0
Your Καλαθι
Η κρυφή ζωή των μελισσών ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
58%
58%
Περιγραφή
Η Λίλι Όουενς, κόρη ενός καλλιεργητή ροδακινιών, ζει κυνηγημένη από μια θολή ανάμνηση: του απογεύματος που πέθανε η μητέρα της, όταν εκείνη ήταν μόλις τεσσάρων χρόνων. Είναι η εποχή των φυλετικών αναταραχών στις νότιες πολιτείες της Αμερικής και όταν η Ροζαλίν, η μαύρη που τη μεγαλώνει, φυλακίζεται για «ανάρμοστη συμπεριφορά» απέναντι σε λευκό, η Λίλι κατορθώνει να τη φυγαδέψει και μαζί ζητούν καταφύγιο στο σπίτι τριών γυναικών που ασχολούνται με τη μελισσοκομία. Εκεί η Λίλι θα γνωρίσει τη στοργή και την αγάπη που τόσο της είχαν λείψει, θα ωριμάσει και θα μάθει πώς και γιατί σκοτώθηκε η μητέρα της.
Βιβλίο γεμάτο τρυφερότητα και σοφία, Η κρυφή ζωή των μελισσών, αναφέρεται στους άρρηκτους δεσμούς μητέρας και παιδιού, στο ψυχικό σθένος και την αλληλεγγύη των γυναικών, στις δραματικές διαστάσεις του ρατσισμού και στη δύναμη της αγάπης.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το άρτια δομημένο και απολύτως λειτουργικό βασίλειο των μελισσών χρησιμοποιείται, στο μυθιστόρημα της Αμερικανίδας Σου Μανκ Κιντ, ως μεταφορά για ορισμένες γυναικείες κοινότητες που λειτουργούν αποτελεσματικά, όχι μόνο παράγοντας έργο, αλλά δίνοντας το παράδειγμα με την πειθαρχία, την εργατικότητα και την αφοσίωση των μελών τους. Ταυτόχρονα, οι μέλισσες αποτελούν το όχημα μέσα από το οποίο τα πρόσωπα της ιστορίας έρχονται σε επαφή και με μια μυστική πλευρά των πραγμάτων, μεταφέροντας πληροφορίες, αποκαλύπτοντας νέες πτυχές της πραγματικότητας κι εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισής της, καθώς η αφήγηση εξελίσσεται παράλληλα με ένα «εγχειρίδιο» που περιγράφει τους κανόνες και τις συνήθειες της ζωής στο πλαίσιο μιας κυψέλης.
Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται μια οικογένεια τριών έγχρωμων μελισσοκόμων αδελφών που ζουν στις νότιες Πολιτείες της Αμερικής, στις αρχές της δεκαετίας του '60, εποχή φυλετικών αναταραχών, και που φέρουν και οι τρεις ονόματα ανοιξιάτικων και θερινών μηνών, ονόματα που καλύπτουν τη διάρκεια της ζωής των μελισσών, ενώ η μεγαλύτερη αδελφή, η Ογκαστ Μπόουτραϊτ, λειτουργεί συμβολικά ως βασίλισσα, στην οποία απευθύνονται τα μέλη της κοινότητας για την επίλυση των προβλημάτων τους, εκπαιδευμένη να διευθύνει και να κατευθύνει τη «γυναικεία κυψέλη».
Στη γυναικεία αυτή κοινότητα καταφεύγει η δεκατετράχρονη Λίλι, η οποία μεγάλωσε με την οδυνηρή ανάμνηση του θανάτου της μητέρας της, όταν μόλις τεσσάρων ετών, σύμφωνα με το πατέρα της, την πυροβόλησε κατά λάθος. Η Λίλι ζώντας στη Νότια Καρολίνα με τον πατέρα της και τη μοναδική της φίλη, τη Ροζαλίν, μια μαύρη υπηρέτρια, που είναι το πλησιέστερο γι' αυτήν πλάσμα στον κόσμο, προσπαθεί να αντλήσει πληροφορίες για τα δραματικά γεγονότα της παιδικής της ηλικίας αλλά και για την ίδια τη μητέρα της.
Η Νότια Καρολίνα το '60 είναι ένας τόπος έντονων φυλετικών διακρίσεων, οι αγώνες για την ισότητα βρίσκονται σε έξαρση και όταν η Ροζαλίν απαιτεί τα εκλογικά της δικαιώματα κι έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Τότε η Λίλι δεν μπορεί να μην αντιδράσει και τη βοηθάει να δραπετεύσει από την Πολιτεία. Φυγάδες του νόμου, και από τον Τι Ρέι, το βίαιο και σκληρό πατέρα, ακολουθούν τα ίχνη της μητέρας τής Λίλι, που είχε πεθάνει πριν από δέκα χρόνια. Το «κλειδί» που κατευθύνει την πορεία τους και τις οδηγεί είναι μια εικόνα που βρήκε η Λίλι ανάμεσα στα πράγματα της μητέρας της, μια μαύρη Παναγία, η οποία στο πίσω μέρος γράφει «Τίμπουρον», μέρος στο οποίο πηγαίνουν, χωρίς να ξέρουν ακριβώς τι ψάχνουν να βρουν εκεί.
Φτάνοντας στη συγκεκριμένη πόλη, βρίσκουν καταφύγιο στο σπίτι των τριών μελισσοκόμων γυναικών κι εκεί αρχίζει η διαδρομή της ανίχνευσης του μυστηρίου που καλύπτει τη ζωή και το θάνατο της Ντέμπορα, της μητέρας τής Λίλι, αλλά κι ένα ταξίδι αυτογνωσίας και ωρίμανσης για την ίδια. Οι αδελφές ζούσαν για το μέλι που όχι μόνο το παρήγαγαν και το εμπορευόταν, αλλά επωφελούνταν από κάθε δυνατή χρήση.
Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της ηρωίδας μάς δίνεται ο ταραγμένος ψυχισμός της εφήβου που προσπαθεί να συμβιβάσει τα άλυτα μυστήρια της εξωτερικής πραγματικότητας με την προσωπική της περιπέτεια, ενώ η εξομολογητική και συχνά σπαρακτική περιγραφή της μας παρέχει αποκαλυπτικές πληροφορίες για τις συνθήκες ζωής των μαύρων, το ρατσισμό καθώς και τα ιστορικά γεγονότα που αφορούν τη συγκεκριμένη περίοδο.
Η Κιντ έντεχνα μέσα από τη δεκατετράχρονη ηρωίδα της περνάει και τις δικές της απόψεις για την ανισότητα, τους αγώνες αλλά και τις προκαταλήψεις εναντίον των μαύρων, κρατώντας όμως τις προσωπικές δοκιμασίες της Λίλι κεντρικό θέμα της αφήγησής της. Οι περισσότερες ανησυχίες και φαντασιώσεις της ηρωίδας της αφορούν τη φυγή και την αναζήτηση μιας χαμένης μητέρας και οι εναλλασσόμενες προβολές της πότε στην Παναγία και πότε στην Ογκαστ δεν είναι παρά η ανάγκη της να κατασκευάσει μια φαντασιακή μητέρα, η οποία θα την ενισχύσει και θα την απαλλάξει από τις ενοχές.
Τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο το να μένει ένα λευκό κορίτσι σε ένα σπίτι έγχρωμων γυναικών ήταν αποκρουστικό. Ομως εκεί διδάσκεται να αγαπάει τις μέλισσες και σιγά σιγά και τον εαυτό της, βρίσκοντας λέξεις που να καλλιεργούν τα συναισθήματα. Μαθαίνει όχι μόνο να αγαπάει, αλλά «να επιμένει στην αγάπη», όχι σαν θρησκευτική επιταγή, αλλά σαν τρόπο συμφιλίωσης με τα τραύματά της.
Αναζητώντας τη «μητέρα» συναντάει πνευματικές μητέρες, αναπαραγωγή ενός υγιούς μητρικού μοντέλου, και δημιουργώντας παραλλήλους με το αρχέτυπο της κοινότητας των μελισσών αισθάνεται τη ζεστασιά της οικογένειας που λειτουργεί καταπραϋντικά για το θυμό και τους φόβους της.
Σε μια ψυχαναλυτική ανάγνωση της ιστορίας, η αλύτρωτη εμμονή της Λίλι στη βασανιστική σχέση με τη μητέρα της προέρχεται από την ανάγκη της να απαλλαγεί από ένα θολό πρότυπο και από την ενοχή της δολοφονίας. Η αποκατάσταση στο φαντασιακό και η ανακατασκευή της εσωτερικής μητέρας λειτουργεί καταλυτικά και την ελευθερώνει από την επίδραση μιας νοσηρής ανάμνησης. Αυτού του είδους η αποκατάσταση δεν γίνεται μόνο δίνοντας ερμηνείες, αλλά βάζοντας στη θέση του προτύπου μια άλλη γυναικεία φιγούρα, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η έγχρωμη Ογκαστ, η οποία υπήρξε, όπως μαθαίνουμε, και η νταντά της μητέρας της και που την παροτρύνει να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της λέγοντάς της πως «Πρέπει να βρεις τη μητέρα μέσα σου. Ολοι μας πρέπει να το κάνουμε αυτό. Ακόμα κι αν ήδη έχουμε μητέρα, και πάλι πρέπει να βρούμε μέσα μας αυτό το κομμάτι του εαυτού μας». Η αποκατάσταση της συμβολικής σχέσης μητέρας/ κόρης είναι βασική και απαραίτητη για να αυτονομηθεί και να ανακαλύψει η ηρωίδα την ταυτότητά της. Ο αγώνας της στο τέλος επιβραβεύεται, καθώς κατορθώνει να απαλλαγεί από τη μνήμη μιας αρνητικής μητέρας και να την αντικαταστήσει με ένα θετικό μοντέλο. Καταγράφοντας τις εμπειρίες της σ' ένα τετράδιο αποσυμβολίζει τα μυστήρια του κόσμου, το βουητό των μελισσών, την κοινωνική αδικία αλλά και τη σκληρότητα του πατέρα της. Η Λίλι, ακούγοντας μια φωνή στο κέντρο των πραγμάτων, βλέπει τις μέλισσες σαν μέρος του μυστηρίου του κόσμου κι εντοπίζει τη λύση του βασανιστικού αινίγματος, καταλήγοντας πως για να βρεθεί η «άπιαστη βασίλισσα πρέπει πρώτα να εντοπισθούν οι υπήκοοι», που στην προκειμένη περίπτωση είναι η σταδιακή της μύηση στον κόσμο των μεγάλων, στην αποδοχή της διαφορετικότητας των άλλων αλλά και της δικής της. Ο εσωτερικός της κόσμος, που ήταν «μια αποικία χωρίς βασίλισσα», αποκτά μέσα από τη συμβίωση μια σταθερότητα που τη βοηθάει να ενηλικιωθεί. Η μετάφραση της Ρένας Χατχούτ μεταφέρει επιτυχώς το λυρισμό και τον κυματισμό της γλώσσας του πρωτότυπου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 08/08/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις