0
Your Καλαθι
Χρόνια ανανέωσης
Περιγραφή
Με το βιβλίο ΧΡΟΝΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ, ο Κίσινγκερ ολοκληρώνει το σημαντικό του έργο γύρω από την σύγχρονη ιστορία. Το έργο αυτό είναι ταυτόχρονα ιστορικό ντοκουμέντο και μια θαυμάσια αφήγηση, εμπλουτισμένη με οραματικά στοιχεία, ασυνήθιστη ειλικρίνεια και ολοκληρωμένη ιστορική προοπτική.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οι προσωπικές μαρτυρίες του Χένρι Κίσινγκερ αποτελούν πάντα σημαντικό εκδοτικό γεγονός και διαβάζονται από μια πληθώρα ανθρώπων, από τους πολλούς θαυμαστές του ώς τους εξίσου πολλούς επικριτές του. Ο Χένρι Κίσινγκερ δεν ήταν μόνο ένας διακεκριμένος υπουργός Εξωτερικών και τέως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, αλλά και ένας από τους εξέχοντες διεθνολόγους της σχολής του ρεαλισμού. Στην Ελλάδα η πολιτική του δράση βρίσκεται στο στόχαστρο επί δεκαετίες για τον περίεργο, ομολογουμένως, ρόλο του στο Κυπριακό, το 1974, και τη σύνδεσή του με τη συντηρητική ρεπουμπλικανική παράδοση των ΗΠΑ, που θεωρείται «ανθελληνική»· από την άλλη, οι ιέρακες στη χώρα μας συντάσσονται με τις θεωρητικές προσεγγίσεις του, παρ' ότι ο Χένρι Κίσινγκερ είναι, συγκριτικά, πιο πραγματιστής, μια και δεν θεωρεί σημαντική μόνο τη στρατιωτική ισχύ και την ισορροπία ισχύος. Οπως φαίνεται ειδικά σ' αυτά τα απομνημονεύματα, θεωρεί εξίσου σημαντική και την ισχύ που πηγάζει από τη λογική και την πειστικότητα των επιχειρημάτων, από το μέτρο, τη μετριοπάθεια αλλά και την ηθική στο βαθμό βέβαια που, όπως τονίζει, η εμμονή σε ηθικές αξίες δεν βλάπτει τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας σε μια διεθνή συγκυρία.
Ο παρών τόμος είναι ο τρίτος και τελευταίος της σειράς των αναμνήσεών του από την υπηρεσία του στις ΗΠΑ. Οι δύο προηγούμενοι καλύπτουν την περίοδο του Νίξον. Ο νέος τόμος αναφέρεται στην περίοδο του προέδρου Φορντ (1974-1977) και καθυστέρησε γιατί ήθελε να κάνει «μια συνολική αποτίμηση της περιόδου της υπηρεσίας του» στην κυβέρνηση και να δώσει και «μια φιλοσοφική προοπτική» στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Υποπτεύεται κανείς ότι ένας άλλος λόγος γι' αυτή τη μεγάλη καθυστέρηση ήταν και για να επεξεργαστεί και να καταστήσει πιο πειστική την αντίκρουση της κριτικής που έχει υποστεί σε ακανθώδη θέματα, όπου η πολιτική του ήταν αποτυχημένη ή ύποπτη. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι το Κυπριακό (το 1974), η εμπλοκή του με τις μυστικές υπηρεσίες, το Κουρδικό (το 1975) κ.ά.
Στο β' τόμο αναμνήσεων αφιερώνει μόλις τέσσερις σελίδες στο Κυπριακό, δικαιολογώντας την αναιμική στάση του με το επιχείρημα ότι άλλα θέματα είχαν μεγαλύτερη προτεραιότητα (Μεσανατολικό κ.λπ.) και ότι η κυπριακή κρίση ξεκίνησε, ατυχώς, μεσούντος του Ουότεργκεϊτ. Επίσης τόνιζε με κυνισμό ότι οι Τούρκοι θα επενέβαιναν ούτως ή άλλως από τη στιγμή που είχε λάβει χώρα το ελληνικό πραξικόπημα. Στον παρόντα τόμο αφιερώνει σχεδόν 50 σελίδες στο Κυπριακό. Στο εκτενέστατο αυτό κεφάλαιο ο συγγραφέας επιχειρεί με ευρηματικότητα να υπερασπιστεί τη θέση του και να απαντήσει, προσεκτικά, στην αυστηρότατη κριτική που έχει υποστεί (έργα L. Stern, Hitchens, Ο' Maley & Craig, Th. Couloumbis κ.ά.) για το ρόλο του το 1974. Υπενθυμίζουμε ότι ο Κίσινγκερ έχει κατηγορηθεί κυρίως για τρία πράγματα: ότι, α) δεν σταμάτησε το πραξικόπημα του Ιωαννίδη, που του ήταν γνωστό και ενώ είχε τη δύναμη και επιρροή να το αποσοβήσει, β) στη συνέχεια δεν κατάφερε να πείσει την Τουρκία να μην επέμβει στρατιωτικά, και γ) δεν κατάφερε να σταματήσει τον Αττίλα-2.
Ο συγγραφέας επιστρατεύει σωρεία επιχειρημάτων για να δικαιώσει τη θέση του. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι οι ΗΠΑ (και εννοείται ο ίδιος) δεν ήσαν παράλογοι ώστε να θέλουν το χουντικό πραξικόπημα που θα προκαλούσε οξεία ελληνοτουρκική ένταση που ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε πόλεμο και κατάργηση μιας νευραλγικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, οι Τούρκοι -και συγκεκριμένα ο Ετζεβίτ- ήταν αποφασισμένοι να επέμβουν (καθώς ήταν γι' αυτούς χρυσή ευκαιρία λόγω της ελληνικής επέμβασης με τον τουρκοφάγο Σαμψών) και δεν συζητούσαν λύσεις με διαπραγματεύσεις. Μόνο η απειλή ένοπλης βίας από τις ΗΠΑ (κάτι που απ' ό,τι φαίνεται είχε προτείνει στον Χένρι Κίσινγκερ ο Βρετανός ομόλογός του, Κάλαχαν) θα μπορούσε να σταματήσει την Τουρκία και κάτι τέτοιο, σημειώνει, ήταν εντελώς αδιανόητο έναντι ενός τόσο αναντικατάστατου συμμάχου που αρχικά είχε και δίκιο στην κρίση. Επίσης αναφέρεται και πάλι στον παράγοντα Ουότεργκεϊτ και την ύπαρξη άλλων, πολύ πιο επικίνδυνων κρίσεων κατά την εποχή εκείνη. Το Κυπριακό, κατ' αυτόν, δεν βρισκόταν σε κρίσιμη φάση τον Ιούνιο του 1974 (στο σημείο αυτό επικαλείται και τον ίδιο τον Μακάριο). Χρησιμοποιεί έντεχνα διάφορα γενικά επιχειρήματα, π.χ. ότι οι εθνοτικές συγκρούσεις -όπως το Κυπριακό- είναι ανεξέλεγκτες και τότε ήταν άγνωστες παγκοσμίως, με πρακτικό αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να μη γνωρίζουν πώς να τις χειριστούν· ότι στο προαιώνιο μίσος Ελλήνων - Τούρκων δεν χωρεί και πολλή λογική και συγκράτηση από τρίτους· ότι η ελληνοκυπριακή και ελληνική αδιαλλαξία έναντι της μοίρας των Τουρκοκυπρίων ήταν τέτοια ώστε δεν υπήρχαν και πολλά περιθώρια για συμβιβαστική ειρηνική λύση (τόσο πριν από το πραξικόπημα όσο και στη Διάσκεψη της Γενεύης, μετά την εισβολή, υπό τη βρετανική προεδρία). Υποστηρίζει ότι ούτε ο ίδιος ούτε ο Κάλαχαν προέβλεψαν το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και τη δεύτερη τουρκική στρατιωτική επέμβαση-προέλαση.
Ειδικά η προσπάθεια αποσόβησης του πραξικοπήματος (μέσω του πρέσβη Τάσκα και άλλων) που αφηγείται ο Χένρι Κίσινγκερ δεν πείθει. Φτάνει στο σημείο μάλιστα να ρίχνει την ευθύνη για το χουντικό πραξικόπημα περισσότερο στον Μακάριο παρά στον Ιωαννίδη. Κατ' αυτόν, ο αρχιεπίσκοπος «προκάλεσε» τη χούντα με τη γνωστή επιστολή του στο στρατηγό Γκιζίκη (απαίτηση απομάκρυνσης Ελλήνων αξιωματικών Εθνοφρουράς κ.λπ.). Γενικά, ο συγγραφέας με δυσκολία συγκαλύπτει την αντιπάθειά του για τον Μακάριο, αν και επιμένει ευφυώς ότι τον θεωρούσε περισσότερο «πονοκέφαλο παρά απειλή» και ότι, παρά την «εκνευριστική» και «αναξιόπιστη βυζαντινή» του διπλωματία, τον θεωρούσε ίσως την καλύτερη εγγύηση για τελική λύση. Καταλήγει με μια εύστοχη επισήμανση: ότι η επίλυση ίσως ερχόταν όταν ο οξυδερκής αρχιεπίσκοπος θα αντιλαμβανόταν ότι δεν θα είχε άλλα περιθώρια για ελιγμούς σε βάρος των αντιπάλων του. Ο Κίσινγκερ επίσης ρίχνει μεγάλο μέρος της ευθύνης για τις εξελίξεις όχι μόνο στον Ιωαννίδη (τον οποίο παρουσιάζει περίπου ως παράφρονα) και στον Ετζεβίτ, αλλά και στην αδιαλλαξία του Καραμανλή. Υποσκάπτει ακόμη και το φίλο του Κάλαχαν (ο οποίος, σημειωτέον, τον υπερασπίζεται στα δικά του απομνημονεύματα).
Παρά την περίτεχνη προσπάθειά του και τα νέα στοιχεία που φέρνει στο φως, ο Χένρι Κίσινγκερ δύσκολα πείθει για το ρόλο του στο Κυπριακό. Προδίδεται, μεταξύ άλλων, και με την υπερβολική προσπάθειά του να ρίξει όλη την ευθύνη σε όλους τους άλλους πλην του εαυτού του, σαν να ήταν ο ΥΠΕΞ της Ισλανδίας. Το μόνο που φαίνεται να μισοπαραδέχεται είναι ότι ίσως θα έπρεπε να σπεύσει στη Γενεύη να ενισχύσει τον Κάλαχαν, τον Ιούλιο του 1974, στην προσπάθεια ανεύρεσης λύσης (η αποτυχία Κάλαχαν οδήγησε στη δεύτερη τουρκική στρατιωτική επέμβαση). Αλλά ήταν άραγε ο Κίσινγκερ τόσο μακιαβελικός όπως παρουσιάζεται από τους επικριτές τους και συνωμοτικός στο Κυπριακό («ποντάρισε σε λάθος άλογο», κατά τον Stern, κ.λπ.); 'Η μήπως η κύρια ευθύνη του είναι η εγκληματική αδιαφορία, μια στάση λίγο-πολύ Ποντίου Πιλάτου; Αλλωστε, κατά τη γνωστή ρήση του Ταλεϊράνδου, μήπως η μη επέμβαση είναι μια μυστηριώδης λέξη που σημαίνει το ίδιο με την επέμβαση; Πάντως δεν θα πρέπει να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο να πιάστηκε αρχικώς στον ύπνο με το χουντικό πραξικόπημα, λόγω Ουότεργκεϊτ και των άλλων προτεραιοτήτων των ΗΠΑ (ο Κάλαχαν πάντως πιάστηκε κυριολεκτικά στον ύπνο, όπως ομολογεί στα απομνημονεύματά του). Το βέβαιο είναι ότι η κρίση του Κυπριακού (Ιούλιος - Αύγουστους 1974) δεν ήταν από τις ευτυχέστερες στιγμές του στη διαχείριση κρίσεων και είναι γνωστό ότι μέχρι σήμερα αποφεύγει να μιλάει γι' αυτήν. Τον τελικό λόγο για το ρόλο του Χένρι Κίσινγκερ θα τον έχουν βέβαια τα αρχεία όταν βγουν στο φως και στο μέτρο που θα γίνουν κτήμα της έρευνας καίρια έγγραφα (κάτι αμφίβολο).
Το βιβλίο παρουσιάζει νέα στοιχεία για το Μεσανατολικό, την απεμπλοκή από το Βιετνάμ και τις σχέσεις με την Κίνα, τις αμερικανοσοβιετικές σχέσεις στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου (θέματα στα οποία ο Χένρι Κίσινγκερ πρωταγωνίστησε και άφησε τη σφραγίδα του), το πορτρέτο της φθίνουσας σοβιετικής ηγεσίας υπό τον Μπρέζνιεφ, που, κατά το συγγραφέα, διψούσε να αναγνωριστεί ως ισότιμη με τις ΗΠΑ δύναμη (κάτι που ξάφνιασε το ρεαλιστή διεθνολόγο). Οπως δε ομολογεί, το Κρεμλίνο δεν έδειξε καμία διάθεση να εκμεταλλευτεί την αδύναμη θέση στην οποία είχε περιέλθει ο Νίξον με το Ουότεργκεϊτ (δηλαδή το αντίθετο απ' ό,τι ανέμεναν οι ψυχροπολεμικοί αναλυτές στις ΗΠΑ και η νέα Δεξιά).
Γενικά, το βιβλίο αυτό είναι άνισο, σε αρκετά σημεία φλύαρο και επιφανειακό, ενώ σε άλλα, ουσιαστικό και εύστοχο, ειδικά όταν ο συγγραφέας κατακρίνει τις υπερβολές και την τάση για ηθικολογία των ΗΠΑ στην εξωτερική τους συμπεριφορά. Η βασική αξία του βιβλίου αυτού βρίσκεται στη δυνατότητα που μας δίνει να αποκρυπτογραφήσουμε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σε κρίσιμα θέματα και κυρίως να αντιληφθούμε πώς βλέπει τον κόσμο και τον εαυτό της. Ο Χένρι Κίσινγκερ μας δίνει μια πολύ πιο σύνθετη, λιγότερο μονολιθική και πιο εύθραυστη εικόνα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ απ' ό,τι αυτή που επικρατεί στην Ελλάδα (της δήθεν πανίσχυρης Ουάσιγκτον που κάνει ό,τι θέλει, «ο πλανητάρχης» και άλλα συναφή). Ο ίδιος προκρίνει μια «ρεαλιστική» αποτελεσματική αμερικανική πολιτική στο μέσον μεταξύ των δύο κυρίαρχων τάσεων που θεωρεί επιζήμιες και μη ρεαλιστικές, δηλαδή τον ουιλσονικό φιλελευθερισμό και τον υπερσυντηρητισμό. Στο πλαίσιο αυτό ψέγει τις επεμβάσεις των ΗΠΑ σε άλλες χώρες ή κρίσεις. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι και η γενικότερη κριτική έναντι της τάσης των ΗΠΑ να θεωρούν την πολιτική τους «προϊόν ενός μοναδικού ηθικού οράματος» που «επιδιώκει την τελειότητα στις παγκόσμιες υποθέσεις, που ανταμείβεται όταν εκπληρώνει τις υποσχέσεις της και τιμωρείται όταν υστερεί ως προς αυτό» (θέση που έχει υποστηρίξει και η μεταμοντέρνα κριτική των διεθνών σχέσεων για τις ΗΠΑ). Σε αυτό το πλαίσιο θέτει ακόμη και την αμερικανική εμπλοκή στο Βιετνάμ -όπως σε μυθιστορηματικό επίπεδο έχει κάνει ο Graham Greene στο The Quiet American- και όχι στην ψυχροπολεμική λογική, προφανές μάλλον, γιατί το αμερικανικό εγχείρημα δεν πέτυχε. Γενικά, διαβάζοντας προσεκτικά το πόνημα αυτό, έχει κανείς την αίσθηση ότι οι ΗΠΑ και ο Κίσινγκερ (ή οι ΗΠΑ μέσα από τα μάτια του Χένρι Κίσινγκερ) δεν φαίνεται να έχουν μάθει και πολλά πράγματα από τη διεθνή ζωή και από τις αποτυχίες τους, κάτι που αποτελεί άλλωστε εγγενές μειονέκτημα της ρεαλιστικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων.
ΑΛΕΞΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/06/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οι προσωπικές μαρτυρίες του Χένρι Κίσινγκερ αποτελούν πάντα σημαντικό εκδοτικό γεγονός και διαβάζονται από μια πληθώρα ανθρώπων, από τους πολλούς θαυμαστές του ώς τους εξίσου πολλούς επικριτές του. Ο Χένρι Κίσινγκερ δεν ήταν μόνο ένας διακεκριμένος υπουργός Εξωτερικών και τέως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, αλλά και ένας από τους εξέχοντες διεθνολόγους της σχολής του ρεαλισμού. Στην Ελλάδα η πολιτική του δράση βρίσκεται στο στόχαστρο επί δεκαετίες για τον περίεργο, ομολογουμένως, ρόλο του στο Κυπριακό, το 1974, και τη σύνδεσή του με τη συντηρητική ρεπουμπλικανική παράδοση των ΗΠΑ, που θεωρείται «ανθελληνική»· από την άλλη, οι ιέρακες στη χώρα μας συντάσσονται με τις θεωρητικές προσεγγίσεις του, παρ' ότι ο Χένρι Κίσινγκερ είναι, συγκριτικά, πιο πραγματιστής, μια και δεν θεωρεί σημαντική μόνο τη στρατιωτική ισχύ και την ισορροπία ισχύος. Οπως φαίνεται ειδικά σ' αυτά τα απομνημονεύματα, θεωρεί εξίσου σημαντική και την ισχύ που πηγάζει από τη λογική και την πειστικότητα των επιχειρημάτων, από το μέτρο, τη μετριοπάθεια αλλά και την ηθική στο βαθμό βέβαια που, όπως τονίζει, η εμμονή σε ηθικές αξίες δεν βλάπτει τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας σε μια διεθνή συγκυρία.
Ο παρών τόμος είναι ο τρίτος και τελευταίος της σειράς των αναμνήσεών του από την υπηρεσία του στις ΗΠΑ. Οι δύο προηγούμενοι καλύπτουν την περίοδο του Νίξον. Ο νέος τόμος αναφέρεται στην περίοδο του προέδρου Φορντ (1974-1977) και καθυστέρησε γιατί ήθελε να κάνει «μια συνολική αποτίμηση της περιόδου της υπηρεσίας του» στην κυβέρνηση και να δώσει και «μια φιλοσοφική προοπτική» στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Υποπτεύεται κανείς ότι ένας άλλος λόγος γι' αυτή τη μεγάλη καθυστέρηση ήταν και για να επεξεργαστεί και να καταστήσει πιο πειστική την αντίκρουση της κριτικής που έχει υποστεί σε ακανθώδη θέματα, όπου η πολιτική του ήταν αποτυχημένη ή ύποπτη. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι το Κυπριακό (το 1974), η εμπλοκή του με τις μυστικές υπηρεσίες, το Κουρδικό (το 1975) κ.ά.
Στο β' τόμο αναμνήσεων αφιερώνει μόλις τέσσερις σελίδες στο Κυπριακό, δικαιολογώντας την αναιμική στάση του με το επιχείρημα ότι άλλα θέματα είχαν μεγαλύτερη προτεραιότητα (Μεσανατολικό κ.λπ.) και ότι η κυπριακή κρίση ξεκίνησε, ατυχώς, μεσούντος του Ουότεργκεϊτ. Επίσης τόνιζε με κυνισμό ότι οι Τούρκοι θα επενέβαιναν ούτως ή άλλως από τη στιγμή που είχε λάβει χώρα το ελληνικό πραξικόπημα. Στον παρόντα τόμο αφιερώνει σχεδόν 50 σελίδες στο Κυπριακό. Στο εκτενέστατο αυτό κεφάλαιο ο συγγραφέας επιχειρεί με ευρηματικότητα να υπερασπιστεί τη θέση του και να απαντήσει, προσεκτικά, στην αυστηρότατη κριτική που έχει υποστεί (έργα L. Stern, Hitchens, Ο' Maley & Craig, Th. Couloumbis κ.ά.) για το ρόλο του το 1974. Υπενθυμίζουμε ότι ο Κίσινγκερ έχει κατηγορηθεί κυρίως για τρία πράγματα: ότι, α) δεν σταμάτησε το πραξικόπημα του Ιωαννίδη, που του ήταν γνωστό και ενώ είχε τη δύναμη και επιρροή να το αποσοβήσει, β) στη συνέχεια δεν κατάφερε να πείσει την Τουρκία να μην επέμβει στρατιωτικά, και γ) δεν κατάφερε να σταματήσει τον Αττίλα-2.
Ο συγγραφέας επιστρατεύει σωρεία επιχειρημάτων για να δικαιώσει τη θέση του. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι οι ΗΠΑ (και εννοείται ο ίδιος) δεν ήσαν παράλογοι ώστε να θέλουν το χουντικό πραξικόπημα που θα προκαλούσε οξεία ελληνοτουρκική ένταση που ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε πόλεμο και κατάργηση μιας νευραλγικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, οι Τούρκοι -και συγκεκριμένα ο Ετζεβίτ- ήταν αποφασισμένοι να επέμβουν (καθώς ήταν γι' αυτούς χρυσή ευκαιρία λόγω της ελληνικής επέμβασης με τον τουρκοφάγο Σαμψών) και δεν συζητούσαν λύσεις με διαπραγματεύσεις. Μόνο η απειλή ένοπλης βίας από τις ΗΠΑ (κάτι που απ' ό,τι φαίνεται είχε προτείνει στον Χένρι Κίσινγκερ ο Βρετανός ομόλογός του, Κάλαχαν) θα μπορούσε να σταματήσει την Τουρκία και κάτι τέτοιο, σημειώνει, ήταν εντελώς αδιανόητο έναντι ενός τόσο αναντικατάστατου συμμάχου που αρχικά είχε και δίκιο στην κρίση. Επίσης αναφέρεται και πάλι στον παράγοντα Ουότεργκεϊτ και την ύπαρξη άλλων, πολύ πιο επικίνδυνων κρίσεων κατά την εποχή εκείνη. Το Κυπριακό, κατ' αυτόν, δεν βρισκόταν σε κρίσιμη φάση τον Ιούνιο του 1974 (στο σημείο αυτό επικαλείται και τον ίδιο τον Μακάριο). Χρησιμοποιεί έντεχνα διάφορα γενικά επιχειρήματα, π.χ. ότι οι εθνοτικές συγκρούσεις -όπως το Κυπριακό- είναι ανεξέλεγκτες και τότε ήταν άγνωστες παγκοσμίως, με πρακτικό αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να μη γνωρίζουν πώς να τις χειριστούν· ότι στο προαιώνιο μίσος Ελλήνων - Τούρκων δεν χωρεί και πολλή λογική και συγκράτηση από τρίτους· ότι η ελληνοκυπριακή και ελληνική αδιαλλαξία έναντι της μοίρας των Τουρκοκυπρίων ήταν τέτοια ώστε δεν υπήρχαν και πολλά περιθώρια για συμβιβαστική ειρηνική λύση (τόσο πριν από το πραξικόπημα όσο και στη Διάσκεψη της Γενεύης, μετά την εισβολή, υπό τη βρετανική προεδρία). Υποστηρίζει ότι ούτε ο ίδιος ούτε ο Κάλαχαν προέβλεψαν το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και τη δεύτερη τουρκική στρατιωτική επέμβαση-προέλαση.
Ειδικά η προσπάθεια αποσόβησης του πραξικοπήματος (μέσω του πρέσβη Τάσκα και άλλων) που αφηγείται ο Χένρι Κίσινγκερ δεν πείθει. Φτάνει στο σημείο μάλιστα να ρίχνει την ευθύνη για το χουντικό πραξικόπημα περισσότερο στον Μακάριο παρά στον Ιωαννίδη. Κατ' αυτόν, ο αρχιεπίσκοπος «προκάλεσε» τη χούντα με τη γνωστή επιστολή του στο στρατηγό Γκιζίκη (απαίτηση απομάκρυνσης Ελλήνων αξιωματικών Εθνοφρουράς κ.λπ.). Γενικά, ο συγγραφέας με δυσκολία συγκαλύπτει την αντιπάθειά του για τον Μακάριο, αν και επιμένει ευφυώς ότι τον θεωρούσε περισσότερο «πονοκέφαλο παρά απειλή» και ότι, παρά την «εκνευριστική» και «αναξιόπιστη βυζαντινή» του διπλωματία, τον θεωρούσε ίσως την καλύτερη εγγύηση για τελική λύση. Καταλήγει με μια εύστοχη επισήμανση: ότι η επίλυση ίσως ερχόταν όταν ο οξυδερκής αρχιεπίσκοπος θα αντιλαμβανόταν ότι δεν θα είχε άλλα περιθώρια για ελιγμούς σε βάρος των αντιπάλων του. Ο Κίσινγκερ επίσης ρίχνει μεγάλο μέρος της ευθύνης για τις εξελίξεις όχι μόνο στον Ιωαννίδη (τον οποίο παρουσιάζει περίπου ως παράφρονα) και στον Ετζεβίτ, αλλά και στην αδιαλλαξία του Καραμανλή. Υποσκάπτει ακόμη και το φίλο του Κάλαχαν (ο οποίος, σημειωτέον, τον υπερασπίζεται στα δικά του απομνημονεύματα).
Παρά την περίτεχνη προσπάθειά του και τα νέα στοιχεία που φέρνει στο φως, ο Χένρι Κίσινγκερ δύσκολα πείθει για το ρόλο του στο Κυπριακό. Προδίδεται, μεταξύ άλλων, και με την υπερβολική προσπάθειά του να ρίξει όλη την ευθύνη σε όλους τους άλλους πλην του εαυτού του, σαν να ήταν ο ΥΠΕΞ της Ισλανδίας. Το μόνο που φαίνεται να μισοπαραδέχεται είναι ότι ίσως θα έπρεπε να σπεύσει στη Γενεύη να ενισχύσει τον Κάλαχαν, τον Ιούλιο του 1974, στην προσπάθεια ανεύρεσης λύσης (η αποτυχία Κάλαχαν οδήγησε στη δεύτερη τουρκική στρατιωτική επέμβαση). Αλλά ήταν άραγε ο Κίσινγκερ τόσο μακιαβελικός όπως παρουσιάζεται από τους επικριτές τους και συνωμοτικός στο Κυπριακό («ποντάρισε σε λάθος άλογο», κατά τον Stern, κ.λπ.); 'Η μήπως η κύρια ευθύνη του είναι η εγκληματική αδιαφορία, μια στάση λίγο-πολύ Ποντίου Πιλάτου; Αλλωστε, κατά τη γνωστή ρήση του Ταλεϊράνδου, μήπως η μη επέμβαση είναι μια μυστηριώδης λέξη που σημαίνει το ίδιο με την επέμβαση; Πάντως δεν θα πρέπει να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο να πιάστηκε αρχικώς στον ύπνο με το χουντικό πραξικόπημα, λόγω Ουότεργκεϊτ και των άλλων προτεραιοτήτων των ΗΠΑ (ο Κάλαχαν πάντως πιάστηκε κυριολεκτικά στον ύπνο, όπως ομολογεί στα απομνημονεύματά του). Το βέβαιο είναι ότι η κρίση του Κυπριακού (Ιούλιος - Αύγουστους 1974) δεν ήταν από τις ευτυχέστερες στιγμές του στη διαχείριση κρίσεων και είναι γνωστό ότι μέχρι σήμερα αποφεύγει να μιλάει γι' αυτήν. Τον τελικό λόγο για το ρόλο του Χένρι Κίσινγκερ θα τον έχουν βέβαια τα αρχεία όταν βγουν στο φως και στο μέτρο που θα γίνουν κτήμα της έρευνας καίρια έγγραφα (κάτι αμφίβολο).
Το βιβλίο παρουσιάζει νέα στοιχεία για το Μεσανατολικό, την απεμπλοκή από το Βιετνάμ και τις σχέσεις με την Κίνα, τις αμερικανοσοβιετικές σχέσεις στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου (θέματα στα οποία ο Χένρι Κίσινγκερ πρωταγωνίστησε και άφησε τη σφραγίδα του), το πορτρέτο της φθίνουσας σοβιετικής ηγεσίας υπό τον Μπρέζνιεφ, που, κατά το συγγραφέα, διψούσε να αναγνωριστεί ως ισότιμη με τις ΗΠΑ δύναμη (κάτι που ξάφνιασε το ρεαλιστή διεθνολόγο). Οπως δε ομολογεί, το Κρεμλίνο δεν έδειξε καμία διάθεση να εκμεταλλευτεί την αδύναμη θέση στην οποία είχε περιέλθει ο Νίξον με το Ουότεργκεϊτ (δηλαδή το αντίθετο απ' ό,τι ανέμεναν οι ψυχροπολεμικοί αναλυτές στις ΗΠΑ και η νέα Δεξιά).
Γενικά, το βιβλίο αυτό είναι άνισο, σε αρκετά σημεία φλύαρο και επιφανειακό, ενώ σε άλλα, ουσιαστικό και εύστοχο, ειδικά όταν ο συγγραφέας κατακρίνει τις υπερβολές και την τάση για ηθικολογία των ΗΠΑ στην εξωτερική τους συμπεριφορά. Η βασική αξία του βιβλίου αυτού βρίσκεται στη δυνατότητα που μας δίνει να αποκρυπτογραφήσουμε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σε κρίσιμα θέματα και κυρίως να αντιληφθούμε πώς βλέπει τον κόσμο και τον εαυτό της. Ο Χένρι Κίσινγκερ μας δίνει μια πολύ πιο σύνθετη, λιγότερο μονολιθική και πιο εύθραυστη εικόνα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ απ' ό,τι αυτή που επικρατεί στην Ελλάδα (της δήθεν πανίσχυρης Ουάσιγκτον που κάνει ό,τι θέλει, «ο πλανητάρχης» και άλλα συναφή). Ο ίδιος προκρίνει μια «ρεαλιστική» αποτελεσματική αμερικανική πολιτική στο μέσον μεταξύ των δύο κυρίαρχων τάσεων που θεωρεί επιζήμιες και μη ρεαλιστικές, δηλαδή τον ουιλσονικό φιλελευθερισμό και τον υπερσυντηρητισμό. Στο πλαίσιο αυτό ψέγει τις επεμβάσεις των ΗΠΑ σε άλλες χώρες ή κρίσεις. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι και η γενικότερη κριτική έναντι της τάσης των ΗΠΑ να θεωρούν την πολιτική τους «προϊόν ενός μοναδικού ηθικού οράματος» που «επιδιώκει την τελειότητα στις παγκόσμιες υποθέσεις, που ανταμείβεται όταν εκπληρώνει τις υποσχέσεις της και τιμωρείται όταν υστερεί ως προς αυτό» (θέση που έχει υποστηρίξει και η μεταμοντέρνα κριτική των διεθνών σχέσεων για τις ΗΠΑ). Σε αυτό το πλαίσιο θέτει ακόμη και την αμερικανική εμπλοκή στο Βιετνάμ -όπως σε μυθιστορηματικό επίπεδο έχει κάνει ο Graham Greene στο The Quiet American- και όχι στην ψυχροπολεμική λογική, προφανές μάλλον, γιατί το αμερικανικό εγχείρημα δεν πέτυχε. Γενικά, διαβάζοντας προσεκτικά το πόνημα αυτό, έχει κανείς την αίσθηση ότι οι ΗΠΑ και ο Κίσινγκερ (ή οι ΗΠΑ μέσα από τα μάτια του Χένρι Κίσινγκερ) δεν φαίνεται να έχουν μάθει και πολλά πράγματα από τη διεθνή ζωή και από τις αποτυχίες τους, κάτι που αποτελεί άλλωστε εγγενές μειονέκτημα της ρεαλιστικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων.
ΑΛΕΞΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/06/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις