αγαθό, γιατί μόνο έτσι αισθάνεται ζωντανή. Τίποτα δεν την ευχαριστεί και τίποτα δεν την επιβεβαιώνει όσο μια εξόρμηση στον τεχνητό κόσμο της αγοράς. Βλέπουμε, επίσης, πως όλη η αίγλη και η ομορφιά που αγοράζει έχουν μόνο ένα στόχο: να συνεχίσει να παραμένει άφαντη και άυλη όσο άυλο είναι και το χρήμα που ξοδεύει πληρώνοντας με τις κάρτες, ώστε η καταναγκαστική επανάληψη να την οδηγήσει στην αναζήτηση των ίδιων υπηρεσιών, μη δυνάμενη να διαφύγει από το φαύλο κύκλο της επιθυμίας και της ενοχής.
Το «Ψωνίζω, άρα υπάρχω» ανήκει στην κατηγορία των γυναικείων μυθιστορημάτων με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, σύντομες και κοφτές φράσεις και τους εύκολα αναγνωρίσιμους κώδικες, που επιτρέπουν σε κάθε γυναίκα να ταυτιστεί. Εν τούτοις διαθέτει κάτι που το κάνει να ξεχωρίζει: παίρνει τις αποστάσεις του από το πλαίσιο που παρουσιάζει, ασκώντας με αυτό τον τρόπο κριτική στον κόσμο που περιγράφει. Η κριτική γίνεται με την παρωδία αυτών των κωδίκων, δίνοντάς μας την περιπέτεια της ηρωίδας και παρουσιάζοντας τα πολυκαταστήματα όχι απλώς ως τόπους εκτόνωσης αλλά τόπους μαρτυρίου.
Η Ρεβέκκα θεραπεύεται από τα υποκατάστατα της ευτυχίας, όταν ανακτήσει την αυτοεκτίμησή της, με μια δημιουργική εργασία και επιτυχία σε άλλο πεδίο, μόλις δηλαδή αναγνωρίζεται η ευφυΐα της και αποκτά μια άλλη ταυτότητα.
Η καταναλωτική κοινωνία διαθέτει καλά στημένους μηχανισμούς, που στοχεύουν στους άπραγους και με πολλά προβλήματα καταναλωτές, καραδοκώντας τη στιγμή που θα βρεθούν με μειωμένη βούληση και αυτοεκτίμηση και υπόσχονται να τους δώσουν αυτό που τους λείπει: ταυτότητα και αποδοχή.
Ο τίτλος του βιβλίου, που στα ελληνικά αποδόθηκε επιτυχώς, «Ψωνίζω, άρα υπάρχω», παράφραση της ρήσης του Καρτέσιου, φανερώνει το μαρτύριο των μανιωδών καταναλωτών. Ο κόσμος δε, που παρουσιάζεται στο βιβλίο της Κ. είναι ένας κόσμος ψεύτικος, ζαχαρένιος, κενός νοήματος, όσο κενά νοήματος είναι και τα σλόγκαν των διαφημίσεων και οι υποσχέσεις τους. Αυτά τα σύμβολα της ευτυχίας δεν επαρκούν να παραδώσουν κάποια σταθερή ικανοποίηση, καθώς η απειλή της χρεοκοπίας και η κατάθλιψη της ηρωίδας είναι προβλήματα αληθινά. Από τον κόσμο αυτό μόνο μια διαφυγή μπορεί να υπάρξει: η ανάληψη των ευθυνών και ίσως η κατά λέξη εφαρμογή της ρήσης του Καρτέσιου «σκέφτομαι άρα υπάρχω», ρήση που οι περισσότεροι καταναλωτές είτε αγνοούν είτε αποφεύγουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/01/2001
Κριτικές
01/10/2010, 19:56
18/11/2009, 21:16