0
Your Καλαθι
Ανολοκλήρωτο παρελθόν
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
Το «Ανολοκλήρωτο Παρελθόν» εμφανίζεται ως ένα ζοφερό αστυνομικό μυθιστόρημα γραμμένο με τη μορφή μιας αστυνομικής ανάκρισης. Μέσα όμως από το διάλογο του αστυνομικού που ανακρίνει και του «καλοκάγαθου εγκληματία» Νοέλ που ανακρίνεται, ξετυλίγεται μια ιστορία αντιθέσεων, μια ιστορία γέλιου και αίματος, τρυφερότητας και φρίκης, χυδαιότητας και ποίησης -το υλικό, με άλλα λόγια, που φτιάχνει τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα.[...]
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η κοινωνική υποκρισία, η αποσάθρωση των σχέσεων, η κατάρρευση των σημασιών, ο φόβος για τον ξένο στο τελευταίο βιβλίο του σπουδαίου φλαμανδού συγγραφέα.
Γνωστός στη χώρα μας αρχικώς από τον θεατρικό του μονόλογο Ο Ζυλ και η νύχτα (Γαβριηλίδης, 1998) και στη συνέχεια από το μυθιστόρημα Οι φήμες (Καστανιώτης, 1999) ο φλαμανδός συγγραφέας αποτελεί ιδιόμορφη περίπτωση στο ευρωπαϊκό λογοτεχνικό τοπίο. Πολυπράγμων, διασπασμένος σε πολλές επί μέρους δημιουργικές δραστηριότητες (θέατρο, κινηματογράφος, ζωγραφική), δεν είχε ως πρόσφατα κερδίσει τη φήμη που του αναλογούσε, περιοριζόμενος από το φράγμα μιας γλώσσας μειονοτικής, καθώς και από την προσήλωσή του σε ένα ύφος προσωπικό και ιδιαίτερο. Η ευρύτερη απήχηση που του χάρισε η βράβευσή του με το ευρωπαϊκό Αριστείον 1998 για τις Φήμες ενισχύθηκε με την κυκλοφορία την ίδια χρονιά του μυθιστορήματος Ανολοκλήρωτο παρελθόν φθάνοντας τα τελευταία δύο χρόνια ως το σημείο το όνομά του να συζητείται για το Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Το Ανολοκλήρωτο παρελθόν αποτελεί από πολλές πλευρές τη συνέχεια και την επέκταση του μυθιστορηματικού κόσμου που γνωρίσαμε στις Φήμες. Βασικός ήρωας και αφηγητής είναι τώρα ο «καθυστερημένος» Νοέλ, αδελφός του μισθοφόρου Ρενέ, του χαρακτήρα που δεσπόζει στις Φήμες, ενώ παρούσα και πάλι είναι η μικρή κοινότητα του Αλεχεμ στην οποία εκτυλίσσεται σημαντικό μέρος της δράσης. Ωστόσο, παρά τη συνάφειά τους, τόσο ως προς το νοηματικό υπόβαθρο όσο και ως προς τις συμβολικές προεκτάσεις, τα δύο μυθιστορήματα διαφέρουν σημαντικά από άποψη μορφολογική και αφηγηματική έτσι ώστε να διατηρεί το καθένα τη δική του αισθητική αυτοτέλεια. Η πολυφωνία και η πολυδιάσπαση της αφήγησης που ήταν η καθοριστική επιλογή στις Φήμες δίνει τη θέση της στην άμεση πρωτοπρόσωπη μαρτυρία, έτσι όπως αυτή ξετυλίγεται κατά τη διάρκεια μιας ανακριτικής διαδικασίας. Και πάλι όμως ό,τι προκύπτει στις Φήμες ως το αποτέλεσμα μιας εμφανούς αφηγηματικής τεχνικής επιτυγχάνεται εδώ χάρη στην εσωτερική πολυφωνία του ίδιου του αφηγητή.
Ο Νοέλ, και αυτό είναι εμφανές από τις πρώτες φράσεις του, είναι άτομο προβληματικό, ένα παιδί στο σώμα ενηλίκου. Ο ίδιος όπως και ο περίγυρός του αποδίδουν την υστέρησή του σε ένα χτύπημα στο κεφάλι κατά την πτώση του από ποδήλατο όταν ήταν μικρός. Εργάζεται σε ένα βιβλιοχαρτοπωλείο όπου κατά κανόνα γίνεται αντικείμενο χλευασμού από τους συναδέλφους του, κάτι το οποίο αντιμετωπίζει αρχικά με ανοχή και σχεδόν με τρυφερότητα. Όλα όμως θα αλλάξουν όταν θα περιέλθουν στα χέρια του μια σειρά «τολμηρές» φωτογραφίες μιας ανήλικης οι οποίες ενοχοποιούν στα μάτια του έναν συνάδελφό του, τον ενοχλητικό και χυδαίο Ντεκέρπελ. Η προσπάθειά του να ξεσκεπάσει με διάφορους έμμεσους τρόπους τον «εγκληματία» δεν θα αποδώσει καρπούς. Αντίθετα, θα έχει ως αποτέλεσμα την πυροδότηση μιας αλυσίδας παρεξηγήσεων που λειτουργούν κατά τρόπο ώστε στο τέλος να χάσει ο ίδιος τη δουλειά του, ως αποδιοπομπαίος τράγος. Αυτή η εξέλιξη καθώς και η ολοένα αυξανόμενη εσωτερική πίεση που αισθάνεται για την απόδοση δικαιοσύνης θα τον οδηγήσουν σε μια σειρά στυγερούς φόνους, φαινομενικά ακατανόητους και άσχετους μεταξύ τους. Εν τούτοις οι αποσπασματικές μα ενίοτε εξαιρετικά εναργείς διηγήσεις του θα ρίξουν τελικά φως στη μυστική αλληλουχία των γεγονότων, όπως και στο ευρύτερο κοινωνικό πλέγμα που τον εξώθησε στο έγκλημα.
Το βιβλίο είναι δοσμένο με τη μορφή διαλόγου ανάμεσα στον αστυνομικό Μπλοτ και στον εγκληματία Νοέλ και συνεπώς όλες οι πληροφορίες φθάνουν στον αναγνώστη μέσα από τον άμεσο λόγο των δύο προσώπων. Ως προς αυτό το κείμενο έχει τη χαρακτηριστική δομή κάθε θεατρικού έργου, μολονότι όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του ανάπτυξη σκηνών, εναλλαγές χώρων, κίνηση στον χρόνο υποστηρίζουν τον μυθιστορηματικό χαρακτήρα του. Ο ρόλος του αστυνομικού, αν και σημαντικότατος υφολογικά, περιορίζεται δραματουργικά στη διαλεύκανση της υπόθεσης αδιαφορώντας για την υποβόσκουσα οδυνηρή αλήθεια που αναδύεται από τις αφηγήσεις του Νοέλ. Η αφήγηση του Νοέλ, όπως κατευθύνεται από τις «χειρουργικές» επεμβάσεις του αστυνομικού, χαρακτηρίζεται από σπάνια πυκνότητα, έτσι ώστε οι 160 σελίδες που καταλαμβάνει να ξεπερνούν σε πλούτο και πολυσημία αρκετά πολυσέλιδα μυθιστορήματα. Ο Ούγκο Κλάους επιστρατεύει τον «τρελό», τον «εγκληματία», προκειμένου να μιλήσει αυτός εκ μέρους των άλλων, των «φυσιολογικών», επιτυγχάνοντας να αντηχούν στα λόγια του όλα όσα εκείνοι προσπαθούν να αποσιωπήσουν, με τον ίδιο υπόγειο τρόπο με τον οποίον προηγουμένως κλήθηκε να τους αποφορτίσει από τη βία που εκείνοι αδυνατούν να διαχειριστούν. Δεκάδες είναι τα ζητήματα που ανατέμνονται μέσω του απλού και οξυμένου λόγου του «εγκληματία» Νοέλ, ωστόσο εκείνα που και πάλι όπως και στις Φήμες αναδεικνύονται ως το κυρίαρχο φορτίο του κειμένου είναι η κοινωνική σκληρότητα και η υποκρισία, ο φόβος για τον Αλλον, τον ξένο, και κυρίως η αποσάθρωση των σχέσεων, η κατάρρευση των σημασιών.
Η ενοχή και ο διεστραμμένος πουριτανισμός (που ενδύεται συχνά τη μορφή της ελευθεριότητας), όπως εκδηλώνονται στην αντιμετώπιση του ζητήματος της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων σε πολλές χώρες του «πολιτισμένου» κόσμου κάτι που ήρθε με συγκλονιστικό τρόπο στο φως με την υπόθεση Ντυτρού στην πατρίδα του Ούγκο Κλάους, το Βέλγιο , φωτίζονται εδώ με έξοχο και εξαιρετικά δραστικό τρόπο αφού ο συγγραφέας κατορθώνει να υφάνει ολόκληρο το συμβολικό δίχτυ που επιτρέπει, ενθαρρύνει και ταυτόχρονα αποσιωπά την εγκληματική συμπεριφορά. Ωστόσο, μακριά από την ευκολία της καταγγελίας και των μεγαλόσχημων αφορισμών, με το Ανολοκλήρωτο παρελθόν ο Ούγκο Κλάους στοχεύει πολύ μακρύτερα: κατευθείαν στο μυστήριο, στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, απ' όπου αναδύονται σπαράγματα, φόβοι, επιθυμίες και σημασίες, δουλεμένα και δοσμένα κατά τρόπο που συνθέτουν ένα κείμενο σπάνιας ποιότητας και άγριας ομορφιάς.
Κώστας Κατσουλάρης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-10-2000
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πριν από περίπου έναν χρόνο, όταν γράφαμε για τις «Φήμες», το προηγούμενο βιβλίο του φλαμανδόφωνου συγγραφέα, καταλήγαμε: «Ο Ούγκο Κλάους, με αυτό το πολυεστιακό, πολυφωνικό, πολυκεντρικό μυθιστόρημα, κατορθώνει να μας δώσει όχι μόνο μια μεταχριστιανική αλληγορία πάνω στην παλαιά πάλη του εύλογου καλού με το αναίτιο κακό, αλλά και, όπως οι συμπατριώτες του ζωγράφοι μερικούς αιώνες παλαιότερα, το επιμόνως, πέρ' από τόπους και εποχές, τερατώδες πρόσωπο του ανθρώπου».
Ο Ούγκο Κλάους συνεχίζει στην ίδια γραμμή με το «Ανολοκλήρωτο Παρελθόν». Μόνο που εδώ, πέρα από την αρχαία διαμάχη, προσθέτει δύο στοιχεία που χρωματίζουν διαφορετικά το μυθιστόρημα: τον παραλογισμό και τη δικαιοσύνη.
Από πραγματολογική άποψη, το «Ανολοκλήρωτο Παρελθόν» αποτελεί συνέχεια των «Φημών», με τις οποίες σχηματίζει μια εντελή ενότητα. Ο κύκλος που άνοιξε με τη μυστηριώδη ασθένεια στο προηγούμενο μυθιστόρημα κλείνει με τη σημαινόντως αναίτια διαδοχή φόνων σ' αυτό εδώ. Μόνο που τα πρόσωπα αλλάζουν, και μαζί με αυτά η εστίαση του συγγραφέα. Αν στις «Φήμες» κυριαρχούσε ένα παράδοξο συλλογικό υποκείμενο που κρυβόταν κάτω από την ευρύχωρη αντωνυμία «Εμείς», που μέσα της χωρούσε ακόμη και ο ευφάνταστος αναγνώστης, στο «Παρελθόν», χωρίς περιττά αφηγηματολογικά τερτίπια, όλη η αφήγηση είναι ένα μακρύ υποκειμενικό πλάνο μέσ' από το βλέμμα του ελαφρώς υστερούντος διανοητικά πρωταγωνιστή.
Αυτή η αφηγηματολογική αταραξία ενισχύεται και από ένα άλλο στοιχείο: καθώς όλο το μυθιστόρημα είναι μια ανάκριση και ο εντεύθεν διάλογος που προκύπτει, δηλαδή ένας εξ αρχής και εξ ολοκλήρου πλαγιασμένος λόγος, το ζήτημα της νομιμοφάνειας της λογοτεχνικής σύμβασης μετατίθεται: δεν είναι πια τα -ομιλούντα- μυθιστορηματικά πρόσωπα που προσπαθούν να είναι πειστικά, αλλά η υπερπραγματικότητα που τα περιέχει.
Ο πρωταγωνιστής είναι ο Νοέλ -αδελφός του κεντρικού ήρωα των «Φημών»-, ο οποίος παρουσιάζει μια ελαφρά νοητική υστέρηση μετά την πτώση του από ποδήλατο στα παιδικά του χρόνια. Μέσα στον παραμορφωμένο από τη νοητική υστέρηση κόσμο του, οδηγείται στη διάπραξη μιας σειράς, ουσιωδώς αναίτιων, φόνων. Όλο το μυθιστόρημα είναι η ανάκριση που τελείται από έναν απόστρατο αστυνομικό, η οποία οδηγεί, τυπικά, στην εξιχνίαση των φόνων και, ουσιαστικά, στην αποκατάσταση της διαταραγμένης, από την αρρώστια και το κακό, τάξης πραγμάτων.
Η παραμορφωμένη πραγματικότητα του διανοητικά καθυστερημένου κεντρικού ήρωα προσφέρει στο συγγραφέα τον ιδανικότερο μυθιστορηματικό καμβά για να επιτύχει εκείνη τη διάθλαση της πραγματικότητας που είναι απαραίτητη ώστε να συσταθεί λογοτεχνικό κείμενο.
Αυτή όμως η νοητική υστέρηση του πρωταγωνιστή παρέχει κι ένα άλλο αφηγηματικό πλεονέκτημα στο συγγραφέα: η καθολική εστίαση, όπως αναφέραμε, της μυθιστορηματικής πραγματικότητας μέσ' από το μειονεκτικό βλέμμα του ήρωα δημιουργεί ένα ακέραιο καθεστώς φαινόμενης αθωότητας.
Έτσι, ψυχολογικά φορτισμένη αλλά αφηγηματικά αδιατάρακτη, αναφαίνεται μια καινούργια, απροσδόκητη, διάσταση στον αναγνώστη: το ευφυές παιχνίδισμα ανάμεσα στη βιοτική και τη μυθιστορηματική πραγματικότητα, ανάμεσα στο πραγματικό και το αληθοφανές, ανάμεσα στο όντως ον και την πιθανότητα.
Είπαμε στην αρχή πως στο «Παρελθόν» εμφανίζονται δύο στοιχεία που δεν υπήρχαν στις «Φήμες»: ο παραλογισμός και η δικαιοσύνη, που στοιχειώνουν τον Νοέλ. Η γεμάτη νόημα νοητική υστέρησή του χαρακτηρίζεται από τις παράλογες εμμονές του, οι οποίες στο δικό του βλέμμα -συνεπώς και στην κειμενική πραγματικότητα, εφόσον η υποκειμενική εστίαση του Ούγκο Κλάους μέσ' από το βλέμμα του ήρωά του είναι άνευ ρηγμάτων και καθολική- ούτε παράλογες είναι ούτε εμμονές.
Αυτό οδηγεί σε μια ιδιότυπη έννοια της δικαιοσύνης, ακριβέστερα σ' ένα ιδιότυπο κλειστό σύστημα ατομικής δικαιοσύνης. Φίδι που δαγκώνει την ουρά του, ο κεντρικός ήρωας είναι ο μοναδικός μοχλός σ' αυτό το κλειστό σύστημα.
Αυτουργός και αυτοτιμωρούμενος, ανατρέπει την καθεστηκυία τάξη, αφού αναλαμβάνει έναν σκανδαλώδη ρόλο: να καταλύσει τη θεσπισμένη έννομη τάξη, εκκινώντας από μία νομιζόμενη αίσθηση φυσικού δικαίου και καταλήγοντας σε μια ανεπίτρεπτη για τα κοινωνικά πράγματα διφυΐα: πειστικός θύτης και εύλογο θύμα.
Ο Ούγκο Κλάους και στα δύο μυθιστορήματά του έχει ως θέμα του το διεσταλμένο κακό. Παρά τη συγγένεια και την αφηγηματική συνέχεια που συνδέει τα δύο μυθιστορήματα, ο Κλάους, οξυδερκής συγγραφέας, με μια αίσθηση οικονομίας που δεν είναι πια συνηθισμένη, προτιμά να εκδώσει δύο μυθιστορήματα παρά να γράψει ένα, ανοικονόμητο και ξεχειλωμένο, για να μνημειώσει τη συγγραφική του κενοδοξία.
Επιπλέον, με τον κατ' ουσίαν αλληγορικό του λόγο, ο Βέλγος συγγραφέας μας δείχνει πώς ένας ρωμαλέος, ειδοποιημένος, επεξεργασμένος, απαλλαγμένος από το θανάσιμο εναγκαλισμό του βιώματος ρεαλισμός (μακριά από το «χιούμορ», τις ποικιλώνυμες «οργές», τις λιγότερο ή περισσότερο ευφυείς ατάκες και από «χημικές γενιές» που το μόνο που δεν ανακάλυψαν είναι το ένζυμο της λογοτεχνίας), ένας τέτοιος λοιπόν ρεαλισμός μπορεί όχι μόνο να σκηνοθετεί αποτελεσματικά την αφήγηση αλλά και να ακυρώνει δεκαετίες αισθητικών προκαταλήψεων.
Και δύο λόγια γενικώς περί μεταφράσεως: είναι γνωστή η σημασία της μετάφρασης για τις εθνικές λογοτεχνίες, ιδίως δε για τις πιο περιφερειακές από αυτές, που τις υποστηρίζει μια μικρή -ως προς τον αριθμό των χρηστών της- γλώσσα. Μετάφραση δεν σημαίνει απλώς τη μεταφορά του έργου του λόγου σε μια άλλη γλωσσική πραγματικότητα. Η μετάφραση, για να είναι γόνιμη και να πλουτίζει την εντόπια λογοτεχνία, οφείλει να περιέχει, αντανακλώντας την, όλη τη δέσμη πολιτισμού μέσα στην οποία γεννήθηκε το ξενόγλωσσο κείμενο. Από την άποψη αυτή, η μετάφραση του Γιάννη Ιωαννίδη διεκπεραιώνει μεν επαρκώς το κείμενο, δεν μας χαρίζει όμως το βάθος της συνολικής θέας του.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/05/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις