0
Your Καλαθι
Η Βερόνικα και ο συνταγματάρχης ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
50%
50%
Περιγραφή
Σ' ένα φανταστικό χωριό, όπως το Βισάντο, τα πάντα μπορούν να συμβούν: θυελλώδεις έρωτες, τολμηρές εξεγέρσεις, κρυφά πάθη, παράξενες συνωμοσίες, απελπιστική φτώχεια και αξεπέραστη μοναξιά.
Φοβισμένοι άντρες και γενναίες γυναίκες βιώνουν τις εφιαλτικές εκδοχές μιας παράδοξης πραγματικότητας, στιγματισμένοι ανεξίτηλα από τον έρωτα και τον πόλεμο. Όμως ο θάνατος παραμονεύει παντού, κι όπως μας λέει ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη, «της μοίρας η δύναμη είναι πολύ φοβερή· ούτε ο πλούτος ούτε ο Άρης ούτε πύργος ούτε τα θαλασσόδαρτα μαύρα καράβια μπορούν να την ξεφύγουν».
Γι' αυτό όλοι, εγκλωβισμένοι σ' έναν κλοιό που οι υπέρτατες δυνάμεις του καλού και του κακού επινόησαν γι' αυτούς, υποτάσσονται στο πεπρωμένο -φανερωμένο και αφενέρωτο.
"...εξαφανίζονταν για να κάνουν έρωτα παντού, κάτω απ' τα ετοιμοθάνατα γεφύρια των ποταμών με τις ασημένιες φλέβες, πίσω από τις άγουρες καλαμιές της λίμνης όπου επέπλεαν σαν ερείπια από καταστροφικό ναυάγιο πράσινα φύλλα, μέσα στα φαγωμένα δόντια του πέτρινου μύλου, στα ορφανά χωράφια, στις υγρές κι αφιλόξενες μήτρες των γυαλισμένων απ' τα επιδέξια χέρια των αιώνων βράχων, ανάμεσα σε πολύχρωμα φτερά από άγρια πουλιά και αιμόφυρτα νούφαρα, μπερδεμένοι ανάμεσα σε μουχλιασμένα βρύα και ξερά πουρνάρια, με μια ακόρεστη λύσσα και τόσο βαθιά εγκαταλειμμένοι στο πάθος, που τις νύχτες οι γείτονες, ολοφάνερα σκανδαλισμένοι, σφάλιζαν με θόρυβο τα παντζούρια, αλλά βρίσκοντας πάντα την τελευταία στιγμή μιαν αταίριαστη δικαιολογία για ν' αφήνουν ανοιχτά όλα τα παράθυρα, ώστε, με τις τελευταίες δυνάμεις της από πολλά χρόνια απαλλαγμένης απ' το δυνάστη τον έρωτα ψυχής τους, να παραδίνουν τα λαίμαργα θηρία των αυτιών τους στις ξακρισμένες απ' τη σκοτεινή υγρασία της νύχτας και πολλαπλασιασμένες απ' την εξουθενωτική μαγιά της φαντασίας επιθανάτιες κραυγές των αχόρταγων εραστών..."
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αν το παιχνίδι της εξουσίας μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Λατινικής Αμερικής έχει προ πολλού κριθεί, στο πεδίο της λογοτεχνίας, η υπερδύναμη δεν τα πηγαίνει και τόσο καλά, καθώς το μαλακό υπογάστριο και ο Νότος του Νέου Κόσμου κερδίζουν έδαφος. Στα καθ' ημάς, ωστόσο, η επίδραση της αμερικανικής λογοτεχνίας στις γραφές των νεοτέρων παραμένει κυρίαρχη, σε αντίθεση με τον μαγικό ρεαλισμό που δεν βρίσκει εύκολα θιασώτες. Ιδού, όμως, η N. Κίτσου που ήδη από τον τίτλο και το μότο του πρώτου της βιβλίου δείχνει να κινείται στον αστερισμό του Μαρκές, τον οποίον άλλωστε δηλώνει πως θεωρεί τον μεγαλύτερο συγγραφέα του καιρού μας. Πρώτα ανακαλύπτει την Ιζαμπέλ Αλιέντε, μετά την υπόλοιπη «εκλεκτή συντροφιά» και τελικά από φανατική αναγνώστρια εξελίσσεται σε συγγραφέα. Προσώρας, από το πρώτο δημοσιευμένο διήγημά της, το βραβευμένο προ επταετίας, στον διαγωνισμό του περιοδικού «Elle» και των εκδόσεων Καστανιώτη, ως το πρόσφατο μυθιστόρημα, γράφει παραλλαγές στο ίδιο θέμα και με το ίδιο ύφος.
Μυθιστόρημα χαλαρής πλοκής, όπου αναφύονται συνεχώς καινούργιες ιστορίες, σχεδόν αυτοτελείς παρά τον επαναληπτικό χαρακτήρα τους. Διηγήσεις για τρελούς και παράτολμους έρωτες, που εκδηλώνονται με ακραίες πράξεις και λαίμαργο τρόπο. Για όλους ανεξαιρέτως επιφυλάσσεται ένα θλιβερό τέλος, καθώς η ευδαιμονία των εραστών κρατά ελάχιστο χρόνο, ενώ πληρώνεται ακριβά, με ατελείωτα δεινά για το υπόλοιπο της ζωής τους, στα οποία συμβάλλουν και οι ίδιοι, προβαίνοντας σε υπερβολικές ενέργειες αυτοτιμωρίας. Οσο για τα πρόσωπα, προβάλλουν αλλόκοτα, διαδεχόμενα το ένα το άλλο σε γενεαλογική γραμμή και κουβαλώντας φοβερά και τρομερά κληρονομικά σημάδια. Περισσότερο μοιάζουν με φιγούρες ενός παρδαλού θιάσου παρά με μυθιστορηματικούς ήρωες, όπως κινούνται σε εξωπραγματικούς τόπους.
Εν αρχή, στο μυθικό Σαν Κριστομπάλ, την ωραία Ελένα Ινσόμνιο, κόρη ενός Ινδιάνου και μιας Ολλανδέζας, διακόρευσε παθιασμένα ο αντάρτης Αλέξαντρο Βαλέργα και την πήρε στη χώρα του, το φανταστικό Βισάντο, όπου κυβερνούσε ως δικτάτορας ο αδελφός του, ο συνταγματάρχης, ο οποίος και τους θανάτωσε, γιατί φοβήθηκε τις συνταγές μαγειρικής της νύφης του. Γλίτωσαν, όμως, τα δίδυμα αγόρια του ζεύγους, τα οποία και ανέθρεψαν αφοσιωμένες υπηρέτριες, μια Μεξικάνα και μια Κεφαλονίτισσα, καθώς σε ολόκληρο το μυθιστόρημα ανακατώνονται συστηματικά το εξωτικό με μικρή δόση ελληνικού, ίσα ίσα για το άρωμα. Είκοσι χρόνια αργότερα, πάντα στο Βισάντο, ο συνταγματάρχης ερωτεύτηκε μια γαλλίδα δημοσιογράφο, ονόματι Βερόνικα, κι έκαναν κι αυτοί δίδυμα, κορίτσια αυτή τη φορά. Μόνο που η Βερόνικα, εκτός από φλογερή ερωμένη, ήταν και θυγατέρα της γαλλικής δημοκρατίας, οπότε στο πι και φι ξεσήκωσε επανάσταση. Ολοι μαζί διώξανε τον συνταγματάρχη και πρώτος εθνικός κυβερνήτης ανέλαβε ο ένας των διδύμων της ωραίας Ελένας. Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, και για καθένα πρόσωπο προβλέπεται και μια ιστορία με μαγικά σουσούμια, λιγότερο ή περισσότερο τετριμμένα.
Πλουμιστή και χειμαρρώδης η αφήγηση, κάποτε με στομφώδες αλλά ποτέ χυδαίο λεξιλόγιο, αποπειράται μια κάποια σύνδεση με την ελληνική ιστορία, καθώς αναφέρονται ορισμένα μυθικά ονόματα και γίνονται νύξεις σε ιστορικά πρόσωπα, με τη δικτατορία του συνταγματάρχη να παραπέμπει στην απριλιανή επταετία, αφού διαθέτει ως και νήσους εξορίας. Απομένουν η αντιπολεμική διάθεση, η πίστη στο πεπρωμένο και μαζί η χλεύη της σημερινής Ελλάδας έναντι ενός διάχυτου σεβασμού στο παρελθόν, όπως δείχνει η ελαφρώς βαρύγδουπη κουβέντα της επαναστάτριας Βερόνικας: «Μετά από πενήντα χρόνια κανείς δε θα πιστεύει πως κάποτε ζούσαμε σαν τα σκυλιά, θαμμένοι ζωντανοί στα ξερονήσια... ούτε πως υποφέραμε σαν τα ζώα για να σκορπίζουν αυτοί με τις χούφτες, όπως το αλάτι, την ελευθερία». Ολες, ωστόσο, οι αναγωγές στην Ιστορία, λιγότερο ή περισσότερο αλληγορικές, έχουν έναν επιφανειακό χαρακτήρα, που υπολανθάνει και στο πρόσφατο διήγημα της Κίτσου, δημοσιευμένο στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «να ένα μήλο».
Αντιγράφουμε μια παράγραφο, χαρακτηριστική πιστεύουμε, για το πώς οι νεότεροι αντιλαμβάνονται και μυθοποιούν τη δεκαετία του '40: «... υπήρχε άφθονο κάτι που εκείνες τις μέρες έμοιαζε να έχει περισσότερο συμβολική αξία παρά ουσιαστική: Ηταν το χρυσάφι της Αντίστασης, τυλιγμένο σε μαντίλια, μέσα σε καλάθια από ελιές, που κουβαλούσαν με τα γαϊδούρια, ξεγελώντας τους ανυποψίαστους Γερμανούς, τα ορφανά των αξιωματικών που είχαν θαφτεί ζωντανοί μες στα αιώνια χιόνια των βουνών της Αλβανίας, αλησμόνητα θύματα ενός υπεράνθρωπου ηρωισμού, φερμένο σε κλειδωμένα κιβώτια, που πετούσαν από αέρος κάτι φαγωμένα εγγλέζικα μεταγωγικά, που τις νύχτες σκόρπιζαν σαν σπόρους σε βρεγμένη γη φλεγματικούς τύπους έτοιμους για όλα... που διέθεταν δυο αρετές χρήσιμες για την εποχή: θάρρος ίδιο με των ανταρτών και την ανυπέρβλητη ικανότητα να βάζουν σε τάξη και τα πιο ατίθασα ντουφέκια, επειδή τότε ακόμα μπροστά στον εχθρό οι χωριάτες ήταν ενωμένοι αλλά θα ερχόταν σύντομα ο καιρός που δεν θα άντεχαν ούτε τα ίδια τους τα σκατά...»
Οπως κι αν έχει, η Κίτσου είναι η μόνη «ναεναμηλίτισσα» που ασκείται στον μαγικό ρεαλισμό, ενώ οι υπόλοιποι δείχνουν λάτρεις της αμερικανίζουσας λογοτεχνίας. Ωστόσο, τα μέλη της ομάδος έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά, με κυριότερο την παγκοσμιοποιημένη οπτική και δευτερευόντως τον ρομαντισμό, που κυριαρχεί στα συναισθηματικά χάπι εντ των βιβλίων τους.
MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
Το ΒΗΜΑ, 12/06/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις