0
Your Καλαθι
Πρώιμα βάσανα
Περιγραφή
Οι φλαμουριές κατά μήκος της όχθης του ποταμού Κέρκα. Ο δρόμος με τις αγριοκαστανιές. Οι πασχαλιές πίσω από το σπίτι της οδού Μπεμ 27. Στο τραπέζι της κουζίνας, ένα πιάτο τβάρτσι - μικρές μπουκιές από χοιρινό λίπος με ελάχιστο κρέας. Παρατημένα παιχνίδια: μολυβένια στρατιωτάκια, πήλινοι και γυάλινοι βόλοι. Η ραπτομηχανή Σίνγκερ της μητέρας. "Ο Γιουγκοσλαβικός και Διεθνής Οδηγός λεωφορείων, πλοίων, σιδηροδρόμων και αεροπλάνων του 1938", το μεγαλόπνοο έργο του πατέρα. Η παιδική συμμορία των Τζεμ. Οι παραστάσεις του μικρού επαρχιακού τσίρκου στην Αλάνα του Κόμη. Μια σχολική έκθεση δημοσιευμένη στον "Καλό βοσκό". Ο πιστός σκύλος Ντίνγκο. Ένα φτηνό παιδικό μυθιστόρημα, "Ο καπετάνιος της αργυρής καμπάνας". Ο άνεμος του πολέμου, το τρένο της φυγής, ο πόνος του αποχωρισμού. Η Γιουγκοσλαβία μιας άλλης εποχής μέσα από τα μάτια ενός παιδιού...
Τα παιδικά χρόνια του κορυφαίου Γιουγκοσλάβου συγγραφέα Ντανίλο Κις, ο οποίος σε μεγάλη ηλικία επιστρέφει στον τόπο όπου μεγάλωσε. Γιος ενός ονειροπαρμένου πατέρα-ποιητή, ο οποίος χάθηκε πρόωρα σ' ένα από τα γερμανικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κις αναπολεί όλα όσα τον έχουν σφραγίσει ως συγγραφέα και ως άνθρωπο. Ταξίδι επιστροφής σ' έναν κόσμο χαμένης αθωότητας, ταξίδι αναμνήσεων σ' έναν κόσμο πρόωρης θλίψης.
ΚΡΙΤΙΚΗ
ENA BIBΛIΟ ΠΟY ANΟIΓEI ΣAN KAΛEIΔΟΣKΟΠIΟ. ENAΣ ΠEZΟΓPAΦΟΣ ΠΟY ΣYΛΛAMBANEI TΟN KΟΣMΟ ME TΟ AKAPIAIΟ BΛEMMA TΟY ΠΟIHTH. Ο NTANIΛΟ KIΣ ΣYNTAIPIAZEI MIKPA ΟMΟΘEMA ΔIHΓHMATA. ΟI ΠAIΔIKEΣ MNHMEΣ ΣTΟ MAYPΟBΟYNIΟ TΟY B' ΠAΓKΟΣMIΟY ΠΟΛEMΟY: AΓPIA ΦTΩXEIA, ΘEAMATIKH ΦYΣH. H KAΘHMEPINH ZΩH EKPHΓNYTAI ΣE MEΓA ΘEMA. ΘA MΠΟPΟYΣE NA ΔIABAΣTEI KAI ΩΣ IΔIΟMΟPΦΟ MYΘIΣTΟPHMA. Ή ΩΣ MΠAΛANTA.
«H τέχνη ως πεδίο απόλυτης ελευθερίας: εκεί είσαι απολύτως ελεύθερος να εξερευνήσεις, ατιμωρητί, την ομορφιά και τη διαστροφή της ζωής. H τέχνη είναι το αντίθετο της ζωής. Ένας νορμάλ άνθρωπος δεν γράφει βιβλία». Αυτά έλεγε στον Νεοϋορκέζο κριτικό Brendan Lemon ο πρόωρα χαμένος Ντανίλο Κις, σε μια συνέντευξή του. Στην ίδια συνέντευξη, ο Κις χαρακτήριζε τα βιβλία του ως «μυθιστορήματα μαθητείας»: «λογοτεχνικής μαθητείας», διευκρίνιζε. Στην τριλογία του, Chagrins precoces (Πρώιμα Βάσανα), Garden, Ashes και Hourglass, o Μαυροβούνιος πεζογράφος παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται η συγγραφική συνείδηση. Και, παραλλήλως, αφηγείται την εξόντωση των Εβραίων της Ουγγαρίας, από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες. «Στα Πρώιμα Βάσανα ο κόσμος αποκαλύπτεται μέσα από το βλέμμα ενός παιδιού: η όραση του αφηγητή είναι εσκεμμένα ναΐφ», σημειώνει.
Το μακελειό
Ο Ντανίλο Κις γεννήθηκε στο Νόβι Σαντ, όπου έζησε με την οικογένειά του ώς το 1942. Εκείνη τη χρονιά έγινε μακελειό. Εβραίοι σφάχτηκαν. Ήταν η πρώτη φορά που ο Ντανίλο Κις είδε πτώματα. Ανάμεσα στους νεκρούς αναγνώρισε αρκετούς από τους φίλους του. Ο πατέρας του έκρινε ότι στην ουγγαρέζικη εξοχή θα ήταν πιο ασφαλείς, έτσι η οικογένεια μεταφέρθηκε πάραυτα στην Ουγγαρία. Τελικά, αποδείχθηκε πως είχε δίκιο. H οικογένεια του Κις έζησε σε άγρια φτώχια, όμως τα έβγαλε πέρα. Το 1944 ο πατέρας του μεταφέρθηκε στο Αουσβιτς, όπου θανατώθηκε. Οι υπόλοιποι γλίτωσαν την εξόντωση, χάρη στην ορθόδοξη μητέρα. Το 1947 επέστρεψαν στο Μαυροβούνιο.
Ο Ντανίλο Κις σφραγίστηκε από τον βάναυσο θάνατο του πατέρα του. Κράτησε καλά φυλαγμένα όλα τα ντοκουμέντα και τις επιστολές που τον αφορούσαν. Είχε αποφασίσει να τα κάνει, κάποτε, λογοτεχνία. «Γνώριζα τόσο λίγο τον πατέρα μου», έλεγε, «που ήμουν σε θέση να χρησιμοποιήσω συγκεκριμένα και πραγματικά γεγονότα, για να μεταλλάξω έναν συνηθισμένο Κεντροευρωπαίο σε χαρακτήρα μυθοπλασίας».
Δεν είναι τυχαίο ότι ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη χειρωναξία της γραφής. Για τη μαστορική τεχνική της. «Κυρίως με ενδιαφέρουν τα ζητήματα τεχνικής: η τεχνική είναι, τουλάχιστον, το μισό κομμάτι της συγγραφής. Ορισμένοι αρχάριοι πιστεύουν πως αρκούν οι εμπειρίες. Αλλά για να γίνει κανείς συγγραφέας (αν εξαιρέσει κανείς το πρώτο βιβλίο, που αποδεικνύεται εύκολο συγγραφικά), θα πρέπει να ενδιαφέρεται, κατά κύριο λόγο, για ζητήματα τεχνικής».
O χαμένος βουκολικός παράδεισος
Τα «Πρώιμα Βάσανα» είναι μια συλλογή, ομόκεντρων θεματικά, σύντομων διηγημάτων. Δεν πρόκειται για απλό ερανισμό κειμένων της ίδιας αφηγηματικής κατηγορίας. Ο Ντανίλο Κις οργανώνει την αφήγησή του καλειδοσκοπικά. Κάθε ιστορία αποτελεί ένα στιγμιότυπο. Ο φακός εστιάζει, κάθε φορά, σε ένα συγκεκριμένο σημείο της εικόνας. Όμως, καθώς τα διηγήματα πηγαινοέρχονται μέσα στον χρόνο και τα ίδια πρόσωπα κυκλοφορούν ανάμεσά τους, η εικόνα σιγά σιγά συμπληρώνεται. Οι ήρωες δεν είναι κούφια ονόματα, έχουν συνήθειες και παρελθόν. H φύση δεν είναι ταμπλό βιβάν, σαλεύει και αλλάζει. Οι συγγραφικές νύξεις αποκτούν ξάστερο περιεχόμενο. Τα πρόσωπα και οι συμπεριφορές διατηρούν πολλαπλές όψεις. Σταθερός αφηγητής: ένα παιδί. Ένα παιδί με συγγραφική συνείδηση και μυθοπλαστική φαντασία. Παρακολουθούμε τη συγγραφική αυτοσυνειδησία να ελλοχεύει και να καθορίζει το αφηγηματικό βλέμμα. H παιδική αθωότητα υπάρχει, αλλά όχι νέτη σκέτη. Ο συγγραφέας δεν προτάσσει στην αφηγηματική μηχανή τη δήθεν παιδική αφέλεια. Τη συναιρεί με το εξ υστέρων ώριμο συγγραφικό βλέμμα.
Ο δρόμος με τις αγριοκαστανιές, μια βραδινή ενούρηση και ο φόβος της κοροϊδίας, ένα σκυλί που μιλά, ο καθαρισμός ενός κοτετσιού που γεμίζει το παιδικό κεφάλι με ψείρες, το γράψιμο μιας σχολικής έκθεσης και η βεβαιότητα ότι θα είναι η καλύτερη έκθεση της τάξης, η απώλεια μιας γκαστρωμένης αγελάδας, η δολοφονία νεογέννητων γατιών από σπαραχτική φιλανθρωπία, η καταστροφή ενός καλά θαμμένου ακριβού υφάσματος από αλογίσια κάτουρα: ορισμένα από τα θέματα των διηγημάτων της συλλογής. Το καθένα από μόνο του αποτελεί μια φλασιά οικογενειακής και τοπικής ιστορίας. Όλα μαζί, συνταιριασμένα, αποκαλύπτουν μια πολυπρισματική κινούμενη εικόνα μιας κοινωνίας, που έχει πια χαθεί.
Νοσταλγία; Ίσως. Ο Ντανίλο Κις περιγράφει έναν οριστικά χαμένο βουκολικό παράδεισο, μέσα σε μια άγρια εποχή. Τα παιδικά μάτια περιγράφουν αυτήν την βάναυση και βασανισμένη ομορφιά και ο ενσυνείδητος συγγραφέας την αποδίδει με περιγραφική εμμονή χαμένου παράδεισου.
Σαν ποιητής
Ο Ντανίλο Κις γράφει πεζογραφία με τον τρόπο της ποίησης: ακαριαία σύλληψη, εμμονή στη στιγμή, φράσεις που επανέρχονται και ορίζουν τον αφηγηματικό ρυθμό και τις εναλλαγές του, μικρές αφηγηματικές μονάδες. Κάποιες στιγμές, η δοσολογία γλυκίζει λίγο παραπάνω. Ένα σιρόπι νοσταλγίας καλύπτει σαν γλάσο το κείμενο. Είναι οι στιγμές που η ευαίσθητη και ασταθής ισορροπία ανάμεσα στην πεζολογική εκφορά και την ποιητική σύλληψη χάνεται. Το κείμενο γέρνει στη μεριά μιας θολής ποιητικότητας και της παρωχημένης νοσταλγίας.
Τι να κάνουμε. H λογοτεχνία που ρισκάρει, έχει και τα φάλτσα της. Μια μπετόν αρμέ αφήγηση δεν θα είχε διακυμάνσεις ούτε και στιγμές απογείωσης. Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως μυθιστόρημα ή ως μπαλάντα.
ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΙΔΟΥ
ΤΑ ΝΕΑ, 22-05-2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το μόνιμο ερώτημα που τίθεται σε κάθε απόπειρα να αναπαρασταθεί το παρελθόν, και μάλιστα καλλιτεχνικά, είναι το κατά πόσο μας συνδράμει σε αυτή την προσπάθεια η φαντασία ή όχι. Ο σοφός Μπόρχες εννοούσε να υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη ιστορία έχει να κάνει με τις δεξιότητες του φαντασιακού μας. Κατά τ' άλλα, η πραγματικότητα, η ιδέα του χρόνου συγκεκριμένα, είναι κάπου απρόσιτη, οπότε εμείς δεν έχουμε τίποτε άλλο να κάνουμε από το να σπεύσουμε προς αυτήν ανακαλύπτοντας και επινοώντας, όντως. Κατακτώντας, δηλαδή, τη γνώση (της άγνοιάς μας, δηλαδή) μέσα από τη δημιουργική, μνημονική λειτουργία...
Ο Σέρβος Ντανίλο Κις (1935-1989), ο γνωστός και στην Ελλάδα πρόωρα χαμένος πεζογράφος, αναγκάζεται να αναρωτηθεί σε κάποιο διήγημα της συλλογής «Πρώιμα βάσανα» γύρω από τη σχέση του με τη μνήμη. Οσον αφορά αυτή τη διαδικασία που τον αναγκάζει να αναδράμει στο χθες πλάθοντας έναν κόσμο εξαρχής, κατά μίμησιν του όποιου αληθινού.
Και όμως, ο, βυθισμένος στις αναμνήσεις μιας ποικίλης όσο και γκρίζας παιδικής ηλικίας, Κις έχει αγκιστρωθεί μονομανιακά σε εκείνη την εποχή των αρχών της δεκαετίας του '40 κυρίως, προσπαθώντας να την ανασυστήσει με τη μεγαλύτερη πιστότητα. Ως ανάγκη θα 'λεγες μιας βαθύτερης υπόσχεσης στον εαυτό του να θυμηθεί όλα όσα τον δόμησαν και τον σφράγισαν εσωτερικά. Καταστρώνοντας, βέβαια, μία στρατηγική αναπότρεπτη σε αυτό του το εγχείρημα, την οποία προσλαμβάνουμε χωρίς δυσκολία.
Εννοώ ότι αυτό που κατορθώνει (τι άλλο άραγε θα μπορούσε;) είναι να συλλέξει ήχους, να αποκρυπτογραφήσει τις μοναχ(δ)ικές εντυπώσεις του από εικόνες ρευστές και φευγαλέες, να δει το χρόνο μέσα στην κυκλικότητά του, στην ενότητά του. Να τον αντιληφθεί ως δύναμη που ταυτίζει το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον.
Ετσι σε κάποια στιγμή αναπαριστά τον σκοτωμένο από τους Γερμανούς πατέρα του -έναν ποιητικό τύπο, περίπου γραφικό στην άτσαλη ιδιαιτερότητά του- σαν τον εαυτό του, σε ένα από τα καλύτερα κομμάτια της συλλογής («Από το βελούδινο άλμπουμ»).
Η γραφή του βιβλίου, που αποτελείται από 20 σύντομα διηγήματα, θυμίζει μελαγχολική μπαλάντα με άξονα το χρόνο. Μέσα από βραχύλογες, λυρικές όσο και σκληρές παρτιτούρες για την περίοδο εκείνη της ηλικίας που η άγνοια δεν έχει ανάγκη τη μνήμη, την πιο επώδυνη εσωτερική λειτουργία, ο ταλαντούχος πεζογράφος μας συνθέτει το σκηνικό ενός τοπίου με αιφνίδια νέφη. Στο κέντρο ενός υποψιασμένου Παραδείσου, μιας ανήσυχης Αρκαδίας, ο μικρός Κις απολαμβάνει ώς και την ταλαιπωρία, ας τον παρενοχλεί ο απρόσκλητος, ώριμος εαυτός του, ως αφηγητής. Εκείνος του απαντά με χαμόγελο. Δεν του βγάζει τη γλώσσα, όμως, αν και θα μπορούσε, θα ήταν εφικτό...
Αυτή η αναπόφευκτη παρείσφρυση του ενήλικου Κις στον κόσμο του μικρού καθορίζει και την αντιθετικότητα των όσων συμβαίνουν στις ιστορίες. Διότι κάθε όψη της πραγματικότητας κινείται με βάση το αντίθετό της, χωρίς να καταστρέφει την ηδονή του ανήλικου ήρωα, κάτι που κάνει τον ώριμο αφηγητή Κις σχεδόν να φθονεί το νεαρό του είδωλο. Ετσι τον περιβάλλει με τις μεγαλύτερες δυστυχίες που θα μπορούσαν να υπάρξουν (Πόλεμο, απώλειες αγαπημένων προσώπων, πείνα, άγονους έρωτες, αγωνίες για το σώμα κ.ά.), αλλά εκείνος παρ' όλ' αυτά..., προς απογοήτευση του αφηγητή, εξακολουθεί να κοιτάζει τη λαμπρή Φύση με δέος, να κοιμάται τους πιο απολαυστικούς ύπνους, καίτοι τον τρώνε οι ψείρες, να εισπνέει αρώματα, να αντλεί χαρά από το ελάχιστο, ζώντας την αξεπέραστη εκείνη, μαγευτική πλάνη της παιδικότητας που ταυτίζει το στιγμιαίο με το οριστικό.
Δεν ξέρω εάν ο Κις είναι ο «κορυφαίος» πεζογράφος της γείτονος, θα τον ονόμαζα εμβληματική μορφή, οπωσδήποτε. Υπάρχει, για να είμαστε δίκαιοι, ο συμπατριώτης του Πάβιτς, ας πούμε, με τον αέρινο «μαγικό ρεαλισμό» του, ακόμα και ο λιγότερο Σλάβος Στεπάνοβιτς, που κάποτε με τον «Κύριο Γκολουζά» του, και όχι μόνο, διείσδυσε σε πολύ ενδιαφέρουσες στον παραλογισμό τους περιοχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ο Ντανίλο Κις (ας θυμηθούμε και το «Η εγκυκλοπαίδεια των νεκρών») δεν ξεχνά την παράδοση στα κείμενά του, ενοφθαλμίζοντας σε αυτή μοντερνικά στοιχεία. Με γλώσσα λυρική και οπτική, βυθισμένη συνήθως στο συναίσθημα, διευρύνει την προοπτική του με ρεαλιστική αιχμηρότητα και συνείδηση μιας ανενδοίαστης πραγματικότητας, υποχείριας του χρόνου.
Στο ανά χείρας βιβλίο του εξαπολύει το ανώριμο απείκασμά του σε περιοχές οι οποίες χρειάζονται το ποιητικό στήριγμα για να μην καταρρεύσουν πριν υπάρξουν... Τα καταφέρνει ενίοτε, αφήνοντας στο στόμα μας σαν βιρτουόζος της λυρικής περιγραφής ωραίες επιγεύσεις από την κουζίνα της «χαμένης» πατρίδας του, που παίρνουν βαθύ άρωμα χάρη στη μνήμη. Κι αν δεν απέφευγε κάποιους γλυκασμούς, ίσως να ήταν πιο δραστικές οι χημείες που βρίσκει για να μεταφέρει εκείνη την ολοκληρωτική, ψυχική διαθεσιμότητα απέναντι σε μια δήθεν αγαθή Φύση και σε ανθρώπους που γλεντούν το υπάρχειν, στα μάτια, βέβαια, του ήρωα. Αν και όπως είπαμε και ο ίδιος ο μικρός, βοηθούντος του αφηγητή, συλλαμβάνει το ενάντιο να παραφυλάει ώστε να καταστρέψει το ειδυλλιακό τοπίο, να τραυματίσει την παιδική ανεμελιά, το ανήλικο πνεύμα που επιμένει να χαίρεται τα πάντα, ιδίως εκείνα που πονάνε.
Ναι, συμβαίνει και αυτό, οπωσδήποτε αυτό. Ο παντογνώστης αφηγητής, που κρύβεται (αν και όχι πάντα, γιατί αποκαλύπτεται συχνά) πίσω από τον ατελή ήρωά του, «δωρίζει» στον τελευταίο το αρνητικό των υπέροχων εικόνων της παιδικότητας. Αυτή η «προίκα» εισφέρει στο τελικό γλυκόπικρο αποτέλεσμα, στο μουντζούρωμα της παιδικής ζωγραφιάς, στο κάπως δριμύ κοκτέιλ που, όμως, στο τέλος χαρίζει, όπως ήδη είπα, στον πιτσιρικά ανέφελα όνειρα, είτε το θέλει είτε όχι ο ώριμος Κις.
Ο τελευταίος, όπως και άλλοι καλλιτέχνες της βορειοβαλκανικής πατρίδας του, διαθέτει έντονη την αίσθηση του ιλαροτραγικού στις εξομολογήσεις του. Εν προκειμένω, με αφομοιωμένα δάνεια από την παγκόσμια λογοτεχνία της εφηβείας, τραβάει τις κουίντες αφήνοντας να αποκαλυφθεί και ένας κόσμος λερός και μαζί ιλαρός, ο οποίος κάτω από τα μάτια του παιδιού γίνεται προστατευτικός υμένας, έτσι κι αλλιώς. Το τρομερό μέσα σε αυτή τη θεόσταλτη μηχανή μεταμορφώνεται σε αναπνευστική ανάγκη (βλέπε διήγημα «Οι γάτες»), διορθώνεται από τους στοιχειώδεις μηχανισμούς επικοινωνίας («Το παιχνίδι») ή χρησιμεύει ακόμα και στην ονειροπόληση («Το ηλιόλουστο κάστρο»). Γενικά το Κακό στριμώχνεται κάπου στην άκρη, έως έναν βαθμό εξιδανικευμένο υπαιτιότητι της αφήγησης. Οπότε σποραδικά νιώθεις ότι ο Κις θρηνεί χωρίς να συγκινεί, αφού το εξορκίζει ανοιχτά.
Νομίζω ότι το βιβλίο, πάντως, πετυχαίνει το στόχο, επειδή, εκτός των άλλων, εκμεταλλεύεται το αφοπλιστικό προσόν της (άξιας) μικρής φόρμας να περικλείεται η μεγάλη και κουραστική, ενίοτε, αφήγηση σε «σημειώσεις» επ' αυτής, όπως θα έλεγε -και πάλι- ο Μπόρχες. Ακούγεται, δηλαδή, πίσω από τις μουσικές αυτές μινιατούρες ο βαθύς και παρατεταμένος ήχος του αναπότρεπτου.
Η επιμελημένη μετάφραση εξόρυξε, με τη σειρά της, τα «ανεπεξέργαστα» υλικά ενός κόσμου που δεν βιάζεται να ωριμάσει καίτοι όλα γύρω του συνωμοτούν για να τον περισπάσουν από το σκοπό του αυτό.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/09/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις